ΜΙΑ ΑΠΟΛΥΣΗ, ΜΙΑ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΙ ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ:
ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΑΥΛΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Εργάστηκα ως κριτικός λογοτεχνίας στην «Ελευθεροτυπία» από τον Νοέμβριο του 1991 έως και τον Νοέμβριο που μας πέρασε. Την 1η Δεκεμβρίου το λογιστήριο της εφημερίδας μού τηλεφώνησε για να μου διαβάσει ένα μπιλιετάκι της ιδιοκτησίας με το οποίο απολυόμουν όχι στο πλαίσιο κάποιων αναδιαρθωτικών μέτρων εν όψει της κρίσης, αλλά επειδή είμαι πρόεδρος της αμισθί τριμελούς Επιτροπής Βιβλίου, που έχει συσταθεί στο Μητρώο Πολιτιστικών Φορέων του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ) και συνεδριάζει δις ή τρεις ετησίως. Τα καθήκοντά μου ως προέδρου της επιτροπής έρχονται σύμφωνα με τη λογική της απόλυσής μου σε σύγκρουση με την ιδιότητα του κριτικού, αφού ως πρόεδρος είμαι επιφορτισμένος με το να «μοιράζω κρατικό χρήμα» ενώ ως κριτικός οφείλω να ελέγχω συγγραφείς και εκδοτικά προϊόντα.
Δεν θα αναφερθώ στο ότι η συμμετοχή μου στην επιτροπή δεν αποτελεί άμισθη ή έμμισθη απασχόληση σε γραφείο Τύπου ή σε θέση συμβούλου σε υπουργείο ή δημόσιο οργανισμό ώστε να έπρεπε να το έχω δηλώσει στην εφημερίδα, όπως ζητήθηκε από το συντακτικό προσωπικό το 2009. Δεν θα εξετάσω το ότι ακόμη κι αν ενέπιπτα στις κατηγορίες του απασχολούμενου σε γραφείο Τύπου ή σε θέση συμβούλου, η ανακοίνωση του 2009 δεν διευκρίνιζε ότι η μη δήλωση θα επέσυρε τη βαρύτερη των ποινών – την απόλυση. Δεν θα μείνω στο ότι ουδείς δέχτηκε να συναντηθεί μαζί μου, για να ακούσει τις εξηγήσεις μου και να ξεκαθαριστεί η κατάσταση. Θα σταθώ μόνο σε ό, τι συνιστά κατά τη γνώμη μου την ουσία του προβλήματος, ρίχνοντας σκιές στην επαγγελματική μου υπόληψη, αλλά και δημιουργώντας ένα εξαιρετικά δυσοίωνο προηγούμενο για τη λειτουργία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Το να απολύεται από την εφημερίδα του ένας συντάκτης με εμπειρία τριάντα ετών (ξεκίνησα την καριέρα μου ως κριτικός το 1982 από τις στήλες της «Αυγής») επειδή εκλήθη από το κράτος να γνωμοδοτήσει χωρίς αμοιβή επί θεμάτων του χώρου του, φορτωμένος με την ταμπέλα του χορηγού δημοσίου χρήματος, ακυρώνει διπλά τη δημοσιογραφική του εργασία. Πρώτον γιατί δεν της αναγνωρίζει την πείρα και τη γνώση που σωρεύει με την παρέλευση των ετών έτσι ώστε να βαραίνει ο γνωμοδοτικός της λόγος και να ζητείται και σε θεσμικό επίπεδο η συμμετοχή του – όχι για να ασκήσει εξουσία, να σπαταλήσει χρήμα, να εξυπηρετήσει σκοτεινά συμφέροντα και να καρπωθεί ύποπτα οφέλη, αλλά για να συνεισφέρει στον εντοπισμό και στην αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων και να συμμετάσχει στην προσπάθεια για την εκπόνηση προτάσεων και λύσεων. Δεύτερον, διότι υπό τον φόβο της αποπομπής, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ο συντάκτης να αρχίσει να αρνείται ή να κρύβει τη γνώμη του, περιστέλλοντας εκ των πραγμάτων και τη γενικότερη κριτική του στάση. Αλλά αυτό δεν είναι αρχή ακεραιότητας, την οποία παραβίασα αναλαμβάνοντας τα χρέη προέδρου της Επιτροπής Βιβλίου, αλλά περιορισμός σ’ ένα απείρως εσωστρεφές περιβάλλον, που αδειάζει το δημοσιογραφικό επάγγελμα από το αίμα του και του αφαιρεί τη στοιχειώδη ανάσα του: την επαφή με τη ζωντανή κοινωνία.
Για να μη μείνει το παραμικρό εν κρυπτώ, να πω δυο λόγια για το Μητρώο του ΥΠΠΟΤ και τις επιτροπές οι οποίες έχουν συσταθεί παρά το πλευρό του. Οι επιτροπές καλύπτουν όλους τους χώρους της τέχνης (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικά, θέατρο, κινηματογράφος, χορός) και μέλη της είναι κριτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, σκηνοθέτες, χορογράφοι και συγγραφείς, που καλούνται να συμβάλουν στο συμμάζεμα του άναρχου μέχρι τώρα όγκου των οικονομικών αιτημάτων προς το ΥΠΠΟΤ. Αντί τα οικονομικά αιτήματα των διαφόρων καλλιτεχνικών φορέων και οργανισμών να απευθύνονται, όπως γινόταν μέχρι τώρα, προς πάσα κατεύθυνση (προς τον υπουργό, προς τον γενικό γραμματέα ή προς τις ποικίλες ειδικές διευθύνσεις) υποβάλλονται δύο φορές τον χρόνο στο Μητρώο, για να εξεταστούν από τα καθ’ ύλην αρμόδια μέλη των επιτροπών, που γνωμοδοτούν στο ΥΠΠΟΤ σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη της ικανοποίησής τους. Οι τελικές αποφάσεις ανήκουν στο ΥΠΠΟΤ και αναρτώνται στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για μια συγκροτημένη απόπειρα επίτευξης διαφάνειας, που πολλοί, ανάμεσά τους κι εγώ, έκριναν πως άξιζε την κινητοποίησή τους. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Επιτροπή Βιβλίου, να σημειώσω πως δεν αποφαίνεται επί των αιτημάτων εκδοτών (επιχειρηματικά συμφέροντα) ή συγγραφέων (λογοτεχνικά συμφέροντα), αλλά ευρύτερων συλλογικοτήτων (κατά το γενικό πρότυπο άρθρωσης του Μητρώου) που κινούνται στον χώρο της λογοτεχνίας. Αυτό είναι το βαριά συννεφιασμένο τοπίο των επιχορηγήσεων, που προκάλεσε την εν μία νυκτί απόλυσή μου.
Η περίπτωση του Γιώργου Χρονά
Η απαξίωση, ωστόσο, είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, όταν η συντακτική ομάδα του ενθέτου «Βιβλιοθήκη» (υπεύθυνος Σήφης Πολυμίλης, μέλη Θανάσης Γιαλκέτσης, Βασίλης Κ. Καλαμαράς, Νίκος Ντόκας, Κατερίνα Σχινά, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου) αντικαταστάθηκε από τον ποιητή Γιώργο Χρονά. Χωρίς δημοσιογραφική ιδιότητα, ο Γ. Χρονάς ξεκαθάρισε εξαρχής στα μέλη της παλαιάς συντακτικής ομάδας ότι το έντυπο που έβγαζαν ήταν σκουπίδι και ότι οι όποιες αντιδράσεις τους ή η όποια κριτική τους δεν θα τον άγγιζαν γιατί δεν ανήκε στην ΕΣΗΕΑ. Εν συνεχεία προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: Στέρησε από την Κ. Σχινά και εμένα τις στήλες μας, δημοσιεύοντας τα κείμενά μας πολύ καιρό μετά την παράδοσή τους και σε τρομακτικά ακανόνιστα διαστήματα (εννοείται πως έτσι μας δυσκόλευε εξαιρετικά στο να μπορούμε να δικαιολογήσουμε τον μισθό μας). Στέρησε από εμένα το βασικό μου αντικείμενο ως κριτικού, την κριτική της ελληνικής πεζογραφίας, αναθέτοντας αυτό το έργο αποκλειστικά στην εξωτερική του συνεργάτρια Μ. Θεοδοσοπούλου. Επετέθη δια της φωτογραφικής μεθόδου από τις στήλες της «Βιβλιοθήκης» στην Κ. Σχινά και σ’ εμένα όταν, ασφυκτιώντας από τον παραγκωνισμό μας, αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε με το νεοσύστατο τότε έντυπο «Athens Review of Books». Αφέθηκε να πλανάται στον αέρα η εντύπωση πως το έντυπο αποτελούσε πρωτοβουλία ανταγωνιστικών εκδοτικών συμφερόντων ενώ το έντυπο ήταν εγχείρημα δύο ιδιωτών (Μανώλης Βασιλάκης, Ηλίας Κανέλλης). Αφέθηκε επίσης να πλανάται στον αέρα η εντύπωση πως η Κ. Σχινά ήταν υπονομεύτρια του κύρους της εφημερίδας επειδή είχε δηλώσει στην «Athens Voice» ότι υπό τη νέα της διεύθυνση η «Βιβλιοθήκη» είχε χάσει τον παλαιότερο συλλογικό της χαρακτήρα. Μετά από αυτά ήρθε η απόλυση της Κ. Σχινά.
Ο Γ. Χρονάς αποτελεί ένα ακόμη επικίνδυνο φαινόμενο για τον Τύπο: ένας ποιητής ο οποίος προκαλεί εκτεταμένες (αν όχι ανήκεστες) βλάβες σε επαγγελματίες δημοσιογράφους, που παρόλη τη συστηματική καταστροφή της καριέρας τους δεν αρνήθηκαν, όσο παρέμειναν στην εφημερίδα, ούτε μία στιγμή τη συνεργασία μαζί του. Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι οι προσωπικότητες του τύπου Χρονά, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτρέπεται σε τέτοιες προσωπικότητες να παρεισδύουν στη δημοσιογραφική λειτουργία.
Πώς μεθοδεύτηκε η απόλυση του συναδέλφου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου