Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Νοσταλγία για βαρβαρότητα

Του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή, 22.12.10
Η επίθεση που δέχθηκε ο βουλευτής της Ν. Δ. Κώστας Χατζηδάκης άφησε πίσω της φωτογραφίες και βίντεο με έναν άνθρωπο αιμόφυρτο, τρομοκρατημένο και σχόλια στο Διαδίκτυο, όπου οι μεν επικροτούν, οι δε καταδικάζουν. Κάποιοι παρέμειναν αναποφάσιστοι, φαίνεται όμως ότι τα ανακλαστικά των υποστηρικτών της επίθεσης ήταν πιο σβέλτα από εκείνα όσων την καταδίκασαν. Το κυρίαρχο επιχείρημα όσων απόλαυσαν το θέαμα ήταν το εξής: δεν είναι εξίσου βία η κρατική κλοπή, δεν είναι βία οι απολύσεις, τη στιγμή που κανένας μάλιστα δεν τιμωρείται;

Συμψηφισμός, λοιπόν. Στη σκέψη ενός ολόκληρου λαού (με ελάχιστες εξαιρέσεις) πολιτικός σημαίνει «κλέφτης». Ανεξάρτητα από το ότι ειδικά στην περίπτωση του κ. Χατζηδάκη δεν υπάρχει καμία ένδειξη ενοχής και μόνο η στελέχωση σε μία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις (ειδικά σε εκείνη της Ν. Δ. της περιόδου 2004 - 2009) αρκεί για να βγει η ετυμηγορία. Ενοχος λοιπόν ο εκάστοτε υπουργός, άρα πρέπει να πληρώσει. Πώς; Με αίμα, με πόνο.
Πανάρχαιη αντίληψη, σχεδόν ένα αρχέγονο ένστικτο. Στη «Γενεαλογία της ηθικής» ο Νίτσε αναρωτιέται: «Από πού άντλησε τη δύναμή της αυτή η παμπάλαια, βαθιά ριζωμένη, και ίσως αξερίζωτη πια σήμερα, ιδέα, η ιδέα ότι υπάρχει ισοδυναμία μεταξύ ζημιάς και πόνου»;
Χοντρικά, θα λέγαμε ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν περάσει από τρία είδη δικαιοσύνης: πρώτον, αυτό που εξασφαλίζει μια κάποια ισότητα, π. χ. κλέβεις - η περιουσία σου δημεύεται. Δεύτερον, αυτό που θεωρείται υπέρμετρα αυστηρό, π. χ. κλέβεις άλογα - σε περιμένει η αγχόνη. Τρίτον, η ήπια απόδοση δικαιοσύνης, π. χ. σκότωσες - περνάς μερικά χρόνια φυλακή. Οι πρώτες δύο κατηγορίες ανήκουν στο παρελθόν (εκτός και αν μιλάμε για το Ιράν). Η τελευταία είναι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα και πρόκειται σαφώς για κατάκτηση των πολιτισμένων, οργανωμένων κοινωνιών, όπου η έμφαση δίδεται (θεωρητικά έστω) στην πρόληψη και την επαναφορά στην κοινωνία, π. χ. διά της μόρφωσης, της διαπαιδαγώγησης, και όχι στην τιμωρία (όπως στις ΗΠΑ). Αυτό είναι το ευρωπαϊκό μοντέλο, κληρονομιά του Διαφωτισμού.
Οταν, τώρα, η απόδοση δικαιοσύνης περνάει στα χέρια του όχλου, επιστρέφουμε στη βαθιά ριζωμένη στον άνθρωπο αντίληψη του συμψηφισμού. Οπως τόσο ανάγλυφα έδειξε ο Σαίξπηρ στον «Εμπορο της Βενετίας», υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες ο πιστωτής μπορούσε βάσει νόμου να υποβάλει εν είδει αποζημίωσης σε κάθε είδους βασανισμό το σώμα του χρεώστη: αποκοπή κομματιού του σώματός του, το οποίο έκρινε ανάλογο ως προς το χρέος.
Ο πιστωτής αντλούσε ικανοποίηση κακοποιώντας κάποιον ο οποίος βρισκόταν στο έλεός του. «Η απόλαυση αυτή», γράφει ο Νίτσε, «είναι τόσο πιο μεγάλη όσο πιο χαμηλή και ταπεινή είναι η θέση του χρεώστη στην κλίμακα της κοινωνίας, διότι τότε η μπουκιά θα του φανεί πιο νόστιμη, και μάλιστα θα του φανεί σαν πρώτη γεύση μιας ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας». Πόσο απολαυστική είναι η στιγμή που εσύ, ο ανώνυμος του λαού, ο καθένας, τραυματίζεις έναν πρώην υπουργό!
Πράγματι, η πολιτεία δεν έχει τιμωρήσει τους υπεύθυνους της σημερινής κρίσης και ο κόσμος είναι δίκαια οργισμένος (να μια τέταρτη μορφή δικαιοσύνης, ελληνική: πλήρης ατιμωρησία). Οπότε, στην επιφάνεια ανεβαίνει μια ανεξίτηλη ψυχική εγγραφή: η υποσυνείδητη, μα διάχυτη, νοσταλγία για βαρβαρότητα. Και πάλι ο Γερμανός φιλόσοφος: «Το να βλέπεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει καλό, το να κάνεις τους άλλους να υποφέρουν σου κάνει περισσότερο καλό - αυτή είναι μια σκληρή φράση, είναι όμως μια παλιά, ισχυρή, ανθρώπινη, πάρα πολύ ανθρώπινη αρχή, που ακόμη και οι πίθηκοι θα την υπέγραφαν. [...] Μου φαίνεται πως η λεπτότητα και ακόμη περισσότερο ο ταρτουφισμός των εξημερωμένων κατοικίδιων ζώων (εννοώ τους μοντέρνους ανθρώπους, εννοώ εμάς) απεχθάνεται να φανταστεί, με όλη την απαιτούμενη δύναμη, ώς ποιο βαθμό αποτελούσε η σκληρότητα τη μεγάλη γιορταστική χαρά της παλαιότερης ανθρωπότητας και ήταν ουσιαστικό στοιχείο όλων σχεδόν των απολαύσεών της». Ας μη γίνει όμως λόγος για «κτηνωδία»: τα ζώα δεν είχαν ποτέ τέτοιες «γιορτές»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες