Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 17.2.11
Αλλά µε δεδοµένες τις δυσκολίες χρειάζεται να συνεννοηθούµε. Στην Ισπανία, που δοκιµάζεται επίσης από ύφεση, µε ανεργία υψηλότερη από τη δική µας, κυβέρνηση, συνδικάτα και εργοδοτικές ενώσεις υπέγραφαν στις 2 Φεβρουαρίου ένα «κοινωνικό σύµφωνο» που µεταρρυθµίζει τις συντάξεις και τη δοµή των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, προβλέπει πολιτικές για την απασχόληση, σκιαγραφεί µια βιοµηχανική και ενεργειακή πολιτική για το µέλλον.
Ξεθυµαίνει σιγάσιγά η αναστάτωση που προκάλεσαν το Σαββατοκύριακο οι άστοχες δηλώσεις της τρόικας γύρω από την εκποίηση δηµόσιας περιουσίας, χωρίς να γίνουµε σοφότεροι από πριν. Οπως συνήθως γίνεται, αλλά τούτη τη φορά πήρε πιο µεγάλες διαστάσεις, όλη η φασαρία έγινε για το αν έπρεπενα µιλήσουν έτσι ή αν δεν έπρεπε να τους είχε επιτραπεί.
Το ίδιο το ζήτηµα, η επιλογή να πωληθούν ακίνητα και εταιρικές συµµετοχές του ∆ηµοσίου προκειµένου να µειωθεί το υπέρογκο χρέος, ώστε να µπορέσουν να διατηρηθούν ή και να αναπτυχθούν βασικά δηµόσια αγαθά, το σύστηµα υγείας π.χ. ή η εκπαίδευση, ελάχιστα συζητήθηκε. Και πάντως, κανείς από όσους αγανάκτησαν µε την τρόικα και τον υπουργό Οικονοµικών – που την πρότειναν – δεν νοιάστηκε να παρουσιάσει εναλλακτικά άλλες επιλογές για την ελάφρυνση του χρέους, ώστε να µπορεί να εξυπηρετείται µε τις δυνάµεις της ελληνικής οικονοµίας, εφόσον η στήριξη από την Ευρώπη και το ∆ΝΤ έχει όρια καικάποτε θα εξαντληθεί.
Παρήγορο δεν είναι, αλλά παρόµοια συµβαίνουν και αλλού. Μετά την αιφνίδια δήλωση του (ακόµα) προέδρου της Bundesbank (της κεντρικής τράπεζας της Γερµανίας) Αξελ Βέµπερ ότι δεν ενδιαφέρεται για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία ήταν γνωστό ότι τον προωθούσε η κυβέρνηση Μέρκελ ενόψει της λήξης της θητείας του Ζαν - Κλοντ Τρισέ τον Οκτώβριο, µέρες τώρα ο γερµανικός Τύπος είναι γεµάτος ρεπορτάζ και σχόλια όπου κατακεραυνώνεται ο Βέµπερ και εκφράζονται ανησυχίες για τη σταθερότητα του ευρώ αν τη θέση πάρει άλλος, µάλιστα Νότιος (δεύτερος υποψήφιος ήταν ο διοικητής της Τράπεζας τηςΙταλίας Μάριο Ντράγκι). Μόλις πριν από τρεις µέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθάρισε ότι δεν είναι υποχρεωτικό ο επόµενος πρόεδρος της ΕΚΤ να είναι Γερµανός – δενείναι θέµα διαβατηρίου, είπε –, την ίδια ώρα που το Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα υπεδείκνυε ως πιο κατάλληλο Γερµανό τον τέως υπουργό Οικονοµικών Πέερ Στάινµπρικ, µε τον Στάινµπρικ αµέσως να το αποκλείει ενοχληµένος, διευκρινίζοντας ότι ένας άλλοτε ενεργός υπουργός δεν µπορεί να µεταπηδά σε µια ελεγκτική αρχή. Αµέσως µετά ο Μάριο Ντράγκι έδινε συνέντευξη στην εφηµερίδα « Frankfurter Allgemeine Zeitung» για να εκθειάσει τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις της Γερµανίας για την ανταγωνιστικότητα ως πρότυπο για ολόκληρη την ευρωζώνη. Επέκρινε επίσης το αίτηµα να αυξηθούν οι πόροι του Ταµείου ∆ιάσωσης – σε αντίθεση µε τη σηµερινή ηγεσία της ΕΚΤ που το προβάλλει επίµονα από καιρό – καθώς και την ιδέα του ευρωοµολόγου. Οι χώρες πρέπει να αντιµετωπίζουν τις κρίσεις κινητοποιώντας δικές τους δυνάµεις, µε εξυγιαντικά προγράµµατα που να πείθουν τις αγορές, όπως, σε αντίθεση µε την Ελλάδα, έκανε η Ιταλία το 1992, είπε.
Οιταλός υποψήφιος εµφανίζεται έτσι πιο «Γερµανός» από τον υπουργό Σόιµπλε, ο οποίος συγκατατέθηκε στο Eurogroup στην αύξηση των πόρων του µόνιµου µηχανισµού στήριξης που θα ιδρυθεί το 2013, αν και όχι του υφιστάµενου προσωρινού Ταµείου, απόφαση που έµεινε να ληφθεί µέσα στον Μάρτιο. Αλλά ο Σόιµπλε, ο αρχαιότερος και θεωρούµενος πιο ευρωπαϊστής στη γερµανική κυβέρνηση, έλεγε σε συνέντευξή του στην τελευταία « Zeit» (10/2): «∆εν µπορούµε να φτιάξουµε την Ευρώπη όταν λέµε ότι όλοι πρέπει να γίνουν σαν εµάς. ∆εν µπορείςνα προωθήσεις µια κοινότητα όταν είσαι πεπεισµένος ότι τα κάνεις όλα σωστά και οι άλλοι τα κάνουν όλα λάθος. Η αποδοχή των διαφορών θα είναι το σηµαντικότερο, αλλά όχι πάντα εύκολο...».
∆εν περνάει τις καλύτερες εποχές της η δηµοκρατική διαµόρφωση γνώµης στην Ελλάδα – ούτε όµως στη Γερµανία, ούτε στην Ευρώπη γενικότερα. Υπάρχουν αντικειµενικές δυσκολίες: η πολυπλοκότητα των ζητηµάτων που πρέπει να αποφασιστούν, οι διαφορές µέσα στην Ευρώπη, από χώρα σε χώρα, που χρειάζεται να συντεθούν. Και σ’ εµάς επιπλέον η πιο σκληρή δυσκολία, ότι στις πολιτικές που εγκαινιάστηκαν πέρυσι µε το Μνηµόνιο, συµπιέζοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζοµένων στο ∆ηµόσιο και των συνταξιούχων πρώτα, άλλων κλάδων κατόπιν, παράλληλα µε την ύφεση που κλείνει επιχειρήσεις και διογκώνει την ανεργία, τέλος δεν διακρίνεται. Χειρότερα γίνονται τα πράγµατα όταν κάθε κλάδος αγωνίζεται κατά της κυβέρνησης, ζηµιώνοντας εν τέλει όλη την κοινωνία.
Αλλά µε δεδοµένες τις δυσκολίες χρειάζεται να συνεννοηθούµε. Στην Ισπανία, που δοκιµάζεται επίσης από ύφεση, µε ανεργία υψηλότερη από τη δική µας, κυβέρνηση, συνδικάτα και εργοδοτικές ενώσεις υπέγραφαν στις 2 Φεβρουαρίου ένα «κοινωνικό σύµφωνο» που µεταρρυθµίζει τις συντάξεις και τη δοµή των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, προβλέπει πολιτικές για την απασχόληση, σκιαγραφεί µια βιοµηχανική και ενεργειακή πολιτική για το µέλλον.
Το ίδιο το ζήτηµα, η επιλογή να πωληθούν ακίνητα και εταιρικές συµµετοχές του ∆ηµοσίου προκειµένου να µειωθεί το υπέρογκο χρέος, ώστε να µπορέσουν να διατηρηθούν ή και να αναπτυχθούν βασικά δηµόσια αγαθά, το σύστηµα υγείας π.χ. ή η εκπαίδευση, ελάχιστα συζητήθηκε. Και πάντως, κανείς από όσους αγανάκτησαν µε την τρόικα και τον υπουργό Οικονοµικών – που την πρότειναν – δεν νοιάστηκε να παρουσιάσει εναλλακτικά άλλες επιλογές για την ελάφρυνση του χρέους, ώστε να µπορεί να εξυπηρετείται µε τις δυνάµεις της ελληνικής οικονοµίας, εφόσον η στήριξη από την Ευρώπη και το ∆ΝΤ έχει όρια καικάποτε θα εξαντληθεί.
Παρήγορο δεν είναι, αλλά παρόµοια συµβαίνουν και αλλού. Μετά την αιφνίδια δήλωση του (ακόµα) προέδρου της Bundesbank (της κεντρικής τράπεζας της Γερµανίας) Αξελ Βέµπερ ότι δεν ενδιαφέρεται για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία ήταν γνωστό ότι τον προωθούσε η κυβέρνηση Μέρκελ ενόψει της λήξης της θητείας του Ζαν - Κλοντ Τρισέ τον Οκτώβριο, µέρες τώρα ο γερµανικός Τύπος είναι γεµάτος ρεπορτάζ και σχόλια όπου κατακεραυνώνεται ο Βέµπερ και εκφράζονται ανησυχίες για τη σταθερότητα του ευρώ αν τη θέση πάρει άλλος, µάλιστα Νότιος (δεύτερος υποψήφιος ήταν ο διοικητής της Τράπεζας τηςΙταλίας Μάριο Ντράγκι). Μόλις πριν από τρεις µέρες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ξεκαθάρισε ότι δεν είναι υποχρεωτικό ο επόµενος πρόεδρος της ΕΚΤ να είναι Γερµανός – δενείναι θέµα διαβατηρίου, είπε –, την ίδια ώρα που το Σοσιαλδηµοκρατικό Κόµµα υπεδείκνυε ως πιο κατάλληλο Γερµανό τον τέως υπουργό Οικονοµικών Πέερ Στάινµπρικ, µε τον Στάινµπρικ αµέσως να το αποκλείει ενοχληµένος, διευκρινίζοντας ότι ένας άλλοτε ενεργός υπουργός δεν µπορεί να µεταπηδά σε µια ελεγκτική αρχή. Αµέσως µετά ο Μάριο Ντράγκι έδινε συνέντευξη στην εφηµερίδα « Frankfurter Allgemeine Zeitung» για να εκθειάσει τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις της Γερµανίας για την ανταγωνιστικότητα ως πρότυπο για ολόκληρη την ευρωζώνη. Επέκρινε επίσης το αίτηµα να αυξηθούν οι πόροι του Ταµείου ∆ιάσωσης – σε αντίθεση µε τη σηµερινή ηγεσία της ΕΚΤ που το προβάλλει επίµονα από καιρό – καθώς και την ιδέα του ευρωοµολόγου. Οι χώρες πρέπει να αντιµετωπίζουν τις κρίσεις κινητοποιώντας δικές τους δυνάµεις, µε εξυγιαντικά προγράµµατα που να πείθουν τις αγορές, όπως, σε αντίθεση µε την Ελλάδα, έκανε η Ιταλία το 1992, είπε.
Οιταλός υποψήφιος εµφανίζεται έτσι πιο «Γερµανός» από τον υπουργό Σόιµπλε, ο οποίος συγκατατέθηκε στο Eurogroup στην αύξηση των πόρων του µόνιµου µηχανισµού στήριξης που θα ιδρυθεί το 2013, αν και όχι του υφιστάµενου προσωρινού Ταµείου, απόφαση που έµεινε να ληφθεί µέσα στον Μάρτιο. Αλλά ο Σόιµπλε, ο αρχαιότερος και θεωρούµενος πιο ευρωπαϊστής στη γερµανική κυβέρνηση, έλεγε σε συνέντευξή του στην τελευταία « Zeit» (10/2): «∆εν µπορούµε να φτιάξουµε την Ευρώπη όταν λέµε ότι όλοι πρέπει να γίνουν σαν εµάς. ∆εν µπορείςνα προωθήσεις µια κοινότητα όταν είσαι πεπεισµένος ότι τα κάνεις όλα σωστά και οι άλλοι τα κάνουν όλα λάθος. Η αποδοχή των διαφορών θα είναι το σηµαντικότερο, αλλά όχι πάντα εύκολο...».
∆εν περνάει τις καλύτερες εποχές της η δηµοκρατική διαµόρφωση γνώµης στην Ελλάδα – ούτε όµως στη Γερµανία, ούτε στην Ευρώπη γενικότερα. Υπάρχουν αντικειµενικές δυσκολίες: η πολυπλοκότητα των ζητηµάτων που πρέπει να αποφασιστούν, οι διαφορές µέσα στην Ευρώπη, από χώρα σε χώρα, που χρειάζεται να συντεθούν. Και σ’ εµάς επιπλέον η πιο σκληρή δυσκολία, ότι στις πολιτικές που εγκαινιάστηκαν πέρυσι µε το Μνηµόνιο, συµπιέζοντας το βιοτικό επίπεδο των εργαζοµένων στο ∆ηµόσιο και των συνταξιούχων πρώτα, άλλων κλάδων κατόπιν, παράλληλα µε την ύφεση που κλείνει επιχειρήσεις και διογκώνει την ανεργία, τέλος δεν διακρίνεται. Χειρότερα γίνονται τα πράγµατα όταν κάθε κλάδος αγωνίζεται κατά της κυβέρνησης, ζηµιώνοντας εν τέλει όλη την κοινωνία.
Αλλά µε δεδοµένες τις δυσκολίες χρειάζεται να συνεννοηθούµε. Στην Ισπανία, που δοκιµάζεται επίσης από ύφεση, µε ανεργία υψηλότερη από τη δική µας, κυβέρνηση, συνδικάτα και εργοδοτικές ενώσεις υπέγραφαν στις 2 Φεβρουαρίου ένα «κοινωνικό σύµφωνο» που µεταρρυθµίζει τις συντάξεις και τη δοµή των συλλογικών διαπραγµατεύσεων, προβλέπει πολιτικές για την απασχόληση, σκιαγραφεί µια βιοµηχανική και ενεργειακή πολιτική για το µέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου