ΧΡΗΣΤΟΣ Θ. ΚΟΥΣΙΔΩΝΗΣ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Η Θεσσαλονίκη διαθέτει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εκείνα τα στοιχεία που, κατά την αντίληψη του συρμού, συγκροτούν την εικόνα μιας πόλης, ή χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της. Ιστορία και μνημεία, θαλάσσιο μέτωπο και λιμάνι με αξιόλογη κίνηση, πολυπολιτισμική παράδοση, παράδοση περιοδικών γεγονότων πολιτισμικού και εμπορικού χαρακτήρα, όπως η Διεθνής Έκθεση, τα Δημήτρια, και το Φεστιβάλ κινηματογράφου. Διαθέτει ακόμα και αξιόλογη κτιριακή υποδομή για τη στέγαση παραστάσεων. Παράλληλα, οι δραματικές αλλαγές των τελευταίων είκοσι περίπου ετών στις χώρες βόρεια των ελληνικών συνόρων και σε πολύ μικρή απόσταση από τη Θεσσαλονίκη σημαίνουν και θεαματική αλλαγή του πραγματικού χωρο-λειτουργικού πλαισίου λειτουργίας της πόλης. Η πόλη θέτει συχνά στον εαυτό της προτάγματα αναβάθμισης ή ανάκτησης της ακτινοβολίας της ως 'μητρόπολη των Βαλκανίων1, ενώ διεκδίκησε τη διοργάνωση της Expo του 2008. Δημιουργούνται ρητορείες και περισσότερο ή λιγότερο αποσπασματικές αφηγήσεις για την πόλη, τη φυσιογνωμία και τον ρόλο της στα Βαλκάνια και πέρα από αυτά. Εν τούτοις, η πόλη δεν αναβαθμίζει τη θέση της στον διεθνή ανταγωνισμό, ούτε φαίνεται να διαθέτει ισχυρή εικόνα στο εξωτερικό.
Η εργασία ενδιαφέρεται για την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, και ειδικότερα για την έλλειψη ισχυρής και αποτελεσματικής εικόνας και ευρείας απήχησης σημάτων είτε της πόλης συνολικά είτε και επί μέρους τομέων, εκδηλώσεων και περιοχών.
1.Το μάρκετιγκ της πόλης, ή και το branding της πόλης, συνδέεται ισχυρά, αν όχι πρωτίστως, με την 'εικόνα'. Η εικόνα, όπως εννοείται στον τομέα που ενδιαφέρει, δεν ταυτίζεται με κυριολεκτικές εικόνες, αν και μπορεί να εμπεριέχει στοιχεία που είναι ή συνδέονται με κυριολεκτικές εικόνες. Η εικόνα όχι μόνο δεν είναι κατ' ανάγκην αναλλοίωτη στο χρόνο, ή κοινή για όλους, αλλά μπορεί να είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σκόπιμα κατασκευασμένη. Η εικόνα αντιστοιχεί περισσότερο σε μια εν μέρει άρρητη αφήγηση για την πόλη, αφήγηση που μπορεί να έχει άμεση σχέση και με αυτό που ονομάζουμε Ιστορία ή με την παράδοση, αλλά και με επινοημένες παραδόσεις.
Περαιτέρω, η προσπάθεια κατασκευής ή διαχείρισης εικόνας απευθύνεται σε μια περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένη ομάδα ή target-group.
Στο κείμενο που ακολουθεί εξετάζονται στοιχεία που συμβάλλουν, μπορούν να συμβάλλουν ή προτάθηκαν για να διαμορφώσουν την εικόνα της Θεσσαλονίκης.
2. Εικόνα, ταυτότητα και ιστορία
2.1 Εικόνα και ιστορία
Η ιστορία της πόλης μπορεί να ενδιαφέρει για δύο λόγους: Ως πυλώνας μιας αφήγησης για την πόλη αλλά και ως επιβεβαίωσή της, ιδιαίτερα στην περίπτωση μιας νέας, κατασκευασμένης, αφήγησης. Φυσικά, και σε κάθε περίπτωση, η ιστορία συνδέεται και με την τρέχουσα πραγματικότητα, τις σχέσεις και το δυναμικό της πόλης.
Ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης η ιστορία της πόλης φαίνεται να συνδέεται με λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ως κλειδιά της υποτιθέμενης εικόνας της αλλά και ως κλειδιά μιας υποτιθέμενης ή/και επιδιωκόμενης λειτουργίας της, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίφημη 'Μητρόπολη των Βαλκανίων'.
Είναι σημαντικό να κάνουμε μια σύντομη ανασκόπηση της δραματικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Αυτό θα βοηθήσει στην κατανόηση της σημερινής κατάστασης της πόλης αλλά και στην σκιαγράφηση ενός άυλου και μάλλον απροσδιόριστου παράγοντα που καθορίζει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί 'πνεύμα του τόπου' (Sandercock, 1998). Η ιστορία, πάντα με την επιφύλαξη της συγκεκριμένης κατά περίπτωση εκδοχής της, της ομάδας που την υιοθετεί και της χρήσης που της γίνεται, είναι κοινή συνιστώσα της σημασιοδότησης και της ανάγνωσης του χώρου για μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Η Θεσσαλονίκη, και η βόρεια Ελλάδα γενικότερα, είχαν, και έχουν, ορισμένες σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας.
2.2 Η πόλη πριν από την τρέχουσα περίοδο
Ένα στοιχείο που παρέμεινε σταθερό σε όλη ίσως τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της Θεσσαλονίκης είναι ο ρόλος της ως κόμβος εμπορίου και μεταφορών. Ο ρόλος αυτός τονώθηκε στα μέσα του 2ου π.Χ. αι. με την κατασκευή της Εγνατίας οδού που ένωσε τη δύση με την ανατολή. Στη βυζαντινή περίοδο η πόλη είχε εξαιρετική σημασία ως διοικητικό κέντρο και ως κόμβος εμπορίου και μεταφορών. Από το 1430 ως το 1912 παρέμενε υπό τουρκική κυριαρχία.
Το δεύτερο μισό του 19ου αι. ήταν πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη της πόλης που έγινε ένα αυθεντικό κοσμοπολίτικο κέντρο (βλ. και 5.1, παρακάτω), εξέλιξη που συνδέεται και με την ανάδειξή της σε κόμβο του, δραματικά καινοτομικού τότε, σιδηροδρομικού δικτύου. Πράγματι, η πόλη έγινε πολύ νωρίς κόμβος του σιδηροδρομικού δικτύου της Ν.Α. Ευρώπης. Ο σχεδιασμός και η χρηματοδότηση - κατασκευή του δικτύου ήταν συναρτημένος άμεσα με τις γεωπολιτικές βλέψεις των Γερμανοαυστριακών ως τη Βαγδάτη και, δευτερευόντως ίσως, με τα επίσης γεωπολιτικά συμφέροντα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Παπαγιαννάκης, 1990). Η ήδη σημαντική θέση της Θεσσαλονίκης στις μεταφορές την ενέταξε στο αρχικό δίκτυο. Η αδράνεια, αν όχι μονιμότητα, της βασικής δομής του δικτύου εξασφαλίζει την κομβική θέση της πόλης μέχρι και σήμερα, στην εποχή των 'Πανευρωπαϊκών Διαδρόμων'.
Σε διάστημα περίπου 45 ετών, από το 1878 (συνθήκη του Αγίου Στεφάνου) ως το 1923 (συνθήκη της Λοζάννης), η πόλη περιήλθε στη δίνη γεωπολιτικών μεταβολών με ανάδυση ανεξάρτητων κρατών, πολεμικές επιχειρήσεις και πολλές αλλαγές συνόρων στην άμεση περιφέρειά της. Με τη Συνθήκη της Λοζάννης τα βόρεια - ανατολικά χερσαία σύνορα της Ελλάδας καθορίστηκαν στη γραμμή που ισχύει και σήμερα, ενώ, στις 30.01.1923, υπογράφηκε η σύμβαση για υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Πάπυρος, 2007, τ. 54, Πάπυρος, 1964, τ. 9).
Φαίνεται ότι μέσα στη δίνη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου 'η Θεσσαλονίκη γνώρισε την τελευταία της αναλαμπή ως κοσμοπολίτικη και πολυεθνική πόλη. Στον ήδη πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της προστέθηκαν οι πρόσφυγες και οι χιλιάδες ξένοι στρατιώτες, που εγκαταστάθηκαν στο κέντρο και στα περίχωρά της [... γεγονός που] τόνωσε την οικονομική δραστηριότητα [...,] πρόσφερε απασχόληση στους ανέργους και στους πρόσφυγες [...και έδωσε] ανάσα στις επιχειρήσεις που είχαν υποστεί πλήγμα από τους προηγούμενους πολέμους, οδηγώντας ταυτόχρονα τις τιμές των αγαθών και της στέγης στα ύψη.' (Χασιώτης, 2007).
Τον Μάιο του 1936 έγινε στη Θεσσαλονίκη η ιστορική πορεία των απεργών καπνεργατών και η χωροφυλακή δολοφονεί 12 διαδηλωτές.
Το τέλος του εμφυλίου το 1949, αφήνει στη χώρα πληγές, διώξεις και προβλήματα. Επί πλέον, τα βόρεια σύνορα της χώρας είναι και σύνορα του δυτικού κόσμου με τον ανατολικό συνασπισμό, πράγμα που έχει σημαντικές συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ζωή της βόρειας Ελλάδας.
Σε όλες τις δεκαετίες από το 1940 και μετά, παρουσιάζεται σαφέστατη πόλωση της ελληνικής Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, η πόλη με την ευρύτερη περιοχή της συγκεντρώνει τρεις οργανωμένες Βιομηχανικές Περιοχές (Θεσσαλονίκης, Κιλκίς και Σερρών) και διάφορες περιοχές με άτυπες αλλά σημαντικές συγκεντρώσεις μεταποιητικών εγκαταστάσεων αρκετές από τις οποίες αναπτύσσονται λίγο έξω από τα όρια του νομού Θεσσαλονίκης.
Από τη δεκαετία του 1970 αρχίζει να εδραιώνεται ένα σημαντικό ρεύμα ανάπτυξης τουρισμού και παραθεριστικής κατοικίας στα γειτονικά παράλια, κυρίως της Χαλκιδικής αλλά της Πιερίας. Οι επισκέπτες περιλαμβάνουν και αλλοδαπούς, μεταξύ των οποίων και Βαλκάνιους, κυρίως από τη Νότια Γιουγκοσλαβία. Η ζώνη καθημερινών μετακινήσεων της Θεσσαλονίκης κατά τη θερινή περίοδο διευρύνεται κυρίως προς τα νοτιοανατολικά.
2.3 Οι τρέχουσες εξελίξεις
Στη δεκαετία του 1990, οι δραματικές εξελίξεις στα Βαλκάνια, που έφτασαν σε επίπεδο πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και η ειδικότερη διένεξη της Ελλάδας με την FYROM, προκάλεσαν σημαντικές οικονομικές απώλειες σε επιχειρήσεις της βόρειας Ελλάδας, μεγάλη μείωση της κίνησης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τη διακοπή της ροής επισκεπτών από τους Ευζώνους, δηλαδή των τουριστών αλλά και πελατών της αγοράς της Θεσσαλονίκης που έφταναν οδικώς από το βορρά. Η μεταβολή έγινε ιδιαίτερα αισθητή στη Χαλκιδική και ακόμα περισσότερο στην Πιερία. Η διακοπή των μεταφορών μέσω Γιουγκοσλαβίας λόγω του πολέμου, επέφερε μεγάλα προβλήματα στην προώθηση προϊόντων προς τις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Η μείωση της κίνησης στο τμήμα Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι του ΠΑΘΕ ήταν κατακόρυφη.
Από 01.01.2007 η Βουλγαρία και η Ρουμανία γίνονται μέλη της ΕΕ, ενώ η FYROM και η Κροατία (ανεξάρτητες από το 1991) είναι ήδη υποψήφιες χώρες. Παρά τη διατήρηση ορισμένων διαφορών και εκκρεμοτήτων, η κατάσταση στα Βαλκάνια προσεγγίζει τη γεωπολιτική σταθεροποίηση. Συνιστά, όμως, ένα τοπίο ριζικά διαφορετικό από εκείνο ως τη δεκαετία του 1980. Η σημασία των διακρατικών συνόρων μειώνεται όλο και περισσότερο καθώς φαίνεται να εδραιώνεται ο ρόλος των αγορών και των υπερεθνικών μορφωμάτων όπως η ΕΕ.
Οι ροές ανθρώπων και αγαθών, για να μην αναφέρουμε τις μεταφορές κεφαλαίου, έγιναν πολύ ευκολότερες. Ακόμα και ημερήσιες μετακινήσεις για εργασία, ψώνια ή αγορά υπηρεσιών έγινα συνηθισμένο φαινόμενο, ιδιαίτερα εκατέρωθεν των συνόρων με τη Βουλγαρία, αλλά, σε κάποιο βαθμό, και στα σύνορα με τη FYROM.
Μια πολύ σημαντική εξέλιξη ήταν η μετεγκατάσταση ελληνικών επιχειρήσεων, κυρίως μεταποίησης, στη Βουλγαρία και άλλες Βαλκανικές χώρες με χαμηλότερο κόστος εργασίας. Ενθαρρυμένη και ενισχυμένη ως ένα βαθμό από την οικονομική πολιτική που ασκήθηκε, αυτή η τάση δημιούργησε προβλήματα ανεργίας κυρίως στη βόρεια Ελλάδα. Εκτός από την επενδυτική επιχειρηματική δραστηριότητα σε διάφορους τομείς σε γειτονικές χώρες, είχαμε και το φαινόμενο της αγοράς παραθεριστικών κατοικιών ή διαμερισμάτων σε θέρετρα των χωρών αυτών, κυρίως της Βουλγαρίας. Ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης το άνοιγμα των συνόρων σε συνδυασμό με τη δημιουργία ορισμένων μεγάλων συγκροτημάτων λιανικού εμπορίου και αναψυχής στον περιαστικό χώρο και πάνω στους κύριους οδικούς άξονες, προσελκύει πελάτες και από γειτονικές χώρες ενώ, προφανώς, έχει ανατρέψει τη χωρική κατανομή του λιανικού εμπορίου και της αναψυχής, εις βάρος του παραδοσιακού κέντρου. Παράλληλα, έχουμε και τη μετάβαση ελλήνων σε casino της FYROM αμέσως μετά τα σύνορα.
Αλλά, βεβαίως, οι τάσεις και οι συνθήκες παραμένουν εξαιρετικά ευμετάβλητες και απέχουν πολύ από τη μετάπτωσή τους σε μια σταθερή κατάσταση. Ήδη, από το 2010, με τη την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την υπογραφή των Μνημονίων, βρισκόμαστε ένα νέο κρίσιμο, και δυσοίωνο, στάδιο της πρόσφατης ιστορίας της χώρας που συνδέεται με τη γνωστή μείωση του εισοδήματος και αύξηση της ανεργίας, νέα ρεύματα μετανάστευσης, αλλαγή του τρόπου διαβίωσης και του καταναλωτικού προτύπου με αντίστοιχα ανοιχτά τα σενάρια της εξέλιξης της χωρικής οργάνωσης του κοινωνικού σχηματισμού. Η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας έχει ήδη οδηγήσει στην μετάπτωση χώρων μεταποίησης, εμπορίου και αναψυχής σε κενά κελύφη, φαινόμενο ιδιαίτερα εμφανές σε τοπικά κέντρα πόλεων. Σε ευρύτερη κλίμακα, και από χωροταξική άποψη, στην ακόμα 'νέα' εδαφική επικράτεια της νοτιοανατολικής Ευρώπης, που βρίσκεται δηλαδή ακόμα σε στάδιο προσαρμογής σε νέες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες, έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα διαμόρφωσης ενός νέου τοπίου χωροθέτησης δραστηριοτήτων, με νέα μεγέθη και πρότυπα οργάνωσης και αναδιάταξη του μωσαϊκού της χωρικής επιρροής τους.
Εν όψει του συνδυασμού των παραπάνω και της γεωγραφικής της θέσης, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται και πάλι σε ένα έντονα ρευστό χωροταξικό περιβάλλον.
2.4 Αποτυπώματα στο χώρο
Η Ιστορία άφησε υλικά αποτυπώματα διαφόρων μορφών που ξεκινούν από ίχνη παλαιότερων σταδίων του αστικού ιστού και τη μνήμη σημαντικών γεγονότων που συνδέονται με συγκεκριμένες τοποθεσίες και φτάνουν σε κατασκευές, κτίρια ή συγκροτήματα κτιρίων που διατηρούν κατά πολύ μεγάλο μέρος την τρισδιάστατη μορφή που είχαν σε παλαιότερες ή πολύ παλαιότερες περιόδους. Η Ροτόντα και η Καμάρα από τη ρωμαϊκή περίοδο, τα βυζαντινά τείχη, το Επταπύργιο και ο Λευκός Πύργος, και οι εκκλησίες της βυζαντινής και νεότερης περιόδου, είναι παραδείγματα ευδιάκριτων κτισμάτων που μαρτυρούν την ιστορία της πόλης (αν και αρκετές βυζαντινές εκκλησίες είναι σχεδόν αποκομμένες από τους σημαντικούς κλάδους του δικτύου των κοινοχρήστων χώρων. Ορισμένα από τα κτίσματα αυτά συνιστούν και μείζονα και εδραιωμένα ορόσημα (ή 'τοπόσημα') της πόλης και απέκτησαν εμβληματικό χαρακτήρα. Ο Λευκός Πύργος και η Καμάρα ανήκουν στην κατηγορία αυτή, ενώ ο Λευκός Πύργος θεωρείται 'σύμβολο της πόλης' χωρίς όμως να βρίσκεται στο τυπικό έμβλημα του Δήμου Θεσσαλονίκης (στην αρχική σελίδα της ιστοσελίδας του Δήμου Θεσσαλονίκη εμφανίζεται ως έμβλημα του ένα αρχαίο νόμισμα με την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η μορφή του Πύργου συμμετέχει στο θυρεό του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, του δεύτερου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης (το άλλο, και μεγαλύτερο σε αριθμό φοιτητών, είναι το Αριστοτέλειο). Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και οι σχετικές με τον Άγιο Δημήτριο παραδόσεις έχουν σημαντική θέση στις παραδόσεις που συνδέονται με το χριστιανικό στοιχείο της πόλης.
3. Η ταυτότητα και το αίτημα της μοναδικότητας
Έχει η Θεσσαλονίκη ένα, τουλάχιστον, 'πράγμα' για το οποίο είναι μοναδική ή σχεδόν μοναδική? Ειδικότερα: (α) Ποιό είναι αυτό το πράγμα και (β) για ποιούς ισχύει αυτή η αμφιμονοσήμαντη ή μονοσήμαντη σχέση, δηλαδή μια σχέση της μορφής:
Πόλη <-» (μοναδικό) 'Πράγμα', ή
Πόλη — (σπάνιο ή μοναδικό) 'Πράγμα'
Το πράγμα μπορεί να είναι υλικό και απόλυτα εντοπισμένο, όπως ένα μνημείο ή ένα εμβληματικό κτίριο, ή μια κατ' αρχήν άυλη ιδιότητα όπως μια δραστηριότητα ή μια ισχυρή παράδοση. Μπορεί να είναι και ένας συνδυασμός επί μέρους στοιχείων. Προφανώς, η περίπτωση του εμβληματικού κτιρίου αντιστοιχεί εύκολα στη συγκρότηση μιας, εκ πρώτης όψεως, συγκεκριμένης εικόνας και, πάντως, συνιστά μιαν άμεση αναφορά στην πόλη.
Η Ακρόπολη, και ειδικότερα ο Παρθενώνας, της Αθήνας, το Taj Mahal, η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, το μουσείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη, πιθανότατα και στο Bilbao, και η Όπερα του Sydney είναι παραδείγματα εμβληματικών μνημείων ή κτιρίων. Τα πραγματικά εμβληματικά κτίρια ή έργα, ή ορθότερα κάποια εξαιρετικά σπουδαία αρχιτεκτονικά έργα μπορούν και είναι γοητευτικά και καθ' εαυτά, ως χώρος ή μορφή στο χώρο, ακόμα και όταν δεν έχουν τη λειτουργία τους ή ακόμα και χωρίς τη φόρτιση της ιστορίας. Είναι πάντως σημαντικό να έχουμε υπ' όψιν ότι ένα τέτοιο έργο δεν παράγεται αυτόματα ή απλώς 'κοινωνικά' αλλά και επενδύεται με σημασία και οικειοποιείται ή καταναλώνεται σε συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο. Βεβαίως, ένας ειδικότερος και, εντός συγκεκριμένης εμβέλειας ίσως και καθοριστικός, παράγοντας που σχετίζεται και άμεσα με το αντικείμενο του συνεδρίου, είναι το marketing των έργων αυτών και ακόμα ειδικότερα η διαφήμισή τους με διάφορους τρόπους. Πρέπει όμως η αρχική οργανωμένη διαφήμιση να μπορεί να οδηγήσει σε επί μακρόν αυτοσυντηρούμενη θετική προβολή και, για να γίνει αυτό, πρέπει η εμπειρία της επίσκεψης του έργου να μην αναιρεί την κατασκευασμένη εικόνα της διαφήμισης. Εδώ αρκεί να υπενθυμίσουμε το φαινόμενο της αρχιτεκτονικής για το χαρτί, τη φωτογραφία ή, έστω, το βίντεο.
Η Ακρόπολη της Αθήνας και τα άλλα αρχιτεκτονικά έργα που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι παραδείγματα εμβληματικών οντοτήτων που διαθέτουν σχεδόν αυτάρκεια ή αυτοδυναμία στη λειτουργία τους όχι μόνο ως αναφορές σε επίπεδο μεταφορικής εικόνας αλλά και ως πραγματικοί πόλοι έλξης. Επιστρέφοντας στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η πόλη διαθέτει κάποιο έργο ή μνημείο που θα μπορούσε να προβληθεί ως μέλος αυτής της κατηγορίας.
4. Η χωρική αναφορά της Θεσσαλονίκης. Κλίμακες
Ένα σημαντικό ζήτημα που διαπερνά το ζήτημα της εικόνας ή της ταυτότητας της μιας πόλης είναι αυτό της αναφοράς της πόλης στον πραγματικό χώρο. Ακόμα και στην περίπτωση μιας πόλης που είναι γνωστή για ένα και μόνο κτίριο (Bilbao-μουσείο Guggenheim) όταν ο θεατής της φωτογραφίας του κτιρίου αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του σαν δυνητικό επισκέπτη, ενδιαφέρεται και για τον ευρύτερο χώρο ή άλλες χωρικές αναφορές της πόλης.
Υπάρχουν διάφορες οριοθετήσεις της 'Θεσσαλονίκης':
Διοικητικά: Δήμος, Πολεοδομικό Συγκρότημα, περιοχή αρμοδιότητας του 'Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης' (πλήρες όνομα, 'Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης', επίσημη συντομογραφική αναφορά ΟΡ.ΘΕ ), παλιός Νομός Θεσσαλονίκης, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Λειτουργικά: Με κριτήριο τις ημερήσιες μετακινήσεις ή άλλες πραγματικές ροές, κυρίως ανθρώπων και δευτερευόντως εμπορευμάτων ή και χρημάτων ενέργειας ή πληροφορίας. Αντιληπτικά1 ή και σε επίπεδο συνέμφασης ή συνειρμού (μέσω διάφορων ήδη εδραιωμένων σχετικών αφηγήσεων): Πρόκειται για την ενδιαφέρουσα ίσως κατηγορία για έναν σχεδιαστή. Εφόσον φυσικά μείνουμε έξω από την πόλη με τη στενή εκδοχή, τέτοιες οριοθετήσεις, καλύτερα αναφορές, περιλαμβάνουν τον Όλυμπο, τη Βεργίνα, το Δίον και την Πέλλα, τη Χαλκιδική και το Άγιον Όρος και μπορεί να προχωρούν σε ευρύτερες ζώνες κοκ. Όλοι οι συγκεκριμένοι τόποι που αναφέρθηκαν έχουν διεθνή απήχηση και βρίσκονται και σε σχετικά μικρή απόσταση από την πόλη.
Οι οριοθετήσεις αυτές είναι σημαντικές επειδή καθορίζουν ή επιτρέπουν τη σύνδεση της Θεσσαλονίκης, σε επίπεδο εικόνας ή και πραγματικών σχέσεων, με στοιχεία έχουν από μόνα τους ένα σημαντικό δυναμικό και, επομένως, μπορεί να συμβάλουν στη συγκρότηση της εικόνας της ίδιας της πόλης.
Ας δούμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι τόποι που αναφέρθηκαν με την πόλη.
Όλυμπος: Είναι ορατός από την πόλη. Ειδικότερα φαίνεται από την παραλία σε όλο το μήκος της, αλλά και βρίσκεται και στη διεύθυνση των δρόμων που είναι κάθετοι στην 'παλιά παραλία', δηλαδή του τμήματος μεταξύ του λιμανιού και του Λευκού Πύργου. Η Θεσσαλονίκη είναι η πλησιέστερη προς τον Όλυμπο μεγάλη πόλη (η Κατερίνη και το Λιτόχωρο που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στον Όλυμπο είναι συγκριτικά πολύ μικρές πόλεις). Η αεροπορική και δια θαλάσσης επίσκεψη του Ολύμπου από το εξωτερικό περνά από τη Θεσσαλονίκη. Η απόσταση της Θεσσαλονίκης από τους πρόποδες του Ολύμπου με αυτοκίνητο είναι λίγο μεγαλύτερη από μία ώρα από την έξοδο της πόλης. Βεργίνα, Δίον,
Πέλλα: Βεβαίως οι θέσεις των αρχαιολογικών χώρων, και ειδικότερα της Πέλλας, δεν είναι ορατές από την πόλη. Η Βεργίνα και το Δίον όμως βρίσκονται στα Πιέρια όρη που είναι, όπως και ο Όλυμπος ορατά από την παραλία της Θεσσαλονίκης και από τα υψώματα στις παρυφές ή γύρω από την πόλη. Η απόσταση των Πιερίων από την πόλη είναι μικρότερη από εκείνη του Ολύμπου, αλλά η οπτική παρουσία τους στην πόλη, λόγω του μικρότερου ύψους και της γενικής διαμόρφωσης του αναγλύφου, δεν έχει τη βαρύτητα του Ολύμπου. Η απόσταση του Δίου και της Βεργίνας από τη Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητο δεν ξεπερνά τη μία ώρα με αυτοκίνητο, ενώ η Πέλλα είναι προσπελάσιμη σε λιγότερο από σαράντα πέντε λεπτά.
Χαλκιδική: Η Χαλκιδική έχει άμεση λειτουργική σύνδεση με τη Θεσσαλονίκη. Είναι ο γνωστότερος τα τελευταία χρόνια τουριστικός προορισμός της Βόρειας Ελλάδας ή, σε κάθε περίπτωση ο πιο σημαντικός όσον αφορά στον όγκο των διανυκτερεύσεων σε ξενοδοχεία και συναφή καταλύματα. Παράλληλα, είναι και μια πολύ εκτεταμένη ζώνη παραθερισμού μέρος της οποίας τα τελευταία χρόνια μεταλλάσσεται σε ένα νεφέλωμα πρώτης, και όλο και λιγότερο δεύτερης, κατοικίας που τείνει ενωθεί, λειτουργικο-χωρικά, με τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για τα ΒΔ παράλια της Χαλκιδικής. Κατά τη θερινή περίοδο η ζώνη των ημερήσιων μετακινήσεων της Θεσσαλονίκης καλύπτει πρακτικά όλη τη Χαλκιδική, εκτός φυσικά από την ειδική περίπτωση του Αγίου Όρους.
Με τα σημερινά δεδομένα του τουρισμού της Χαλκιδικής και των συγκοινωνιακών υποδομών της ευρύτερης περιοχής, η Θεσσαλονίκη είναι ο κόμβος από τον οποίο διέρχονται οι τουρίστες που επισκέπτονται τη Χαλκιδική. Αυτό συμβαίνει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό για τους τουρίστες που έρχονται από το εξωτερικό αεροπορικώς. Φυσικά, το χωρολειτουργικό σύστημα Θεσσαλονίκης-Χαλκιδικής μεταβάλλεται στο χρόνο και το εσωτερικό του δεν είναι ομοιογενές. Η διαχρονική πορεία της κίνησης των ξενοδοχείων είναι πολύ διαφορετική στη Θεσσαλονίκη από τη Χαλκιδική. Περί το τέλος Ιανουαρίου του 2012 μια, προφανώς εκτός κειμένου, δήλωση του δημάρχου Θεσσαλονίκης που αναφέρονταν ακριβώς στη σχέση της Χαλκιδικής με τη Θεσσαλονίκη από την άποψη του τουρισμού, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις φορέων της Χαλκιδικής που, με τη σειρά τους, ανέδειξαν και το ζήτημα της 'άναρχης ανοικοδόμησης' της Χαλκιδικής, ζήτημα που συνιστά το ένα σκέλος του αντιφατικού χαρακτήρα του τρέχοντος προτύπου ανάπτυξης της Χαλκιδικής (οικονομική ανάπτυξη που στηρίζεται στην ποιότητα του περιβάλλοντος για την προσέλκυση τουρισμού και δεύτερης κατοικίας, αλλά η ίδια η μορφή της ανάπτυξης της δεύτερης κατοικίας τείνει να αναιρέσει τη βιωσιμότητα της τουριστικής
ανάπτυξης).
Άγιον Όρος: Το Όρος δεν φαίνεται από την πόλη ούτε έχει την αμεσότητα της σύνδεσης που έχει η Χαλκιδική συνδέεται όμως με την πόλη κυρίως δια του κοινού παράγοντα της βυζαντινής παράδοσης.
5. (Άλλοι) παράγοντες της ταυτότητας
Η ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, είτε σε πραγματική βάση είτε σε επίπεδο σχετικής ρητορείας, σλόγκαν και αφηγήσεων, συνδέεται με διάφορους παράγοντες.
5.1 Πολυπολιτισμικότητα και κοσμοπολιτισμός
Η Θεσσαλονίκη είχε πράγματι πολυπολιτισμικό χαρακτήρα που ανάγεται κυρίως στην σημαντική σε πληθυσμό και διάρκεια παρουσία τριών κοινοτήτων: Ελλήνων Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων.
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, το δεύτερο μισό του 19ου αι. ήταν πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη της πόλης που έγινε ένα αυθεντικό κοσμοπολίτικο κέντρο. Η Αυστρία, η Γερμανία και η Ρωσία απαίτησαν πλήρη ισότητα μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων κατοίκων. Ο πληθυσμός, από 50.000 το 1865, αυξήθηκε στις 120.000 το 1895. Στο τέλος του 19ου αι. στην πόλη εκδίδονται 14 εφημερίδες σε 6 γλώσσες (Πάπυρος, 1964, Πάπυρος, 2007). Οι εξελίξεις στην πόλη συναρτώνται με την αναβάθμιση του ρόλου της στο βαλκανικό τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ειδικότερα, την ανάδειξή της σε σιδηροδρομικό κόμβο.
Η πολύ σημαντική Εβραϊκή κοινότητα της πόλης, που στάθηκε βασική συνιστώσα του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της, εξοντώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά και με τη γνωστή θηριώδη μεθοδικότητα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Διατηρεί σημαντική παρουσία στη ζωή της πόλης, αλλά το πληθυσμιακό της μέγεθος είναι πολύ μικρό. Η ιστορία της Εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης είναι πολύ μακρά και συνδέεται με περιόδους μεγάλης ανάπτυξης, σε βαθμό που η Θεσσαλονίκη ονομάζεται 'Μάνα του Ισραήλ' ή μια 'Δεύτερη Ιερουσαλήμ' (ΙΜΜΑ). Οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης από 65.000 το 1910 και το 1920 ήσαν μόλις 3.500 το 1965 (Πάπυρος, 1964, λήμμα Θεσσαλονίκη). Από τους 50.000 Εβραίους της προπολεμικής Θεσσαλονίκης μετά τη λήξη του πολέμου σώθηκαν λιγότερο από 2.500 (Θεσσαλονίκη ΠΠ της Ευρώπης 1997, Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης).
Πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2012, προτάθηκε από τον δήμαρχο της Θεσσαλονίκης να μετατραπεί σε Πάρκο Μνήμης η πλατεία Ελευθερίας, στην αρχή της 'παλιάς παραλίας', μεταξύ του λιμανιού και της πλατείας Αριστοτέλους (θεσσαλονίκη, Δευτέρα 30.01.2012). Στην πλατεία Ελευθερίας είχε γίνει στην Κατοχή η συγκέντρωση των Εβραίων κατοίκων της πόλης ώστε να προχωρήσει η μεταφορά τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σήμερα η πλατεία περιβάλλεται από δρόμους και το εσωτερικό της χρησιμοποιείται ως χώρος οργανωμένης υπαίθριας στάθμευσης, κατά το μεγαλύτερο μέρος, και ως αφετηρία αστικών λεωφορειακών γραμμών. Ένα σχετικά μικρού μεγέθους γλυπτό, μνημείο του Ολοκαυτώματος, έχει τοποθετηθεί τα τελευταία χρόνια στο νοτιοανατολικό άκρο της πλατείας.
Φυσικά η Θεσσαλονίκη, μέχρι την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, διέθετε και σημαντική Μουσουλμανική Κοινότητα με τις δικές της αναφορές στο χώρο της πόλης. Η προβολή μιας κατάλληλης αφήγησης για την πόλη μπορεί να προσελκύσει επισκέπτες που έχουν άμεση ή μικρότερη σχέση με τον πληθυσμό που μετακινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της ανταλλαγής. Η σημερινή δημοτική αρχή θέλει να δημιουργήσει ρεύμα επισκεπτών από την Τουρκία.
Η έλευση των προσφύγων, κυρίως Ποντίων, μετά το 1922 αναδιαμόρφωσε το φάσμα των ειδικότερων πολιτισμικών παραδόσεων του ελληνικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Η έλευση των παλιννοστησάντων ομογενών κατά τα τελευταία είκοσι - τριάντα χρόνια, όπως και των οικονομικών μεταναστών από διάφορες χώρες κατά την ίδια περίοδο αναδιαμορφώνει, για μια ακόμα περίοδο, το τοπίο των επί μέρους και περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων και παραδόσεων.
Την απόλυτα πρόσφατη όμως περίοδο, ένα διάστημα μικρότερο από δύο χρόνια που αντιστοιχεί στην επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, καταγράφεται σε όλη τη χώρα το φαινόμενο φυγής οικονομικών προσφύγων και της εκ νέου μετανάστευσης ελλήνων προς το εξωτερικό. Το φαινόμενο αυτό θέτει και για τη Θεσσαλονίκη μια νέα τάση στην εξέλιξη των δημογραφικών δεδομένων.
5.2 Χωρική οργάνωση, τόποι και περιοχές
Η ποιότητα του οικιστικού περιβάλλοντος, εκτός από την αξία που έχει καθ' εαυτή, θεωρείται σημαντική και από την άποψη προσέλκυσης επισκεπτών ή δυνητικών νέων κατοίκων ιδιαίτερα εκείνων που σε σενάρια ανάπτυξης και marketing θα στελέχωναν τις ανώτερες θέσεις νέων υπηρεσιών και επιχειρήσεων.
Η Θεσσαλονίκη έχει ορισμένες ευδιάκριτες περιοχές ιδιαίτερου χαρακτήρα, μερικές από τις οποίες είναι γνωστές και σε όλη την Ελλάδα: Τα Λαδάδικα (παλιότερα περιοχή εμπορίου, βιοτεχνίας και αγοραίου έρωτα, τώρα ζώνη αναψυχής σε αποκατεστημένα κελύφη) και την σε άμεση εγγύτητα επιβατική ζώνη του λιμανιού, την παλιά πόλη, τη ζώνη της παλιάς και της νέας παραλίας και την κεντρική γεωγραφικά ζώνη σχετικά χαμηλής κάλυψης που ξεκινά από τον Λευκό Πύργο και προχωρεί προς την κατεύθυνση του περιαστικού δάσους περιλαμβάνοντας θέατρα και τις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Έκθεσης και του Πανεπιστημίου (για το ζήτημα των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ, βλ. και παρακάτω). Μικρότερες περιοχές του κέντρου, κοντά στα Λαδάδικα διατηρούν επίσης την ιδιαίτερη ταυτότητά τους.
Με την εξαίρεση της παραλίας, και παρά κάποιες τοπικές πεζοδρομήσεις δεν υπάρχει δυνατότητα εύκολης μεγάλης διαδρομής για τους πεζούς ενώ είναι επίσης έντονη η έλλειψη τοπικών ανοιχτών κοινόχρηστων χώρων ακόμα και σε περιοχές υψηλού κοινωνικού γοήτρου. Μεμονωμένα σημαντικά κτίρια διαφόρων περιόδων και μορφολογιών, εκτός από τα μνημεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, βρίσκονται σε διάφορα σημεία και περιοχές, σε γενικές όμως γραμμές και προς το παρόν, δεν αρθρώνονται σε ενιαίο υλοποιημένο δίκτυο διαδρομών και μάλιστα διαδρομών πεζών. Η κυκλοφορία των οχημάτων εξακολουθεί να είναι κατά τόπους και ώρες προβληματική παρά την καταφανή μείωση της κυκλοφορίας λόγω της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Μεταξύ των μεγάλων έργων που έχουν προταθεί για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας σε περιφερειακή και αστική κλίμακα περιλαμβάνεται και ζεύξη του Θερμαϊκού Κόλπου, πράγμα που φυσικά δεν αποτελεί ρεαλιστική προοπτική για το ορατό μέλλον (Γ.Γ. Δημοσίων Έργων, 2010). Ένα μεγάλο έργο που έχει προχωρήσει, έστω με καθυστερήσεις, είναι η κατασκευή του μετρό.
5.3 Πολιτισμός, θεσμοί και μεγάλες διοργανώσεις
Όπως και η ποιότητα του οικιστικού περιβάλλοντος, οι πολιτιστικές δραστηριότητες και συναφή συμπλέγματα πολιτισμού και αναψυχής θεωρούνται σημαντικά για την προσέλκυση επισκεπτών και δυνητικών νέων κατοίκων, άρα και για την οικονομική ανάπτυξη. Η πόλη διαθέτει σχετικά μεγάλο δυναμικό πολιτιστικών εγκαταστάσεων (χώρους για παραστάσεις, συναυλίες και εκθέσεις) σημαντικό μέρος των οποίων δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της φιλοξενίας του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997. Διαθέτει και Μέγαρο Μουσικής, με δυνατότητα να φιλοξενεί παραστάσεις όπερας, στο χώρο της παραλίας.
Ένας θεσμός που διαθέτει σταθερή και μάλλον διευρυνόμενη απήχηση είναι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που διοργανώνεται το φθινόπωρο. Ένας άλλος ενδιαφέρων θεσμός που όμως τα τελευταία χρόνια έχει μάλλον υποβαθμιστεί είναι τα Δημήτρια. Βεβαίως, κατά καιρούς διοργανώθηκαν ή και διοργανώνονται και σήμερα πολιτιστικές εκδηλώσεις, για το ευρύτερο ή για πιο περιορισμένο κοινό.
Με κριτήριο την προσέλκυση κοινού, που μάλιστα προήλθε και από γειτονικές χώρες, η μεγαλύτερη σχετική εκδήλωση ήταν με βεβαιότητα η συναυλία των U2 το 1997, σε υπαίθριο χώρο του λιμανιού, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας με 50.000 θεατές
(Βλαβιανού, 1997).
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης είναι ένας θεσμός με κατά βάση εμπορικό αλλά και πανηγυρικό χαρακτήρα, με μακρά ιστορία και ποικιλία άλλων εκδηλώσεων, παλαιότερα μεγάλης οικονομικής ακτινοβολίας, τώρα σε φθίνουσα πορεία. Η πιθανή απομάκρυνσή της από το χώρο των σημερινών εγκαταστάσεών της στο γεωμετρικό κέντρο της πόλης και η επόμενη αξιοποίηση του χώρου είναι από τα βασικότερα πολεοδομικά θέματα που συζητιούνται τα τελευταία χρόνια.
Η πόλη είχε υποβάλλει φάκελο διεκδίκησης της διοργάνωσης της EXPO του 2008, αλλά δεν κέρδισε τη διοργάνωση.
5.4 Περί δημιουργικής πόλης
Η δημιουργία κλίματος που επιτρέπει την απελευθέρωση της δημιουργικότητας, σε σχέση ανάδρασης με την ανάπτυξη αυτού που ονομάζεται δημιουργικός τομέας και αναφέρεται στην έρευνα και τις νέες τεχνολογίες και, κυρίως, στο design, τη μόδα, τη διαφήμιση και συναφείς δραστηριότητες, που ασκούνται από τη λεγόμενη δημιουργική τάξη, αντιστοιχεί στη 'δημιουργική πόλη' (Florida, 2003).
Η λειτουργία των δύο Πανεπιστημίων και αρκετών επιχειρήσεων πληροφορικής, αλλά και αρκετών γραφείων και εργαστηρίων που ασχολούνται με το design, τη μόδα και τη διαφήμιση επιτρέπουν να γίνεται λόγος και περί δημιουργικής κοινότητας και δημιουργικού τομέα στη Θεσσαλονίκη. Αρχές Μαρτίου του 2012 διοργανώνεται στη Θεσσαλονίκη εβδομάδα εκδηλώσεων με τίτλο Made in Thessaloniki: Η δημιουργική δύναμη της πόλης /Design Week που καλύπτει ακριβώς την προβολή της 'δημιουργικής οικονομίας της πόλης' (parallaxi, 2012, Κουρτέσης, 2008).
Η απόφαση του δήμου να προσελκύσει ομοφυλόφιλο τουρισμό (Αδέσμευτος Τύπος, 21.11.2011) αναφέρεται μεν στον τουρισμό, μπορεί όμως να θεωρηθεί και ως έμμεσα ενισχυτική της δημιουργικής κοινότητας, καθώς θεωρείται ότι η κοινότητα των ομοφυλόφιλων περιλαμβάνει μεγάλο ποσοστό δημιουργικών ατόμων.
6. Αξιολογήσεις και αναγνωρισιμότητα
Η εικόνα και η σχετική αναγνωσιμότητα μιας πόλης συγκεκριμένη σημασία σε σχέση με συγκεκριμένη κατηγορία δυνητικού 'κοινού'. Κατά περιόδους παρουσιάζονται κατατάξεις ή αξιολογήσεις πόλεων με διάφορα κριτήρια ή από διάφορους φορείς.
Σε σχέση με την επιχειρηματική κοινότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αξιολογήσεις του European Cities Monitor, και τα βραβεία-αξιολογήσεις του fDi Magazine για ευρωπαϊκές πόλεις και περιοχές.
Παρά την εντύπωση που έχει καλλιεργηθεί από τις πολλές αναφορές του δημόσιου λόγου σε 'πρωτεύουσα' ή 'μητρόπολη' των Βαλκανίων, η Θεσσαλονίκη δεν αναφέρεται στις αξιολογήσεις του European Cities Monitor, ούτε στα βραβεία-αξιολογήσεις του fDi Magazine για ευρωπαϊκές πόλεις και περιοχές. Ειδικά οι ετήσιες αξιολογήσεις του European Cities Monitor διαρκούν από το 1990 και αναφέρονται σε 36, τα δύο τελευταία χρόνια, συγκεκριμένες πόλεις, και συντάσσονται βάσει ερωτηματολογίων που συμπληρώνουν διευθυντικά στελέχη πεντακοσίων από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρίες, και αντανακλούν την αντίληψη που έχουν για τις πόλεις τα στελέχη αυτά (European Cities Monitor, fDi Magazine, Κουσιδώνης, 2010).
Η έλλειψη σχετικής αναφοράς δεν αποτελεί βέβαια αμάχητο τεκμήριο της πραγματικής εικόνας της πόλης στην ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα, είναι όμως μια αξιοσημείωτη ένδειξη.
7. Σύνοψη
Η Θεσσαλονίκη δεν φαίνεται να έχει μια ισχυρή ταυτότητα, αρκετά θελκτική για τους δυνητικούς επισκέπτες ή δυνητικούς επιχειρηματίες-επενδυτές. Στο επίπεδο της εικόνας και του αστικού περιβάλλοντος με το οποίο κατά κύριο λόγο ασχοληθήκαμε εδώ, η πόλη δεν επέτυχε ακόμα να έχει μια πολύ ένα εμβληματικό στοιχείο που θα μπορούσε να λειτουργήσει σχεδόν αυτοδύναμα. Διαθέτει όμως μια σειρά θετικών παραγόντων που, στο βαθμό που θα μπορούσαν να συντονιστούν σε ένα συνεκτικό σχέδιο και πρόγραμμα, θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν σημαντικά την εικόνα και τη λειτουργία της. Ένα σημαντικό ζήτημα που σχετίζεται με τη δημιουργία της πραγματικής ταυτότητας και λειτουργίας της πόλης, αλλά και της προβολής της, είναι φυσικά αυτό της διακυβέρνησης δηλαδή της συνεργασίας φορέων και 'ενδιαφερομένων' εντός και εκτός των διοικητικών ορίων της πόλης. Χωρίς βέβαια αυτό να μπορεί να εξασφαλιστεί προγραμματικά ή διοικητικά, χρειάζεται δημιουργική φαντασία έτσι ώστε αυτά που γίνονται να μην αποτελούν απλή επανάληψη δοκιμασμένων 'καλών πρακτικών' διότι τότε υπάρχει ο κίνδυνος της ομοιομορφίας που ακριβώς αναιρεί την προσπάθεια δημιουργίας της ταυτότητας (πρβλ. Griffiths, 1998).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου