"Βλέπουμε αξιοθαύμαστες επιλογές, υποδειγματικές συμπεριφορές, ωστόσο δεν θα είναι αρκετές για να αποτρέψουν την τάση για υπερκατανάλωση, αν δεν συνδεθούν με μια «μεγάλη αφήγηση», δηλαδή με ένα κοινό και δυνητικά «οικουμενικό» λόγο, ο οποίος θα δίνει συνεκτικό νόημα στη ζωή μας, όπως το έκαναν άλλοτε οι θρησκείες και οι ιδεολογίες. Αλλά οι μεταμοντέρνες κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται από την έκλειψη των μεγάλων αφηγήσεων. Αρνούνται κάθε σφαιρικό και συνεκτικό λόγο προς όφελος θραυσμάτων λόγου, που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε αυτό που έχουμε κοινό. Η αντιμετώπιση όμως των προβλημάτων που γεννάει η γενίκευση της ανασφάλειας απαιτεί αξιοσημείωτες ηθικές και οικονομικές ανατροπές. Το θεμελιώδες διακύβευμα είναι η πάλη εναντίον αυτού που ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης αποκαλούσε υπερβολή και έλλειψη ορίων. Δηλαδή έλλειψη ορίων της φτώχειας από τη μια μεριά και έλλειψη ορίων του πλούτου από την άλλη. Συγκεκριμένα προτείνω την αρχή ενός ελάχιστου εισοδήματος για όλους, που θα εγγυάται μιαν αξιοπρεπή ζωή όποιες και αν είναι οι ικανότητές τους. Από την άλλη μεριά, το μόνο μέσο για να παλέψουμε εναντίον της υπερβολής, που συγκεντρώνει τα εισοδήματα στα χέρια μιας μειονότητας και καθιστά δύσκολη τη συλλογική άσκηση της αλληλεγγύης, είναι να θεσμοθετήσουμε το ότι κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να ξεπερνάει ένα ορισμένο επίπεδο πλούτου."
- Η εκρηκτική αύξηση στα προσεχή χρόνια του αριθμού των ευάλωτων προσώπων, που εξαρτώνται από τη βοήθεια των άλλων, θα τροποποιήσει τις κοινωνικές μας σχέσεις;
Ναι, υποχρεωτικά. Ολα όσα τροφοδοτούσαν ένα συναίσθημα ασφάλειας στους ανθρώπους θρυμματίζονται επικίνδυνα όλο και περισσότερο. Η οικογένεια παραμένει βέβαια μια σημαντική αξία, επειδή είναι ένα οχυρό ενάντια στον αποκλεισμό. Αλλά και αυτή γίνεται όλο και περισσότερο εύθραυστη.
Οσο για το κράτος πρόνοιας, αυτό βασιζόταν στην αλληλεγγύη μεταξύ των εργαζομένων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας της μισθωτής εργασίας. Από τη στιγμή που αυτή η κοινωνία της μισθωτής εργασίας διαλύεται, χρειάζεται να σχεδιάσουμε μη αμοιβαίες -δηλαδή ασύμμετρες- μορφές αλληλεγγύης, οι οποίες θα μας επιτρέψουν να προσφέρουμε στα ευάλωτα πρόσωπα πολύ περισσότερα από τη δική τους συμβολή. - Γιατί αυτή η αλληλεγγύη χωρίς αμοιβαιότητα θα ήταν τόσο προβληματική;
Επειδή αυτή οδηγεί σε μιαν ολική αλλαγή των αξιών μας. Με την επιδείνωση της κρίσης, όλο και περισσότερα πρόσωπα θα εξαρτώνται από την ευμένεια και τη μέριμνα των άλλων, από τη φροντίδα, την care, όπως την ορίζουν οι Αγγλοσάξονες. Αυτή η εργασία της φροντίδας δεν αναγνωρίζεται ούτε και αποτιμάται με οικονομικούς όρους. Αυτό συμβαίνει επειδή η κοινωνία μας αποδίδει αξία στην αυτονομία και στη δημόσια επιτυχία. Η φροντίδα ενσαρκώνει ακριβώς τις αντίθετες αξίες. Γνωρίζουμε ότι όλοι μπορεί, από τη μια μέρα στην άλλη, να γίνουμε αδύναμοι και εξαρτημένοι από τη βοήθεια των άλλων, αλλά απωθούμε αυτήν την ιδέα. Λείπει μια συλλογική αναγνώριση στη φροντίδα, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει το δώρο που αυτή η φροντίδα αντιπροσωπεύει.
- Τι είναι όμως αυτό το δώρο που απαιτεί μιαν ανταπόδοση; Το δώρο είναι μια έννοια ανθρωπολογική και όχι ηθική. Ο Μαρσέλ Μος, ο πρώτος θεωρητικός του αντιωφελιμισμού, ήθελε να ξαναβρεί «το θεμέλιο της αιώνιας και οικουμενικής ηθικής». Κατά τη γνώμη του, όλες οι ηθικές βασίζονται στο πνεύμα του δώρου: στο να βγαίνουμε από τον εαυτό μας, να κινούμαστε προς του άλλους, για να μπούμε σε αυτόν τον κύκλο του «δωρίζω, αποδέχομαι, ανταποδίδω». Αυτός ο κύκλος όμως εμπνέεται από μια λογική της μακροπρόθεσμης αμοιβαιότητας. Δεν δωρίζει κανείς παρά σε εκείνους που μπορούν να ανταποδώσουν, έστω με συμβολικό τρόπο, γιατί διαφορετικά μπορεί να διαρραγεί η κοινωνική ισορροπία. Ακολουθώντας τον Μος, ανακαλύπτουμε ότι το βασικό κίνητρο του ανθρώπου είναι η επιθυμία για αναγνώριση και εκείνο που αυτός θέλει να αναγνωριστεί είναι η ικανότητά του να δωρίζει. Τι δωρίζει κανείς στο βάθος; Δωρίζει ζωή, ζωτική ενέργεια. Αλλά το να δωρίζουμε δείχνει επίσης στους άλλους πόσο δυνατοί, πόσο αξιοθαύμαστοι είμαστε.
Αυξάνει επομένως και τη δική μας ζωτική ενέργεια. Ολη η αβεβαιότητα του δώρου έγκειται εδώ: τίνος αυξάνει την ενέργεια; Του δωρητή; Του δωρεοδόχου; Και των δύο; Αυτή η πάλη για να υπάρξουμε στα μάτια των άλλων δωρίζοντας εκδηλώνεται διαφορετικά στις διάφορες εποχές. Για τους Ελληνες ήταν ωραίο να πεθαίνουν για την πόλη τους. Στον Μεσαίωνα ήταν ωραίο να αφιερώνεις τη ζωή σου στη δόξα του Θεού ή του ηγεμόνα. Σήμερα για ορισμένους η δόξα είναι να φοράς ένα Rolex. Πράγμα που σημαίνει ότι δωρίζεις στον εαυτό σου. Για άλλους η δόξα περνάει μέσα από τη στράτευση σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Πράγμα αμφίσημο, επειδή υποκαθιστώντας την πολιτική με τη φιλανθρωπική βοήθεια διατρέχει κανείς τον κίνδυνο να παροξύνει τις συγκρούσεις τις οποίες θέλει να επιλύσει και επειδή συμβάλλει μερικές φορές περισσότερο στη φήμη της δωρήτριας Δύσης παρά των λαών που περιθάλπει. Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, αυτή η ανάγκη να υπάρχουμε εκδηλώνεται με τη συσσώρευση πλούτου. Αλλά αυτή η επιθυμία για «όλο και περισσότερα», που έχει διαδοθεί τόσο πολύ σήμερα, δεν αποτελεί έναν ανυπέρβλητο ορίζοντα. Μπορούμε να προσβλέπουμε στο ότι η φροντίδα για τους πιο ευάλωτους θα αναγνωριστεί κάποτε σε όλη την κοινωνική της ωφελιμότητα και θα θεωρηθεί θεμελιώδης.
- Δεν θα είμαστε τότε υποχρεωμένοι να συσσωρεύσουμε λιγότερα για να μοιραζόμαστε περισσότερα;
Βλέπουμε αξιοθαύμαστες επιλογές, υποδειγματικές συμπεριφορές, ωστόσο δεν θα είναι αρκετές για να αποτρέψουν την τάση για υπερκατανάλωση, αν δεν συνδεθούν με μια «μεγάλη αφήγηση», δηλαδή με ένα κοινό και δυνητικά «οικουμενικό» λόγο, ο οποίος θα δίνει συνεκτικό νόημα στη ζωή μας, όπως το έκαναν άλλοτε οι θρησκείες και οι ιδεολογίες. Αλλά οι μεταμοντέρνες κοινωνίες μας χαρακτηρίζονται από την έκλειψη των μεγάλων αφηγήσεων. Αρνούνται κάθε σφαιρικό και συνεκτικό λόγο προς όφελος θραυσμάτων λόγου, που δεν μας επιτρέπουν να συνειδητοποιήσουμε αυτό που έχουμε κοινό. Η αντιμετώπιση όμως των προβλημάτων που γεννάει η γενίκευση της ανασφάλειας απαιτεί αξιοσημείωτες ηθικές και οικονομικές ανατροπές. Το θεμελιώδες διακύβευμα είναι η πάλη εναντίον αυτού που ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης αποκαλούσε υπερβολή και έλλειψη ορίων. Δηλαδή έλλειψη ορίων της φτώχειας από τη μια μεριά και έλλειψη ορίων του πλούτου από την άλλη. Συγκεκριμένα προτείνω την αρχή ενός ελάχιστου εισοδήματος για όλους, που θα εγγυάται μιαν αξιοπρεπή ζωή όποιες και αν είναι οι ικανότητές τους. Από την άλλη μεριά, το μόνο μέσο για να παλέψουμε εναντίον της υπερβολής, που συγκεντρώνει τα εισοδήματα στα χέρια μιας μειονότητας και καθιστά δύσκολη τη συλλογική άσκηση της αλληλεγγύης, είναι να θεσμοθετήσουμε το ότι κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να ξεπερνάει ένα ορισμένο επίπεδο πλούτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου