Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Σερ-βίροντας (επικίνδυνες) κοινοτοπίες -Ο στοχαστής των τριών ηπείρων και των είκοσι πέντε πανεπιστημίων

  Του Ανδρέα Παππά, Athens Review of Books, τχ. 15,

Βασίλειος Μαρκεζίνης, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα. Στα πλαίσια της βαθμιαίας ανεξαρτητοποίησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 525

Εν πρώτοις, τρεις αναγκαίες διευκρινίσεις, προς άρσιν κάθε πιθανής παρεξηγήσεως, αλλά και κάθε καχυποψίας ως προς τους σκοπούς και τους στόχους του κειμένου που ακολουθεί.
α) Δεν έχω την πρόθεση, ούτε και τα προσόντα, να κρίνω τις επιδόσεις και την αξία του Βασίλειου Μαρκεζίνη (στο εξής, Β.Μ.) ως νομικού. Προφανώς, δεν θα υπήρξαν ευκαταφρόνητες, εξού –μεταξύ άλλων– και ο τίτλος του Sir.
β) Δεν ασπάζομαι σε καμιά περίπτωση τη θεωρία της οικογενειακής ευθύνης. Με άλλα λόγια, η κριτική μου σε όσα γράφει ο Β.Μ. δεν έχει επηρεαστεί έστω και στο ελάχιστο από τον βίο και την πολιτεία του πατέρα του
. Μπορεί ο Σπύρος Μαρκεζίνης να ήταν αυτός που ήταν, να έκαμε τις επιλογές που έκαμε (κυρίως κατά την τελευταία περίοδο της πολιτικής σταδιοδρομίας του), αλλά αυτό δεν νοείται και δεν επιτρέπεται να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κρίνει και αντιμετωπίζει κανείς τις δραστηριότητες και τις απόψεις του υιού Μαρκεζίνη.
γ) Δεν πρόκειται να μπω (ποτέ δεν το έχω κάμει) σ’ ένα παιχνίδι δίκης προθέσεων. Ό,τι και αν έχει κάποιος στην πίσω μεριά του μυαλού του, όσες και όποιες φιλοδοξίες και αν τρέφει, σε όσους και όποιους δημόσιους ρόλους και αν φαντάζεται τον εαυτό του, είναι δικό του ζήτημα, ίσως και εκείνων που τον στηρίζουν και τον προωθούν. Σε ό,τι με αφορά, κρίνω μόνο όσα περιέχονται στο βιβλίο και όσα έχουν πέσει στην αντίληψή μου.
Ως προς το ελληνικό παρελθόν του Β.Μ., λίγα πράγματα θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς. Προσωπικά, ως παιδί, άκουγα να γίνεται λόγος για κάποιον γιο του Μαρκεζίνη, very promising, όπως θα λέγαμε σήμερα. Επίσης, τον θυμάμαι αμυδρά ως βοηθό (ή μήπως υφηγητή;) σε ηλικία μόλις 23-24 ετών, κατά τον πρώτο χρόνο της φοίτησής μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το χουντοεθνοσωτήριο έτος 1967. Ωστόσο, ήδη από το 1968, αν δεν με απατά η μνήμη μου, τα εν Ελλάδι ίχνη του Β.Μ. «χάνονται». Μαθεύτηκε τότε (ακούσαμε, μάλλον) ότι έφυγε για την Αγγλία, με σκοπό να συνεχίσει εκεί τη νομική σταδιοδρομία του. Κατά τα επόμενα χρόνια, το πολύ να άκουσα μία ή δύο φορές να μιλούν γι’ αυτόν, πάντοτε ωστόσο σε σχέση με την καριέρα του ως νομικού, η οποία, όπως φαίνεται, εξελισσόταν «κατά τα προβλεπόμενα» και κατά τις προσδοκίες του.
Ακολούθησαν περίπου 35 χρόνια απουσίας και σιωπής. Προφανώς, όλα αυτά τα χρόνια ο άνθρωπος θα είχε τις απόψεις του, ίσως και τις ανησυχίες του. Αλίμονο. Απλώς, να, ούτε ποτέ ανακατεύτηκε με τα «ελληνικά πράγματα», ούτε ποτέ εκφράστηκε ή παρενέβη δημοσίως αναφορικά με όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Ίσως υπερβολικά απασχολημένος με την καριέρα του σε αγγλικά (κυρίως) πανεπιστήμια, πιθανότατα απορροφημένος από ακανθώδη ζητήματα συγκριτικού δικαίου, ο B.M. έριξε μαύρη (πολιτική) πέτρα πίσω του.
Όλα αυτά τα χρόνια λοιπόν, ενώ τόσα και τόσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, ο Β.Μ. έδρεπε επιστημονικές δάφνες, τη μία μετά την άλλη. Θα μου πείτε. Γιατί, τι ήθελες να κάμει; Μήπως να επιλέξει ως πεδίο δράσης και επιστημονικής δραστηριότητας τη μίζερη ελληνική πραγματικότητα; Όχι, βέβαια. Την εποχή που εμείς είχαμε τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, τις Μιμές και τους Κοσκωτάδες, τα «Πίρι Ρέις» και τα Ίμια (μιας και για τα «εθνικά» ο Β.Μ. δηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον), τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και το νέο Μακεδονικό, τον Σημίτη με απέναντί του τον Χριστόδουλο, τη Siemens και το Βατοπέδι, ο Β.Μ. περί άλλα ετυρβάζετο. Μακριά από τις δυσάρεστες οσμές και τους περισπασμούς του ελληνικού πολιτικού βίου, μελετούσε, εδίδασκε, έδινε νομικές συμβουλές σε επιφανείς, γνωμάτευε. Τι Οξφόρδη και Κέιμπριτζ, τι Λονδίνο και Paris I, τι Όστεν/Τέξας, Κορνέλ και Μίσιγκαν, τι Λέιντεν και Γάνδη, τι σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας, τι μέλος του Institut de France… Για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω ή ότι τον ειρωνεύομαι, διευκρινίζω ότι απλώς αντιγράφω μικρό μέρος απ’ όσα αναφέρονται στο «αυτί» του βιβλίου του, απ’ όπου προέρχεται επίσης η φράση που έδωσε τον υπότιτλο αυτού του κειμένου: «έχει διδάξει και οργανώσει σεμινάρια σε είκοσι πέντε πανεπιστήμια σε τρεις ηπείρους». Ουάου! (Όχι, το «Ουάου» δεν είναι από το «αυτί»· είναι επιφώνημα ενός εντυπωσιασμένου αναγνώστη, όπως εγώ).
Αυτά όλα, όμως, μέχρι πριν από δύο-τρία χρόνια. Τότε ο Β.Μ., Sir Basil από το 2005, μεταξύ άλλων retirement projects ίσως, αποφάσισε να ασχοληθεί με εκείνη τη μακρινή χώρα του Νότου απ’ όπου κατάγεται· στο κάτω κάτω, θα σκέφτηκε, μεταξύ των ιθαγενών (natives, για να μην παρεξηγούμαστε) υπάρχουν και άνθρωποι με ενδιαφέρουσες απόψεις, όπως υπάρχουν και άλλοι με ενδιαφέροντα ρόλο στο αυχμηρό τοπίο των ΜΜΕ (τόσο στους μεν όσο και στους δε, θα επανέλθω).
Έκτοτε λοιπόν, ποιος τον πιάνει και ποιος τον προλαβαίνει τον Β.Μ. Ήταν να μην πάρει φόρα. Τι αρθρογραφία (ιδιαίτερα σε φύλλα δύο συγκεκριμένων, ου μην αλλά και συνεργαζομένων, συγκροτημάτων), τι συνεντεύξεις, σε έντυπα αλλά και σε κανάλια (ιδιαίτερα σ’ έναν συγκεκριμένο, megalo δίαυλο), τι διαλέξεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, τι βιβλία που εκδόθηκαν ταχύτατα από τις εκδόσεις Λιβάνη (έχει κι αυτό, ίσως, το ενδιαφέρον του). Με λίγα λόγια, σχεδόν όποια πέτρα και αν σηκώσεις –και κυρίως, αν η πέτρα ανήκει στα συγκεκριμένα συγκροτήματα ή εκφράζει και διακονεί συγκεκριμένες απόψεις στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής– από κάτω θα τον βρεις τον Sir Basil.
Νέος αστήρ, λοιπόν, εγεννήθη ημίν. Συνταξιούχος καθηγητής πια, με αρκετές ελεύθερες ώρες προφανώς, Σερ (έως τώρα, ο μόνος που είχε γίνει γνωστός με αυτόν τον τίτλο στην Ελλάδα ήταν ο… Γρηγόρης Μπιθικώτσης), με υψηλούς στόχους και αντιστοίχως υψιπέτεις προτάσεις, δηλώνει «παρών», έτοιμος να συμβάλει, λέει, στον επανασχεδιασμό και τον επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής μας, αφού πρώτα αποδείξει, βέβαια, την ανεπάρκεια, την έλλειψη οξυδέρκειας, αλλά και τον μυωπικό, ή ακόμα και ενδοτικό, φιλειρηνισμό και φιλοδυτικισμό όσων είχαν όλα αυτά τα χρόνια την ευθύνη για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας –είτε από κορυφαίες πολιτικές θέσεις (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, κ.λπ.), είτε από θέσεις εμπειρογνωμόνων, ειδικών, ή διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Τα βέλη, λοιπόν, του Β.Μ. στρέφονται κατά σχεδόν όλων αυτών. Ιδιαίτερα οξύς είναι επίσης απέναντι στο ΕΛΙΑΜΕΠ, καθώς και απέναντι σε όσους το στελέχωναν κατά καιρούς και το στελεχώνουν σήμερα. Τα επίθετα με τα οποία τούς στολίζει είναι πράγματι εντυπωσιακά, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχονται από την πένα ενός Sir. Με λίγα λόγια, ο Β.Μ. θέτει θέμα όχι μόνο ανεπάρκειας και ανικανότητας συνεργατών του ΕΛΙΑΜΕΠ, αλλά και μειωμένων εθνικών και πατριωτικών αντανακλαστικών τους, αφού τους θεωρεί πειθήνιους εκτελεστές άνωθεν, ενίοτε και έξωθεν(!), εντολών.
Όλοι, λίγο-πολύ, του φταίνε του Β.Μ. Οι κατά καιρούς διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής μας υπήρξαν «λίγοι», ανεπαρκείς, αβαθείς στις αναλύσεις του (ενώ οι δικές του…, όπως θα δούμε πιο κάτω), συχνά υπέρμετρα φιλοδυτικοί ή φιλότουρκοι για τα γούστα του, με «πατριωτικά» αντισώματα ελαττωμένα σε βαθμό που να αγγίζει τα όρια της εθνικής μειοδοσίας.
Εκλεκτικές συγγένειες
Όλοι, λοιπόν, εζυγίσθησαν από τον Sir Basil και ευρέθησαν «εθνικά» και «πατριωτικά» ελλιποβαρείς; Όχι ακριβώς όλοι. Με τις σκέψεις τους και με τις απόψεις τους, κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις έρχονται να ρίξουν ένα φως ελπίδας στο ζοφερό τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας, και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ειδικότερα. Λίγοι, λοιπόν, οι φωτεινοί φάροι, κατά τον Β.Μ. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν ονόματα όπως του Χρήστου Γιανναρά, του Βασίλη Φίλια, του Γιώργου Καραμπελιά, του Νίκου Κοτζιά, και βέβαια, πριν και πάνω απ’ όλα, αυτό του Μίκη Θεοδωράκη, ιδρυτή προσφάτως του πολιτικού κινήματος Σπίθα. Φαίνεται πάντως ότι, λόγω περιορισμένου χώρου (μόλις 525 σελίδες), ο Β.Μ. δεν πρόλαβε να αναφερθεί και σε άλλους φωτισμένους οι οποίοι επίσης ζητούν (ορισμένοι, μάλιστα, εδώ και χρόνια) ριζική αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής μας, κυρίως απέναντι στην Τουρκία, αλλά και απέναντι στη Δύση. Μου έρχονται πρόχειρα στο νου, ως «παραλειπόμενα» από τον Β.Μ., τα ονόματα του Στέλιου Παπαθεμελή, του Χρήστου Σαρτζετάκη, του Νεοκλή Σαρρή (αυτός ειδικά, ίσως «πληρώνει» ότι το είχε παρατραβήξει λίγο, μ’ εκείνο το «οι Τούρκοι είναι ζώα»), του πλοιάρχου Ναξάκη, του Χρύσανθου Λαζαρίδη, σημερινού πρωτοσύμβουλου του Σαμαρά, ο οποίος ζητούσε να ασκηθεί «στρατιωτική πίεση» στα Σκόπια!
Σε ό,τι αφορά πάντως τις ρητές αναφορές του Β.Μ. σε «φωτισμένους», ξεχωρίζουν σαφώς αυτές στον Μίκη Θεοδωράκη, για τον οποίο, στη σελίδα 498, διαβάζουμε: «Ας μην ξεχνάμε ότι και η ίδια η Νέα Δημοκρατία, δημιουργήθηκε όταν [οι υπογραμμίσεις δικές μου, Α.Π.] μια μυθική φυσιογνωμία της Αριστεράς, ο Μίκης Θεοδωράκης, έδωσε τις ευλογίες του σε μια άλλη μυθική φυσιογνωμία της Δεξιάς…»! Και βέβαια, στο τέλος του βιβλίου, σε ειδικό Παράρτημα, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν παραλείπει να ανταποδώσει τις φιλοφρονήσεις, γράφοντας: «Έναν άριστο επιστήμονα που γνωρίζω και θαυμάζω, τον Βασίλη Μαρκεζίνη, που τον θεωρώ ως υπόδειγμα σύγχρονου Έλληνα που αποδεικνύει έμπρακτα τους πνευματικούς θησαυρούς που διαθέτει σήμερα η χώρα μας και που δυστυχώς το εθνικό μας κόμπλεξ τους υποχρεώνει να χαρίζουν τα δώρα τους στους ξένους. Όμως, εκείνος, μπροστά στη σημερινή τραγωδία του λαού και της χώρας μας, αισθάνθηκε το χρέος να γυρίσει κοντά μας και να μας χαρίσει δύο βιβλία του, εθνικής θα έλεγα εμβέλειας», κ.λπ., κ.λπ. Αυτός, λοιπόν, ο «βαθύτατα Έλληνας και ασυμβίβαστος πατριώτης» θα μας βοηθήσει –κατά τον Μ.Θ., πάντοτε– «να σώσουμε την πατρίδα μας και από την οικονομική κρίση αλλά και από τα προδοτικά [sic] σχέδια που εξυφαίνονται στο σκότος…» (σ. 525).
Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι; Αμοιβαίες φιλοφρονήσεις και εξυπηρετήσεις μεταξύ «ανησυχούντων» που έχουν αποφασίσει να μας σώσουν, αφού πρώτα βέβαια μας «φωτίσουν» και «μας ανοίξουν τα μάτια». Ίσως και λίγο απ’ όλα, μιας και μερικούς μήνες αργότερα ο Β.Μ. έσπευσε να αντ-ανταποδώσει τις αβρότητες, μεταξύ άλλων και παρουσιάζοντας σε δημόσια εκδήλωση τη δέκατη πέμπτη –ή κάτι τέτοιο– (αυτο)βιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, με τίτλο Άξιος εστί αυτή τη φορά.
Αλλά και οι παραπομπές του Β.Μ. σε κείμενα άλλων «φωτισμένων», των οποίων ιδιαίτερα εκτιμά τις απόψεις, παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Υπάρχει, έτσι, ιδιαίτερη αναφορά σε τρεις ιδέες από το –επίσης σχετικά πρόσφατο, και επίσης «ταλεϊρανδικών» προδιαγραφών– βιβλίο του Νίκου Κοτζιά, Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας στον 21ο αιώνα. Εκεί λοιπόν προτείνονται, μεταξύ άλλων, «επέκταση της αιγιαλίτιδος ζώνης», «συνεχής από μέρους μας υπενθύμιση των τουρκικών γενοκτονιών (Αρμένιοι, Κούρδοι)», ου μην αλλά και «στενότερες σχέσεις με το Ιράν»!
Λεβεντοτουρκοφάγοι και («εργαλειακοί») φιλειρηνιστές
Ό,τι δεν είναι αυτονόητο είναι επικίνδυνο και ό,τι δεν είναι επικίνδυνο είναι αυτονόητο. Να πώς θα μπορούσε να συμπυκνώσει κανείς, για λόγους συντομίας και γλαφυρότητας, το περιεχόμενο του πονήματος (525 σελίδες, παρακαλώ!) που «μας χάρισε», κατά τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Βασίλης Μαρκεζίνης.
Ίσως και λίγο από «επαγγελματική διαστροφή», ξεκινώ πάντοτε την ανάγνωση ενός βιβλίου από το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο, το βιογραφικό του συγγραφέα, τα «αυτιά». Ήδη, λοιπόν, στον πλάγιο (δεύτερο) τίτλο διαβάζουμε: «στα πλαίσια [sic] της βαθμιαίας ανεξαρτητοποίησης…». Ας μην είμαστε, όμως, τόσο αυστηροί. Ίσως ο Sir Basil, πάντοτε πολυάσχολος, δεν πρόλαβε να κοιτάξει προσεκτικά τα ελληνικά του τίτλου του βιβλίου του. Άσε που ο άνθρωπος μπορεί και να μην τα έχει τόσο πρόχειρα τα ελληνικά του, έπειτα από σαράντα και πλέον χρόνια στη μαύρη ξενιτιά. Ας πάμε, λοιπόν, στο κείμενο των «αυτιών», γραμμένο προφανώς από τον ίδιο τον Β.Μ., αφού αποκλείεται οποιοσδήποτε άλλος να γνωρίζει τέτοιες και τόσες λεπτομέρειες για τη σαρωτική καριέρα του στο εξωτερικό. Για να καταλάβετε, αντί για τις 100-150 λέξεις, που απαρτίζουν συνήθως το βιογραφικό του συγγραφέα, εδώ μιλάμε για περίπου 1.000! Ζαλίζεται, πραγματικά, κανείς από τα επιτεύγματα και τα κλέη του Β.Μ. που μνημονεύονται στο εξώφυλλο του βιβλίου, στα οποία ακροθιγώς και μόνο –λόγω έλλειψης χώρου– αναφέρθηκα ήδη πιο πάνω.
Για λόγους κωδικοποίησης –όσο μπορεί να γίνεται λόγος για κωδικοποίηση ενός τέτοιου χείμαρρου σκέψεων, απόψεων και προτάσεων– θα διακινδύνευα να εντοπίσω τρεις κύριους άξονες στους οποίους επικεντρώνεται ο Β.Μ.: α) Τις εξελίξεις στην Τουρκία και την επίδρασή τους στα ελληνοτουρκικά. β) Τις εξελίξεις στο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό πεδίο, με ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Ρωσία. γ) Την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα, τις κρίσεις του συγγραφέα για τις έως σήμερα κυβερνήσεις, την επισήμανση της ανάγκης για ριζικές ανατροπές στην εξωτερική –και όχι μόνο– πολιτική.
Παίζοντας στρατιωτάκια
Ξεκινώντας από την Τουρκία, λοιπόν, και τις σχέσεις μας μαζί της, μπορεί κανείς να συναντήσει στο βιβλίο όλα τα κλισέ του μεταπολιτευτικού τουρκοφαγισμού. «Η Τουρκία ήδη από το 1959 είχε ξεκινήσει να εξοπλίζει τους Τουρκοκύπριους, προετοιμάζοντάς τους για μια στρατιωτική σύγκρουση που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία» (σ. 202). Ούτε για τον Γρίβα έχει ακούσει, προφανώς, ο Β.Μ. ούτε για τους «ενωσιακούς», ούτε για την ΕΟΚΑ Β΄, ούτε για την Κοφίνου· ως γνωστόν, κατά την περίοδο 1960-74, εμείς στην Κύπρο στέλναμε μόνο… άνθη. «Η παρούσα μανία να παραδώσουμε, υπό την αφόρητη πίεση των Αμερικανών, των Άγγλων και των εν Ελλάδι βοηθών [sic] τους, την Κύπρο στους Τούρκους, υπό κάποια μορφή σχεδίου τύπου Ανάν» (σ. 263). «Η τουρκική επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα, τόσο ποσοτικά όσο όμως και ποιοτικά, έχει αυξηθεί από τότε που η χώρα μας έτεινε κλάδο ελαίας προς την Τουρκία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990» (σ. 254). «… η ειδικότης [της Τουρκίας] στο παζάρεμα μεταβάλλεται σε τάση προς συστηματική ληστεία» (σ. 259). «Η παλιά, φιλοτουρκική πολιτική ετύγχανε της ευνοίας πολιτικών διαφόρων αποχρώσεων, όπως οι κκ Μητσοτάκης, Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Κύρκος και η κα Μπακογιάννη, για να μην αναφέρουμε και τα πνευματικά εξαπτέρυγα που, πειθήνια πάντοτε, προμηθεύει το ΕΛΙΑΜΕΠ» (σ. 251). Εν ολίγοις, επί τριάντα πέντε χρόνια, στο σύνολό της σχεδόν, η πολιτική ηγεσία του τόπου, όλοι αυτοί οι επανειλημμένα εκλεγμένοι από τον ελληνικό λαό, ασκούσε, κατά τον Sir Basil, «φιλοτουρκική» πολιτική. Μάλιστα, για τις πράξεις και τις παραλείψεις της πολιτικής ηγεσίας τίθεται θέμα «όχι μόνο πολιτικής ευθύνης, αλλά και ποινικής»! (σ. 261· το θαυμαστικό δικό μου, Α.Π.). Δώσε θάρρος στον Sir, με άλλα λόγια, να ανεβεί και στο κρεβάτι, ζητώντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, και «ποινικές» διώξεις κατά των εκλεγμένων εκπροσώπων του ελληνικού λαού!
Σε άλλο σημείο μάλιστα, ο Sir Basil, με την παράθεση ειδικού χάρτη παρακαλώ (σ. 387), αναπτύσσει με αμιγώς στρατιωτικούς όρους το πώς θα εκδηλωθεί η επίθεση της Τουρκίας στον Έβρο. Παραθέτω, αν μη τι άλλο και για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα (κοινώς, να γελάσουμε και λίγο): «Οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν πρώτα ισχυρή επίθεση ενισχυμένης θωρακισμένης ταξιαρχίας στο ελληνικό έδαφος, στο ύψος του χωριού Λάβαρα, με σκοπό να δημιουργήσουν ρήγμα για διείσδυση κατά μήκος του οδικού άξονα Λάβαρα-Πρωτοκλήσσι-Κυριάκι-Περιστεράκι. Μια ταυτόχρονη ρίψη αλεξιπτωτιστών κατά τον άξονα, όπισθεν της ελληνικής άμυνας, θα εμπόδιζε ενισχύσεις […], θα διασπούσε στα δύο το ελληνικό μέτωπο μεταξύ Σουφλίου και Διδυμοτείχου. Μια παράλληλη επιθετική κρούση και διείσδυση δεύτερης θωρακισμένης τουρκικής ταξιαρχίας βορείως του Άρδα […]» (σ. 384).
Τι κρίμα, βρε παιδί μου, που έχει κλείσει εδώ και χρόνια το καφενείο του «Γαμβέττα», στην οδό Κοραή! Οι απόστρατοι που μαζεύονταν εκεί είμαι βέβαιος ότι θα ήταν ευτυχείς να είχαν ανάμεσά τους τον Sir Basil, με τον οποίο θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν απόψεις περί στρατιωτικών επιχειρήσεων, μεταξύ πρέφας, ταβλιού και ανάγνωσης των εφημερίδων, πάντοτε στο πνεύμα του «Δεξιότερα, Κουροπάτκιν!» – (άρθρου με το οποίο αθηναϊκή εφημερίδα είχε εκδηλώσει την ευγενή φιλοδοξία να υποδείξει στον ρώσο στρατηγό Κουροπάτκιν προς τα πού να μετακινήσει τις δυνάμεις του, κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού Πολέμου του 1904-5).
Για να μην κουράσω, όμως, με άλλες «αναλύσεις» του Sir Basil, ας αρκεστώ σ’ ένα ακόμα, αρκετά ζουμερό όσο και ενδεικτικό, παράθεμα: «Ένας ωφελιμιστικός φιλειρηνισμός εργαλειακής ορθολογικότητας επιβιώνει μαχητικά στην Ελλάδα, προκειμένου περί των ελληνοτουρκικών σχέσεων» (σ. 279). Συγγνώμη, αλλά, ως θιασώτης αυτού ακριβώς του «ωφελιμιστικού φιλειρηνισμού εργαλειακής ορθολογικότητας» θα πρότεινα όλα αυτά τα κοκοράκια, όλοι αυτοί οι εθνονταήδες των καναλιών, των ραδιοφώνων και των υποκίτρινων εντύπων, οι κάθε λογής τουρκοφάγοι, σκοπιανοφάγοι και άλλοι, αυτοί που πουλάνε τζάμπα πατριωτιλίκι εκ του ασφαλούς (ενίοτε, και εκ του πονηρού), να στείλουν –που λέει ο λόγος– εκείνοι πρώτοι τα παιδιά τους στον πόλεμο με την Τουρκία, τον οποίο τόσο αναπόφευκτο (μήπως και ευκταίο;) δείχνουν να θεωρούν. Όσο για εμάς τους επιρρεπείς στην «εργαλειακή ορθολογικότητα», εμμένουμε και θα εμμένουμε στον παλιό, καλό, αριστερό φιλειρηνισμό – ναι, αριστερό, γιατί υπάρχουν και ορισμένα ράκη του μεταπολιτευτικού αριστερισμού και του βαθυπασοκισμού που προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο καλός αριστερός οφείλει να είναι τουρκοφάγος!
Πιστοί στις αρχές του ορθού λόγου, του Διαφωτισμού και του ουμανισμού, λοιπόν, οι «εργαλειακοί φιλειρηνιστές» θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη βρεθούν μια μέρα οι γιοι μας σε καταστάσεις σαν αυτές που, τόσο ωμά αλλά και τόσο γλαφυρά, περιγράφει ο Γκουρογιάννης στο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, μιλώντας για τους άντρες της ΕΛΔΥΚ και τους ντόπιους που αντιμετώπισαν το 1974 τους Τούρκους στην Κύπρο. [Παρεμπιπτόντως, και ας μου συγχωρεθεί ο προσωπικός τόνος: τα περισσότερα απ’ αυτά τα παιδιά που τόσο άδικα χάθηκαν το 1974 στην Κύπρο, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι μεγαλοϊδεατικές φαντασιώσεις κάποιων (παρ)αφρόνων «υπερπατριωτών», ήταν «σειρά» μου, όπως λένε στον στρατό· με κάποιους από αυτούς είχε τύχει να συνυπηρετήσω, το 1972-73, στη Μακεδονία].
Το «ξανθό γένος του Βορρά» και ο Αγαθάγγελος του MaussanelesAlpilles
Μια δεύτερη κατηγορία θεμάτων για τα οποία ο Β.Μ. δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα γεωπολιτικά, οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, αλλά και το μέλλον της Ρωσίας και των ελληνορωσικών σχέσεων. Θα έλεγε κανείς ότι είναι διάχυτη στο βιβλίο η έμφαση στις λαμπρές προοπτικές της Ρωσίας, και ειδικότερα η εμμονή στο να αλλάξει η εξωτερική πολιτική μας προς πιο φιλορωσικές κατευθύνσεις. Όλα αυτά, βέβαια, πασπαλισμένα με κάθε είδους κλισέ περί κοινών «θρησκευτικών και πολιτισμικών» παραδόσεων Ελλάδας και Ρωσίας, αλλά και με τις απαραίτητες κορόνες αντιαμερικανισμού. Προς επίρρωσιν και μόνο των «επιχειρημάτων» του Sir Basil, ή μήπως και προς τέρψιν και ικανοποίησιν ενός κοινού εθισμένου στον τυφλό αντιαμερικανισμό και τον στρεψόδικο αντιδυτικισμό, διανθισμένους βέβαια πάντοτε με στοιχεία συνωμοσιολογίας, αλλά και με την πεποίθηση πως για όλα τα δεινά της «ρωμιοσύνης» φταίνε οι «κακοί ξένοι», και πιο συγκεκριμένα οι Δυτικοί;
Σταχυολογώ, προσπαθώντας να επιτύχω, κατά το δυνατόν, οικονομία χώρου και λέξεων. «Η στιγμή είναι απολύτως κατάλληλη» για την «υιοθέτηση μιας πολιτικής ίσων αποστάσεων απέναντι στις ΗΠΑ και τη Ρωσία» (σ. 346). «Έχω συστήσει [με ποια ιδιότητα, άραγε; Α.Π.] τη δημιουργία, κοντά στο πρωθυπουργικό γραφείο, ενός υπουργείου ρωσικών υποθέσεων» (σ. 234). Γιατί όχι και κινεζικών υποθέσεων, αφού η Κίνα, κατά κοινή παραδοχή αλλά και κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Β.Μ., είναι η κατεξοχήν ανερχόμενη δύναμη; «Μια ορατή ενότητα αλλά και σχετική ομοείδεια βίου χάρη στην κοινότητά τους. Αυτή η κοινότης πήγαζε από τον κοινό τους πολιτισμό, τον πολιτισμό της αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης» (σ. 236). Εδώ ο Παπαθεμελής αγκαλιάζει ενθουσιασμένος τον Γιανναρά και ο Ζουράρις τον μακαρίτη τον Χριστόδουλο, καθώς ο Αγαθάγγελος με τις προφητείες του δείχνει να αναβιώνει, έστω και με έδρα το Λονδίνο αυτή τη φορά (ή ίσως το Maussane les Alpilles· βλ. σχετικά, πιο κάτω). Όμως, την «κοινότητα» με τους Ρώσους δεν την βοήθησε «η σπουδή μας, από την αρχή της νεότερης ιστορίας μας, να ταχθούμε τόσο μονόπλευρα με τη Δύση» (σ. 236), η οποία δεν μας έχει προσφέρει παρά «διάχυτη απογοήτευση».
Βέβαια, λίγες σελίδες πιο πάνω, και αφού έχουμε ήδη βομβαρδιστεί με επιχειρήματα (;) υπέρ της ευθυγράμμισής μας με τις ενεργειακές αλλά και τις γενικότερες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές προτεραιότητες της Ρωσίας, διαβάζουμε ότι «ο κ. Πούτιν […] στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό στη Μόσχα δεν φάνηκε ιδιαίτερα πρόθυμος να ανταποκριθεί στα όποια [υπογράμμιση Β.Μ.] ελληνικά ανοίγματα έγιναν». Επομένως, ποιες είναι οι προοπτικές; Προφανώς, κατά τον Sir Basil, εμείς θα κάνουμε συνεχή και επίμονα ανοίγματα, μέχρι που ο Πούτιν και η Ρωσία θα «κουραστούν», θα «ιδρώσουν» και –πού θα πάει; – θα ανταποκριθούν.
Αλλά και ευρύτερα, πέρα από τη Μοσχολατρεία και τη Μοσχοπληξία που ξαφνικά και ανεξήγητα (;) χτύπησε τον Sir Basil, οι απόψεις που διατυπώνονται για τις εξελίξεις στον κόσμο, αλλά και για τις ΗΠΑ και την πολιτική τους ειδικότερα, κινούνται μεταξύ αφόρητης κοινοτοπίας («ο κόσμος τείνει να γίνει πολυπολικός», «η Κίνα είναι η ανερχόμενη δύναμη», κ.ο.κ.) και σκοταδιστικής συνωμοσιολογίας. Διαβάζουμε έτσι, μεταξύ άλλων: «Ντροπή, βεβαίως, ότι 3 εκατομμύρια Εβραίοι στην Αμερική μπορούν να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική 300 εκατομμυρίων» (σ. 457). Η μισή «ντροπή» δική τους [των Εβραίων], και η άλλη μισή αυτών που χαϊδεύουν τα πιο ταπεινά ένστικτα του κοσμάκη, με απόψεις που δεν διαφέρουν σε τίποτε από εκείνες που προβάλλει ο Δημοσθένης Λιακόπουλος για να (τηλε)πουλάει τα «βιβλία» του.
Και όμως, όσο και αν δεν το πιστεύετε, το καλύτερο δεν έχει έρθει ακόμη. Έτσι, στη σελίδα 478 διαβάζουμε: «Με λίγα λόγια, δεν υπάρχουν ανέφικτες νίκες, παρά μόνον άτολμοι ή υποχωρητικοί ηγέτες». Και πιο κάτω: «οι υποτιθέμενες αρετές του πραγματισμού δεν αποτελούν παρά το πρώτο βήμα πριν από την πλήρη παράδοση ή υποχώρηση. Από την άλλη πλευρά, η συγκίνηση του ρομαντικού πατριωτισμού θα μπορούσε, από κοινού με την αποφασιστικότητα και τη βοήθεια του Θεού [υπογράμμιση Α.Π.], να μας ανοίξει το δρόμο προς τη σωτηρία». Έτσι, λοιπόν! Ο δρόμος προς τη «σωτηρία» (από τι, άραγε; Βέβαια, δεν λέω, «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα», αλλά…) δεν απαιτεί παρά «αποφασιστικότητα» εκ μέρους μας και «τη βοήθεια του Θεού», την οποία μάλλον θα πρέπει να την θεωρούμε δεδομένη, ως εκλεκτός λαός Του (εκτός και αν οι «κακοί» Εβραίοι μάς προλάβουν και πάλι στη στροφή, παίρνοντας αυτοί τον τίτλο του «εκλεκτού λαού»). Όσο για εκείνες τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι, πριν από κάθε σύγκρουση, πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη παράγοντες όπως ο συσχετισμός δυνάμεων, οι διεθνείς ισορροπίες ή η εξασφάλιση των απαραίτητων συμμαχιών, μην τις ακούτε· προφανώς προέρχονται από «ενδοτικούς» και «συμβιβαστικούς», και όχι από Ελληναράδες, σαν αυτούς που, υπό τον ήχο παιάνων και εμβατηρίων, μας οδήγησαν στις εθνικές καταστροφές του 1897, του 1922 και του 1974.
Μετριότητες και γηροκομεία
Τελευταίο πεδίο στο οποίο ο Sir Basil εστιάζει το ενδιαφέρον του είναι αυτό του ελληνικού πολιτικού τοπίου. Διαβάζουμε έτσι, μεταξύ άλλων, ότι κάποιοι θέλουν «να εμποδίσουν τον Αντώνη Σαμαρά να αναδιοργανώσει τη Ν.Δ. και μια μέρα να γίνει πρωθυπουργός» (σ. 247). Χμμ… Επίσης, ότι «οι Έλληνες πολιτικοί του χθες πρέπει να μπουν οριστικά στο γηροκομείο της πολιτικής» (σ. 207). Προφανώς, ο Σαμαράς δεν είναι «του χθες», είναι του «αύριο». Άλλωστε, «τον ελληνικό πολιτικό κόσμο τον απαρτίζουν μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες» (σ. 372). Επίσης, «οι δικοί μας πολιτικοί κρύβουν πίσω από τη θεωρία του “εκσυγχρονισμού” την έμφυτη [sic] πνευματική και πολιτική τους υποταγή στην αμερικανική πολιτική» (σ. 277). Γενικώς, υπάρχει μια «απροθυμία του “παλιού” να παραχωρήσει τη θέση του στο “νέο”» [ξανά, Χμμ…]. Επίσης, «το επιχείρημα ότι τη λύση θα μπορούσε να την δώσει κυβέρνηση με οικουμενική χροιά είναι ύπουλο» (σ. 489), και βέβαια (σ. 493)] «οι πολίτες, ο λαός, αποζητούν τα “φώτα” των ακραιφνών, αδέσμευτων διανοουμένων, από τους οποίους περιμένουν να μιλήσουν απερίφραστα, να αποκαλύψουν όλα όσα δεν λέγονται» – τουλάχιστον με το βιβλίο του Sir Basil έγινε μια αρχή, βρε αδελφέ).
Και, βέβαια, υπάρχει πάντοτε η απαραίτητη δόση από ανέξοδο, εκ του ασφαλούς και εκ του μακρόθεν, εθνικοϋπερήφανο καουμποϊλίκι: διαβάζουμε, λοιπόν, ότι μπορούμε, αν χρειαστεί, να «κάνουμε πέρα τους τραπεζίτες» και «να ζητήσουμε τη στήριξη της Κίνας» – «κάν’ τε πέρα, ρε», θα τους πούμε. Άλλωστε, η διορατικότητα και η οξυδέρκεια του Sir Basil είναι δεδομένη, αφού σε άλλο σημείο του βιβλίου, σε έξαρση σεμνότητας και μετριοφροσύνης, γράφει ότι «στις 30.11.2008, στο Βήμα, ως στοχαστής [sic], διέγνωσα, εγώ μόνος [ξανά sic] από την Ελλάδα το αδιέξοδο της αμερικανικής πολιτικής στο Αφγανιστάν». Παραλήρημα μεγαλείου, ή μήπως πλήρης απώλεια επαφής με την πραγματικότητα· με το τι, τελοσπάντων, λέγεται και γράφεται και από άλλους, ίσως μη (αυτο)αποκαλούμενους «στοχαστές», αλλά πάντως ικανούς να σύρουν δύο γραμμές και να παρακολουθούν τον ξένο Τύπο. Τέλος, αφού πρώτα εκτοξεύσει και τις απαραίτητες απειλές, ως βιβλικός κριτής-τιμητής («Αν δεν γίνουν οι αλλαγές από πάνω… θα γίνουν από κάτω», «Ο καιρός θα δείξει αν οι αμαρτάνοντες [sic] πολιτικοί θα υποστούν πολιτικές μόνο ή και ποινικές ευθύνες!»), ο Sir Basil δεν παραλείπει, ως καλός «προφήτης», να μας το πετάξει κατάμουτρα: «Εγώ όμως, με τις πεπερασμένες δυνάμεις μου [υπερβολική όσο και αδικαιολόγητη σεμνότητα, νομίζω], είπον και ελάλησα, και αμαρτίαν ουκ έχω» (σ. 386).
Όμως, το «πιο καλυτερότερο», ίσως, το φύλαξα για το τέλος. Στη σελίδα 455 ο Sir Basil αναφέρει: «Καθώς έγραφα αυτές τις γραμμές στο αγαπημένο μου ησυχαστήριο, στο Maussane les Alpilles, στη Γαλλία, ένας φίλος μου, που παρακολουθεί επί χρόνια την εξέλιξη της σκέψης μου…». Εδώ, λοιπόν, μαθαίνουμε όχι μόνο ότι υπάρχουν άνθρωποι που επί χρόνια παρακολουθούν την εξέλιξη της σκέψης του Βασίλη Μαρκεζίνη (a full time job, I guess), αλλά και ότι όλα αυτά τα πατριωτικά και πολεμοχαρή, τα γεωστρατηγικά και τα γεωπολιτικά, τα ρηξικέλευθα και τα διεισδυτικά, γράφτηκαν σε μια όμορφη αγροικία, στη γαλλική ύπαιθρο, από έναν πρώην καθηγητή σε βρετανικά πανεπιστήμια, με αμυδρές αναμνήσεις από μια χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που λέγεται Ελλάδα. Μπορεί ορισμένες από τις σκέψεις του Sir Basil να δημοσιεύονται σε ελληνικά έντυπα (μεταξύ αυτών και το Παρόν του Μάκη Κουρή, παρακαλώ!), αλλά έχουν κυοφορηθεί στην ηρεμία και τη γαλήνη του Maussane les Alpilles, όπου, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Βασίλης Μαρκεζίνης αποσύρεται πότε πότε, προκειμένου να εκπονήσει (να «μας χαρίσει», κατά τον Μίκη Θεοδωράκη) στρατηγικά δόγματα και σχέδια για αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής, να οραματιστεί το πολιτικό μέλλον της χώρας. Αλίμονο! Ποιος δεν γνωρίζει και δεν έχει ακούσει για το αμέριστο ενδιαφέρον που πάντοτε έδειχναν –και δείχνουν– οι ομογενείς μας για τη γενέθλια γη, ανεξάρτητα αν βάσκανος μοίρα τούς επιφύλαξε είτε να πλένουν πιάτα στην Αστόρια ή στη Μελβούρνη, είτε να συμβουλεύουν τη βασίλισσα της Αγγλίας.
Αφήστε, Sir Basil. Συνεχίστε εσείς να μαζεύετε τίτλους και δάφνες. Αν πάλι κουραστείτε, υπάρχει πάντοτε το Maussane les Alpilles. Όσο για μας, τους ιθαγενείς, όπως πορευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια, έτσι και τώρα ελπίζουμε ότι κουτσά-στραβά θα τα βγάλουμε πέρα. Έστω και χωρίς τη «βοήθεια του Θεού» (την οποία εσείς προεξοφλείτε), μιας και ο Μεγαλοδύναμος δεν νομίζω να ασχολείται με τα σπρεντ και με την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων. Ίσως χρειαστεί να ανοίξουμε μια-δυο τρύπες στο ζωνάρι μας. Ελπίζω, όμως, να τα καταφέρουμε τελικά, χωρίς μάχες τεθωρακισμένων στον Έβρο και, το κυριότερο, χωρίς διάφορους «στοχαστές» που, με την αρωγή ικανότατων και ισχυρότατων μεσαζόντων, προσπαθούν να μας πουλήσουν γεωστρατηγικές χάντρες και γεωπολιτικά καθρεφτάκια.
Υ.Γ. Μια ενδιαφέρουσα κριτική για το βιβλίο του Βασίλη Μαρκεζίνη δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή, στις 12.12.2010. Εκεί, ο Νίκος Χρυσολωράς έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι τα κείμενα του Β.Μ. «επαναλαμβάνουν συχνά τα αυτονόητα και στερούνται βάθους ανάλυσης», ότι ορισμένες φορές ο Β.Μ. «ισχυρίζεται πως ανακάλυψε τον τροχό», ότι τα γραφόμενά του «δείχνουν μια ελαφρότητα που δεν θα περίμενε κανείς από ακαδημαϊκό εγνωσμένου κύρους», ότι στοιχεία του βιβλίου είναι «η εμπάθεια και ο αστήριχτος καταγγελτικός λόγος», ότι «ο συγγραφέας βλέπει παντού μειοδότες και συνωμοσίες», ότι «πρόκειται για ιδεολογικό αχταρμά στον οποίο συνυπάρχουν αρμονικά ο εθνικισμός, η αντιδυτική ρητορική, οι θεωρίες συνωμοσίας και θυματοποίησης των Ελλήνων, ο λαϊκισμός…».
Μάλιστα, ο Νίκος Χρυσολωράς δεν μπορεί να αποφύγει τον πειρασμό να αναρωτηθεί: «Είναι πραγματικά δυσερμήνευτο για ποιο λόγο τέτοιες απόψεις συνεχίζουν να τυγχάνουν τόσο μεγάλης προβολής από τα ελληνικά μήντια». Έλα, ντε; Δικό του το ερώτημα (εγώ, τον ξόρκισα τον διάβολο που επίμονα με ωθούσε να το θέσω ρητά), διάχυτη –τουλάχιστον μεταξύ των «παροικούντων– η απορία.
Σημ. ARB: Αξίζει να σημειώσουμε και το σχετικό κείμενο του συντάκτη της Ελευθεροτυπίας Δημήτρη Ψαρρά, με τίτλο «Ο Σπίθας και το Παιδί Φάντασμα την εποχή του Μνημονίου. Η πολιτική δραστηριοποίηση Μίκη Θεοδωράκη και Βασιλείου Μαρκεζίνη». Αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο στις 29.1.2011 με την επισήμανση ότι ανήκει στα «Κείμενα που δεν χώρεσαν στην "Ελευθεροτυπία"». Το link του εν λόγω κειμένου είναι:
http://www.iospress.gr/texts_2011/20110125.htm

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Aριστο κειμενο/απαντηση που αποδομει φληναφηματα τετοιου τυπου.mike

Ανώνυμος είπε...

Παραλείψατε να αναφέρετε ότι προ τεσσαρακονταετίας ο Β. Μαρκεζίνης ελάκτισε διερχόμενο σκύλο στην οδό Σωκράτους και αποδοκιμάσθηκε απο Αστυνομικό, ο οποίος μάλιστα κράτησε και τα στοιχεία του

Επικουριος είπε...

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ.ΜΠΡΑΒΟ ΣΤΟΝ ΣΥΝΤΑΚΤΗ.

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες