Του Jurgen Habermas, LE MONDE , NEA, 8.1.11
"Χθες όπως και σήµερα, για να υποθάλψουν την έριδα, έπαιζαν µε το συναίσθηµα ότι η εθνική κουλτούρα βρίσκεται σε κίνδυνο και πρέπει να επιβληθεί ως κουλτούρα αναφοράς, στην οποία όφειλε να υποτάσσεται κάθε νεοαφικνούµενος."
Από τα τέλη Αυγούστου η Γερµανία γνωρίζει ξεσπάσµατα αναταραχής και πολιτικής σύγχυσης γύρω από θέµατα της ολοκλήρωσης, της πολυπολιτισµικής κοινωνίας και της εθνικής κουλτούρας ως κουλτούρας αναφοράς (Leitkultur), τα οποία προκαλούν συζητήσεις που είχαν ως συνέπεια την επιδείνωση των ξενοφοβικών τάσεων στον ευρύ πληθυσµό. Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούργιες. Μελέτες και δηµοσκοπήσεις έδειχναν από καιρό µια εχθρότητα προς τους µετανάστες, αυξανόµενη αλλά σιωπηρή. Τώρα φαίνεται πως βρήκαν φωνή. Τα συνηθισµένα στερεότυπα βγήκαν ξαφνικά από τις ταβέρνες για να καταλάβουν τα τοκ σόου και να περιληφθούν στον λόγο των πιο περίοπτων πολιτικών ανδρών και γυναικών, οι οποίοι σπεύδουν να κολακέψουν ένα εκλογικό σώµα που µπαίνει στον πειρασµό της δεξιάς παρέκκλισης. ∆ύο γεγονότα οδήγησαν σε αυτό: η κυκλοφορία ενός βιβλίου γραµµένου από τον Τίλο Ζάρατσιν, µέλος τουΣοσιαλδηµοκρατικού Κόµµατος (SPD) καιτου διευθυντηρίου της Γερµανικής Κεντρικής Τράπεζας, και η εκφώνηση µιας οµιλίας από τον νέο οµοσπονδιακό πρόεδρο της Γερµανίας, τον Κρίστιαν Βουλφ(Χριστιανοδηµοκρατική Ενωση, CDU).
Ολα άρχισαν µε τη δηµοσίευση στον Τύπο των πιο προκλητικών αποσπασµάτων του «Deutschland schafft sich ab» («Η Γερµανία τρέχει προς τον χαµό της»), έργο στο οποίο διαβάζουµε ότι το µέλλον αυτής της χώρας απειλείται από την «κακή» µετανάστευση, αυτή που προέρχεται από µουσουλµανικές χώρες. Ο Ζάρατσιν προωθεί προτάσεις δηµογραφικής πολιτικής µε στόχο τον µουσουλµανικό πληθυσµό της Γερµανίας. Αρχίζοντας από έρευνες σχετικά µε την ευφυΐα, διακρίνει αρνητικά αυτή τη µειονότητα καταφεύγοντας σε ψευδή βιολογικά συµπεράσµατα, τα οποία ωστόσο βρήκαν εδώ δηµοσιότητα ασυνήθιστης έκτασης.
Το πολιτικό προσωπικό αντιτάχθηκε αυθορµήτως στις θέσεις αυτές, οι οποίες βρήκαν όµως ανταπόκριση στην κοινή γνώµη. ∆ηµοσκόπηση αποκάλυψε ότι πάνω από το ένα τρίτο των Γερµανών προσυπογράφει τη «διάγνωση» του Ζάρατσιν, σύµφωνα µε την οποία η Γερµανία γίνεται, «στον µέσο όρο της, ολοένα και πιο ανόητη», εξαιτίας της µετανάστευσης από τις µουσουλµανικές χώρες. (…) Χρειάστηκε να περάσουν πολλές εβδοµάδες προτού δηµοσιευθεί σε εφηµερίδα µια εµπεριστατωµένη επισήµανση της ψευδοεπιστηµονικής χρήσης των στατιστικών από τον Ζάρατσιν. Ο συντάκτης αυτού του άρθρου, ο έγκυρος κοινωνιολόγος Αρµίν Νασεχί, κατέδειξε πως ο Ζάρατσιν «εθνικοποίησε» την ερµηνεία των µετρήσεων της ευφυΐας ακολουθώντας διαδικασίες που έχουν απαξιωθεί επιστηµονικά εδώ και πολλές δεκαετίες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, το δηλητήριο που έχυσε ο Ζάρατσιν ενισχύοντας µε γενετικά επιχειρήµατα την πολιτιστική εχθρότητα προς τους µετανάστες, φάνηκε να εισχωρεί στις λαϊκές προκαταλήψεις. Οταν ο Νασεχί και ο Ζάρατσιν εµφανίστηκαν για να συζητήσουν στον Οίκο της Λογοτεχνίας στο Μόναχο, το ακροατήριο, προερχόµενο κυρίως από τις καλλιεργηµένες µεσαίες τάξεις, αρνήθηκε ακόµη και να ακούσει τις αντιρρήσεις στα επιχειρήµατα του Ζάρατσιν.
Το δεύτερο προβεβληµένο γεγονός που έκανε τη Γερµανία άνω - κάτω ήταν η οµιλία του νεοεκλεγέντος οµοσπονδιακού προέδρου Κρίστιαν Βουλφ µε την ευκαιρία των είκοσι ετών της γερµανικής ενοποίησης. Στον λόγο που εκφώνησε στις 3 Οκτωβρίου 2010, ο Βουλφ επανέλαβε µια µάλλον κοινότοπη ιδέα, η οποία είχε υποστηριχθεί ήδη από τους προκατόχους του, δηλαδή πως «το ισλάµ αποτελεί επίσης τµήµα της Γερµανίας» όπως ο χριστιανισµός και ο ιουδαϊσµός.
Η οµιλία του επευφηµήθηκε στο Κοινοβούλιο, αλλά την εποµένη ο συντηρητικός Τύπος εξεµάνη κατά των προεδρικών δηλώσεων για τη θέση του ισλάµ στη Γερµανία. Οπως φαίνεται από ό,τι συνέβη µε τον Ζάρατσιν και µε τον Βουλφ, αυτό που αποτελεί αληθινή πηγή ανησυχίας είναι ότι αδίστακτοι πολιτικοί ανακαλύπτουν πως µπορούν να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων τους προτρέποντάς τους σε εθνικές επιθέσεις εναντίον κοινωνικών οµάδων λιγότερο προνοµιούχων από τους ίδιους.
Χωρίς αµφιβολία, αυτό που παρακολουθούµε δεν έχει µεγάλη σχέση µε τη δεκαετία του 1930.
Αντιθέτως, είναι πιθανό να επαναλαµβάνεται κάτι από τις εντάσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990 όταν η έλευση χιλιάδων προσφύγων από την πρώην Γιουγκοσλαβία προκάλεσε µια συζήτηση για τα πρόσωπα που ζητούν άσυλο, ενώ η CDU και η «αδελφή» της Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU) της Βαυαρίας υποστήριξαν σθεναρά πως «η Γερµανία δεν είναι χώρα υποδοχής µεταναστών». Τότε ήταν που εστίες προσφύγων άρχισαν να πυρπολούνται και οι Σοσιαλδηµοκράτες σήµαναν υποχώρηση, συµφωνώντας σε έναν άθλιο κοινοβουλευτικό συµβιβασµό σχετικά µε το δικαίωµα του ασύλου.
Χθες όπως και σήµερα, για να υποθάλψουν την έριδα, έπαιζαν µε το συναίσθηµα ότι η εθνική κουλτούρα βρίσκεται σε κίνδυνο και πρέπει να επιβληθεί ως κουλτούρα αναφοράς, στην οποία όφειλε να υποτάσσεται κάθε νεοαφικνούµενος.
Σήµερα, η θεµατική της κουλτούρας αναφοράς δεν βασίζεται µόνο στην εσφαλµένη ιδέα, σύµφωνα µε την οποία το φιλελεύθερο κράτος πρέπει να απαιτεί από τους µετανάστες του περισσότερα από την εκµάθηση της γλώσσας της χώρας και την αποδοχή των συνταγµατικών αρχών.
Το γεγονός ότι ορίζουµε πλέον την κουλτούρα αναφοράς λιγότερο µε βάση τη γερµανική κουλτούρα και περισσότερο µε βάση τη θρησκεία, είναι αυτό που προκαλεί µείζον πρόβληµα. Οι απολογητές της κουλτούρας αναφοράς επικαλούνται µια «εβραιοχριστιανική παράδοση» που «µας» διακρίνει από τους ξένους και προχωρούν σε µια αλαζονική προσάρτηση του εβραϊσµού που αψηφά, µε απίστευτη περιφρόνηση, αυτό που οι Εβραίοι υπέστησαν στη Γερµανία.
∆εν υποτιµώ το εύρος των συσσωρευµένων εθνικιστικών συναισθηµάτων, κάτι που εξάλλου δεν είναι ένα φαινόµενο το οποίο περιορίζεται στη Γερµανία. Ωστόσο, υπό το φως των σηµερινών γεγονότων, µια άλλη τάση µου φαίνεται εξίσου ανησυχητική: αυτή που έγκειται στο να προτιµώνται απολιτικές φυσιογνωµίες οι οποίες εξελίσσονται στη δηµόσια σκηνή. Μια τάση που παραπέµπει σε ένα προβληµατικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας αυτής της χώρας:
την απόρριψη των κοµµάτων και της πολιτικής των κοµµάτων.
Εκεί οφείλεται εν πολλοίς η υψηλή δηµοτικότητα του αριστοκρατικού υπουργού Αµυνάς µας, του Καρλ-Τέοντορ τσου Γκούτενµπεργκ. Χωρίς να έχει πολύ περισσότερα προσόντα από το οικογενειακό υπόβαθρο και την επιµεληµένη γκαρνταρόµπα του, κατάφερε να επισκιάσει τη δηµοτικότητα της Ανγκελα Μέρκελ.
Πιο ανησυχητικές ακόµη είναι οι διαδηλώσεις που παρακολουθήσαµε πρόσφατα στη Στουτγάρδη, όπου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαµαρτύρονταν για το σχέδιο κατεδάφισης του παλιού σιδηροδροµικού σταθµού. Οι διαδηλώσεις αυτές διήρκεσαν µήνες και θυµίζουν από µερικές πλευρές τον αυθορµητισµό της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης της δεκαετίας του 1960. Με τη διαφορά ωστόσο ότι σήµερα κατεβαίνουν στον δρόµο άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε κατάστασης και ότι ο άµεσος στόχος τους είναι συντηρητικός: να διαφυλάξουν έναν οικείο κόσµο στον οποίο η πολιτική εισβάλλει ως το οπλισµένο χέρι µιας υποτιθέµενης οικονοµικής προόδου.
Τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από καθένα από αυτά τα τρία φαινόµενα – τον φόβο των µεταναστών, τη γοητεία των απολιτικών χαρισµατικών φυσιογνωµιών και τη λαϊκή εξέγερση στη Στουτγάρδη – είναι διαφορετικά. Συνδυάζονται όµως για να εξηγήσουν µε τη σωρευτική επίδρασή τους µια αυξανόµενη δυσφορία έναντι ενός πολιτικού συστήµατος που αναδιπλώνεται και βρίσκεται σε όλο και πιο δύσκολη κατάσταση. Οσο το πεδίο δράσης των εθνικών κυβερνήσεων περιορίζεται τόσο η πολιτική υποτάσσεται πειθήνια σε αυτά που εµφανίζονται ως αναπόφευκτες επιταγές, οικονοµικές ή άλλες, και τόσο µειώνεται η εµπιστοσύνη του λαού σε µια παραιτηµένη πολιτική τάξη.
Αυτό που έχουµε ανάγκη στην Ευρώπη είναι µια αναζωογονηµένη πολιτική τάξη, η οποία θα ξεπεράσει την ίδια την ηττοπάθειά της αποκτώντας λίγο περισσότερες προοπτικές, αποφασιστικότητα και πνεύµα συνεργασίας. Η δηµοκρατία εξαρτάται από τη δυνατότητα του λαού να πιστεύει πως υπάρχει ορισµένο περιθώριο ελιγµών, το οποίο µας επιτρέπει να διαµορφώνουµε το µέλλον και να αντιµετωπίζουµε όλες τις προκλήσεις του.
Ολα άρχισαν µε τη δηµοσίευση στον Τύπο των πιο προκλητικών αποσπασµάτων του «Deutschland schafft sich ab» («Η Γερµανία τρέχει προς τον χαµό της»), έργο στο οποίο διαβάζουµε ότι το µέλλον αυτής της χώρας απειλείται από την «κακή» µετανάστευση, αυτή που προέρχεται από µουσουλµανικές χώρες. Ο Ζάρατσιν προωθεί προτάσεις δηµογραφικής πολιτικής µε στόχο τον µουσουλµανικό πληθυσµό της Γερµανίας. Αρχίζοντας από έρευνες σχετικά µε την ευφυΐα, διακρίνει αρνητικά αυτή τη µειονότητα καταφεύγοντας σε ψευδή βιολογικά συµπεράσµατα, τα οποία ωστόσο βρήκαν εδώ δηµοσιότητα ασυνήθιστης έκτασης.
Το πολιτικό προσωπικό αντιτάχθηκε αυθορµήτως στις θέσεις αυτές, οι οποίες βρήκαν όµως ανταπόκριση στην κοινή γνώµη. ∆ηµοσκόπηση αποκάλυψε ότι πάνω από το ένα τρίτο των Γερµανών προσυπογράφει τη «διάγνωση» του Ζάρατσιν, σύµφωνα µε την οποία η Γερµανία γίνεται, «στον µέσο όρο της, ολοένα και πιο ανόητη», εξαιτίας της µετανάστευσης από τις µουσουλµανικές χώρες. (…) Χρειάστηκε να περάσουν πολλές εβδοµάδες προτού δηµοσιευθεί σε εφηµερίδα µια εµπεριστατωµένη επισήµανση της ψευδοεπιστηµονικής χρήσης των στατιστικών από τον Ζάρατσιν. Ο συντάκτης αυτού του άρθρου, ο έγκυρος κοινωνιολόγος Αρµίν Νασεχί, κατέδειξε πως ο Ζάρατσιν «εθνικοποίησε» την ερµηνεία των µετρήσεων της ευφυΐας ακολουθώντας διαδικασίες που έχουν απαξιωθεί επιστηµονικά εδώ και πολλές δεκαετίες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, το δηλητήριο που έχυσε ο Ζάρατσιν ενισχύοντας µε γενετικά επιχειρήµατα την πολιτιστική εχθρότητα προς τους µετανάστες, φάνηκε να εισχωρεί στις λαϊκές προκαταλήψεις. Οταν ο Νασεχί και ο Ζάρατσιν εµφανίστηκαν για να συζητήσουν στον Οίκο της Λογοτεχνίας στο Μόναχο, το ακροατήριο, προερχόµενο κυρίως από τις καλλιεργηµένες µεσαίες τάξεις, αρνήθηκε ακόµη και να ακούσει τις αντιρρήσεις στα επιχειρήµατα του Ζάρατσιν.
Το δεύτερο προβεβληµένο γεγονός που έκανε τη Γερµανία άνω - κάτω ήταν η οµιλία του νεοεκλεγέντος οµοσπονδιακού προέδρου Κρίστιαν Βουλφ µε την ευκαιρία των είκοσι ετών της γερµανικής ενοποίησης. Στον λόγο που εκφώνησε στις 3 Οκτωβρίου 2010, ο Βουλφ επανέλαβε µια µάλλον κοινότοπη ιδέα, η οποία είχε υποστηριχθεί ήδη από τους προκατόχους του, δηλαδή πως «το ισλάµ αποτελεί επίσης τµήµα της Γερµανίας» όπως ο χριστιανισµός και ο ιουδαϊσµός.
Η οµιλία του επευφηµήθηκε στο Κοινοβούλιο, αλλά την εποµένη ο συντηρητικός Τύπος εξεµάνη κατά των προεδρικών δηλώσεων για τη θέση του ισλάµ στη Γερµανία. Οπως φαίνεται από ό,τι συνέβη µε τον Ζάρατσιν και µε τον Βουλφ, αυτό που αποτελεί αληθινή πηγή ανησυχίας είναι ότι αδίστακτοι πολιτικοί ανακαλύπτουν πως µπορούν να διασκεδάσουν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων τους προτρέποντάς τους σε εθνικές επιθέσεις εναντίον κοινωνικών οµάδων λιγότερο προνοµιούχων από τους ίδιους.
Χωρίς αµφιβολία, αυτό που παρακολουθούµε δεν έχει µεγάλη σχέση µε τη δεκαετία του 1930.
Αντιθέτως, είναι πιθανό να επαναλαµβάνεται κάτι από τις εντάσεις των αρχών της δεκαετίας του 1990 όταν η έλευση χιλιάδων προσφύγων από την πρώην Γιουγκοσλαβία προκάλεσε µια συζήτηση για τα πρόσωπα που ζητούν άσυλο, ενώ η CDU και η «αδελφή» της Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU) της Βαυαρίας υποστήριξαν σθεναρά πως «η Γερµανία δεν είναι χώρα υποδοχής µεταναστών». Τότε ήταν που εστίες προσφύγων άρχισαν να πυρπολούνται και οι Σοσιαλδηµοκράτες σήµαναν υποχώρηση, συµφωνώντας σε έναν άθλιο κοινοβουλευτικό συµβιβασµό σχετικά µε το δικαίωµα του ασύλου.
Χθες όπως και σήµερα, για να υποθάλψουν την έριδα, έπαιζαν µε το συναίσθηµα ότι η εθνική κουλτούρα βρίσκεται σε κίνδυνο και πρέπει να επιβληθεί ως κουλτούρα αναφοράς, στην οποία όφειλε να υποτάσσεται κάθε νεοαφικνούµενος.
Σήµερα, η θεµατική της κουλτούρας αναφοράς δεν βασίζεται µόνο στην εσφαλµένη ιδέα, σύµφωνα µε την οποία το φιλελεύθερο κράτος πρέπει να απαιτεί από τους µετανάστες του περισσότερα από την εκµάθηση της γλώσσας της χώρας και την αποδοχή των συνταγµατικών αρχών.
Το γεγονός ότι ορίζουµε πλέον την κουλτούρα αναφοράς λιγότερο µε βάση τη γερµανική κουλτούρα και περισσότερο µε βάση τη θρησκεία, είναι αυτό που προκαλεί µείζον πρόβληµα. Οι απολογητές της κουλτούρας αναφοράς επικαλούνται µια «εβραιοχριστιανική παράδοση» που «µας» διακρίνει από τους ξένους και προχωρούν σε µια αλαζονική προσάρτηση του εβραϊσµού που αψηφά, µε απίστευτη περιφρόνηση, αυτό που οι Εβραίοι υπέστησαν στη Γερµανία.
∆εν υποτιµώ το εύρος των συσσωρευµένων εθνικιστικών συναισθηµάτων, κάτι που εξάλλου δεν είναι ένα φαινόµενο το οποίο περιορίζεται στη Γερµανία. Ωστόσο, υπό το φως των σηµερινών γεγονότων, µια άλλη τάση µου φαίνεται εξίσου ανησυχητική: αυτή που έγκειται στο να προτιµώνται απολιτικές φυσιογνωµίες οι οποίες εξελίσσονται στη δηµόσια σκηνή. Μια τάση που παραπέµπει σε ένα προβληµατικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κουλτούρας αυτής της χώρας:
την απόρριψη των κοµµάτων και της πολιτικής των κοµµάτων.
Εκεί οφείλεται εν πολλοίς η υψηλή δηµοτικότητα του αριστοκρατικού υπουργού Αµυνάς µας, του Καρλ-Τέοντορ τσου Γκούτενµπεργκ. Χωρίς να έχει πολύ περισσότερα προσόντα από το οικογενειακό υπόβαθρο και την επιµεληµένη γκαρνταρόµπα του, κατάφερε να επισκιάσει τη δηµοτικότητα της Ανγκελα Μέρκελ.
Πιο ανησυχητικές ακόµη είναι οι διαδηλώσεις που παρακολουθήσαµε πρόσφατα στη Στουτγάρδη, όπου δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαµαρτύρονταν για το σχέδιο κατεδάφισης του παλιού σιδηροδροµικού σταθµού. Οι διαδηλώσεις αυτές διήρκεσαν µήνες και θυµίζουν από µερικές πλευρές τον αυθορµητισµό της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης της δεκαετίας του 1960. Με τη διαφορά ωστόσο ότι σήµερα κατεβαίνουν στον δρόµο άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε κατάστασης και ότι ο άµεσος στόχος τους είναι συντηρητικός: να διαφυλάξουν έναν οικείο κόσµο στον οποίο η πολιτική εισβάλλει ως το οπλισµένο χέρι µιας υποτιθέµενης οικονοµικής προόδου.
Τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από καθένα από αυτά τα τρία φαινόµενα – τον φόβο των µεταναστών, τη γοητεία των απολιτικών χαρισµατικών φυσιογνωµιών και τη λαϊκή εξέγερση στη Στουτγάρδη – είναι διαφορετικά. Συνδυάζονται όµως για να εξηγήσουν µε τη σωρευτική επίδρασή τους µια αυξανόµενη δυσφορία έναντι ενός πολιτικού συστήµατος που αναδιπλώνεται και βρίσκεται σε όλο και πιο δύσκολη κατάσταση. Οσο το πεδίο δράσης των εθνικών κυβερνήσεων περιορίζεται τόσο η πολιτική υποτάσσεται πειθήνια σε αυτά που εµφανίζονται ως αναπόφευκτες επιταγές, οικονοµικές ή άλλες, και τόσο µειώνεται η εµπιστοσύνη του λαού σε µια παραιτηµένη πολιτική τάξη.
Αυτό που έχουµε ανάγκη στην Ευρώπη είναι µια αναζωογονηµένη πολιτική τάξη, η οποία θα ξεπεράσει την ίδια την ηττοπάθειά της αποκτώντας λίγο περισσότερες προοπτικές, αποφασιστικότητα και πνεύµα συνεργασίας. Η δηµοκρατία εξαρτάται από τη δυνατότητα του λαού να πιστεύει πως υπάρχει ορισµένο περιθώριο ελιγµών, το οποίο µας επιτρέπει να διαµορφώνουµε το µέλλον και να αντιµετωπίζουµε όλες τις προκλήσεις του.
Το δηλητήριο που έχυσε ο Ζάρατσιν, ενισχύοντας µε γενετικά επιχειρήµατα την πολιτιστική εχθρότητα προς τους µετανάστες, φάνηκε να εισχωρεί στις λαϊκές προκαταλήψεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου