Πρόλογος: Πέτρος Παπασαραντόπουλος, http://www.metarithmisi.gr
Το κείμενο του Cas Mudde, ενός από τους σημαντικότερους παγκοσμίως μελετητές του φαινομένου του πολιτικού εξτρεμισμού, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο γιατί επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σ’ ένα εξαιρετικά κρίσιμο για την Ελλάδα, και όχι μόνο, ερώτημα: Πώς μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των εξτρεμιστών που την αμφισβητούν, χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες; Ο συγγραφέας, μέσα από την παράθεση παραδειγμάτων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζει ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν την υποχρέωση να ανέχονται τον εξτρεμιστικό λόγο, στο όνομα των αρχών τους. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι αυστηρές και να απαγορεύουν τις εξτρεμιστικές οργανώσεις όταν προσφεύγουν στη χρήση βίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Χρυσής Αυγής και θεωρεί ότι η ύπαρξη μιας παράλληλης δομής που υλοποιούσε πράξεις βίας είναι αρκετή για την απαγόρευσή της. Σπεύδει βέβαια να τονίσει ότι εάν σε μια τέτοια περίπτωση «ένα νέο κόμμα (π.χ., Εθνική Αυγή) ιδρυόταν ως ακριβές αντίγραφο της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ανοικτά αντιδημοκρατικό και μόνο ελαφρώς συγκεκαλυμμένα νεοναζιστικό, αλλά χωρίς την τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα, θα έπρεπε να του επιτραπεί να υπάρχει και να συμμετέχει στις εκλογές». Παρόμοιες απόψεις υποστηρίζει και ο καθηγητής William M. Downs στο βιβλίο του με τίτλο «Πολιτικός εξτρεμισμός στις δημοκρατίες-Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας», που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Φαίνεται ότι αυτή είναι η κρατούσα άποψη μεταξύ των ερευνητών του φαινομένου του πολιτικού εξτρεμισμού, παρότι υπάρχει ισχυρός αντίλογος που προέρχεται από τη «γερμανική σχολή» της μαχόμενης δημοκρατίας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν την υποχρέωση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους όχι μόνο από τις πράξεις βίας αλλά και από τον εξτρεμιστικό λόγο, τον λόγο του μίσους, τον ρατσιστικό λόγο, επιβάλλοντας απαγορεύσεις και ποινές. Ακριβώς για αυτό το λόγο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ψηφιστεί αυστηροί αντιρατσιστικοί νόμοι.
Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια συζήτηση που πρέπει να γίνει σε βάθος, γιατί αφορά την ίδια την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, που πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα τι είδους δημοκρατία είναι επιθυμητή. Μια διαδικαστική (ανεκτική) δημοκρατία (procedural democracy) ή μια μαχόμενη (ουσιαστική) δημοκρατία (substantive democracy);
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι: Πώς μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των εξτρεμιστών που την αμφισβητούν, χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες;
Δυστυχώς, οι επιστήμονες και οι πολιτικοί σπάνια ασχολούνται με αυτό το ζήτημα, και ελάχιστα κράτη διαθέτουν σαφείς νόμους για την αντιμετώπισή του. Η βασική εξαίρεση είναι η Γερμανία, η οποία ανταποκρίθηκε στο τραύμα της Βαϊμάρης δημιουργώντας μια λεγόμενη Wehrhafte Demokratie ή μαχόμενη δημοκρατία. Με απλά λόγια, στο πλαίσιο μιας μαχόμενης δημοκρατίας δεν υπάρχει πολιτικός χώρος για εξτρεμιστές (δηλαδή, αντιδημοκράτες).
Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστηρίζουν την ιδέα ότι η δημοκρατία είναι μια αγορά ιδεών και λειτουργεί με τον βέλτιστο τρόπο όταν δεν αποκλείει καμία ιδέα. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν παραδοσιακά μια πολύ ευρεία ερμηνεία της ελευθερίας του λόγου, πολύ πιο ριζοσπαστική σε σχέση με τις άλλες δυτικές δημοκρατίες, παρόλο που μετά την 11/9 έχουν τεθεί σημαντικοί περιορισμοί, κυρίως αναφορικά με τον λόγο υπέρ της (ισλαμιστικής) τρομοκρατίας.
Οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται πιο κοντά στο γερμανικό παρά στο αμερικανικό πρότυπο, παρόλο που δεν θεωρούνται επίσημα, ούτε ορίζονται νομικά, ως μαχόμενες δημοκρατίες.
Κάθε δημοκρατία κάποια στιγμή βρίσκεται στη θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αν περιοριστούμε στη μεταπολεμική περίοδο, οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις φασιστικές ομάδες αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις κομμουνιστικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με τα ακροδεξιά κόμμα από τη δεκαετία του 1980, και με τις ισλαμιστικές ομάδες μετά την 11/9.
Σχεδόν όλα τα κράτη ανταποκρίθηκαν αντιμετωπίζοντας την κατάσταση ως ειδική περίπτωση, χωρίς προηγουμένως να περάσουν από μια διαδικασία βασικού στοχασμού ή δημόσιας συζήτησης. Πολλές από τις προσπάθειες να απαγορευτούν οι «αντιδημοκρατικές» οργανώσεις ήταν είτε άτοπες –π.χ., η απαγόρευση ομάδων με ελάχιστη έως καμία πολιτική ή κοινωνική σημασία, όπως το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDP) στην Αυστρία ή το Κεντρώο Κόμμα 86 (CP’86) στην Ολλανδία– είτε αποτυχημένες – όπως οι προσπάθειες απαγόρευσης του ακροαριστερού Κομουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) τη δεκαετία του 1950 και του ακροδεξιού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (NPD) στις αρχές του 21ου αιώνα.
Επαναφορά στην ατζέντα
Φέτος η απαγόρευση φερόμενων ως «φασιστικών» ομάδων επανήλθε στην ατζέντα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία έχει ξεκινήσει μια δεύτερη προσπάθεια[1] απαγόρευσης του NPD, μετά το φιάσκο του 2001-2003, όταν η προσπάθεια απέτυχε επειδή στο NPD είχαν διεισδύσει πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών σε τέτοιο βαθμό που το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να διακρίνει μεταξύ του κόμματος και του κράτους. Η Γαλλία εξετάζει την απαγόρευση[2] του Συνδέσμου Εβραϊκής Άμυνας (LDJ στη Γαλλία, JDL στον υπόλοιπο κόσμο), μιας διεθνούς εβραϊκής εθνικιστικής-θρησκευτικής οργάνωσης που ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 από τον εκλιπόντα ραβίνο Meir Kahane. Τέλος, η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ακραίο δεξιό πολιτικό κόμμα της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) στην Ελλάδα, το οποίο προσέλκυσε μεταξύ του 6 και του 9 τοις εκατό των ψήφων του εκλογικού σώματος σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Παρόλο που κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, όλοι έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο βασικό ερώτημα: ποια είναι τα όρια του πολιτικού ακτιβισμού στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας;
Με την ελπίδα να προκαλέσω ευρύτερη και πιο θεμελιώδη συζήτηση σχετικά με το ουσιαστικό ζήτημα της μαχόμενης δημοκρατίας, προσφέρω κάποια «πρέπει» και «μη» στην απαγόρευση του πολιτικού εξτρεμισμού γενικά, και συγκεκριμένα του «φασισμού».
Προηγουμένως, όμως, θα πω με λίγα λόγια την άποψή μου για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Με απλά λόγια, η φιλελεύθερη δημοκρατία βασίζεται στις ιδέες της λαϊκής κυριαρχίας, του κανόνα της πλειοψηφίας, του κράτους δικαίου και της προστασίας των μειονοτήτων.
Σύμφωνα με το γνωστό απόφθεγμα του Ουίστον Τσώρτσιλ, πιστεύω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η λιγότερο κακή μορφή διακυβέρνησης που υπάρχει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι την υποστηρίζω, δέχομαι ότι έχει ατέλειες, και πιστεύω ότι θα μπορούσε στο μέλλον να αναπτυχθεί ένα καλύτερο σύστημα. Επίσης σημαίνει ότι πιστεύω ότι κάποιες ιδέες είναι καλύτερες από κάποιες άλλες, αλλά καμία ιδέα δεν μπορεί να διεκδικήσει την αιώνια αλήθεια.
Τέλος, πιστεύω ότι η πολιτική δημιουργεί συγκρούσεις και, επομένως, νικητές και ηττημένους. Τώρα ας προχωρήσουμε στο ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης των πολιτικών εξτρεμιστών.
Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες οι εξτρεμιστές, δηλαδή, οι αντιδημοκράτες, αποτελούν πολιτική μειονότητα. Υποστηρίζω ότι οι εξτρεμιστές, όπως όλες οι (πολιτικές) μειονότητες, θα πρέπει να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους άνευ όρων, ακόμα και αν η πλειονότητα δεν συμμερίζεται τις απόψεις τους, και, επομένως, αυτές οι απόψεις δεν εκφράζονται στις κρατικές πολιτικές. Αυτό το υποστηρίζω για διάφορους λόγους.
Πρώτα από όλα, πιστεύω ότι η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν οι πολίτες διαθέτουν τη βέλτιστη πληροφόρηση σχετικά με τις απόψεις των συμπολιτών τους. Επομένως, όταν οι απόψεις της μειονότητας εκφράζονται ανοικτά και άνευ όρων, η πλειονότητα γνωρίζει την πραγματική άποψη της μειονότητας. Έτσι αποφασίζει αν θα λάβει υπόψη αυτές τις απόψεις ή θα τις αγνοήσει. Ακόμα και η δεύτερη περίπτωση παρέχει σημαντικές πληροφορίες στη μειονότητα, η οποία με αυτόν τον τρόπο γνωρίζει ότι η πλειονότητα την αγνοεί, ενώ διαφορετικά δεν θα γνώριζε τι θέλει. Αν οι μειονότητες δεν μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους, είτε οι ίδιοι είτε κάποιος «διερμηνέας» θα δώσουν μια περιορισμένη ή λανθασμένη άποψη – αναλογιστείτε τους πολλούς πολιτικούς σχολιαστές που διαβάζουν τη σκέψη του ακροδεξιού ψηφοφόρου («δεν είναι πραγματικά ρατσιστές, αλλά θέλουν να διαμαρτυρηθούν για την κοινωνική τους περιθωριοποίηση ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης»). Και στις δύο περιπτώσεις, η πλειονότητα δεν λαμβάνει ακριβή ή πλήρη πληροφόρηση και δεν μπορεί να δεχτεί τις μειονοτικές απόψεις, ακόμα και αν ήθελε να το κάνει.
Δεύτερον, η ανοικτή έκφραση των εξτρεμιστικών απόψεων αναγκάζει τους δημοκράτες να αιτιολογήσουν τις θέσεις τους. Το πιθανό όφελος που προκύπτει από αυτό δεν είναι, κατά τον συχνό ισχυρισμό, ότι μια ανοικτή αντιπαράθεση μπορεί να πείσει τους εξτρεμιστές – τουλάχιστον αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την εξτρεμιστική ελίτ. Ο κύριος ευεργετούμενος είναι η δημοκρατική πλειονότητα. Οι πολιτικές προκλήσεις διαφυλάσσουν από τον εφησυχασμό και την τυραννία της πλειοψηφίας και βοηθούν να εξασφαλιστεί ότι η πλειονότητα κάνει πράγματα για τους σωστούς λόγους. Επίσης εξηγεί στους ανθρώπους, που μπορεί να υποστηρίζουν κάποιες πολιτικές ενστικτωδώς, γιατί πρέπει να απορρίψουν αυτές τις πολιτικές, εξουδετερώνοντας τη λανθασμένη συλλογιστική που συχνά προσφέρουν οι εξτρεμιστές. Έτσι μπορεί να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στο δημοκρατικό σύστημα.
Το ζήτημα της μετανάστευσης παρέχει ένα τέλειο παράδειγμα των δημοκρατικών προβλημάτων που δημιουργούνται από τον αποκλεισμό κάποιων θεμάτων από τη δημόσια συζήτηση. Για δεκαετίες οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες περιόρισαν σημαντικά τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τη μετανάστευση (και την ένταξη) κρατώντας την εκτός της πολιτικής ατζέντας και, όταν αυτό δεν πέτυχε, αναγκάστηκαν να επιβάλλουν αυστηρούς νόμους κατά των διακρίσεων. Αυτή η έλλειψη δημόσιας συζήτησης τροφοδότησε την άγνοια σχετικά με τα γεγονότα της μετανάστευσης, αλλά και τα κίνητρα της μεταναστευτικής πολιτικής. Επίσης, οδήγησε στην άγνοια σχετικά με κάποιες από τις αρνητικές πτυχές της εξελισσόμενης «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», όπως την υψηλή εγκληματικότητα και την υψηλή ανεργία σε ορισμένες ομάδες μεταναστών, που στη συνέχεια παρουσιάστηκαν και ερμηνεύτηκαν με ιδεολογικό τρόπο από την άκρα δεξιά. Όταν οι δημοκράτες τελικά κατάλαβαν ότι έπρεπε να ανταποκριθούν με μη καταπιεστικό τρόπο, δεν διέθεταν πλέον ούτε πειστικά επιχειρήματα ούτε νομιμοποίηση απέναντι σε μεγάλο αριθμό πολιτών.
Τρίτον, πιστεύω ακράδαντα στη θεραπευτική αξία του ελεύθερου λόγου. Τουλάχιστον για κάποιους πολίτες είναι πιο σημαντικό να εκφράζουν τις απόψεις τους από το να τις βλέπουν να εφαρμόζονται σε πολιτικές. Μπορούν να δεχτούν ότι η πλειονότητα θα τους απορρίψει (μόνο) εφόσον έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν την άποψή τους ελεύθερα. Εξάλλου, μόνο αφού συμπεριληφθεί το επιχείρημα σου στη δημόσια αντιπαράθεση μπορείς πραγματικά να δεχτείς ότι δεν κατάφερε να πείσει το μεγαλύτερο μέρος των συμπολιτών σου. Πιστέψτε με, ξέρω τι λέω, καθώς όπως φαίνεται ότι διαθέτω μια μειοψηφική άποψη σχεδόν σε όλα τα πολιτικά ζητήματα.
Τέταρτο, και σχετικό, όταν ο λόγος των εξτρεμιστών γίνεται αποδεκτός, αποκτούν ένα διακύβευμα στο φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα. Αν οι εξτρεμιστές πραγματικά πιστεύουν ότι είναι η φωνή του λαού, σύμφωνα με το δημοφιλές σύνθημα κομμάτων όπως το Φλαμανδικό Συμφέρον (VB) και το Εθνικό Μέτωπο (FN), θα είναι πρόθυμοι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες, δηλαδή, ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές, εφόσον όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στις εκλογές και να εκφράσουν τις απόψεις τους ελεύθερα. Αυτό επίσης θα ενισχύσει τις «μετριοπαθείς» (δηλαδή, μη βίαιες) ομάδες έναντι των «ακραίων» (δηλαδή, βίαιων) ομάδων στο εσωτερικό των εξτρεμιστικών κομμάτων.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι η Βόρεια Ιρλανδία, όπου το μη βίαιο πολιτικό κόμμα Sinn Féin (SF) τελικά έπεισε τη βίαιη τρομοκρατική ομάδα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) ότι ο κοινός τους στόχος θα μπορούσε να προωθηθεί με μεγαλύτερη επιτυχία εντός του βρετανικού δημοκρατικού συστήματος.
Ένα από τα επιχειρήματα υπέρ της απαγόρευσης του εξτρεμιστικού λόγου είναι ότι το κράτος σε διαφορετική περίπτωση δείχνει ανοχή. Για παράδειγμα, ένα ουγγρικό δικαστήριο[3] αποφάνθηκε ότι ήταν υποχρέωση του κράτους να απαγορεύσει την ακροδεξιά παραστρατιωτική ομάδα της Ουγγρικής Φρουράς, επειδή διαφορετικά θα την ενέκρινε σιωπηρά. Είναι όμως η έγκριση το αντίθετο της απαγόρευσης;
Οι δημοκρατίες ανέχονται διάφορες συμπεριφορές και απόψεις χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι τις εγκρίνουν. Αυτή είναι η ουσία της ανοχής, βασικής αξίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, γενικά αναφερόμαστε σε ένα πολιτικό καθεστώς που απαγορεύει ό,τι δεν εγκρίνει ως απολυταρχία παρά ως δημοκρατία.
Όμως, τι γίνεται στην περίπτωση που οι εξτρεμιστές λένε επιζήμια πράγματα σχετικά με άλλες ομάδες, άλλες μειονότητες; Έχουν το δικαίωμα να προστατεύονται και πάλι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξτρεμιστές πράγματι λένε επιζήμια πράγματα σχετικά με άλλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων, αλλά το ίδιο κάνουν και πολλές πλειονότητες!
Το πρόβλημα με τη «ζημιά», βέβαια, είναι ότι δεν μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι η δήλωση ότι «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες» είναι πιο επιβλαβής για έναν μετανάστη συγκριτικά με τη δήλωση ότι «όλοι οι ψηφοφόροι του FN είναι ρατσιστές» για έναν ψηφοφόρο του FN; Πόσω μάλλον όταν το επίπεδο του επιζήμιου θα διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κατηγοριών του «μετανάστη» και του «ψηφοφόρου του FN». Με άλλα λόγια, η πολιτική αντιπαράθεση πάντα θα «προκαλεί βλάβη» σε κάποια άτομα και, εξαιτίας της υποκειμενικότητας της «βλάβης», δεν είναι δυνατό να τεθούν νόμοι εναντίον της. Επομένως, αν πρόκειται να υπάρξει οποιοσδήποτε περιορισμός στην πολιτική αντιπαράθεση, θα πρέπει να είναι ο ίδιος με οποιαδήποτε άλλη αντιπαράθεση, δηλαδή, απαγόρευση της δυσφήμησης και της συκοφαντίας – αν και δεν είμαι πεπεισμένος ότι αυτά πρέπει να απαγορεύονται.
Τέλος, κατά πόσο ισχύει το επιχείρημα ότι «ο λόγος του μίσους» μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη προκατάληψης στην πλειονότητα του πληθυσμού, και επομένως να προκαλέσει εξτρεμιστικές πολιτικές;
Παρά τη δημοφιλία αυτού του ισχυρισμού, υπάρχουν ελάχιστα εμπειρικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Για παράδειγμα, φαίνεται πολύ πιο πιθανό ότι η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων ήταν η συνέπεια και όχι η αιτία της διαδεδομένης ξενοφοβίας μεταξύ του πληθυσμού.
Η προκατάληψη δεν μπορεί να απαγορευτεί, παρά μόνο η ανοικτή της έκφραση, που μπορεί να την αποτρέψει από το να γίνει επίσημη πολιτική, αλλά δεν θα προστατέψει τις μειονότητες από τις καθημερινές αντιπαραθέσεις με την προκατάληψη σε λιγότερο ελεγχόμενους κοινωνικούς χώρους.
Πιο σημαντικό είναι ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί πραγματικά η προκατάληψη είναι να πεισθούν οι άνθρωποι ότι είναι λάθος να έχουν προκαταλήψεις, κι όχι μόνο να τις εκφράζουν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ανοικτή έκφραση αυτών των προκαταλήψεων στις πολιτικές και δημόσιες αντιπαραθέσεις. Αν πιστεύουμε ότι οι δημοκράτες δεν μπορούν να υπερισχύσουν στην αντιπαράθεση, όπως συχνά ισχυρίζονται οι υπερασπιστές της διεύρυνσης της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων, τότε δεν πιστεύουμε πραγματικά στη δημοκρατία.
Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους διαφωνώ με αυτή τη θέση παρουσιάστηκαν παραπάνω, και είναι κυρίως το επιχείρημα ότι στερεί τους εξτρεμιστές από ένα διακύβευμα στο δημοκρατικό σύστημα και ότι αποδυναμώνει τη μη βίαιη ομάδα στο εσωτερικό του εξτρεμιστικού στρατοπέδου. Επίσης, αφαιρεί την πιθανότητα να προκύψει και να αναπτυχθεί ένα καλύτερο πολιτικό σύστημα. Εξάλλου, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα που διαθέτουμε …αυτή τη στιγμή.
Το βασικό ερώτημα σε αυτό το σημείο είναι βέβαια τι γίνεται όταν οι εξτρεμιστές έρχονται στην εξουσία με δημοκρατικά μέσα; Άλλωστε, όπως ακούμε ξανά και ξανά, ο Αδόλφος Χίτλερ ήρθε στην εξουσία μέσω (σε γενικές γραμμές) ελεύθερων και αδιάβλητων εκλογών! Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι παρόλο που ο Χίτλερ πράγματι κέρδισε κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις, ήρθε στην εξουσία επειδή άλλοι μη δημοκράτες τον βοήθησαν να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στην Ευρώπη, κανένα εξτρεμιστικό κόμμα δεν κέρδισε ποτέ την πλειοψηφία σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση που αυτό σχεδόν επιτεύχθηκε, αν και οι εκλογές δεν ήταν πραγματικά ελεύθερες και αδιάβλητες, είναι στις εκλογές για το νομοθετικό σώμα στην Αλγερία το 1991, όπου ο Ισλαμικός Στρατός Σωτηρίας (FIS) κέρδισε το 47,3 τοις εκατό των ψήφων στον πρώτο γύρο. Έτσι ο στρατός ακύρωσε τον δεύτερο γύρο, κατάργησε τη δημοκρατία και η χώρα περιέπεσε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Δύο σημαντικά μαθήματα μπορούμε να εξάγουμε από αυτές τις δύο περιπτώσεις. Πρώτον, οι εξτρεμιστές ήρθαν στην εξουσία μέσω δημοκρατικών εκλογών μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν η πρώτη προσπάθεια της Γερμανίας να οικοδομήσει ένα δημοκρατικό σύστημα με ένα εξαιρετικά ανοικτό και ανεκτικό σύνταγμα. Αυτό έγινε στον απόηχο ενός καταστροφικού πολέμου και κατά τη διάρκεια μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, ενώ κυριολεκτικά όλες οι μεγάλες δημοκρατικές οργανώσεις ήταν ανοικτά εχθρικές προς τη (φιλελεύθερη) δημοκρατία: από τους κομμουνιστές μέχρι τους Ναζί και από τους Καθολικούς μέχρι τους Γερμανούς εθνικιστές.
Στις αρχές του 20ού αιώνα μόνο περίπου δέκα χώρες στον κόσμο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημοκρατικές, και μόνο αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο μισός πληθυσμός (οι γυναίκες) αποκλείονταν από το δικαίωμα ψήφου. Σήμερα, η δημοκρατία είναι ηγεμονική σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, με πάνω από το 85 τοις εκατό του πληθυσμού σε κάθε χώρα να υποστηρίζει στην πραγματικότητα τις δημοκρατικές αξίες.
Αν οι Ναζί κατάφεραν να προσελκύσουν μόνο το ένα τρίτο του μη δημοκρατικού γερμανικού λαού κατά τη διάρκεια της τέλειας καταιγίδας της περιόδου του μεσοπολέμου, θα έπρεπε να φοβόμαστε πολύ λιγότερο από τα εξτρεμιστικά κόμματα σήμερα. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι ενώ ο Χίτλερ αντιμετώπισε την αντίθεση άλλων μη δημοκρατών, οι σύγχρονοι εξτρεμιστές συναντούν την αντίθεση απολύτως δημοκρατικών ελίτ και μαζών.
Το δεύτερο μάθημα, με βάση την περίπτωση της Αλγερίας, μας διδάσκει ότι δεν μπορείς να «σώσεις» μια δημοκρατία αποκλείοντας την πλειονότητα του πληθυσμού. Εξάλλου, η ουσία οποιασδήποτε δημοκρατίας, φιλελεύθερης ή άλλης, είναι η λαϊκή κυριαρχία και ο κανόνας της πλειοψηφίας. Από τη στιγμή που η πλειονότητα του λαού δεν υποστηρίζει τη δημοκρατία, οι μόνες επιλογές που μένουν είναι απολυταρχικές.
Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων απολυταρχικών επιλογών είναι άσχετες, για παράδειγμα μεταξύ του φιλόσοφου βασιλιά του Πλάτωνα ή των γενοκτόνων Ναζί της Γερμανίας. Όμως η δημοκρατική επιλογή δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Προφανώς αυτό σημαίνει επίσης ότι, αν οι εξτρεμιστές έρθουν ποτέ στην εξουσία μέσω ελεύθερων και αδιάβλητων εκλογών σε μια καθιερωμένη δημοκρατία, οι δημοκράτες δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να επανακτήσουν την εξουσία με δημοκρατικούς κανόνες.
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια πτυχή που αναφέρεται στις συζητήσεις και των τριών χωρών που διερευνούν αυτή τη στιγμή την πιθανότητα μιας απαγόρευσης. Η απαγόρευση του γερμανικού NPD αναζωογονήθηκε από την ανακάλυψη της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης National Socialist Underground[4] και τον ατυχή χειρισμό της τρομοκρατίας της από το γερμανικό κράτος.
Παρόλο που η σύνδεση μεταξύ του NPD και της βίας είναι σχετικά αδύναμη, στην περίπτωση της Γαλλίας είναι πιο ξεκάθαρη. Τα μέλη της LDJ συμμετείχαν σε διάφορες βίαιες ενέργειες[5] και πρόσφατα δύο μέλη φυλακίστηκαν για τοποθέτηση βόμβας κάτω από το αυτοκίνητο ενός αντισιωνιστή δημοσιογράφου το 2012.
Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, η σύνδεση είναι η μέγιστη, καθώς οι κρατικοί λειτουργοί που διενεργούν τις έρευνες ισχυρίζονται ότι το κόμμα στην πραγματικότητα αποτελείται από δύο ξεχωριστές δομές: μία φανερή που ουσιαστικά έχει στόχο να συμμετέχει στις εκλογές και μία κρυφή που εμπλέκεται σε μια βίαιη εκστρατεία κατά των πολιτικών αντιπάλων.
Για να απαγορευτεί μια εξτρεμιστική ομάδα, η βία θα πρέπει να είναι εγγενής στην ομάδα. Με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της ομάδας πρέπει να αλλάξει εντελώς από τη στιγμή που αφαιρείται το στοιχείο της βίας.
Συχνά αυτό δεν συμβαίνει με τις εξτρεμιστικές ομάδες. Για παράδειγμα, το ολλανδικό CP’86 απαγορεύτηκε (εν μέρει) εξαιτίας της σύνδεσής του με τη βία, παρόλο που βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα, ήταν σποραδική, και συνδεόταν κυρίως με μεμονωμένα μέλη, όχι με την ηγεσία, ή πολύ περισσότερο με την ίδια την οργάνωση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για το NPD.
Η LDJ ίσως είναι μια λιγότερο ξεκάθαρη περίπτωση, δεδομένης της βίαιης ιστορίας των ομάδων της JDL σε άλλα μέρη του κόσμου (κυρίως στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ), καθώς και των συνεχών εκστρατειών που ενέχουν βία από το ίδιο το LDJ. Ωστόσο, φαίνεται να μην υπάρχουν αποδείξεις ότι η βία είναι εγγενής στην οργάνωση. Για παράδειγμα, πολλά βίαια περιστατικά σχετίζονται με μη βίαιες διαδηλώσεις, ως συνέπεια των αντιπαραθέσεων με (βίαιους) διαδηλωτές του άλλου στρατοπέδου ή με την αστυνομία.
Η μόνη ομάδα που φαίνεται να ταιριάζει πολύ με αυτό το κριτήριο (της βίας) είναι η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Παρόλο που εδώ μεγάλο μέρος της βίας συνδέεται επίσης με συγκεκριμένες δραστηριότητες και μέλη, υπάρχει και κάτι περισσότερο. Αυτό δήλωσε ένα ανώτερο στέλεχος του κόμματος σε μια συνέντευξη στην ελληνική εφημερίδα, Το Βήμα[6]:
«Στην Χρυσή Αυγή διαθέτουμε περίπου 50 πολυμελείς φάλαγγες για συγκρούσεις στους δρόμους και περίπου άλλες τόσες εξαμελείς ομάδες κρούσης - κομάντος για οργανωμένα-στοχευμένα χτυπήματα, ύστερα από κεντρική καθοδήγηση από τρία άτομα της οργάνωσης. Οι ομάδες κρούσης αναλαμβάνουν ειδικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών ή ανταποδοτικά χτυπήματα σε εχθρούς της οργάνωσης. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό».
Αν αυτό αληθεύει, η Χρυσή Αυγή είναι πολιτικό κόμμα και τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα σε ένα. Αυτό σημαίνει ότι η βία είναι πράγματι εγγενής στη Χρυσή Αυγή ως οργάνωση, και επομένως πρέπει να απαγορευτεί.
Ταυτόχρονα, αν ένα νέο κόμμα (π.χ., Εθνική Αυγή) ιδρυόταν ως ακριβές αντίγραφο της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ανοικτά αντιδημοκρατικό και μόνο ελαφρώς συγκεκαλυμμένα νεοναζιστικό, αλλά χωρίς την τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα, θα έπρεπε να του επιτραπεί να υπάρχει και να συμμετέχει στις εκλογές.
Μια ελαφρώς πιο προβληματική κατάσταση υπάρχει στην Ουγγαρία, όπου η Κίνηση για μια Καλύτερη Ουγγαρία (Jobbik), ένα πολιτικό κόμμα, συνδέεται στενά με την απαγορευμένη Ουγγρική Φρουρά, μια άοπλη παραστρατιωτική οργάνωση που είναι υπεύθυνη για εκφοβισμό και βία, κυρίως κατά της μειονότητας των Ρομά στα ανατολικά της χώρας. Ενώ οι δεσμοί μεταξύ των δύο είναι εξαιρετικά στενοί –για παράδειγμα, ο ηγέτης του κόμματος Gabor Vona[7] ήταν συνιδρυτής της Ουγγρικής Φρουράς– νομικά είναι δύο ξεχωριστές πολιτικές οργανώσεις. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν το ουγγρικό κράτος κατέληγε ότι η βία είναι εγγενής στην Ουγγρική Φρουρά, αυτό δεν θα σήμαινε αυτόματα ότι το ίδιο συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί για το Jobbik, όπως κάποιοι[8] υπαινίσσονται.
Με λίγα λόγια, ένα βασικό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ότι ανέχεται, όχι απαραίτητα εγκρίνει, τους πολιτικούς της αντιπάλους. Βασίζεται στην κυριαρχία του λαού, κάτι που προϋποθέτει έναν βαθμό εμπιστοσύνης τουλάχιστον στην πλειονότητα αυτών των ανθρώπων. Αυτό και πάλι σημαίνει έναν βαθμό εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να επιλέγουν, πλειοψηφικά, τις δημοκρατικές επιλογές σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Το να επιτρέπεται στον καθένα να μιλάει και να οργανώνεται, συμπεριλαμβανομένων των εξτρεμιστών, ενδυναμώνει τη φιλελεύθερη δημοκρατία παρέχοντας στον καθένα και φωνή και ένα διακύβευμα εντός του συστήματος. Προφυλάσσει από τον εφησυχασμό και την τυραννία της πλειοψηφίας και διατηρεί ανοικτή την πιθανότητα να προκύψει ένα ακόμα καλύτερο σύστημα.
Το μόνο τίμημα που πρέπει να ζητήσουμε από όλους να πληρώσουν, ομοίως από εξτρεμιστές και δημοκράτες, είναι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες, δηλαδή, να πραγματοποιήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες αποκλειστικά με μη βίαια μέσα.
*Ο Cas Mudde είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία, Επίκεντρο, 2013).
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 11 Αυγούστου 2014 στο www.opendemocracy.net, https://www.opendemocracy.net/can-europe-make-it/cas-mudde/liberal-democracy-do%E2%80%99s-and-don%E2%80%99ts-of-banning-political-extremism
Το κείμενο του Cas Mudde, ενός από τους σημαντικότερους παγκοσμίως μελετητές του φαινομένου του πολιτικού εξτρεμισμού, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο γιατί επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σ’ ένα εξαιρετικά κρίσιμο για την Ελλάδα, και όχι μόνο, ερώτημα: Πώς μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των εξτρεμιστών που την αμφισβητούν, χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες; Ο συγγραφέας, μέσα από την παράθεση παραδειγμάτων από πολλές ευρωπαϊκές χώρες υποστηρίζει ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν την υποχρέωση να ανέχονται τον εξτρεμιστικό λόγο, στο όνομα των αρχών τους. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι αυστηρές και να απαγορεύουν τις εξτρεμιστικές οργανώσεις όταν προσφεύγουν στη χρήση βίας. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Χρυσής Αυγής και θεωρεί ότι η ύπαρξη μιας παράλληλης δομής που υλοποιούσε πράξεις βίας είναι αρκετή για την απαγόρευσή της. Σπεύδει βέβαια να τονίσει ότι εάν σε μια τέτοια περίπτωση «ένα νέο κόμμα (π.χ., Εθνική Αυγή) ιδρυόταν ως ακριβές αντίγραφο της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ανοικτά αντιδημοκρατικό και μόνο ελαφρώς συγκεκαλυμμένα νεοναζιστικό, αλλά χωρίς την τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα, θα έπρεπε να του επιτραπεί να υπάρχει και να συμμετέχει στις εκλογές». Παρόμοιες απόψεις υποστηρίζει και ο καθηγητής William M. Downs στο βιβλίο του με τίτλο «Πολιτικός εξτρεμισμός στις δημοκρατίες-Η καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας», που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Επίκεντρο.
Φαίνεται ότι αυτή είναι η κρατούσα άποψη μεταξύ των ερευνητών του φαινομένου του πολιτικού εξτρεμισμού, παρότι υπάρχει ισχυρός αντίλογος που προέρχεται από τη «γερμανική σχολή» της μαχόμενης δημοκρατίας.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες έχουν την υποχρέωση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους όχι μόνο από τις πράξεις βίας αλλά και από τον εξτρεμιστικό λόγο, τον λόγο του μίσους, τον ρατσιστικό λόγο, επιβάλλοντας απαγορεύσεις και ποινές. Ακριβώς για αυτό το λόγο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ψηφιστεί αυστηροί αντιρατσιστικοί νόμοι.
Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια συζήτηση που πρέπει να γίνει σε βάθος, γιατί αφορά την ίδια την ουσία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, που πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα τι είδους δημοκρατία είναι επιθυμητή. Μια διαδικαστική (ανεκτική) δημοκρατία (procedural democracy) ή μια μαχόμενη (ουσιαστική) δημοκρατία (substantive democracy);
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι: Πώς μπορεί μια φιλελεύθερη δημοκρατία να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι των εξτρεμιστών που την αμφισβητούν, χωρίς να υπονομεύσει τις δικές της βασικές αξίες;
Δυστυχώς, οι επιστήμονες και οι πολιτικοί σπάνια ασχολούνται με αυτό το ζήτημα, και ελάχιστα κράτη διαθέτουν σαφείς νόμους για την αντιμετώπισή του. Η βασική εξαίρεση είναι η Γερμανία, η οποία ανταποκρίθηκε στο τραύμα της Βαϊμάρης δημιουργώντας μια λεγόμενη Wehrhafte Demokratie ή μαχόμενη δημοκρατία. Με απλά λόγια, στο πλαίσιο μιας μαχόμενης δημοκρατίας δεν υπάρχει πολιτικός χώρος για εξτρεμιστές (δηλαδή, αντιδημοκράτες).
Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστηρίζουν την ιδέα ότι η δημοκρατία είναι μια αγορά ιδεών και λειτουργεί με τον βέλτιστο τρόπο όταν δεν αποκλείει καμία ιδέα. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν παραδοσιακά μια πολύ ευρεία ερμηνεία της ελευθερίας του λόγου, πολύ πιο ριζοσπαστική σε σχέση με τις άλλες δυτικές δημοκρατίες, παρόλο που μετά την 11/9 έχουν τεθεί σημαντικοί περιορισμοί, κυρίως αναφορικά με τον λόγο υπέρ της (ισλαμιστικής) τρομοκρατίας.
Οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται πιο κοντά στο γερμανικό παρά στο αμερικανικό πρότυπο, παρόλο που δεν θεωρούνται επίσημα, ούτε ορίζονται νομικά, ως μαχόμενες δημοκρατίες.
Κάθε δημοκρατία κάποια στιγμή βρίσκεται στη θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αν περιοριστούμε στη μεταπολεμική περίοδο, οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις φασιστικές ομάδες αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις κομμουνιστικές οργανώσεις κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, με τα ακροδεξιά κόμμα από τη δεκαετία του 1980, και με τις ισλαμιστικές ομάδες μετά την 11/9.
Σχεδόν όλα τα κράτη ανταποκρίθηκαν αντιμετωπίζοντας την κατάσταση ως ειδική περίπτωση, χωρίς προηγουμένως να περάσουν από μια διαδικασία βασικού στοχασμού ή δημόσιας συζήτησης. Πολλές από τις προσπάθειες να απαγορευτούν οι «αντιδημοκρατικές» οργανώσεις ήταν είτε άτοπες –π.χ., η απαγόρευση ομάδων με ελάχιστη έως καμία πολιτική ή κοινωνική σημασία, όπως το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDP) στην Αυστρία ή το Κεντρώο Κόμμα 86 (CP’86) στην Ολλανδία– είτε αποτυχημένες – όπως οι προσπάθειες απαγόρευσης του ακροαριστερού Κομουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (KPD) τη δεκαετία του 1950 και του ακροδεξιού Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (NPD) στις αρχές του 21ου αιώνα.
Επαναφορά στην ατζέντα
Φέτος η απαγόρευση φερόμενων ως «φασιστικών» ομάδων επανήλθε στην ατζέντα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η Γερμανία έχει ξεκινήσει μια δεύτερη προσπάθεια[1] απαγόρευσης του NPD, μετά το φιάσκο του 2001-2003, όταν η προσπάθεια απέτυχε επειδή στο NPD είχαν διεισδύσει πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών σε τέτοιο βαθμό που το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα να διακρίνει μεταξύ του κόμματος και του κράτους. Η Γαλλία εξετάζει την απαγόρευση[2] του Συνδέσμου Εβραϊκής Άμυνας (LDJ στη Γαλλία, JDL στον υπόλοιπο κόσμο), μιας διεθνούς εβραϊκής εθνικιστικής-θρησκευτικής οργάνωσης που ιδρύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 από τον εκλιπόντα ραβίνο Meir Kahane. Τέλος, η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι το ακραίο δεξιό πολιτικό κόμμα της Χρυσής Αυγής (ΧΑ) στην Ελλάδα, το οποίο προσέλκυσε μεταξύ του 6 και του 9 τοις εκατό των ψήφων του εκλογικού σώματος σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Παρόλο που κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, όλοι έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο βασικό ερώτημα: ποια είναι τα όρια του πολιτικού ακτιβισμού στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας;
Με την ελπίδα να προκαλέσω ευρύτερη και πιο θεμελιώδη συζήτηση σχετικά με το ουσιαστικό ζήτημα της μαχόμενης δημοκρατίας, προσφέρω κάποια «πρέπει» και «μη» στην απαγόρευση του πολιτικού εξτρεμισμού γενικά, και συγκεκριμένα του «φασισμού».
Προηγουμένως, όμως, θα πω με λίγα λόγια την άποψή μου για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Με απλά λόγια, η φιλελεύθερη δημοκρατία βασίζεται στις ιδέες της λαϊκής κυριαρχίας, του κανόνα της πλειοψηφίας, του κράτους δικαίου και της προστασίας των μειονοτήτων.
Σύμφωνα με το γνωστό απόφθεγμα του Ουίστον Τσώρτσιλ, πιστεύω ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η λιγότερο κακή μορφή διακυβέρνησης που υπάρχει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι την υποστηρίζω, δέχομαι ότι έχει ατέλειες, και πιστεύω ότι θα μπορούσε στο μέλλον να αναπτυχθεί ένα καλύτερο σύστημα. Επίσης σημαίνει ότι πιστεύω ότι κάποιες ιδέες είναι καλύτερες από κάποιες άλλες, αλλά καμία ιδέα δεν μπορεί να διεκδικήσει την αιώνια αλήθεια.
Τέλος, πιστεύω ότι η πολιτική δημιουργεί συγκρούσεις και, επομένως, νικητές και ηττημένους. Τώρα ας προχωρήσουμε στο ζήτημα του τρόπου αντιμετώπισης των πολιτικών εξτρεμιστών.
- 1. Μην απαγορεύετε τον εξτρεμιστικό λόγο!
Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες οι εξτρεμιστές, δηλαδή, οι αντιδημοκράτες, αποτελούν πολιτική μειονότητα. Υποστηρίζω ότι οι εξτρεμιστές, όπως όλες οι (πολιτικές) μειονότητες, θα πρέπει να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους άνευ όρων, ακόμα και αν η πλειονότητα δεν συμμερίζεται τις απόψεις τους, και, επομένως, αυτές οι απόψεις δεν εκφράζονται στις κρατικές πολιτικές. Αυτό το υποστηρίζω για διάφορους λόγους.
Πρώτα από όλα, πιστεύω ότι η δημοκρατία λειτουργεί καλύτερα όταν οι πολίτες διαθέτουν τη βέλτιστη πληροφόρηση σχετικά με τις απόψεις των συμπολιτών τους. Επομένως, όταν οι απόψεις της μειονότητας εκφράζονται ανοικτά και άνευ όρων, η πλειονότητα γνωρίζει την πραγματική άποψη της μειονότητας. Έτσι αποφασίζει αν θα λάβει υπόψη αυτές τις απόψεις ή θα τις αγνοήσει. Ακόμα και η δεύτερη περίπτωση παρέχει σημαντικές πληροφορίες στη μειονότητα, η οποία με αυτόν τον τρόπο γνωρίζει ότι η πλειονότητα την αγνοεί, ενώ διαφορετικά δεν θα γνώριζε τι θέλει. Αν οι μειονότητες δεν μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους, είτε οι ίδιοι είτε κάποιος «διερμηνέας» θα δώσουν μια περιορισμένη ή λανθασμένη άποψη – αναλογιστείτε τους πολλούς πολιτικούς σχολιαστές που διαβάζουν τη σκέψη του ακροδεξιού ψηφοφόρου («δεν είναι πραγματικά ρατσιστές, αλλά θέλουν να διαμαρτυρηθούν για την κοινωνική τους περιθωριοποίηση ως συνέπεια της μαζικής μετανάστευσης»). Και στις δύο περιπτώσεις, η πλειονότητα δεν λαμβάνει ακριβή ή πλήρη πληροφόρηση και δεν μπορεί να δεχτεί τις μειονοτικές απόψεις, ακόμα και αν ήθελε να το κάνει.
Δεύτερον, η ανοικτή έκφραση των εξτρεμιστικών απόψεων αναγκάζει τους δημοκράτες να αιτιολογήσουν τις θέσεις τους. Το πιθανό όφελος που προκύπτει από αυτό δεν είναι, κατά τον συχνό ισχυρισμό, ότι μια ανοικτή αντιπαράθεση μπορεί να πείσει τους εξτρεμιστές – τουλάχιστον αυτό δεν μπορεί να συμβεί με την εξτρεμιστική ελίτ. Ο κύριος ευεργετούμενος είναι η δημοκρατική πλειονότητα. Οι πολιτικές προκλήσεις διαφυλάσσουν από τον εφησυχασμό και την τυραννία της πλειοψηφίας και βοηθούν να εξασφαλιστεί ότι η πλειονότητα κάνει πράγματα για τους σωστούς λόγους. Επίσης εξηγεί στους ανθρώπους, που μπορεί να υποστηρίζουν κάποιες πολιτικές ενστικτωδώς, γιατί πρέπει να απορρίψουν αυτές τις πολιτικές, εξουδετερώνοντας τη λανθασμένη συλλογιστική που συχνά προσφέρουν οι εξτρεμιστές. Έτσι μπορεί να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στο δημοκρατικό σύστημα.
Το ζήτημα της μετανάστευσης παρέχει ένα τέλειο παράδειγμα των δημοκρατικών προβλημάτων που δημιουργούνται από τον αποκλεισμό κάποιων θεμάτων από τη δημόσια συζήτηση. Για δεκαετίες οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες περιόρισαν σημαντικά τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τη μετανάστευση (και την ένταξη) κρατώντας την εκτός της πολιτικής ατζέντας και, όταν αυτό δεν πέτυχε, αναγκάστηκαν να επιβάλλουν αυστηρούς νόμους κατά των διακρίσεων. Αυτή η έλλειψη δημόσιας συζήτησης τροφοδότησε την άγνοια σχετικά με τα γεγονότα της μετανάστευσης, αλλά και τα κίνητρα της μεταναστευτικής πολιτικής. Επίσης, οδήγησε στην άγνοια σχετικά με κάποιες από τις αρνητικές πτυχές της εξελισσόμενης «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», όπως την υψηλή εγκληματικότητα και την υψηλή ανεργία σε ορισμένες ομάδες μεταναστών, που στη συνέχεια παρουσιάστηκαν και ερμηνεύτηκαν με ιδεολογικό τρόπο από την άκρα δεξιά. Όταν οι δημοκράτες τελικά κατάλαβαν ότι έπρεπε να ανταποκριθούν με μη καταπιεστικό τρόπο, δεν διέθεταν πλέον ούτε πειστικά επιχειρήματα ούτε νομιμοποίηση απέναντι σε μεγάλο αριθμό πολιτών.
Τρίτον, πιστεύω ακράδαντα στη θεραπευτική αξία του ελεύθερου λόγου. Τουλάχιστον για κάποιους πολίτες είναι πιο σημαντικό να εκφράζουν τις απόψεις τους από το να τις βλέπουν να εφαρμόζονται σε πολιτικές. Μπορούν να δεχτούν ότι η πλειονότητα θα τους απορρίψει (μόνο) εφόσον έχουν το δικαίωμα να εκφράσουν την άποψή τους ελεύθερα. Εξάλλου, μόνο αφού συμπεριληφθεί το επιχείρημα σου στη δημόσια αντιπαράθεση μπορείς πραγματικά να δεχτείς ότι δεν κατάφερε να πείσει το μεγαλύτερο μέρος των συμπολιτών σου. Πιστέψτε με, ξέρω τι λέω, καθώς όπως φαίνεται ότι διαθέτω μια μειοψηφική άποψη σχεδόν σε όλα τα πολιτικά ζητήματα.
Τέταρτο, και σχετικό, όταν ο λόγος των εξτρεμιστών γίνεται αποδεκτός, αποκτούν ένα διακύβευμα στο φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα. Αν οι εξτρεμιστές πραγματικά πιστεύουν ότι είναι η φωνή του λαού, σύμφωνα με το δημοφιλές σύνθημα κομμάτων όπως το Φλαμανδικό Συμφέρον (VB) και το Εθνικό Μέτωπο (FN), θα είναι πρόθυμοι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες, δηλαδή, ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές, εφόσον όλοι μπορούν να συμμετάσχουν στις εκλογές και να εκφράσουν τις απόψεις τους ελεύθερα. Αυτό επίσης θα ενισχύσει τις «μετριοπαθείς» (δηλαδή, μη βίαιες) ομάδες έναντι των «ακραίων» (δηλαδή, βίαιων) ομάδων στο εσωτερικό των εξτρεμιστικών κομμάτων.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι η Βόρεια Ιρλανδία, όπου το μη βίαιο πολιτικό κόμμα Sinn Féin (SF) τελικά έπεισε τη βίαιη τρομοκρατική ομάδα του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA) ότι ο κοινός τους στόχος θα μπορούσε να προωθηθεί με μεγαλύτερη επιτυχία εντός του βρετανικού δημοκρατικού συστήματος.
Ένα από τα επιχειρήματα υπέρ της απαγόρευσης του εξτρεμιστικού λόγου είναι ότι το κράτος σε διαφορετική περίπτωση δείχνει ανοχή. Για παράδειγμα, ένα ουγγρικό δικαστήριο[3] αποφάνθηκε ότι ήταν υποχρέωση του κράτους να απαγορεύσει την ακροδεξιά παραστρατιωτική ομάδα της Ουγγρικής Φρουράς, επειδή διαφορετικά θα την ενέκρινε σιωπηρά. Είναι όμως η έγκριση το αντίθετο της απαγόρευσης;
Οι δημοκρατίες ανέχονται διάφορες συμπεριφορές και απόψεις χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι τις εγκρίνουν. Αυτή είναι η ουσία της ανοχής, βασικής αξίας της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, γενικά αναφερόμαστε σε ένα πολιτικό καθεστώς που απαγορεύει ό,τι δεν εγκρίνει ως απολυταρχία παρά ως δημοκρατία.
Όμως, τι γίνεται στην περίπτωση που οι εξτρεμιστές λένε επιζήμια πράγματα σχετικά με άλλες ομάδες, άλλες μειονότητες; Έχουν το δικαίωμα να προστατεύονται και πάλι; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξτρεμιστές πράγματι λένε επιζήμια πράγματα σχετικά με άλλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων, αλλά το ίδιο κάνουν και πολλές πλειονότητες!
Το πρόβλημα με τη «ζημιά», βέβαια, είναι ότι δεν μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι η δήλωση ότι «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες» είναι πιο επιβλαβής για έναν μετανάστη συγκριτικά με τη δήλωση ότι «όλοι οι ψηφοφόροι του FN είναι ρατσιστές» για έναν ψηφοφόρο του FN; Πόσω μάλλον όταν το επίπεδο του επιζήμιου θα διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κατηγοριών του «μετανάστη» και του «ψηφοφόρου του FN». Με άλλα λόγια, η πολιτική αντιπαράθεση πάντα θα «προκαλεί βλάβη» σε κάποια άτομα και, εξαιτίας της υποκειμενικότητας της «βλάβης», δεν είναι δυνατό να τεθούν νόμοι εναντίον της. Επομένως, αν πρόκειται να υπάρξει οποιοσδήποτε περιορισμός στην πολιτική αντιπαράθεση, θα πρέπει να είναι ο ίδιος με οποιαδήποτε άλλη αντιπαράθεση, δηλαδή, απαγόρευση της δυσφήμησης και της συκοφαντίας – αν και δεν είμαι πεπεισμένος ότι αυτά πρέπει να απαγορεύονται.
Τέλος, κατά πόσο ισχύει το επιχείρημα ότι «ο λόγος του μίσους» μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη προκατάληψης στην πλειονότητα του πληθυσμού, και επομένως να προκαλέσει εξτρεμιστικές πολιτικές;
Παρά τη δημοφιλία αυτού του ισχυρισμού, υπάρχουν ελάχιστα εμπειρικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. Για παράδειγμα, φαίνεται πολύ πιο πιθανό ότι η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων ήταν η συνέπεια και όχι η αιτία της διαδεδομένης ξενοφοβίας μεταξύ του πληθυσμού.
Η προκατάληψη δεν μπορεί να απαγορευτεί, παρά μόνο η ανοικτή της έκφραση, που μπορεί να την αποτρέψει από το να γίνει επίσημη πολιτική, αλλά δεν θα προστατέψει τις μειονότητες από τις καθημερινές αντιπαραθέσεις με την προκατάληψη σε λιγότερο ελεγχόμενους κοινωνικούς χώρους.
Πιο σημαντικό είναι ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί πραγματικά η προκατάληψη είναι να πεισθούν οι άνθρωποι ότι είναι λάθος να έχουν προκαταλήψεις, κι όχι μόνο να τις εκφράζουν. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ανοικτή έκφραση αυτών των προκαταλήψεων στις πολιτικές και δημόσιες αντιπαραθέσεις. Αν πιστεύουμε ότι οι δημοκράτες δεν μπορούν να υπερισχύσουν στην αντιπαράθεση, όπως συχνά ισχυρίζονται οι υπερασπιστές της διεύρυνσης της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων, τότε δεν πιστεύουμε πραγματικά στη δημοκρατία.
- 2. Μην απαγορεύετε τη δημοκρατική συμμετοχή των εξτρεμιστικών ομάδων!
Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους διαφωνώ με αυτή τη θέση παρουσιάστηκαν παραπάνω, και είναι κυρίως το επιχείρημα ότι στερεί τους εξτρεμιστές από ένα διακύβευμα στο δημοκρατικό σύστημα και ότι αποδυναμώνει τη μη βίαιη ομάδα στο εσωτερικό του εξτρεμιστικού στρατοπέδου. Επίσης, αφαιρεί την πιθανότητα να προκύψει και να αναπτυχθεί ένα καλύτερο πολιτικό σύστημα. Εξάλλου, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα που διαθέτουμε …αυτή τη στιγμή.
Το βασικό ερώτημα σε αυτό το σημείο είναι βέβαια τι γίνεται όταν οι εξτρεμιστές έρχονται στην εξουσία με δημοκρατικά μέσα; Άλλωστε, όπως ακούμε ξανά και ξανά, ο Αδόλφος Χίτλερ ήρθε στην εξουσία μέσω (σε γενικές γραμμές) ελεύθερων και αδιάβλητων εκλογών! Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι παρόλο που ο Χίτλερ πράγματι κέρδισε κάποιες εκλογικές αναμετρήσεις, ήρθε στην εξουσία επειδή άλλοι μη δημοκράτες τον βοήθησαν να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στην Ευρώπη, κανένα εξτρεμιστικό κόμμα δεν κέρδισε ποτέ την πλειοψηφία σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Στην πραγματικότητα, η μόνη περίπτωση που αυτό σχεδόν επιτεύχθηκε, αν και οι εκλογές δεν ήταν πραγματικά ελεύθερες και αδιάβλητες, είναι στις εκλογές για το νομοθετικό σώμα στην Αλγερία το 1991, όπου ο Ισλαμικός Στρατός Σωτηρίας (FIS) κέρδισε το 47,3 τοις εκατό των ψήφων στον πρώτο γύρο. Έτσι ο στρατός ακύρωσε τον δεύτερο γύρο, κατάργησε τη δημοκρατία και η χώρα περιέπεσε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Δύο σημαντικά μαθήματα μπορούμε να εξάγουμε από αυτές τις δύο περιπτώσεις. Πρώτον, οι εξτρεμιστές ήρθαν στην εξουσία μέσω δημοκρατικών εκλογών μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν η πρώτη προσπάθεια της Γερμανίας να οικοδομήσει ένα δημοκρατικό σύστημα με ένα εξαιρετικά ανοικτό και ανεκτικό σύνταγμα. Αυτό έγινε στον απόηχο ενός καταστροφικού πολέμου και κατά τη διάρκεια μιας πρωτόγνωρης οικονομικής κρίσης, ενώ κυριολεκτικά όλες οι μεγάλες δημοκρατικές οργανώσεις ήταν ανοικτά εχθρικές προς τη (φιλελεύθερη) δημοκρατία: από τους κομμουνιστές μέχρι τους Ναζί και από τους Καθολικούς μέχρι τους Γερμανούς εθνικιστές.
Στις αρχές του 20ού αιώνα μόνο περίπου δέκα χώρες στον κόσμο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δημοκρατικές, και μόνο αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο μισός πληθυσμός (οι γυναίκες) αποκλείονταν από το δικαίωμα ψήφου. Σήμερα, η δημοκρατία είναι ηγεμονική σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, με πάνω από το 85 τοις εκατό του πληθυσμού σε κάθε χώρα να υποστηρίζει στην πραγματικότητα τις δημοκρατικές αξίες.
Αν οι Ναζί κατάφεραν να προσελκύσουν μόνο το ένα τρίτο του μη δημοκρατικού γερμανικού λαού κατά τη διάρκεια της τέλειας καταιγίδας της περιόδου του μεσοπολέμου, θα έπρεπε να φοβόμαστε πολύ λιγότερο από τα εξτρεμιστικά κόμματα σήμερα. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι ενώ ο Χίτλερ αντιμετώπισε την αντίθεση άλλων μη δημοκρατών, οι σύγχρονοι εξτρεμιστές συναντούν την αντίθεση απολύτως δημοκρατικών ελίτ και μαζών.
Το δεύτερο μάθημα, με βάση την περίπτωση της Αλγερίας, μας διδάσκει ότι δεν μπορείς να «σώσεις» μια δημοκρατία αποκλείοντας την πλειονότητα του πληθυσμού. Εξάλλου, η ουσία οποιασδήποτε δημοκρατίας, φιλελεύθερης ή άλλης, είναι η λαϊκή κυριαρχία και ο κανόνας της πλειοψηφίας. Από τη στιγμή που η πλειονότητα του λαού δεν υποστηρίζει τη δημοκρατία, οι μόνες επιλογές που μένουν είναι απολυταρχικές.
Αυτό σημαίνει ότι οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων απολυταρχικών επιλογών είναι άσχετες, για παράδειγμα μεταξύ του φιλόσοφου βασιλιά του Πλάτωνα ή των γενοκτόνων Ναζί της Γερμανίας. Όμως η δημοκρατική επιλογή δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Προφανώς αυτό σημαίνει επίσης ότι, αν οι εξτρεμιστές έρθουν ποτέ στην εξουσία μέσω ελεύθερων και αδιάβλητων εκλογών σε μια καθιερωμένη δημοκρατία, οι δημοκράτες δεν είναι πλέον υποχρεωμένοι να επανακτήσουν την εξουσία με δημοκρατικούς κανόνες.
- 3. Πρέπει να απαγορεύσετε τις εγγενώς βίαιες εξτρεμιστικές ομάδες!
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια πτυχή που αναφέρεται στις συζητήσεις και των τριών χωρών που διερευνούν αυτή τη στιγμή την πιθανότητα μιας απαγόρευσης. Η απαγόρευση του γερμανικού NPD αναζωογονήθηκε από την ανακάλυψη της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης National Socialist Underground[4] και τον ατυχή χειρισμό της τρομοκρατίας της από το γερμανικό κράτος.
Παρόλο που η σύνδεση μεταξύ του NPD και της βίας είναι σχετικά αδύναμη, στην περίπτωση της Γαλλίας είναι πιο ξεκάθαρη. Τα μέλη της LDJ συμμετείχαν σε διάφορες βίαιες ενέργειες[5] και πρόσφατα δύο μέλη φυλακίστηκαν για τοποθέτηση βόμβας κάτω από το αυτοκίνητο ενός αντισιωνιστή δημοσιογράφου το 2012.
Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, η σύνδεση είναι η μέγιστη, καθώς οι κρατικοί λειτουργοί που διενεργούν τις έρευνες ισχυρίζονται ότι το κόμμα στην πραγματικότητα αποτελείται από δύο ξεχωριστές δομές: μία φανερή που ουσιαστικά έχει στόχο να συμμετέχει στις εκλογές και μία κρυφή που εμπλέκεται σε μια βίαιη εκστρατεία κατά των πολιτικών αντιπάλων.
Για να απαγορευτεί μια εξτρεμιστική ομάδα, η βία θα πρέπει να είναι εγγενής στην ομάδα. Με άλλα λόγια, ο χαρακτήρας της ομάδας πρέπει να αλλάξει εντελώς από τη στιγμή που αφαιρείται το στοιχείο της βίας.
Συχνά αυτό δεν συμβαίνει με τις εξτρεμιστικές ομάδες. Για παράδειγμα, το ολλανδικό CP’86 απαγορεύτηκε (εν μέρει) εξαιτίας της σύνδεσής του με τη βία, παρόλο που βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα, ήταν σποραδική, και συνδεόταν κυρίως με μεμονωμένα μέλη, όχι με την ηγεσία, ή πολύ περισσότερο με την ίδια την οργάνωση. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει για το NPD.
Η LDJ ίσως είναι μια λιγότερο ξεκάθαρη περίπτωση, δεδομένης της βίαιης ιστορίας των ομάδων της JDL σε άλλα μέρη του κόσμου (κυρίως στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ), καθώς και των συνεχών εκστρατειών που ενέχουν βία από το ίδιο το LDJ. Ωστόσο, φαίνεται να μην υπάρχουν αποδείξεις ότι η βία είναι εγγενής στην οργάνωση. Για παράδειγμα, πολλά βίαια περιστατικά σχετίζονται με μη βίαιες διαδηλώσεις, ως συνέπεια των αντιπαραθέσεων με (βίαιους) διαδηλωτές του άλλου στρατοπέδου ή με την αστυνομία.
Η μόνη ομάδα που φαίνεται να ταιριάζει πολύ με αυτό το κριτήριο (της βίας) είναι η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα. Παρόλο που εδώ μεγάλο μέρος της βίας συνδέεται επίσης με συγκεκριμένες δραστηριότητες και μέλη, υπάρχει και κάτι περισσότερο. Αυτό δήλωσε ένα ανώτερο στέλεχος του κόμματος σε μια συνέντευξη στην ελληνική εφημερίδα, Το Βήμα[6]:
«Στην Χρυσή Αυγή διαθέτουμε περίπου 50 πολυμελείς φάλαγγες για συγκρούσεις στους δρόμους και περίπου άλλες τόσες εξαμελείς ομάδες κρούσης - κομάντος για οργανωμένα-στοχευμένα χτυπήματα, ύστερα από κεντρική καθοδήγηση από τρία άτομα της οργάνωσης. Οι ομάδες κρούσης αναλαμβάνουν ειδικές επιθέσεις κατά αλλοδαπών ή ανταποδοτικά χτυπήματα σε εχθρούς της οργάνωσης. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό».
Αν αυτό αληθεύει, η Χρυσή Αυγή είναι πολιτικό κόμμα και τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα σε ένα. Αυτό σημαίνει ότι η βία είναι πράγματι εγγενής στη Χρυσή Αυγή ως οργάνωση, και επομένως πρέπει να απαγορευτεί.
Ταυτόχρονα, αν ένα νέο κόμμα (π.χ., Εθνική Αυγή) ιδρυόταν ως ακριβές αντίγραφο της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ανοικτά αντιδημοκρατικό και μόνο ελαφρώς συγκεκαλυμμένα νεοναζιστικό, αλλά χωρίς την τρομοκρατική παραστρατιωτική μονάδα, θα έπρεπε να του επιτραπεί να υπάρχει και να συμμετέχει στις εκλογές.
Μια ελαφρώς πιο προβληματική κατάσταση υπάρχει στην Ουγγαρία, όπου η Κίνηση για μια Καλύτερη Ουγγαρία (Jobbik), ένα πολιτικό κόμμα, συνδέεται στενά με την απαγορευμένη Ουγγρική Φρουρά, μια άοπλη παραστρατιωτική οργάνωση που είναι υπεύθυνη για εκφοβισμό και βία, κυρίως κατά της μειονότητας των Ρομά στα ανατολικά της χώρας. Ενώ οι δεσμοί μεταξύ των δύο είναι εξαιρετικά στενοί –για παράδειγμα, ο ηγέτης του κόμματος Gabor Vona[7] ήταν συνιδρυτής της Ουγγρικής Φρουράς– νομικά είναι δύο ξεχωριστές πολιτικές οργανώσεις. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν το ουγγρικό κράτος κατέληγε ότι η βία είναι εγγενής στην Ουγγρική Φρουρά, αυτό δεν θα σήμαινε αυτόματα ότι το ίδιο συμπέρασμα θα μπορούσε να εξαχθεί για το Jobbik, όπως κάποιοι[8] υπαινίσσονται.
Με λίγα λόγια, ένα βασικό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι ότι ανέχεται, όχι απαραίτητα εγκρίνει, τους πολιτικούς της αντιπάλους. Βασίζεται στην κυριαρχία του λαού, κάτι που προϋποθέτει έναν βαθμό εμπιστοσύνης τουλάχιστον στην πλειονότητα αυτών των ανθρώπων. Αυτό και πάλι σημαίνει έναν βαθμό εμπιστοσύνης στην ικανότητά τους να επιλέγουν, πλειοψηφικά, τις δημοκρατικές επιλογές σε ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές. Το να επιτρέπεται στον καθένα να μιλάει και να οργανώνεται, συμπεριλαμβανομένων των εξτρεμιστών, ενδυναμώνει τη φιλελεύθερη δημοκρατία παρέχοντας στον καθένα και φωνή και ένα διακύβευμα εντός του συστήματος. Προφυλάσσει από τον εφησυχασμό και την τυραννία της πλειοψηφίας και διατηρεί ανοικτή την πιθανότητα να προκύψει ένα ακόμα καλύτερο σύστημα.
Το μόνο τίμημα που πρέπει να ζητήσουμε από όλους να πληρώσουν, ομοίως από εξτρεμιστές και δημοκράτες, είναι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες, δηλαδή, να πραγματοποιήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες αποκλειστικά με μη βίαια μέσα.
*Ο Cas Mudde είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία, Επίκεντρο, 2013).
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στις 11 Αυγούστου 2014 στο www.opendemocracy.net, https://www.opendemocracy.net/can-europe-make-it/cas-mudde/liberal-democracy-do%E2%80%99s-and-don%E2%80%99ts-of-banning-political-extremism
[2] Περισσότερα στο http://www.haaretz.com/jewish-world/jewish-world-news/1.608379
[3] Περισσότερα στο http://www.politics.hu/20131211/hungarian-guard-ban-does-not-violate-freedom-of-assembly-says-strasbourg-court/
[4] Περισσότερα στο http://www.nytimes.com/2012/12/15/world/europe/german-government-panel-seeks-to-ban-far-right-party.html?_r=0
[5] Περισσότερα στο http://www.timesofisrael.com/2-french-jews-jailed-for-assaulting-anti-israel-reporter/
[6] Περισσότερα στο http://www.tovima.gr/en/article/?aid=531646
Ο Cas Mudde είναι επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια.
Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία, Επίκεντρο, 2013).
Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία, Επίκεντρο, 2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου