Της Ελίζας Παπαδάκη, ΝΕΑ, 19.1.11
"Ο ένας, που εργάζεται σε αστικό λεωφορείο, κάνει 10 χιλιόµετρα τρεις φορές και µετά αλλάζει βάρδια, βγάζει 40.000 ευρώ τον χρόνο. Ο άλλος σε νταλίκα, είναι ατελείωτες ώρες στο τιµόνι, βγάζει 15.000 τον χρόνο κι αν ζητήσει παραπάνω, θα τον διώξει το αφεντικό. Οι δηµόσιες συγκοινωνίες είναι ελλειµµατικές και επιδοτούνται παντού στον κόσµο, σύµφωνοι. Το πόσο ελλειµµατικές όµως και µε ποια σύνθεση κόστους είναι προς διαπραγµάτευση: λόγο θα είχαν επίσης οι χρήστες αλλά και όσες κοινωνικές ανάγκες διεκδικούν πόρους του κρατικού προϋπολογισµού. Τόσα στα λεωφορεία, τόσα για παιδικούς σταθµούς, έτσι δεν είναι;"
Για την πολύ δύσκολη κατάσταση της χώρας, όπως και για την πιστωτική κρίση στην ευρωζώνη, διεξάγεται τεράστια διεθνής συζήτηση. Ολες οι παρεµβάσεις όµως δεν συνιστούν παρά ψηφίδες, µικρές ή µεγαλύτερες, περιγραφής του προβλήµατος και µιας πρότασης διεξόδου. Οσο δεν κατορθώνεται να συντεθούν σε µια συνολική εικόνα, όπου να βλέπουµε καθαρά πού βρισκόµαστε και πώς θα πορευτούµε, η δυσπιστία κυριαρχεί και στους πολίτες και στις αγορές.
Προχθές π.χ. ο καθηγητής στο Μπέρκλεϊ Μπάρι Αϊχενγκριν επέκρινε (από τους «Financial Times» Γερµανίας) την πολιτική που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα – και στην Ιρλανδία –, εξηγώντας ότι, για να εξυπηρετηθεί ένα τόσο υψηλό χρέος, απαιτούνται υψηλοί φόροι, οι οποίοι όµως διώχνουν τους επενδυτές, οπότε είναι αδύνατη η οικονοµική µεγέθυνση που απαιτείται για να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος. Ορθό επιχείρηµα για Γιαπωνέζους. Τι σχέση έχει όµως µε την πραγµατικότητα της Ελλάδας, όταν τα τελευταία στοιχεία εµφανίζουν επτά στους δέκα αυτοαπασχολούµενους να δηλώνουν εισόδηµα µικρότερο από το αφορολόγητο όριο και αυτή την απόκρυψη εισοδήµατος και φοροδιαφυγή λέει ότι προσπαθεί να συλλάβει η κυβέρνηση, την ίδια ώρα που, σύµφωνα µε πληροφορίες του Τύπου, προωθεί περαιτέρω µείωση των φορολογικών συντελεστών για τα επιχειρηµατικά κέρδη; Ή της Ιρλανδίας όπου, αφού αντιστάθηκε η εκεί κυβέρνηση, στο δικό της Μνηµόνιο δεν προβλέφθηκε αλλαγή στη χαµηλή φορολογία των κερδών, βασικό εργαλείο για την προσέλκυση επενδύσεων πριν από την κρίση;
Λεπτοµέρειες, ίσως θα αντέτεινε κάποιος από τους υποστηρικτές της άποψης ότι η γενικότερη πολιτική της ύφεσης επιδεινώνει την κρίση την οποία, υποτίθεται, θέλει να αντιµετωπίσει. Πρόκειται για σύνθετο ζήτηµα, όπου όµως τέτοιες «λεπτοµέρειες» µετράνε. ∆ιότι αν οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονοµικών περιόριζαν δραστικά τη φοροδιαφυγή, εξαλείφοντας και τη δική τους διαφθορά που τη συντηρεί, τότε ούτε αυξήσεις φορολογικών συντελεστών ούτε περικοπές δαπανών – για επενδύσεις, µισθούς, συντάξεις, επιδοτήσεις, κοινωνικές πολιτικές – θα χρειάζονταν τόσο εκτεταµένες. Το δηµόσιο έλλειµµα θα έπεφτε µε ηπιότερη κάµψη της οικονοµικής δραστηριότητας, άρα µε χαµηλότερη αύξηση της ανεργίας και µε µικρότερη συµπίεση εισοδηµάτων. Εν τέλει, θα µπορούσαµε να έχουµε ύφεση λιγότερο βαθιά, πιο σύντοµη, µε δικαιότερη κατανοµή των βαρών στην κοινωνία.
∆εν είναι άλλωστε µόνο µέσω ευρύτερης συλλογής των φόρων από όλον τον πληθυσµό που θα πετυχαίναµε καλύτερα αποτελέσµατα. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να συµβάλει µια πιο σωστή κατανοµή και διαχείριση των δηµοσίων δαπανών, ώστε να πιάνουν τόπο. Ουτοπικό ευχολόγιο; Οχι, εφόσον θα διαµορφώναµε δύο αλληλένδετες προϋποθέσεις:
αποφασιστικές επιλογές σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και κοινωνικά κινήµατα, εργαζοµένων και πολιτών, που να συγκλίνουν στην υπεράσπιση και την ανάπτυξη των δηµοσίων αγαθών, άρα και των φόρων που χρειάζεται να πληρώνονται για την παραγωγή τους, σε ένα πνεύµα καταπολέµησης των ανισοτήτων και αλληλεγγύης µε τους αδύναµους – όχι πια µε κλέφτες, καταπατητές ή καταστροφείς δηµόσιας περιουσίας, µε εκµεταλλευτές, παραβάτες περιβαλλοντικών κανόνων, φοροφυγάδες, άδικα προνοµιούχους. Αντιλήψεις ανύπαρκτες σχεδόν στο παρελθόν σήµερα έχουν απήχηση, όπως διαπιστώσαµε, στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Τις σκεπάζουν οι καταγγελίες κατά του Μνηµονίου, η δράση ισχυρών επαγγελµατικών οµάδων που αρνούνται οποιαδήποτε διαπραγµάτευση και παραχώρηση δικαιωµάτων τα οποία θεωρούν κεκτηµένα και απαραβίαστα.
Για να µη µιλάµε αφηρηµένα, ας µου επιτραπεί να µεταφέρω σχόλιο αναγνώστη στην ιστοσελίδατων «ΝΕΩΝ» γιαδύο επαγγελµατίες οδηγούς που λογοµαχούσαν:
Ο ένας, που εργάζεται σε αστικό λεωφορείο, κάνει 10 χιλιόµετρα τρεις φορές και µετά αλλάζει βάρδια, βγάζει 40.000 ευρώ τον χρόνο.
Ο άλλος σε νταλίκα, είναι ατελείωτες ώρες στο τιµόνι, βγάζει 15.000 τον χρόνο κι αν ζητήσει παραπάνω, θα τον διώξει το αφεντικό. Οι δηµόσιες συγκοινωνίες είναι ελλειµµατικές και επιδοτούνται παντού στον κόσµο, σύµφωνοι. Το πόσο ελλειµµατικές όµως και µε ποια σύνθεση κόστους είναι προς διαπραγµάτευση: λόγο θα είχαν επίσης οι χρήστες αλλά και όσες κοινωνικές ανάγκες διεκδικούν πόρους του κρατικού προϋπολογισµού. Τόσα στα λεωφορεία, τόσα για παιδικούς σταθµούς, έτσι δεν είναι;
Στις Βρυξέλλες άλλο ένα Eurogroup προχθές δεν απάντησε στην πίεσητων αγορών.
Και για την ελληνική οικονοµία, οι προοπτικές χρηµατοδότησης φαίνονται ολοένα δυσµενέστερες. ∆ιαβάζοντας αδιάκοπες υποδείξεις να αναδιαρθρώσουµε επειγόντως το χρέος µας, πρέπει να έχουµεκατά νου ότι εκκινούν από την πεποίθηση ότι όλοι, άτοµακαι οµάδες, ακολουθούν τα ιδιωτικά τους συµφέροντα, ότι αντίληψη δηµοσίωναγαθών, κοινού, δηµοσίου συµφέροντοςστην κοινωνία δεν υπάρχει. Αν δεντους διαψεύσουµε, την έχουµε άσχηµα...
τον χρόνο κι αν ζητήσει παραπάνω, θα τον διώξει το αφεντικό...
Προχθές π.χ. ο καθηγητής στο Μπέρκλεϊ Μπάρι Αϊχενγκριν επέκρινε (από τους «Financial Times» Γερµανίας) την πολιτική που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα – και στην Ιρλανδία –, εξηγώντας ότι, για να εξυπηρετηθεί ένα τόσο υψηλό χρέος, απαιτούνται υψηλοί φόροι, οι οποίοι όµως διώχνουν τους επενδυτές, οπότε είναι αδύνατη η οικονοµική µεγέθυνση που απαιτείται για να τεθεί υπό έλεγχο το χρέος. Ορθό επιχείρηµα για Γιαπωνέζους. Τι σχέση έχει όµως µε την πραγµατικότητα της Ελλάδας, όταν τα τελευταία στοιχεία εµφανίζουν επτά στους δέκα αυτοαπασχολούµενους να δηλώνουν εισόδηµα µικρότερο από το αφορολόγητο όριο και αυτή την απόκρυψη εισοδήµατος και φοροδιαφυγή λέει ότι προσπαθεί να συλλάβει η κυβέρνηση, την ίδια ώρα που, σύµφωνα µε πληροφορίες του Τύπου, προωθεί περαιτέρω µείωση των φορολογικών συντελεστών για τα επιχειρηµατικά κέρδη; Ή της Ιρλανδίας όπου, αφού αντιστάθηκε η εκεί κυβέρνηση, στο δικό της Μνηµόνιο δεν προβλέφθηκε αλλαγή στη χαµηλή φορολογία των κερδών, βασικό εργαλείο για την προσέλκυση επενδύσεων πριν από την κρίση;
Λεπτοµέρειες, ίσως θα αντέτεινε κάποιος από τους υποστηρικτές της άποψης ότι η γενικότερη πολιτική της ύφεσης επιδεινώνει την κρίση την οποία, υποτίθεται, θέλει να αντιµετωπίσει. Πρόκειται για σύνθετο ζήτηµα, όπου όµως τέτοιες «λεπτοµέρειες» µετράνε. ∆ιότι αν οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονοµικών περιόριζαν δραστικά τη φοροδιαφυγή, εξαλείφοντας και τη δική τους διαφθορά που τη συντηρεί, τότε ούτε αυξήσεις φορολογικών συντελεστών ούτε περικοπές δαπανών – για επενδύσεις, µισθούς, συντάξεις, επιδοτήσεις, κοινωνικές πολιτικές – θα χρειάζονταν τόσο εκτεταµένες. Το δηµόσιο έλλειµµα θα έπεφτε µε ηπιότερη κάµψη της οικονοµικής δραστηριότητας, άρα µε χαµηλότερη αύξηση της ανεργίας και µε µικρότερη συµπίεση εισοδηµάτων. Εν τέλει, θα µπορούσαµε να έχουµε ύφεση λιγότερο βαθιά, πιο σύντοµη, µε δικαιότερη κατανοµή των βαρών στην κοινωνία.
∆εν είναι άλλωστε µόνο µέσω ευρύτερης συλλογής των φόρων από όλον τον πληθυσµό που θα πετυχαίναµε καλύτερα αποτελέσµατα. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να συµβάλει µια πιο σωστή κατανοµή και διαχείριση των δηµοσίων δαπανών, ώστε να πιάνουν τόπο. Ουτοπικό ευχολόγιο; Οχι, εφόσον θα διαµορφώναµε δύο αλληλένδετες προϋποθέσεις:
αποφασιστικές επιλογές σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και κοινωνικά κινήµατα, εργαζοµένων και πολιτών, που να συγκλίνουν στην υπεράσπιση και την ανάπτυξη των δηµοσίων αγαθών, άρα και των φόρων που χρειάζεται να πληρώνονται για την παραγωγή τους, σε ένα πνεύµα καταπολέµησης των ανισοτήτων και αλληλεγγύης µε τους αδύναµους – όχι πια µε κλέφτες, καταπατητές ή καταστροφείς δηµόσιας περιουσίας, µε εκµεταλλευτές, παραβάτες περιβαλλοντικών κανόνων, φοροφυγάδες, άδικα προνοµιούχους. Αντιλήψεις ανύπαρκτες σχεδόν στο παρελθόν σήµερα έχουν απήχηση, όπως διαπιστώσαµε, στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Τις σκεπάζουν οι καταγγελίες κατά του Μνηµονίου, η δράση ισχυρών επαγγελµατικών οµάδων που αρνούνται οποιαδήποτε διαπραγµάτευση και παραχώρηση δικαιωµάτων τα οποία θεωρούν κεκτηµένα και απαραβίαστα.
Για να µη µιλάµε αφηρηµένα, ας µου επιτραπεί να µεταφέρω σχόλιο αναγνώστη στην ιστοσελίδατων «ΝΕΩΝ» γιαδύο επαγγελµατίες οδηγούς που λογοµαχούσαν:
Ο ένας, που εργάζεται σε αστικό λεωφορείο, κάνει 10 χιλιόµετρα τρεις φορές και µετά αλλάζει βάρδια, βγάζει 40.000 ευρώ τον χρόνο.
Ο άλλος σε νταλίκα, είναι ατελείωτες ώρες στο τιµόνι, βγάζει 15.000 τον χρόνο κι αν ζητήσει παραπάνω, θα τον διώξει το αφεντικό. Οι δηµόσιες συγκοινωνίες είναι ελλειµµατικές και επιδοτούνται παντού στον κόσµο, σύµφωνοι. Το πόσο ελλειµµατικές όµως και µε ποια σύνθεση κόστους είναι προς διαπραγµάτευση: λόγο θα είχαν επίσης οι χρήστες αλλά και όσες κοινωνικές ανάγκες διεκδικούν πόρους του κρατικού προϋπολογισµού. Τόσα στα λεωφορεία, τόσα για παιδικούς σταθµούς, έτσι δεν είναι;
Στις Βρυξέλλες άλλο ένα Eurogroup προχθές δεν απάντησε στην πίεσητων αγορών.
Και για την ελληνική οικονοµία, οι προοπτικές χρηµατοδότησης φαίνονται ολοένα δυσµενέστερες. ∆ιαβάζοντας αδιάκοπες υποδείξεις να αναδιαρθρώσουµε επειγόντως το χρέος µας, πρέπει να έχουµεκατά νου ότι εκκινούν από την πεποίθηση ότι όλοι, άτοµακαι οµάδες, ακολουθούν τα ιδιωτικά τους συµφέροντα, ότι αντίληψη δηµοσίωναγαθών, κοινού, δηµοσίου συµφέροντοςστην κοινωνία δεν υπάρχει. Αν δεντους διαψεύσουµε, την έχουµε άσχηµα...
Και οι δύο ειναι οδηγοι.O ένας σε αστικό λεωφορείο, κάνει 10 χιλιοµέτρα τρεις φορές και µετά αλλάζει βάρδια και βγάζει 40.000 ευρώ τον χρόνο. Ο άλλος σε νταλίκα, είναι ατελείωτες ώρες στο τιµόνι, βγάζει 15.000
τον χρόνο κι αν ζητήσει παραπάνω, θα τον διώξει το αφεντικό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου