Του Νίκου Φωτίου
Το να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Μπουτάρη δεν είναι κι από τα ευκολότερα εγχειρήματα. Πάντως, η όποια δυσκολία δεν προκύπτει ως προσπάθεια αποφυγής της συνήθους ροπής προς αγιογράφηση. Κάθε άλλο, μάλιστα. Γιατί ο Μπουτάρης δεν είναι άγιος: πρώην αλκοολικός και «κακό παιδί», νυν 68άρης, σκουλαρικάτος, με τατουάζ, επιχειρηματίας (δηλαδή καπιταλιστής), ουδέποτε σε «στρούγγα», ορκισμένος πολέμιος του κομματικού εναγκαλισμού στην αυτοδιοίκηση, κακός πολιτικός, αφού δεν ξέρει να φυλάγεται από τις κακοτοπιές της εγχώριας πολιτικής κρεατομηχανής,
δηλώνει ιδεολογικά σοσιαλδημοκράτης, υπήρξε δημοτικός σύμβουλος με το ΚΚΕ, υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ (επέλεξε να είναι τελευταίος στη λίστα), ψηφοφόρος του «συνασπισμού», περαστικός από τη «δράση», υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 2006 με την ανεξάρτητη και πολύχρωμη «πρωτοβουλία» κόντρα σε όλους τους κομματικούς συνδυασμούς. Και ίσως η δαιδαλώδης διαδρομή του να κρύβει ακόμα εκπλήξεις.
δηλώνει ιδεολογικά σοσιαλδημοκράτης, υπήρξε δημοτικός σύμβουλος με το ΚΚΕ, υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ (επέλεξε να είναι τελευταίος στη λίστα), ψηφοφόρος του «συνασπισμού», περαστικός από τη «δράση», υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 2006 με την ανεξάρτητη και πολύχρωμη «πρωτοβουλία» κόντρα σε όλους τους κομματικούς συνδυασμούς. Και ίσως η δαιδαλώδης διαδρομή του να κρύβει ακόμα εκπλήξεις.
Με αυτό το βιογραφικό, που φαντάζει ως βεβαρημένο μητρώο, κανένας «κλασικός» πολιτικός δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα στην πολιτική κονίστρα. Όμως, ο «απρόβλεπτος» Μπουτάρης παραμένει εδώ και δέκα χρόνια, πεισματάρης Βλάχος, στον δύσβατο δρόμο της αυτοδιοίκησης. Αυτό είναι και το νήμα που συνδέει τις φαινομενικά αλλοπρόσαλλες επιλογές του: ο άνθρωπος είναι καθαρόαιμος αυτοδιοικητικός και μέχρι μυελού οστέων ενεργό μέλος της κοινωνίας των πολιτών.
Ο Θεσσαλονικιός κυρ-Γιάννης, όπου κι αν «σερφάρει» πολιτικά, έχει κάποιες σταθερές εμμονές:Την αποκατάσταση της χαμένης σχέσης της πόλης με τη θάλασσα,την αποκέντρωση με αυτοδιοίκηση (6 διαμερίσματα, 6 μικρά δημαρχεία), τη στενή συνεργασία πόλης-πανεπιστημίου, τη λύτρωση της Θεσσαλονίκης από τη συντριπτική κυριαρχία του αυτοκινήτου και από το άγος των κατειλημμένων δημόσιων χώρων. Και, ως εμπειρικό καταστάλαγμα ανθρώπου μη φθονούντος δόξαν θεωρητικού, επιμένει ότι μόνον ο αυτενεργός και ο ελεύθερα σκεπτόμενος πολίτης έχει τη δύναμη, ενταγμένος σε συλλογικότητες, να επηρεάσει τα πράγματα προς το καλύτερο. «Ο καθένας μόνος του δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Πολλοί μαζί, χωρίς παρωπίδες, κάτι μπορούμε να κάνουμε».
Οι παρακάτω σκηνές διαδραματίζονται εν έτει 2006, κατά την αντίστοιχη προεκλογική περίοδο, στο εκλογικό κέντρο της νεοσύστατης τότε «πρωτοβουλίας»:
Ο επισκέπτης, γύρω στα 40, φάτσα ταλαιπωρημένη, μπαίνει φουριόζος και ψάχνει επίμονα τον Μπουτάρη. Δεν τον βρίσκει και αποχωρεί: «να του πείτε ότι αν με χρειαστεί (λέει όνομα), πέφτω στη φωτιά για πάρτη του. Ο κυρ-Γιάννης μ’ έβγαλε από τα σκληρά ναρκωτικά».
Η επισκέπτρια, φτωχοντυμένη και ντροπαλή. Δεν τον βρίσκει κι αυτή και φεύγει αφήνοντας το όνομά της. «Έστειλε την κόρη μου με έξοδά του στην Αμερική για αποτοξίνωση από το αλκοόλ. Όλη η οικογένειά μου είναι μαζί του».
Ο τρίτος, κοστουμάκι και γραβατούλα: «Μου έσωσε το μαγαζί από τα χρέη. Μου ‘δωσε 50 χιλιάδες δραχμές πριν κάτι χρονάκια κι ούτε απόδειξη δε ζήτησε. “Όταν ξεχρεώσεις”, μου είπε».
Το εύρος της κοινωνικότητάς του εκτείνεται από τον κόσμο των επιχειρήσεων και των αστών του κέντρου, ως τον ένοικο των παραπηγμάτων της υποβαθμισμένης Ξηροκρήνης. Ένας τέτοιος, μαυριδερός, γιγαντιαίος, με βρόμικη φανέλα και λιγδωμένο σγουρό μαλλί, σε μια περιοδεία της «πρωτοβουλίας» το 2008, ξεμπούκαρε από μια λαμαρινένια παράγκα, όρμησε κατά πάνω του με αλαλαγμούς και …τον αγκάλιασε τρυφερά αποκαλώντας τον «Γιάννη μου», ενώ οι άνθρωποι της συνοδείας του αναστέναζαν ανακουφισμένοι.
Οι δρόμοι και όλα τα μιλέτια της Θεσσαλονίκης τον αναγνωρίζουν, γιατί σαν άλλος Τζόνι Γουόκερ πάει παντού περπατώντας. «Αν δε λασπώσεις παπούτσι, δεν ξέρεις τη Θεσσαλονίκη», αποφθέγγεται συχνά.
Ως άνθρωπος της συνεχούς δράσης, αρχίζει κάτι, του δίνει την πρώτη ώθηση και μετά το αφήνει να πάρει τον δρόμο του, ενώ ο ίδιος ξεκινάει για το επόμενο: «ένωση πολιτών», «αρκτούρος», «φύση 2000», «κέντρο περιβάλλοντος και αειφόρου ανάπτυξης», «ανώνυμοι αλκοολικοί», «μακεδονικό μουσείο σύγχρονης τέχνης», παραδοσιακός οικισμός Νυμφαίου, κρασιά ονομασίας προέλευσης, «σύνδεσμος ελληνικού οίνου», «ευρωπαϊκή ενωση οινοπαραγωγικών περιφερειών», «διεθνής ακαδημία οίνου». Αλλά και δις «οινοποιός της χρονιάς», και «Ευρωπαίος ήρωας».
Οι αντίπαλοί του, τον περιμένουν αμείλικτοι στη γωνία. Κι αυτός, που και που τους κάνει τη χάρη πονοκεφαλιάζοντας τους συνεργάτες του, που έχουν την έγνοια της αποφυγής των «ολισθημάτων». «Ας τους να λένε, ας ταράξουμε και λίγο τα νερά», απαντάει μερικές φορές. Κάποιες άλλες παραδέχεται στα ίσα: «έκανα χοντρό φάουλ και πρέπει να το διορθώσω», ενώ είναι έτοιμος να διαπράξει το επόμενο…
Το δημαρχιλίκι, γι’ άλλους ατσαλάκωτο κοστούμι, γι’ άλλους σχοινί αναρρίχησης, για τον Μπουτάρη είναι βαριά ευθύνη. Παιδεύτηκε ώσπου να αποφασίσει ότι δεν είναι και ασήκωτη. Το σκέφτηκε καλά, το μέτρησε από πολλές πλευρές («δεν είμαι και κανένα τζόβενο») και τέλος μάζεψε τους συνεργάτες του: «παιδιά, δεν μπορώ να κάνω πίσω. Θα ένιωθα σαν να προδίδω όσους πίστεψαν σε μένα. Πάμε γερά! Αυτή τη φορά θα την πάρουμε την πόλη». Όλα δείχνουν πως οι Θεσσαλονικείς είναι έτοιμοι για την αλλαγή. Για πρώτη φορά μετά από 24 χρόνια, η κάθε μορφής συντήρηση έχει απέναντί της έναν πεισματάρη και ικανό αντίπαλο, που τον φοβάται ότι μπορεί να τη νικήσει. Ο Γιάννης Μπουτάρης με τους συνεργάτες του της πολύχρωμης «πρωτοβουλίας» θα φροντίσουν να δικαιώσουν αυτούς τους φόβους στις 7 Νοεμβρίου. Για την επιστροφή της ελπίδας, για μιαν ανάσα ζωής στην πόλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου