"Για µερικές µέρες, ο ιδιότυπος αυτός πολιτιστικός µηδενισµός, γοητευµένος από τη δυναµική του, διαλύει το κέντρο της πρωτεύουσας. Η άνοιξη της βίας µέσα στο καταχείµωνο, ωστόσο, όπως συνήθως συµβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποια στιγµή τελειώνει. Από τα αποκαΐδια δεν βγήκαν µηνύµατα για γενική χρήση. Τα πράγµατα κάπως µαζεύτηκαν, ένα είδος «πολιτικής ανοµίας» εγκαταστάθηκε στο κέντρο και προστέθηκε στη συνολική ανοµία, στη θεσµική πια αδιαφορία για τον καθηµερινό πολιτισµό."
Πολλοί µίλησαν για κίνηµα που το τροφοδότησε µια δίκαιη οργή, ορισµένοι το αµφισβήτησαν. Σήµερα, στη δίνη µιας µεγάλης κρίσης της χώρας, πώς φαντάζουν εκείνες οι ταραχές; Και τι έχει µείνει από τον απόηχό τους; ΝΕΑ, 4.12.10
Η βία δεν είναι αξία Του Περικλή Σ. Βαλλιανου
Αγανάκτηση παντός καιρού
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Κίνηµα νέας κοπής
Του Κώστα Κορνέτη
Πολιτιστικός µηδενισµός
Του Ηλία Κανέλλη Η βία δεν είναι αξία
Του Περικλή Σ. Βαλλιανου
Η βία, έλεγε ο Ρουσσώ, δεν θεµελιώνει δίκαιο. Η βία δεν είναι αξία. Ακόµα και για όσους την θεωρούσαν συστατικό της πολιτικής, όπως ο Χοµπς και οΜακιαβέλι, ήταν µέσο έσχατης αναφοράς υποταγµένο σε έναν ηθικό στόχο, στη νοµιµότητα και στο συλλογικό συµφέρον.
Και για µια τέτοια απόφαση δεν αρκεί ο συναισθηµατικός ερεθισµός κάποιων. Αυτός που εκστασιάζεται µε ένα θέαµα καταστροφής, αυτός, που όπωςο Νέρων απαγγέλλει ωδές ενώπιον της φλεγόµενης Ρώµης, µάλλον έχει τα ίδια εσωτερικά προβλήµατα όπως εκείνος ο αλλόκοτος ηγεµόνας. Αυτός που φαντασιώνεται και δουλεύει για το καθαρτήριο πυρ της Αποκαλύψεως δεν είναι πολιτικόον. Είναι κύµβαλοναλαλάζον ενός µυστικισµού πουγια χάρη του είναι πρόθυµος ναθυσιάσει τον κόσµο. Το ότι είναι διατεθειµένος να θυσιάσει και τον εαυτό του δεν τον αθωώνει, αλλά καθιστά ακόµα πιο απεχθήτην παράκρουση. Ηβία, ακόµα και ως µέσο πολιτικής in extremis, είναι µια αντιπολιτική κατάσταση. Φανερώνει ότι έχουν εκλείψεικαι οι ελάχιστεςσυνθήκες αµοιβαίαςαναγνώρισης καιαποδοχής που είναι προϋπόθεση για κοινωνία. Ακόµα κι αυτός που αναγκάζεται να σκοτώσειγια να σώσει τη ζωή του (πράγµα που δεν είναι έγκληµα στα µάτια του νόµου) γνωρίζει ότι έχει ξεπέσει σεάγριο θηρίο καισιχαίνεται την πράξη του.
Η ροµαντική εξιδανίκευση της βίας είναι µια απολιτική στάση. Κανένας δεν ήταν µεγαλύτερος εχθρός του πολιτικού ροµαντισµού από τον Μαρξ. Ο κοινωνικόςαγώνας δεν προκύπτει από την έξαψητης φαντασίας «της µάζας» από κάποιο ιλιγγιώδες όραµα. «Ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτον, και νυν πυρ τους υπεναντίους έδεται» διακηρύσσει η Εκκλησία του Μεσαίωνα. Από τέτοια µεταφυσική αλλοφροσύνη πήγασαν οι «ιεροί πόλεµοι», και η όποια πολιτική εκδοχή της δεν την κάνει λιγότερο απεχθή. Ο σταυροφόρος πολεµάει ένα «κακό» που είναι πρόθυµος να το διαπράξει στο πολλαπλάσιο για να υπηρετήσει τοδικό του «όραµα». ∆ιαµαρτύρεται για έναν αθώο που σκοτώνει ο εχθρός, αλλά µόνο επειδή είναι «δικός του». Αν χρειαστεί να σκοτώσει εκατό αθώους «των κακών» θα το πράξει αδίστακτα. Τέτοιος ριζοσπαστισµόςδεν έχει ηθικό, πολιτικό, ανθρώπινο έρεισµα. Το σύνθηµα «η φαντασία στην εξουσία» είναι µια κενή φράση. Η ανθρώπινη φαντασία είναι απειρόµορφη: παράγει από τις πιο ευγενείς ονειροπολήσεις ως τα πιο αποκρουστικά παραληρήµατα. Πολύ εύκολα, όπως το εικονογράφησε ο Γκόγια, γεννάει τέρατα που µε κανένα τρόπο δεν πρέπει να καταλάβουν την όποια εξουσία.
Η θέση της φαντασίας είναι στην τέχνη κι όχι στην πολιτική. Η πολιτική δεν είναι θέµα «του φαντασιακού». Είναι θέµα συλλογικής συνείδησης, όπως το όρισαν ο Χέγκελ καιο Μαρξ. Και συνείδηση δεν είναικάποιο ανεξέλεγκτο πέταγµα σταουράνια, αλλά πλέγµα αξιών που παράγεται από τηνπρακτική εµπλοκή µε τον κοινωνικό κόσµο. Η βία δεν φέρνει επαναστάσεις. Από το τέλος του 19ου αιώνα ο Ενγκελς είχεδιαπιστώσει ότι η βία δεν είχε σχέση µετην επανάσταση. Ηαναδιάταξη της κοινωνικής ζωής προκύπτει από τη συνειδητοποίησητης συνολικής κοινωνίας, µέσα από την παιδεία και τη συµµετοχή στα κοινά, ότι οι υπάρχοντες θεσµοί εξάντλησαν τον ιστορικό τους ρόλο.Και τότε η βία είναι αχρείαστη. Η έκρηξη της πολιτικής βίας απαξίωσε πολιτικάπειράµατα, όπως η Γαλλική Επανάσταση και ο κοµµουνισµός, ακυρώνοντας την απελευθερωτική διάσταση της ιδεολογίας τους. Εξέθρεψε ένα αµείλικτο στρατοκρατικό ήθος πουθεµελίωσε τυραννίες χειρότερες από αυτές που ανέτρεψαν.
Ο ΠερικλήςΣ. Βαλλιάνος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Δηµόσιας Διοίκησης του ΠανεπιστηµίουΑθηνών
Αγανάκτηση παντός καιρού
Του Τακή ΘεοδωροΠουλου
Τι έχει αποµείνει δύο χρόνια έπειτα από τα γεγονότα του ∆εκεµβρίου 2008;Σίγουρα και εν πρώτοις η τραυµατική ανάµνηση µιας κυβερνητικής και κρατικήςπαραλυσίας η οποίαάφησε την Αθήνα απροστάτευτη στο έλεος του νεφελώµατος της βίας που προκάλεσε η δολοφονία ενός δεκαεφτάχρονου παιδιού από έναν αστυνοµικό. Τις ηµέρες εκείνες η κυβέρνηση Καραµανλή έχασεκαι τα τελευταία ίχνη εµπιστοσύνης που της είχαν αποµείνει. Γκρεµίστηκεύστερα από µερικούς µήνες αφήνοντας πίσω της τοοικονοµικό ερείπιο που καταρρέειτώρα πάνω στα κεφάλια µας.
Εµεινε και η ανάµνηση των καµένων αυτοκινήτων στους δρόµους, των φλεγόµενων κάδων, µιας πόλης που ακόµη και τις ώρεςτης ηµέρας είχε ερηµώσει από τους κατοίκους της. Κάτι σαν απειλή, κάτι που όλοιφοβούνται πως µπορεί να επαναληφθεί ανά πάσα στιγµή και µε πιο άγρια µορφή, τότε που η πτώχευση δεν θα είναι πλέον επικείµενη αλλά παρούσα. Η δολοφονία τριών τραπεζοϋπαλλήλων τον περασµένο Μάιο δυστυχώς επιβεβαιώνει τους φόβους, όπως και οι επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία ή οι απειλές «θα µατώσουµε» εκείνου του αρχισυνδικαλιστή. Ο ∆εκέµβριος του 2008 απέδειξε ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει µεγάλα αποθέµατα βίας.
Αφήνωκατά µέρος όσους προσπαθούν να µε πείσουν πως τον ∆εκέµβριο του 2008 εξεγέρθηκε η αγανακτισµένη νεολαία κι ότι εγώ, ως µεγαλύτερος, οφείλω να την ακούσω. Ο καθένας έχει τους λόγους του και τον ναρκισσισµό που του αντιστοιχεί. ∆εν έχω αντίρρηση ότι οφείλω ναακούσω τη νεολαία, όµως έχω δικαίωµα κιεγώ να µιλήσω και να απορήσω.
Να απορήσω ρωτώντας τι ήθελε να µου πει η νεολαία τις ηµέρες εκείνες. Η βία από µόνη της δεν παράγει κοινωνική αξία. Η πολιτική αξία της βίας δεν είναι αυτονόητη. Αν η βία δεν θέλει να ταυτιστεί µε τον κοινό χουλιγκανισµό οφείλεινα επιχειρηµατολογήσει. Και είναι η αλήθεια ότι ο ∆εκέµβριος του 2008 σπατάλησε βία, υπήρξε όµως φτωχός σε επιχειρήµατα και σε συνθήµατα.
Το «µπάτσοι - γουρούνια- δολοφόνοι» δεν είναισύνθηµα. Είναι το σύµπτωµα µιας απολιθωµένης αντίδρασης, ένας σπασµός αγανάκτησης παντός καιρού πουεπαναλαµβάνεται µηχανικά από το 1974 ώς σήµερα. Ούτε ο προοδευτικός λυρισµός περί «αγανακτισµένης νεολαίας» είναι επιχείρηµα. Είναι το σύµπτωµα µιας γερασµένης και ενοχικής κοινωνίας η οποία ελπίζει, ακόµη µία φορά, ότι κάποιος άλλος, στην περίπτωση αυτή «οι νέοι», θα αναλάβουν το κόστος των δικών της ενοχών. Τότε µιλούσαν για τη γενιά των 700 ευρώ, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως τα παιδιά αυτά, στη συντριπτική τουςπλειονότητα, δεν είχαν ακόµη εργασθεί, για να ξέρουν τι σηµαίνει να ζεις µε 700 ευρώ. Η «αγανάκτηση παντός καιρού» µπορεί να είναιη πιο δηµοκρατικά µοιρασµένη αξία στο κοινωνικό χρηµατιστήριο, όµως το µόνο που καταφέρνει είναι να απελευθερώνει βία.
Και στις σηµερινές συνθήκες, δυστυχώς και τις αυριανές, όπου το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»µοιάζει ως η πιο πιθανή προοπτική, το να σπας και να καις λαµαρίνες, υαλοπίνακες ή κεφάλια δεν είναι τίποτε άλλο από την κήρυξη ενός πολέµου στον οποίο όλοι θα είναι εναντίον όλων. Μια προοπτική εκβαρβαρισµού που πρέπει να δουλέψουµε σκληρά για να την αποφύγουµε.
Κίνηµα νέας κοπής
Του ΚΩΣΤΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Τι ήταν τελικά ο Δεκέµβρης του 2008; Ηταν ένα ξέσπασµα αυθόρµητης αγανάκτησης σχετιζόµενης µε συγκεκριµένες δοµικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που πυροδότησε η δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, δρώντας ως «κρίσιµη στιγµή» για µια ολόκληρη γενιά. Ενα κοινωνικό κίνηµα «νέας κοπής», χωρίς οργανική σχέση µε οργανωµένους πολιτικούς φορείς µε παραδοσιακή έφεση στη διαµαρτυρία.
Πολυσυλλεκτικό και πολυκέφαλο, εµπεριείχε από αναρχικούς φοιτητές, δεκατετράχρονους «χούντις» και ευκατάστατα λυκειόπαιδα, µέχρι µπαχαλάκηδες και εξαθλιωµένους οικονοµικούς µετανάστες. Η ταυτόχρονη δράση όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων δηµιούργησε ένα εκρηκτικό µείγµα.
Τι δεν ήταν ο Δεκέµβρης; Σίγουρα δεν ήταν η τελετουργική αναβίωση του συγκρουσιακού µεταπολιτευτικού παρελθόντος, όπως λέχθηκε επανειληµµένα. Και αυτό γιατί αποτέλεσε µια ρήξη µε το κινηµατικό παρελθόν, φέρνοντας στην επιφάνεια µια κουλτούρα µε νέες συντεταγµένες και πρακτικές (καθιστικές διαµαρτυρίες, χάπενινγκ, διακοπή δελτίων και παραστάσεων, το µετα-σιτουασιονιστικό κάψιµο του χριστουγεννιάτικου δέντρου), κινηµατογραφικές και µουσικές αναφορές, αισθητική και λεξιλόγιο που σίγουρα δεν έχουν καµία σχέση µε την κουλτούρα της µεταπολίτευσης. Και µόνο το ότι η λεγόµενη γενιά των 700 ευρώ απέκτησε πολιτική σχέση µε την τεχνολογία και τη µετέτρεψε σε καινοτόµο δοµή µέσω του facebook, του twitter και των µπλογκ µε στόχο την εναλλακτική πληροφόρηση αλλά και τον συντονισµό δράσης καταδεικνύει το γεγονός πως δεν αποτέλεσε κλώνο κάποιου παλαιότερου συγκρουσιακού κύκλου. Εξίσου σηµαντική ήταν και η προσπάθεια δικτύωσης µε αντίστοιχους κύκλους του εξωτερικού που κατέστησε αυτό το κίνηµα ταυτόχρονα τοπικό και παγκόσµιο (glocal). Τι ζητούσε και τι το καινούργιο έφερε; Πέρα και από την ανάγκη διοχέτευσης ενός πολιτικού µηνύµατος οι ακτιβιστές που συµµετείχαν εξέφρασαν την ανάγκη να γίνουν «ορατοί». Ηταν µια εξέγερση ενάντια σε όλα, χωρίς σαφή αιτήµατα, που ζητούσε τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα («δεν ζητάµε τίποτα γιατί τα θέλουµε όλα»). Ο Δεκέµβρης µπορεί να µην είχε τελικά τη δυνατότητα να αλλάξει τα πράγµατα – ούτε οι εκφραστές του δηµιούργησαν ή έστω φαντασιώθηκαν εναλλακτικούς θεσµούς. Εφερε όµως µε έµφαση στην επιφάνεια θέµατα όπως το πολυσύνθετο ζήτηµα της µετανάστευσης. Οταν το Στέκι Αλβανών Μεταναστών δήλωνε πως «αυτές οι µέρες είναι και δικές µας», ταυτιζόµενο παράλληλα µε τις αναταραχές στα γαλλικά προάστια το 2005, σηµατοδοτούσε την ανάδυση στη δηµόσια σφαίρα ενός νέου υποκειµένου: του πολιτικά ριζοσπαστικοποιηµένου µετανάστη. Εστω και πρόσκαιρα οι µετανάστες (όπως και οι µαθητές) ένιωσαν να γίνονται φορείς ιστορικότητας.
Οσον αφορά µια ενδεχόµενη πολιτική κληρονοµιά των γεγονότων, η πιο θετική στιγµή ίσως του Δεκέµβρη ήρθε σε σχέση µε τη δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα στα τέλη του µήνα. Το κίνηµα ενσωµάτωσε στις διεκδικήσεις του ένα ρεύµα συµπαράστασης στην Κούνεβα που είχε ως αποτέλεσµα να ευαισθητοποιήσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Στις αρνητικές πτυχές της εξέγερσης συγκαταλέγεται, πέρα από την καθιέρωση ενός βίαιου ρεπερτόριου δράσης εφάµιλλου των λεγόµενων µπλακ µπλοκ, και η ανάδυση µιας νέας γενιάς τροµοκρατών που θεωρούν εαυτούς συνεχιστές του Δεκέµβρη µε άλλα µέσα. Πέρα όµως από αυτές τις πρώιµες σκέψεις, πιθανότατα θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ακόµα για να αποτιµηθεί ολοκληρωµένα η σηµασία αυτού του κινήµατος που κινήθηκε στα όρια ανάµεσα στην κοινωνική ανυπακοή και τη µανία καταστροφής, την ουτοπία και τον µηδενισµό, τη σοβαρότητα και την ειρωνεία, την τέχνη και την πολιτική. Ο Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία στο Πανεπιστήµιο Βrown
Πολιτιστικός µηδενισµός
Του ΗλίΑ ΚΑΝΕλλΗ
Στις 6 Δεκεµβρίου 2008, ο ειδικός φρουρός εν υπηρεσία Επαµεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί και σκοτώνει (µε άµεσο δόλο, κατά τη δικαστική ετυµηγορία) τον νεαρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο.
Λίγη ώρα µετά, οι εκδηλώσεις διαµαρτυρίας παίρνουν βίαιοχαρακτήρα.
Δηµιουργείται ένα κίνηµα αγανάκτησης µε ιδεολογικό όπλο την πολιτική βία και στόχους αδιευκρίνιστους.
Ενα κίνηµα ταραξιών που σπάνε µαγαζιά, καίνε αυτοκίνητα, παραλύουν την αγορά, εµποδίζουν την κίνηση, διαλύουν την κοινωνική συνοχή. Ενα κίνηµα που κηρύσσει την απείθεια, που αποστρέφεται ακόµα και το µικρό εκείνο µέρος της Αριστεράς το οποίο επιχειρεί να το οικειοποιηθεί, που προτρέπει σε συστηµατική αντικοινωνική συµπεριφορά, στην υπονόµευση των κανονισµών της καθηµερινότητας, στο σπάσιµο του κοινωνικού συµβολαίου. Ενα από τα άτυπα µανιφέστα του κινήµατος αυτού, καταγεγραµµένο στο βιβλίο των Α. Κυριακόπουλου - Ευθ.
Γουργουρή «Ανησυχία», είναι ενδεικτικό:
«Καταλάβετε σχολές, σαµποτάρετε τα ακυρωτικά µηχανήµατα, µπείτε σε άδεια σπίτια, πάρτε τηλέφωνο για βόµβα,ανάψτε τσιγάρο στο µετρό, γιουχάρετε τον κάθε ένστολο, παίξτε ποδόσφαιρο σε λεωφόρους, ερωτευτείτε, σπάστε βιτρίνες, απειλείστε (sic), απελευθερώστε κατσαρίδες σε δηµόσια κτήρια, κάντε φάρσες, πετάξτε µπογιές (…) απαλλοτριώστε σούπερ µάρκετ, ξεφουσκώστε λάστιχα περιπολικών, βάλτε τις φωνές, αφήστε απλήρωτους λογαριασµούς, γρατσουνίστε πολυτελή τζιπ, ρίξτε ζάχαρη στα µηχανήµατα δηµοσίων έργων, γράψτε µε σπρέυ, κωλυσιεργήστε στη δουλειά σας, παρακωλύστε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, φτύνετε στο πάτωµα σε εφορίες, αρνηθείτε να σερβίρετε µπάτσους, διαδώστε φήµες, ταλαιπωρήστε δηµοσίους υπαλλήλους, στείλτε google bombs, βουλώστε δηµόσιες τουαλέττες, µιλήστε µε αγνώστους, αχρηστέψτε ΑΤΜ».
Για µερικές µέρες, ο ιδιότυπος αυτός πολιτιστικός µηδενισµός, γοητευµένος από τη δυναµική του, διαλύει το κέντρο της πρωτεύουσας. Η άνοιξη της βίας µέσα στο καταχείµωνο, ωστόσο, όπως συνήθως συµβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποια στιγµή τελειώνει. Από τα αποκαΐδια δεν βγήκαν µηνύµατα για γενική χρήση. Τα πράγµατα κάπως µαζεύτηκαν, ένα είδος «πολιτικής ανοµίας» εγκαταστάθηκε στο κέντρο και προστέθηκε στη συνολική ανοµία, στη θεσµική πια αδιαφορία για τον καθηµερινό πολιτισµό. Τα µαγαζιά έφαγαν άγρια κατραπακιά, η κρίση τα είχε βρει πριν η ίδια εγκατασταθεί για να τα αποκάνει. Οι περίοικοι, όσοι µπορούν, ακόµα κι όσοι δεν το είχαν σκεφτεί, ασφυκτιούν στο κέντρο που γκετοποιείται – και κάποιοι που µπορούν το εγκαταλείπουν. Κάποιες νέες τροµοκρατικές οµάδες έκαναν την εµφάνισή τους, προστιθέµενη «αξία» στο χρηµατιστήριο του φόβου. Ο τότε υπεύθυνος υπουργός για τη Δηµόσια Τάξη, Προκόπης Παυλόπουλος, προσπαθεί να ξεχαστεί τι δεν έκανε... Ευτυχώς, υπάρχουν και δυο-τρία θετικά µηνύµατα. Το κοµµάτι της Αριστεράς που έκλεινε το µάτι στον πολιτιστικό αυτό µηδενισµό συρρικνώνεται και περιθωριοποιείται. Οι Αθηναίοι αρχίζουν και αντιδρούν στον πολιτιστικό µηδενισµό, ξαναδιεκδικούν το κοινωνικό συµβόλαιο – αρχίζοντας από την επιλογή µιας νέας δηµοτικής αρχής. Κι από τα φοβερά στην έντασή τους εκείνα γεγονότα δεν προέκυψε συνολικά µια απογοητευµένη, ηττηµένη γενιά - παρά τη γενικότερη κατήφεια λόγω της κρίσης. Εστω και υπό δυσµενείς συνθήκες, δηλαδή, η κανονικότητα επέστρεψε.
Του Περικλή Σ. Βαλλιανου
Η βία, έλεγε ο Ρουσσώ, δεν θεµελιώνει δίκαιο. Η βία δεν είναι αξία. Ακόµα και για όσους την θεωρούσαν συστατικό της πολιτικής, όπως ο Χοµπς και οΜακιαβέλι, ήταν µέσο έσχατης αναφοράς υποταγµένο σε έναν ηθικό στόχο, στη νοµιµότητα και στο συλλογικό συµφέρον.
Και για µια τέτοια απόφαση δεν αρκεί ο συναισθηµατικός ερεθισµός κάποιων. Αυτός που εκστασιάζεται µε ένα θέαµα καταστροφής, αυτός, που όπωςο Νέρων απαγγέλλει ωδές ενώπιον της φλεγόµενης Ρώµης, µάλλον έχει τα ίδια εσωτερικά προβλήµατα όπως εκείνος ο αλλόκοτος ηγεµόνας. Αυτός που φαντασιώνεται και δουλεύει για το καθαρτήριο πυρ της Αποκαλύψεως δεν είναι πολιτικόον. Είναι κύµβαλοναλαλάζον ενός µυστικισµού πουγια χάρη του είναι πρόθυµος ναθυσιάσει τον κόσµο. Το ότι είναι διατεθειµένος να θυσιάσει και τον εαυτό του δεν τον αθωώνει, αλλά καθιστά ακόµα πιο απεχθήτην παράκρουση. Ηβία, ακόµα και ως µέσο πολιτικής in extremis, είναι µια αντιπολιτική κατάσταση. Φανερώνει ότι έχουν εκλείψεικαι οι ελάχιστεςσυνθήκες αµοιβαίαςαναγνώρισης καιαποδοχής που είναι προϋπόθεση για κοινωνία. Ακόµα κι αυτός που αναγκάζεται να σκοτώσειγια να σώσει τη ζωή του (πράγµα που δεν είναι έγκληµα στα µάτια του νόµου) γνωρίζει ότι έχει ξεπέσει σεάγριο θηρίο καισιχαίνεται την πράξη του.
Η ροµαντική εξιδανίκευση της βίας είναι µια απολιτική στάση. Κανένας δεν ήταν µεγαλύτερος εχθρός του πολιτικού ροµαντισµού από τον Μαρξ. Ο κοινωνικόςαγώνας δεν προκύπτει από την έξαψητης φαντασίας «της µάζας» από κάποιο ιλιγγιώδες όραµα. «Ζήλος λήψεται λαόν απαίδευτον, και νυν πυρ τους υπεναντίους έδεται» διακηρύσσει η Εκκλησία του Μεσαίωνα. Από τέτοια µεταφυσική αλλοφροσύνη πήγασαν οι «ιεροί πόλεµοι», και η όποια πολιτική εκδοχή της δεν την κάνει λιγότερο απεχθή. Ο σταυροφόρος πολεµάει ένα «κακό» που είναι πρόθυµος να το διαπράξει στο πολλαπλάσιο για να υπηρετήσει τοδικό του «όραµα». ∆ιαµαρτύρεται για έναν αθώο που σκοτώνει ο εχθρός, αλλά µόνο επειδή είναι «δικός του». Αν χρειαστεί να σκοτώσει εκατό αθώους «των κακών» θα το πράξει αδίστακτα. Τέτοιος ριζοσπαστισµόςδεν έχει ηθικό, πολιτικό, ανθρώπινο έρεισµα. Το σύνθηµα «η φαντασία στην εξουσία» είναι µια κενή φράση. Η ανθρώπινη φαντασία είναι απειρόµορφη: παράγει από τις πιο ευγενείς ονειροπολήσεις ως τα πιο αποκρουστικά παραληρήµατα. Πολύ εύκολα, όπως το εικονογράφησε ο Γκόγια, γεννάει τέρατα που µε κανένα τρόπο δεν πρέπει να καταλάβουν την όποια εξουσία.
Η θέση της φαντασίας είναι στην τέχνη κι όχι στην πολιτική. Η πολιτική δεν είναι θέµα «του φαντασιακού». Είναι θέµα συλλογικής συνείδησης, όπως το όρισαν ο Χέγκελ καιο Μαρξ. Και συνείδηση δεν είναικάποιο ανεξέλεγκτο πέταγµα σταουράνια, αλλά πλέγµα αξιών που παράγεται από τηνπρακτική εµπλοκή µε τον κοινωνικό κόσµο. Η βία δεν φέρνει επαναστάσεις. Από το τέλος του 19ου αιώνα ο Ενγκελς είχεδιαπιστώσει ότι η βία δεν είχε σχέση µετην επανάσταση. Ηαναδιάταξη της κοινωνικής ζωής προκύπτει από τη συνειδητοποίησητης συνολικής κοινωνίας, µέσα από την παιδεία και τη συµµετοχή στα κοινά, ότι οι υπάρχοντες θεσµοί εξάντλησαν τον ιστορικό τους ρόλο.Και τότε η βία είναι αχρείαστη. Η έκρηξη της πολιτικής βίας απαξίωσε πολιτικάπειράµατα, όπως η Γαλλική Επανάσταση και ο κοµµουνισµός, ακυρώνοντας την απελευθερωτική διάσταση της ιδεολογίας τους. Εξέθρεψε ένα αµείλικτο στρατοκρατικό ήθος πουθεµελίωσε τυραννίες χειρότερες από αυτές που ανέτρεψαν.
Ο ΠερικλήςΣ. Βαλλιάνος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Δηµόσιας Διοίκησης του ΠανεπιστηµίουΑθηνών
Αγανάκτηση παντός καιρού
Του Τακή ΘεοδωροΠουλου
Τι έχει αποµείνει δύο χρόνια έπειτα από τα γεγονότα του ∆εκεµβρίου 2008;Σίγουρα και εν πρώτοις η τραυµατική ανάµνηση µιας κυβερνητικής και κρατικήςπαραλυσίας η οποίαάφησε την Αθήνα απροστάτευτη στο έλεος του νεφελώµατος της βίας που προκάλεσε η δολοφονία ενός δεκαεφτάχρονου παιδιού από έναν αστυνοµικό. Τις ηµέρες εκείνες η κυβέρνηση Καραµανλή έχασεκαι τα τελευταία ίχνη εµπιστοσύνης που της είχαν αποµείνει. Γκρεµίστηκεύστερα από µερικούς µήνες αφήνοντας πίσω της τοοικονοµικό ερείπιο που καταρρέειτώρα πάνω στα κεφάλια µας.
Εµεινε και η ανάµνηση των καµένων αυτοκινήτων στους δρόµους, των φλεγόµενων κάδων, µιας πόλης που ακόµη και τις ώρεςτης ηµέρας είχε ερηµώσει από τους κατοίκους της. Κάτι σαν απειλή, κάτι που όλοιφοβούνται πως µπορεί να επαναληφθεί ανά πάσα στιγµή και µε πιο άγρια µορφή, τότε που η πτώχευση δεν θα είναι πλέον επικείµενη αλλά παρούσα. Η δολοφονία τριών τραπεζοϋπαλλήλων τον περασµένο Μάιο δυστυχώς επιβεβαιώνει τους φόβους, όπως και οι επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία ή οι απειλές «θα µατώσουµε» εκείνου του αρχισυνδικαλιστή. Ο ∆εκέµβριος του 2008 απέδειξε ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει µεγάλα αποθέµατα βίας.
Αφήνωκατά µέρος όσους προσπαθούν να µε πείσουν πως τον ∆εκέµβριο του 2008 εξεγέρθηκε η αγανακτισµένη νεολαία κι ότι εγώ, ως µεγαλύτερος, οφείλω να την ακούσω. Ο καθένας έχει τους λόγους του και τον ναρκισσισµό που του αντιστοιχεί. ∆εν έχω αντίρρηση ότι οφείλω ναακούσω τη νεολαία, όµως έχω δικαίωµα κιεγώ να µιλήσω και να απορήσω.
Να απορήσω ρωτώντας τι ήθελε να µου πει η νεολαία τις ηµέρες εκείνες. Η βία από µόνη της δεν παράγει κοινωνική αξία. Η πολιτική αξία της βίας δεν είναι αυτονόητη. Αν η βία δεν θέλει να ταυτιστεί µε τον κοινό χουλιγκανισµό οφείλεινα επιχειρηµατολογήσει. Και είναι η αλήθεια ότι ο ∆εκέµβριος του 2008 σπατάλησε βία, υπήρξε όµως φτωχός σε επιχειρήµατα και σε συνθήµατα.
Το «µπάτσοι - γουρούνια- δολοφόνοι» δεν είναισύνθηµα. Είναι το σύµπτωµα µιας απολιθωµένης αντίδρασης, ένας σπασµός αγανάκτησης παντός καιρού πουεπαναλαµβάνεται µηχανικά από το 1974 ώς σήµερα. Ούτε ο προοδευτικός λυρισµός περί «αγανακτισµένης νεολαίας» είναι επιχείρηµα. Είναι το σύµπτωµα µιας γερασµένης και ενοχικής κοινωνίας η οποία ελπίζει, ακόµη µία φορά, ότι κάποιος άλλος, στην περίπτωση αυτή «οι νέοι», θα αναλάβουν το κόστος των δικών της ενοχών. Τότε µιλούσαν για τη γενιά των 700 ευρώ, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως τα παιδιά αυτά, στη συντριπτική τουςπλειονότητα, δεν είχαν ακόµη εργασθεί, για να ξέρουν τι σηµαίνει να ζεις µε 700 ευρώ. Η «αγανάκτηση παντός καιρού» µπορεί να είναιη πιο δηµοκρατικά µοιρασµένη αξία στο κοινωνικό χρηµατιστήριο, όµως το µόνο που καταφέρνει είναι να απελευθερώνει βία.
Και στις σηµερινές συνθήκες, δυστυχώς και τις αυριανές, όπου το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»µοιάζει ως η πιο πιθανή προοπτική, το να σπας και να καις λαµαρίνες, υαλοπίνακες ή κεφάλια δεν είναι τίποτε άλλο από την κήρυξη ενός πολέµου στον οποίο όλοι θα είναι εναντίον όλων. Μια προοπτική εκβαρβαρισµού που πρέπει να δουλέψουµε σκληρά για να την αποφύγουµε.
Η πολιτική αξία της βίας δεν είναι αυτονόητη.Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι συγγραφέας
Αν η βία δεν θέλει να ταυτιστεί µε τον κοινό χουλιγκανισµό οφείλει να επιχειρηµατολογήσει.
Και είναι η αλήθεια ότι ο Δεκέµβριος του 2008 σπατάλησε βία, υπήρξε όµως φτωχός σε επιχειρήµατα και σε συνθήµατα
Κίνηµα νέας κοπής
Του ΚΩΣΤΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
Τι ήταν τελικά ο Δεκέµβρης του 2008; Ηταν ένα ξέσπασµα αυθόρµητης αγανάκτησης σχετιζόµενης µε συγκεκριµένες δοµικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που πυροδότησε η δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, δρώντας ως «κρίσιµη στιγµή» για µια ολόκληρη γενιά. Ενα κοινωνικό κίνηµα «νέας κοπής», χωρίς οργανική σχέση µε οργανωµένους πολιτικούς φορείς µε παραδοσιακή έφεση στη διαµαρτυρία.
Πολυσυλλεκτικό και πολυκέφαλο, εµπεριείχε από αναρχικούς φοιτητές, δεκατετράχρονους «χούντις» και ευκατάστατα λυκειόπαιδα, µέχρι µπαχαλάκηδες και εξαθλιωµένους οικονοµικούς µετανάστες. Η ταυτόχρονη δράση όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων δηµιούργησε ένα εκρηκτικό µείγµα.
Τι δεν ήταν ο Δεκέµβρης; Σίγουρα δεν ήταν η τελετουργική αναβίωση του συγκρουσιακού µεταπολιτευτικού παρελθόντος, όπως λέχθηκε επανειληµµένα. Και αυτό γιατί αποτέλεσε µια ρήξη µε το κινηµατικό παρελθόν, φέρνοντας στην επιφάνεια µια κουλτούρα µε νέες συντεταγµένες και πρακτικές (καθιστικές διαµαρτυρίες, χάπενινγκ, διακοπή δελτίων και παραστάσεων, το µετα-σιτουασιονιστικό κάψιµο του χριστουγεννιάτικου δέντρου), κινηµατογραφικές και µουσικές αναφορές, αισθητική και λεξιλόγιο που σίγουρα δεν έχουν καµία σχέση µε την κουλτούρα της µεταπολίτευσης. Και µόνο το ότι η λεγόµενη γενιά των 700 ευρώ απέκτησε πολιτική σχέση µε την τεχνολογία και τη µετέτρεψε σε καινοτόµο δοµή µέσω του facebook, του twitter και των µπλογκ µε στόχο την εναλλακτική πληροφόρηση αλλά και τον συντονισµό δράσης καταδεικνύει το γεγονός πως δεν αποτέλεσε κλώνο κάποιου παλαιότερου συγκρουσιακού κύκλου. Εξίσου σηµαντική ήταν και η προσπάθεια δικτύωσης µε αντίστοιχους κύκλους του εξωτερικού που κατέστησε αυτό το κίνηµα ταυτόχρονα τοπικό και παγκόσµιο (glocal). Τι ζητούσε και τι το καινούργιο έφερε; Πέρα και από την ανάγκη διοχέτευσης ενός πολιτικού µηνύµατος οι ακτιβιστές που συµµετείχαν εξέφρασαν την ανάγκη να γίνουν «ορατοί». Ηταν µια εξέγερση ενάντια σε όλα, χωρίς σαφή αιτήµατα, που ζητούσε τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα («δεν ζητάµε τίποτα γιατί τα θέλουµε όλα»). Ο Δεκέµβρης µπορεί να µην είχε τελικά τη δυνατότητα να αλλάξει τα πράγµατα – ούτε οι εκφραστές του δηµιούργησαν ή έστω φαντασιώθηκαν εναλλακτικούς θεσµούς. Εφερε όµως µε έµφαση στην επιφάνεια θέµατα όπως το πολυσύνθετο ζήτηµα της µετανάστευσης. Οταν το Στέκι Αλβανών Μεταναστών δήλωνε πως «αυτές οι µέρες είναι και δικές µας», ταυτιζόµενο παράλληλα µε τις αναταραχές στα γαλλικά προάστια το 2005, σηµατοδοτούσε την ανάδυση στη δηµόσια σφαίρα ενός νέου υποκειµένου: του πολιτικά ριζοσπαστικοποιηµένου µετανάστη. Εστω και πρόσκαιρα οι µετανάστες (όπως και οι µαθητές) ένιωσαν να γίνονται φορείς ιστορικότητας.
Οσον αφορά µια ενδεχόµενη πολιτική κληρονοµιά των γεγονότων, η πιο θετική στιγµή ίσως του Δεκέµβρη ήρθε σε σχέση µε τη δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα στα τέλη του µήνα. Το κίνηµα ενσωµάτωσε στις διεκδικήσεις του ένα ρεύµα συµπαράστασης στην Κούνεβα που είχε ως αποτέλεσµα να ευαισθητοποιήσει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Στις αρνητικές πτυχές της εξέγερσης συγκαταλέγεται, πέρα από την καθιέρωση ενός βίαιου ρεπερτόριου δράσης εφάµιλλου των λεγόµενων µπλακ µπλοκ, και η ανάδυση µιας νέας γενιάς τροµοκρατών που θεωρούν εαυτούς συνεχιστές του Δεκέµβρη µε άλλα µέσα. Πέρα όµως από αυτές τις πρώιµες σκέψεις, πιθανότατα θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ακόµα για να αποτιµηθεί ολοκληρωµένα η σηµασία αυτού του κινήµατος που κινήθηκε στα όρια ανάµεσα στην κοινωνική ανυπακοή και τη µανία καταστροφής, την ουτοπία και τον µηδενισµό, τη σοβαρότητα και την ειρωνεία, την τέχνη και την πολιτική. Ο Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία στο Πανεπιστήµιο Βrown
Πολιτιστικός µηδενισµός
Του ΗλίΑ ΚΑΝΕλλΗ
Στις 6 Δεκεµβρίου 2008, ο ειδικός φρουρός εν υπηρεσία Επαµεινώνδας Κορκονέας πυροβολεί και σκοτώνει (µε άµεσο δόλο, κατά τη δικαστική ετυµηγορία) τον νεαρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο.
Λίγη ώρα µετά, οι εκδηλώσεις διαµαρτυρίας παίρνουν βίαιοχαρακτήρα.
Δηµιουργείται ένα κίνηµα αγανάκτησης µε ιδεολογικό όπλο την πολιτική βία και στόχους αδιευκρίνιστους.
Ενα κίνηµα ταραξιών που σπάνε µαγαζιά, καίνε αυτοκίνητα, παραλύουν την αγορά, εµποδίζουν την κίνηση, διαλύουν την κοινωνική συνοχή. Ενα κίνηµα που κηρύσσει την απείθεια, που αποστρέφεται ακόµα και το µικρό εκείνο µέρος της Αριστεράς το οποίο επιχειρεί να το οικειοποιηθεί, που προτρέπει σε συστηµατική αντικοινωνική συµπεριφορά, στην υπονόµευση των κανονισµών της καθηµερινότητας, στο σπάσιµο του κοινωνικού συµβολαίου. Ενα από τα άτυπα µανιφέστα του κινήµατος αυτού, καταγεγραµµένο στο βιβλίο των Α. Κυριακόπουλου - Ευθ.
Γουργουρή «Ανησυχία», είναι ενδεικτικό:
«Καταλάβετε σχολές, σαµποτάρετε τα ακυρωτικά µηχανήµατα, µπείτε σε άδεια σπίτια, πάρτε τηλέφωνο για βόµβα,ανάψτε τσιγάρο στο µετρό, γιουχάρετε τον κάθε ένστολο, παίξτε ποδόσφαιρο σε λεωφόρους, ερωτευτείτε, σπάστε βιτρίνες, απειλείστε (sic), απελευθερώστε κατσαρίδες σε δηµόσια κτήρια, κάντε φάρσες, πετάξτε µπογιές (…) απαλλοτριώστε σούπερ µάρκετ, ξεφουσκώστε λάστιχα περιπολικών, βάλτε τις φωνές, αφήστε απλήρωτους λογαριασµούς, γρατσουνίστε πολυτελή τζιπ, ρίξτε ζάχαρη στα µηχανήµατα δηµοσίων έργων, γράψτε µε σπρέυ, κωλυσιεργήστε στη δουλειά σας, παρακωλύστε την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, φτύνετε στο πάτωµα σε εφορίες, αρνηθείτε να σερβίρετε µπάτσους, διαδώστε φήµες, ταλαιπωρήστε δηµοσίους υπαλλήλους, στείλτε google bombs, βουλώστε δηµόσιες τουαλέττες, µιλήστε µε αγνώστους, αχρηστέψτε ΑΤΜ».
Για µερικές µέρες, ο ιδιότυπος αυτός πολιτιστικός µηδενισµός, γοητευµένος από τη δυναµική του, διαλύει το κέντρο της πρωτεύουσας. Η άνοιξη της βίας µέσα στο καταχείµωνο, ωστόσο, όπως συνήθως συµβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποια στιγµή τελειώνει. Από τα αποκαΐδια δεν βγήκαν µηνύµατα για γενική χρήση. Τα πράγµατα κάπως µαζεύτηκαν, ένα είδος «πολιτικής ανοµίας» εγκαταστάθηκε στο κέντρο και προστέθηκε στη συνολική ανοµία, στη θεσµική πια αδιαφορία για τον καθηµερινό πολιτισµό. Τα µαγαζιά έφαγαν άγρια κατραπακιά, η κρίση τα είχε βρει πριν η ίδια εγκατασταθεί για να τα αποκάνει. Οι περίοικοι, όσοι µπορούν, ακόµα κι όσοι δεν το είχαν σκεφτεί, ασφυκτιούν στο κέντρο που γκετοποιείται – και κάποιοι που µπορούν το εγκαταλείπουν. Κάποιες νέες τροµοκρατικές οµάδες έκαναν την εµφάνισή τους, προστιθέµενη «αξία» στο χρηµατιστήριο του φόβου. Ο τότε υπεύθυνος υπουργός για τη Δηµόσια Τάξη, Προκόπης Παυλόπουλος, προσπαθεί να ξεχαστεί τι δεν έκανε... Ευτυχώς, υπάρχουν και δυο-τρία θετικά µηνύµατα. Το κοµµάτι της Αριστεράς που έκλεινε το µάτι στον πολιτιστικό αυτό µηδενισµό συρρικνώνεται και περιθωριοποιείται. Οι Αθηναίοι αρχίζουν και αντιδρούν στον πολιτιστικό µηδενισµό, ξαναδιεκδικούν το κοινωνικό συµβόλαιο – αρχίζοντας από την επιλογή µιας νέας δηµοτικής αρχής. Κι από τα φοβερά στην έντασή τους εκείνα γεγονότα δεν προέκυψε συνολικά µια απογοητευµένη, ηττηµένη γενιά - παρά τη γενικότερη κατήφεια λόγω της κρίσης. Εστω και υπό δυσµενείς συνθήκες, δηλαδή, η κανονικότητα επέστρεψε.
3 σχόλια:
Γράφει ο Κορνέτης: ,,,,η σηµασία αυτού του κινήµατος που κινήθηκε στα όρια ανάµεσα στην κοινωνική ανυπακοή και τη µανία καταστροφής, την ουτοπία και τον µηδενισµό, τη σοβαρότητα και την ειρωνεία, την τέχνη και την πολιτική.
Αυτά που τα είδε, πότε πρόλαβε; Ειδικά η σοβαρότητα, η τέχνη , η πολιτική από ποιους εκπορεύθηκε και ποιοι την προσέλαβαν; Εκτός αν εμείς είμαστε στην Αμερική και ο κειμενογράφος στην Ελλάδα.
@ Αζορ
Εσύ πάντως σίγουρα δε ζεις ανάμεσα σε ανθρώπους,μάλλον από cartoon αμερικάνικο δείχνεις να έχεις "δραπετεύσει", σαχλαμάρα.
Πόσο και Πόσα
@ Αζορ
Και βέβαια για τοΝ ΚανεΛΛη κουβέντα.
Ευτυχώς που μας θυμίζει τις δηλώσεις των αλητοπασοκων της εποχής (γαπ-ανδρουλάκης) συν την ανανεωτική ξεφτίλα που ζήταγαν που είναι το κράτος!!!
Στη μοναδική στιγμή που η ΝΔ έδειχνε οτι και συναίσθηση ευθύνης είχε και επέκταση της αιματοχυσίας δεν ήθελε.
παικοΚουρέληδες!
Δημοσίευση σχολίου