από την Προοδευτική Πολιτική
Μόλις χτυπάμε το κουδούνι της πολυκατοικίας, σε ένα προάστιο της Αθήνας, αυτομάτως τα φώτα στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου σβήνουν και τα πατζούρια κατεβαίνουν. Είναι προφανές πως είμαστε ανεπιθύμητοι. Από τότε που ο 62χρονος Νίκος Κανελλόπουλος άρχισε να εμφανίζεται στα πρωτοσέλιδα, δεν είναι πια διαθέσιμος για σχόλια στους δημοσιογράφους.
Η καριέρα του πρέπει να ήταν εντυπωσιακά επικερδής: σύμφωνα με τις ελεγκτικές αρχές, είναι κάτοχος δέκα ακινήτων, συμπεριλαμβανομένου του έκτασης 126m2 διαμερίσματός του, στο προάστιο της Νίκαιας.
Οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης πως διατηρεί ένδεκα προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε τέσσερις διαφορετικές τράπεζες. Το σύνολο των καταθέσεών του ανέρχεται στο αξιοσέβαστο ποσό των 8,923,506 ευρώ και 58 λεπτών. Από αυτά, πάνω από 8 εκατομμύρια κατατέθηκαν την τελευταία δεκαετία της σταδιοδρομίας του.
Το ερώτημα είναι: πού βρέθηκαν αυτά τα λεφτά;
Η περίπτωση Κανελλόπουλου είναι ενδεικτική της ελληνικής παθογένειας. Απασχολεί δε την επικαιρότητα, επειδή αντιβαίνει κραυγαλέα με τις έντονες προσπάθειες του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου να αποφύγει η Ελλάδα τη χρεοκοπία, που συνεχίζει να την απειλεί.
Υπερδιογκωμένες δημόσιες υπηρεσίες
Εκτός από το να αλλάζει εκ βάθρων τα δημόσια οικονομικά της χώρας, ο πρωθυπουργός καλείται να μετεκπαιδεύσει ένα ολόκληρο έθνος. Παρά τις συνεχείς απεργίες, αύξησε τους φόρους, εφάρμοσε ένα αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας και μείωσε το διογκωμένο κράτος.
Οι ραγδαίες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ονόματι «Καλλικράτης», είναι πρωτοφανείς για την Ελλάδα. Στις αρχές του έτους ο αριθμός των δήμων μειώθηκε από 1,074 σε 325 και αυτός των περιφερειών από 52 σε 13. Με τόσα πολλά επίπεδα διοίκησης «η διαφθορά είναι σχεδόν φυσική συνέπεια», επισημαίνει ο υπουργός εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας, σημειώνοντας πως ο «Καλλικράτης» είναι ένας από τους σημαντικούς θεμέλιους λίθους της «νέας Ελλάδας». Οι Έλληνες ψηφοφόροι φαίνεται να συμφωνούν, καθώς στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές εκλογές έδωσαν και πάλι τη νίκη στους σοσιαλιστές του Παπανδρέου, αν και με πολύ μικρότερη διαφορά από ότι στις βουλευτικές του περασμένου Οκτωβρίου.
Φυσικά η ελληνική κυβέρνηση ξεζουμίζει για προπαγανδιστικούς λόγους υποθέσεις σαν αυτή του Κανελλόπουλου, υπογραμμίζοντας πόσο βρώμικες είναι οι υποθέσεις που επιτέλους εξιχνιάζονται.
Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα;
Την υπόθεση Κανελλόπουλου την έφερε στο προσκήνιο ο γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής. Δουλειά του είναι να εντοπίζει περιπτώσεις σπατάλης και διαφθοράς στις τάξεις της κρατικής γραφειοκρατίας. Αν και ουδέποτε ανέφερε ονόματα, κοινοποίησε τόσα στοιχεία και λεπτομέρειες για τη συγκεκριμένη υπόθεση, που ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος εντοπίστηκε από τις αρχές με ευκολία.
«Δε θέλουμε να σχολιάσουμε αυτό το θέμα»
Ο Κανελλόπουλος ισχυρίζεται πως έλαβε αυτά τα χρήματα ως κρατική επιδότηση για μια πολιτιστική οργάνωση του υπουργείου, που διοργανώνει χριστουγεννιάτικους εορτασμούς, θερινά πάρτι και την ψυχαγωγία των στελεχών του υπουργείου. Υπήρξε πράγματι αντιπρόεδρος αυτού του οργανισμού δύο φορές, για μικρό χρονικό διάστημα, το 1996 και το 1998. Σύμφωνα με το πόρισμα της διοικητικής έρευνας των φορολογικών αρχών, που το «Σπίγκελ» κατόρθωσε να εξασφαλίσει, το μόνο πρόβλημα με το άλλοθί του είναι πως δεν μπορεί να προσκομίσει την παραμικρή απόδειξη όσων λέει.
Ο Κανελλόπουλος αποφεύγει τις δημόσιες παρεμβάσεις. «Δε θέλουμε να σχολιάσουμε αυτό το θέμα», λέει η γυναίκα του Αθανασία. Από την άλλη, είναι μάλλον απίθανο πως θα έχουν ποινικές επιπτώσεις. Έχουμε κι εδώ μια τυπικά ελληνική εξέλιξη.
Στην περίπτωση Κανελλόπουλου εκδηλώνεται το κλίμα που είναι κοινώς γνωστό ως «ατιμωρησία», που μπορεί να υπονομεύσει σοβαρά τις όποιες προσπάθειες για αλλαγή της Ελλάδας. Μαζί με την «ατιμωρησία», το «φακελάκι» (ο όρος που χρησιμοποιείται για τις μικρο-δωροδοκίες) και το «ρουσφέτι» (οι προσωπικές χάρες) αποτελούν το τριαδικό σήμα κατατεθέν της ελληνικής κρίσης. Οι όροι αυτοί γίνονται σταδιακά γνωστοί ανά την Ευρώπη, για να περιγράψουν τις περιπτώσεις κραυγαλέας κακοδιαχείρισης.
Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό δικαστικό σύστημα επικρίνεται ως αργό και αναποτελεσματικό, με δικογραφίες που «παραπέφτουν» ή αργοπορούν επί χρόνια. Σύμφωνα με τον γενικό επιθεωρητή Ρακιντζή, το ευρωπαϊκό δικαστήριο έχει ήδη καταδικάσει την ελληνική κυβέρνηση 340 φορές για σχετικές υποθέσεις.
Επί χρόνια συζητούνται επίσης τα «παραθυράκια» που παρέχει το ελληνικό νομικό πλαίσιο στους παραβάτες. Στην περίπτωση Κανελλόπουλου επί παραδείγματι, οι φορολογικές αρχές κατέληξαν στο εξωφρενικό συμπέρασμα πως δε δικαιούνται να ζητήσουν φορολογικές καταβολές για τις υπέρογκες καταθέσεις, διότι τα ευρεθέντα ποσά «δε σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα του κατόχου τους», πράγμα που σημαίνει «πως νομικά δεν είναι δυνατό να φορολογηθούν, έστω κι αν έχουν αποκτηθεί με παράνομο τρόπο».
Ειδική μεταχείριση
Το καινούργιο είναι οι κατηγορίες που εξαπέλυσε πρόσφατα ενώπιον μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής ο γενικός επιθεωρητής Ρακιντζής πως το δικαστικό σύστημα καλύπτει συστηματικά υποθέσεις διαφθοράς στις οποίες αναμειγνύονται δημόσιοι λειτουργοί και αξιωματούχοι. Ως πρώην δικαστής, με 38 χρόνια προϋπηρεσίας και πρώην μέλος του Αρείου Πάγου (του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας), ο Ρακιντζής ομιλεί μετά λόγου γνώσεως.
Όπως κατέθεσε στην κοινοβουλευτική επιτροπή, ακόμα και οι εισαγγελείς ελάχιστα ενδιαφέρον δείχνουν για να ασκήσουν συστηματικές διώξεις. Πέραν τούτων, πρόσθεσε «υπάρχουν δικαστικές ετυμηγορίες εντελώς ακατανόητες με νομικά κριτήρια, σύμφωνα τουλάχιστο με την εμπειρία μου». Ισχυρίζεται πως οι ισχυροί τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης.
Από τότε που ανέλαβε τα σημερινά του καθήκοντα, το 2004, ο Ρακιντζής παρέπεμψε στις διωκτικές αρχές 427 περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας, υπεξαίρεσης, διαφθοράς και δωροδοκίας. Παρά τις προσπάθειές του, αναφέρει σοκαρισμένος, ούτε μια από τις υποθέσεις αυτές δεν έφτασε στο ακροατήριο, παρά τις παραινέσεις προς τους εισαγγελείς. «H συνήθης δικαιολογία είναι πως βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της προανάκρισης», λέει διπλωματικά ο Ρακιντζής.
Οι παρατηρήσεις του γνωρίζουν ακόμα μικρότερη απήχηση στο εσωτερικό της χώρας. Φέτος το καλοκαίρι, ο Ρακιντζής διαμαρτυρήθηκε επισήμως κατά του ανωτάτου δικαστηρίου, επισημαίνοντας πως πολλές από τις υποθέσεις που ανέφερε παραμένουν στα συρτάρια. Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου αντέδρασε ακαριαία αλλά όχι όπως αναμενόταν. Έδωσε στο Ρακιντζή διορία να της προσκομίσει συγκεκριμένες γραπτές αποδείξεις για τα λεγόμενά του. Ο Ρακιντζής ανταποκρίθηκε ένα μήνα αργότερα, προσθέτοντας στον κατάλογο άλλες 749 περιπτώσεις. Ακόμα περιμένει την αντίδραση της εισαγγελίας.
«Η θέση μου είναι τιμητική, δεν είμαι έμμισθος», επισημαίνει ο Ρακιντζής, ένας κοντόχοντρος άνδρας που θεωρεί πως ασκεί λειτούργημα. «Είμαι άρα ελεύθερος να πράττω κατά βούληση».
«Ο μεγάλος ασθενής»
Απελευθερωμένος από δεσμεύσεις, αποκαλύπτει σκάνδαλα και ασκεί δριμεία κριτική, χωρίς να νοιάζεται για το όνομα ή το αξίωμα όσων καταγγέλλει. Ανακάλυψε επί παραδείγματι το διαβόητο οργανισμό που είχε δημιουργηθεί το 1957 για να επιβλέψει την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας, κοντά στη Θήβα. Η λίμνη αποξηράνθηκε το ίδιο έτος, αλλά ο οργανισμός εξακολουθεί να απασχολεί 30 άτομα ως σήμερα. Επιτέλους φέτος συμπεριλήφθηκε σε έναν κατάλογο 750 κρατικών υπηρεσιών και οργανισμών που θα πρέπει να κλείσουν. Το μόνο ερώτημα είναι: πότε θα γίνει αυτό;
Εδώ και τρία σχεδόν χρόνια, ο Ρακιντζής αποκάλυψε πως 32 ιατροί, που εργάζονταν στο μεγαλύτερο δημόσιο νοσοκομείο της χώρας, είχαν δηλώσει περί τις 400 πλαστικές επεμβάσεις ως εγχειρήσεις καρδιάς, οφθαλμών ή παχέως εντέρου. Με τον τρόπο αυτό, το κόστος των πλαστικών επεμβάσεων καλύφθηκε από τα ασφαλιστικά ταμεία, που κανονικά δεν αποπληρώνουν πλαστικές επεμβάσεις. «Επρόκειτο περί συμμορίας», λέει ο Ρακιντζής. Μάλιστα τα μέλη αυτής της συμμορίας είχαν το θράσος να δίνουν προτεραιότητα σε αυτές τις πλαστικές επεμβάσεις, την ίδια στιγμή που εκκρεμούσαν οι χειρουργικές επεμβάσεις ασθενών με σοβαρότατα προβλήματα υγείας.
Αλλά ούτε κι αυτή η υπόθεση έφτασε στο ακροατήριο. «Ώρες-ώρες είναι λες και δεν έχουμε δικαστικό σύστημα», λέει ο πρώην δικαστής Ρακιντζής. «Το δικαστικό μας σύστημα είναι ο μεγάλος ασθενής».
Ο Manfred Ertel είναι πολιτικός συντάκτης του «Σπίγκελ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου