Με εθνικό αναστεναγµό ανακούφισης αποχαιρετήσαµε και αυτήν τη φορά την τρόικα, έχοντας εξασφαλίσει ότι η τρίτη δόση του δανείου θα εισρεύσει στα κρατικά ταµεία µέσα στον Δεκέµβριο από το ΔΝΤ, αρχές Ιανουαρίου από τις χώρες της ευρωζώνης. Από ό,τι φαίνεται τουλάχιστον, διότι εκκρεµεί ακόµα η απόφαση του Συµβουλίου των Υπουργών. Εφόσον όµως η εισήγηση Ευρωπαϊκής Επιτροπής και Κεντρικής Τράπεζας είναι θετική, η έγκριση µάλλον θα πρέπει να αναµένεται χωρίς άλλες εµπλοκές. Εχουµε συνεπώς ένα τρίµηνο µπροστά µας να αντιµετωπίσουµε τα δύσκολα προβλήµατα µε τα δικά µας κριτήρια, ώσπου να επιστρέψουν οι ελεγκτές ενόψει της επόµενης δόσης.
Αλλά αυτά τα κριτήριά µας χρειάζεται να τα αποσαφηνίσουµε. Αν κάτι ανέδειξε η ταραχή των τελευταίων ηµερών, αυτό ήταν ένα έλλειµµα όχι λιγότερο σοβαρό από το δηµοσιονοµικό που µας ταλανίζει: το έλλειµµα δηµοκρατικού διαλόγου. Δεν πρόκειται για σχήµα λόγου.
Η ελευθερία της έκφρασης γνώµης είναι κατοχυρωµένη, απαιτούνται όµως και άλλες προϋποθέσεις για να συνθέτουµε, καταλήγοντας σε προωθητικούς συµβιβασµούς, και αυτές δεν τις βρίσκουµε. Είδαµε το έλλειµµα στο κυβερνητικό επίπεδο, µε την παρέµβαση της υπουργού Εργασίας και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, αλλά και παντού στην κοινή γνώµη: τίτλους, ρεπορτάζ, τηλεοπτικά παράθυρα, σχόλια, ραδιοφωνικές συνεντεύξεις. Από τη µια πλευρά επικρινόταν κάθε αµφισβήτηση όρων του Μνηµονίου, ότι θα υπονόµευε τη συνέχιση δανεισµού της χώρας, στέλνοντάς µας στη χρεοκοπία. Πρέπει δηλαδή να τους εφαρµόσουµε επειδή µας επιβλήθηκαν και να µη συζητάµε τις συνέπειες. Από την άλλη, οι ίδιοι όροι διεκτραγωδούνταν ότι οδηγούν χιλιάδες επιχειρήσεις στην καταστροφή, τους εργαζοµένους στην εξαθλίωση. Καλούµαστε να αντισταθούµε και πάλι αγνοώντας τις συνέπειες. Χρειάζεται, ωστόσο, να εξετάσουµε τι µπορεί να σηµαίνει πρακτικά η δυνατότητα «να αποκλίνουν» επιχειρησιακές και οµοιοεπαγγελµατικές συλλογικές συµβάσεις εργασίας από τις κλαδικές και από την Εθνική Γενική, όπως προβλέπει το Μνηµόνιο, ο Νόµος 3845/2010, παραπέµποντας σε υπουργικές αποφάσεις για τις «λεπτοµέρειες».
Από τον 19ο αιώνα, που πρωτοθεσπίσθηκαν, οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας ήταν µια κατάκτηση των εργαζοµένων που µέσα από την οργάνωσή τους στα συνδικάτα µπορούσαν να διεκδικούν και να διαπραγ µατεύονται καλύτερους όρους και αµοιβές για όλους. Στον θεσµό αυτόν αποτυπώνονταν συσχετισµοί δυνάµεων ανάµεσα στα συγκρουόµενα συµφέροντα εργαζοµένων και εργοδοτών, όπως µεταβάλλονταν µέσα στις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Στην Ελλάδα, οι ανώµαλες πολιτικές συνθήκες για µεγάλο µέρος του 20ού αιώνα εµπόδιζαν την ελεύθερη ανάπτυξη των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Με την αποκατάσταση της δηµοκρατίας το 1974 διορίστηκαν διοικήσεις στη ΓΣΕΕ και τις οµοσπονδίες από αντι-αριστερούς της προδικτατορικής περιόδου, ως επί το πλείστον, για να κρατήσουν τον έλεγχο των οργανώσεων. Τότε όµως, στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του ’70, γεννήθηκε ένα νέο κίνηµα στα εργοστάσια. Εργάτες διαφορετικών ειδικοτήτων, µαζί και οι υπάλληλοι, οργανώνονταν στην επιχείρηση – ΙΖΟΛΑ, Κλωστοϋφαντουργία ΑΙΓΑΙΟΝ, ΕΣΣΟ, Σκαλιστήρη, Λαδόπουλου, ΙΒΜ και δεκάδες άλλες. Διεκδικούσαν αυξήσεις µισθών και την επαναπρόσληψη των πρώτων εκπροσώπων τους, που απέλυαν οι εργοδότες ελπίζοντας να εξαλείψουν το φαινόµενο, καθώς και να συνάψουν συλλογική σύµβαση στην επιχείρηση. Τους πολέµησε ο ΣΕΒ, η τότε κυβέρνηση Καραµανλή, ΓΣΕΕ και οµοσπονδίες, κόµµατα, αλλά το κίνηµα εξαπλωνόταν, γινόταν όλο και πιο µαζικό. Διατηρώντας την αυτονοµία του, έµαθε να διαπραγµατεύεται. Υπογράφηκαν τελικά επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις που «απέκλιναν» από την Εθνική Γενική και από τις κλαδικές ή οµοιοεπαγγελµατικές. Αλλά προς τα πάνω: πρόσφεραν καλύτερες αµοιβές και όρους δουλειάς, ανάλογα µε την περίπτωση. Το επιχειρησιακό σωµατείο είχε µεγαλύτερη διαπραγµατευτική δύναµη από την οµοσπονδία µε τα λιγοστά σκόρπια µέλη. Μπορούσε άλλωστε να γνωρίζει τα οικονοµικά της επιχείρησης, κατακτώντας το δικαίωµα στην πληροφόρηση.
Περασµένες ιστορίες... Το εργοστασιακό κίνηµα ηττήθηκε πριν ενηλικιωθεί.
Τη δεκαετία του 1980 η ελληνική βιοµηχανία αποδεκατίστηκε, ενώ στην εξουσία είχε ανέβει η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εισάγοντας αρχικά µια υπερ-γενναιόδωρη εισοδηµατική πολιτική (στις 825 δραχµές από 625 αύξησε το κατώτατο µεροκάµατο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας µόλις ανέλαβε!), που δεν άφηνε περιθώρια διαπραγµατευτικής αυτονοµίας. Εδραιώθηκε ένα πλαίσιο κρατικής προστασίας, όπου κυριάρχησε ο συνδικαλισµός του δηµόσιου τοµέα, µε τις πελατειακές ιδιοµορφίες του, σε ολοένα µεγαλύτερη απόσταση από τουςχαµηλόµισθους του ιδιωτικού τοµέα, τους οποίους τυπικά εκπροσωπεί. Χωρίς διαπραγµατευτική ικανότητα που να βασίζεται στην εµπειρία της παραγωγής, δεν ανέκοψε την πορεία προς την κρίση. Πρακτικές προτάσεις, όταν φτάσαµε εκεί, δεν πρόβαλε. Εµεινε στη ρητορική της άρνησης. Τι σηµαίνει για τουςµισθούς η µείωση κατά 10% του ΑΕΠ την τριετία 2009-2011 δεν το συζητάει, ούτε από πού θα επιδοτηθούν οι διπλάσιοι άνεργοι.
Αλλά αυτά τα κριτήριά µας χρειάζεται να τα αποσαφηνίσουµε. Αν κάτι ανέδειξε η ταραχή των τελευταίων ηµερών, αυτό ήταν ένα έλλειµµα όχι λιγότερο σοβαρό από το δηµοσιονοµικό που µας ταλανίζει: το έλλειµµα δηµοκρατικού διαλόγου. Δεν πρόκειται για σχήµα λόγου.
Η ελευθερία της έκφρασης γνώµης είναι κατοχυρωµένη, απαιτούνται όµως και άλλες προϋποθέσεις για να συνθέτουµε, καταλήγοντας σε προωθητικούς συµβιβασµούς, και αυτές δεν τις βρίσκουµε. Είδαµε το έλλειµµα στο κυβερνητικό επίπεδο, µε την παρέµβαση της υπουργού Εργασίας και τις αντιδράσεις που προκάλεσε, αλλά και παντού στην κοινή γνώµη: τίτλους, ρεπορτάζ, τηλεοπτικά παράθυρα, σχόλια, ραδιοφωνικές συνεντεύξεις. Από τη µια πλευρά επικρινόταν κάθε αµφισβήτηση όρων του Μνηµονίου, ότι θα υπονόµευε τη συνέχιση δανεισµού της χώρας, στέλνοντάς µας στη χρεοκοπία. Πρέπει δηλαδή να τους εφαρµόσουµε επειδή µας επιβλήθηκαν και να µη συζητάµε τις συνέπειες. Από την άλλη, οι ίδιοι όροι διεκτραγωδούνταν ότι οδηγούν χιλιάδες επιχειρήσεις στην καταστροφή, τους εργαζοµένους στην εξαθλίωση. Καλούµαστε να αντισταθούµε και πάλι αγνοώντας τις συνέπειες. Χρειάζεται, ωστόσο, να εξετάσουµε τι µπορεί να σηµαίνει πρακτικά η δυνατότητα «να αποκλίνουν» επιχειρησιακές και οµοιοεπαγγελµατικές συλλογικές συµβάσεις εργασίας από τις κλαδικές και από την Εθνική Γενική, όπως προβλέπει το Μνηµόνιο, ο Νόµος 3845/2010, παραπέµποντας σε υπουργικές αποφάσεις για τις «λεπτοµέρειες».
Από τον 19ο αιώνα, που πρωτοθεσπίσθηκαν, οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας ήταν µια κατάκτηση των εργαζοµένων που µέσα από την οργάνωσή τους στα συνδικάτα µπορούσαν να διεκδικούν και να διαπραγ µατεύονται καλύτερους όρους και αµοιβές για όλους. Στον θεσµό αυτόν αποτυπώνονταν συσχετισµοί δυνάµεων ανάµεσα στα συγκρουόµενα συµφέροντα εργαζοµένων και εργοδοτών, όπως µεταβάλλονταν µέσα στις οικονοµικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Στην Ελλάδα, οι ανώµαλες πολιτικές συνθήκες για µεγάλο µέρος του 20ού αιώνα εµπόδιζαν την ελεύθερη ανάπτυξη των συνδικάτων και των συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Με την αποκατάσταση της δηµοκρατίας το 1974 διορίστηκαν διοικήσεις στη ΓΣΕΕ και τις οµοσπονδίες από αντι-αριστερούς της προδικτατορικής περιόδου, ως επί το πλείστον, για να κρατήσουν τον έλεγχο των οργανώσεων. Τότε όµως, στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του ’70, γεννήθηκε ένα νέο κίνηµα στα εργοστάσια. Εργάτες διαφορετικών ειδικοτήτων, µαζί και οι υπάλληλοι, οργανώνονταν στην επιχείρηση – ΙΖΟΛΑ, Κλωστοϋφαντουργία ΑΙΓΑΙΟΝ, ΕΣΣΟ, Σκαλιστήρη, Λαδόπουλου, ΙΒΜ και δεκάδες άλλες. Διεκδικούσαν αυξήσεις µισθών και την επαναπρόσληψη των πρώτων εκπροσώπων τους, που απέλυαν οι εργοδότες ελπίζοντας να εξαλείψουν το φαινόµενο, καθώς και να συνάψουν συλλογική σύµβαση στην επιχείρηση. Τους πολέµησε ο ΣΕΒ, η τότε κυβέρνηση Καραµανλή, ΓΣΕΕ και οµοσπονδίες, κόµµατα, αλλά το κίνηµα εξαπλωνόταν, γινόταν όλο και πιο µαζικό. Διατηρώντας την αυτονοµία του, έµαθε να διαπραγµατεύεται. Υπογράφηκαν τελικά επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις που «απέκλιναν» από την Εθνική Γενική και από τις κλαδικές ή οµοιοεπαγγελµατικές. Αλλά προς τα πάνω: πρόσφεραν καλύτερες αµοιβές και όρους δουλειάς, ανάλογα µε την περίπτωση. Το επιχειρησιακό σωµατείο είχε µεγαλύτερη διαπραγµατευτική δύναµη από την οµοσπονδία µε τα λιγοστά σκόρπια µέλη. Μπορούσε άλλωστε να γνωρίζει τα οικονοµικά της επιχείρησης, κατακτώντας το δικαίωµα στην πληροφόρηση.
Περασµένες ιστορίες... Το εργοστασιακό κίνηµα ηττήθηκε πριν ενηλικιωθεί.
Τη δεκαετία του 1980 η ελληνική βιοµηχανία αποδεκατίστηκε, ενώ στην εξουσία είχε ανέβει η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, εισάγοντας αρχικά µια υπερ-γενναιόδωρη εισοδηµατική πολιτική (στις 825 δραχµές από 625 αύξησε το κατώτατο µεροκάµατο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας µόλις ανέλαβε!), που δεν άφηνε περιθώρια διαπραγµατευτικής αυτονοµίας. Εδραιώθηκε ένα πλαίσιο κρατικής προστασίας, όπου κυριάρχησε ο συνδικαλισµός του δηµόσιου τοµέα, µε τις πελατειακές ιδιοµορφίες του, σε ολοένα µεγαλύτερη απόσταση από τουςχαµηλόµισθους του ιδιωτικού τοµέα, τους οποίους τυπικά εκπροσωπεί. Χωρίς διαπραγµατευτική ικανότητα που να βασίζεται στην εµπειρία της παραγωγής, δεν ανέκοψε την πορεία προς την κρίση. Πρακτικές προτάσεις, όταν φτάσαµε εκεί, δεν πρόβαλε. Εµεινε στη ρητορική της άρνησης. Τι σηµαίνει για τουςµισθούς η µείωση κατά 10% του ΑΕΠ την τριετία 2009-2011 δεν το συζητάει, ούτε από πού θα επιδοτηθούν οι διπλάσιοι άνεργοι.
ΑΠΟΣΤΑΣΗ
Κυριαρχεί ο συνδικαλισµός του δηµόσιου τοµέα, µε τις πελατειακές ιδιοµορφίες του, σε ολοένα µεγαλύτερη απόσταση από τους χαµηλόµισθους του ιδιωτικού τοµέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου