Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΝΕΑ, 10.12.10
Κάποτε, σε ένα όχι και τόσο µακρινό παρελθόν, κανείς πολιτικός σε όποιον χώρο κι αν ανήκεδεν τολµούσε να παραδεχθεί δηµόσια πως δεν είναι κάπωςσοσιαλιστής.Τη δεκαετίατου ‘80 ο όρος σοσιαλιστής ήταν συνώνυµο του προοδευτικός καιεπειδή κανείς δεν ήθελε ναµην είναιπροοδευτικόςσε µια Ελλάδα πουπροόδευε όλοι ήταν λιγότερο ή περισσότεροσοσιαλιστές. Τη δεκαετίατου ‘90, τότε που τοχρηµατιστήριο µπήκε στοκάθε ελληνικό σπίτι, στη φαντασία της πολιτικής µας ζωής άρχισε να φυσάει ο άνεµοςτου φιλελευθερισµού. Μπορείκατά βάθος κανένας να µην εγκατέλειψε τη γοητεία του σοσιαλισµού, όµως όλοι ήθελαν να γίνουν και λίγο φιλελεύθεροι, ακόµη κι αν δεν το οµολογούσαν. Στο κάτω κάτω, ο φιλελευθερισµός επέτρεπε µια πιο ελεύθερη χρήση των επιδοτήσεων, των δανείων και των πιστωτικών καρτών. Ας µην ξεχνάµε επίσης πως στις αρχές της δεκαετίας του2000 όλοι, ακόµη και όσοι για να κάνουνδυο βήµατα έπαιρναν αυτοκίνητο,εµφανίζοντανλίγο ώς πολύ εµπνευσµένοι από την Ολυµπιακή Ιδέα και από ό,τι αυτή αντιπροσώπευε. Στη φαντασία των περισσοτέρων µας, για να µην ξεχνιόµαστε, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ακόµη έναν άθλο του Ηρακλέους που έφερε εις πέρας ο Ελληνισµός, αυτήν τη φορά για να αποδείξει πως η νίκη και η πρωτιά είναι εγγεγραµµένη στο DNA του.
Τώρα που το οικοδόµηµαγκρεµίζεται στα κεφάλια µας και επειδήόλοι γνωρίζουν πως οκόσµος χωρίζεται σε λαίµαργους και λιτοδίαιτους – σε πείσµα τού «µαζί τα φάγαµε» κυρίου Πάγκαλου – και κανένας δεν θέλει να τον λένε λαίµαργο όλοι έχουµε γίνει «αντιεξουσιαστές». Ακόµη και ο Πρωθυπουργόςδήλωσε αντιεξουσιαστής, προφανώςεννοώνταςπως έρχονται στιγµέςπου, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτός δεν αντέχει να σηκώνει το βάρος της εξουσίας του.
Κατάταάλλα, δενµπορείςναµη σκεφτείς πως σεένα πολιτικό σύστηµα στοοποίο η∆εξιά, ηΚεντροδεξιά, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά δεν σηµαίνουν τίποτε παραπάνω από το ποιος τρώει µε ποιον, ποιος τηλεφωνεί σε ποιον και ποιος κρατάει µούτρα σε ποιαν, δεν δικαιούσαι να ζητάς περισσότερη σηµασιολογική αξία από µια λέξη όπως η λέξη αντιεξουσιαστής.
Εξάλλου όλοι είµαστε λίγο ώς πολύ αντιεξουσιαστές.Ο αχρείος πουκαβαλάει µε το µηχανάκι το πεζοδρόµιο γιατί βιάζεται είναι εναντίον της εξουσίας της µητέρας που παλεύει να σώσει το παιδί της στο καροτσάκι. Ο καθηµερινός απεργός πουδεν διεκδικεί τίποτεπαραπάνω από το δικαίωµαστην απεργία είναι εναντίον της εξουσίας της κοινής λογικής και ο αρχισυνδικαλιστής που µας απειλεί πως «θα µατώσουµε» είναι κι αυτός πολέµιος της φρικτήςαυτής εξουσίας που λέγεται κοινωνία. Ο αυτόχειρας είναι εναντίον της εξουσίας του ίδιουτου τού εαυτού και αν µάλιστα αποφασίσει να το αποδείξειπηδώντας από τον πέµπτο όροφο µπορείς κάλλιστα ναπεις πωςείναι καιεναντίον της καταπιεστικήςεξουσίαςτου νόµου της βαρύτητας.
Χωρίς αυτό να σηµαίνει πως δεν υπάρχουν ανάµεσά µας και ορισµένοι που είναι περισσότεροαντιεξουσιαστές απότους υπόλοιπους αντιεξουσιαστές. Αυτοί συρρέουν κατά οµάδες εκεί όπου συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι λίγο ώς πολύ αντιεξουσιαστές και για να αποδείξουν τη γνησιότητά τουςπετάνε πέτρες, σπάνε υαλοπίνακες, κεφάλια και λοιπά εύθραυστα αντικείµενα. Ενίοτε παίζουν και µε εκρηκτικά και µε ανθρώπινες ζωές.
Τι ακριβώςσηµαίνει ηλέξη αντιεξουσιαστής καισε τι διαφέρει απότον µπαχαλάκια, τον κοινό κουκουλοφόρο ή τον χουλιγκάνο ουδείς ενδιαφέρεται να µάθει. ∆ηλώνει σίγουρα κάποιου είδους αγανάκτηση, ένα άχτι, το ατίθασο του ήθους αυτού που δεν µασάει ό,τι όλοι οι υπόλοιποι καταπίνουν σαν κουτόχορτο.
∆ηλώνει και κάτι ακόµη. Μπορεί οι λέξεις να έχουν χάσει τη σηµασία τους και οι έννοιες τηναξία τους,όµως εµείς δεν έχουµε χάσει την ικανότητα να προβιβάζουµε τον εαυτό µας και τον µικρόκοσµο της ζωής µας, τονκοινότατο θυµό και την ακόµη κοινότερη δυστροπία µας σε κοινωνικό φαινόµενο, σε στάση ζωής. Η ελληνική γλώσσα εξάλλου προσφέρεται για αφαιρέσεις. Κάποτε βοήθησε όσους την µιλούσαν να κάνουν φιλοσοφία. Τώρα µας βοηθάει να αποκαλούµε τηφορολογική αµνηστία περαίωσηκαι τη γενικευµένη δυστροπία της ανοµίας αντιεξουσιαστική στάση.
Τώρα που το οικοδόµηµαγκρεµίζεται στα κεφάλια µας και επειδήόλοι γνωρίζουν πως οκόσµος χωρίζεται σε λαίµαργους και λιτοδίαιτους – σε πείσµα τού «µαζί τα φάγαµε» κυρίου Πάγκαλου – και κανένας δεν θέλει να τον λένε λαίµαργο όλοι έχουµε γίνει «αντιεξουσιαστές». Ακόµη και ο Πρωθυπουργόςδήλωσε αντιεξουσιαστής, προφανώςεννοώνταςπως έρχονται στιγµέςπου, όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι κι αυτός δεν αντέχει να σηκώνει το βάρος της εξουσίας του.
Κατάταάλλα, δενµπορείςναµη σκεφτείς πως σεένα πολιτικό σύστηµα στοοποίο η∆εξιά, ηΚεντροδεξιά, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά δεν σηµαίνουν τίποτε παραπάνω από το ποιος τρώει µε ποιον, ποιος τηλεφωνεί σε ποιον και ποιος κρατάει µούτρα σε ποιαν, δεν δικαιούσαι να ζητάς περισσότερη σηµασιολογική αξία από µια λέξη όπως η λέξη αντιεξουσιαστής.
Εξάλλου όλοι είµαστε λίγο ώς πολύ αντιεξουσιαστές.Ο αχρείος πουκαβαλάει µε το µηχανάκι το πεζοδρόµιο γιατί βιάζεται είναι εναντίον της εξουσίας της µητέρας που παλεύει να σώσει το παιδί της στο καροτσάκι. Ο καθηµερινός απεργός πουδεν διεκδικεί τίποτεπαραπάνω από το δικαίωµαστην απεργία είναι εναντίον της εξουσίας της κοινής λογικής και ο αρχισυνδικαλιστής που µας απειλεί πως «θα µατώσουµε» είναι κι αυτός πολέµιος της φρικτήςαυτής εξουσίας που λέγεται κοινωνία. Ο αυτόχειρας είναι εναντίον της εξουσίας του ίδιουτου τού εαυτού και αν µάλιστα αποφασίσει να το αποδείξειπηδώντας από τον πέµπτο όροφο µπορείς κάλλιστα ναπεις πωςείναι καιεναντίον της καταπιεστικήςεξουσίαςτου νόµου της βαρύτητας.
Χωρίς αυτό να σηµαίνει πως δεν υπάρχουν ανάµεσά µας και ορισµένοι που είναι περισσότεροαντιεξουσιαστές απότους υπόλοιπους αντιεξουσιαστές. Αυτοί συρρέουν κατά οµάδες εκεί όπου συγκεντρώνονται οι υπόλοιποι λίγο ώς πολύ αντιεξουσιαστές και για να αποδείξουν τη γνησιότητά τουςπετάνε πέτρες, σπάνε υαλοπίνακες, κεφάλια και λοιπά εύθραυστα αντικείµενα. Ενίοτε παίζουν και µε εκρηκτικά και µε ανθρώπινες ζωές.
Τι ακριβώςσηµαίνει ηλέξη αντιεξουσιαστής καισε τι διαφέρει απότον µπαχαλάκια, τον κοινό κουκουλοφόρο ή τον χουλιγκάνο ουδείς ενδιαφέρεται να µάθει. ∆ηλώνει σίγουρα κάποιου είδους αγανάκτηση, ένα άχτι, το ατίθασο του ήθους αυτού που δεν µασάει ό,τι όλοι οι υπόλοιποι καταπίνουν σαν κουτόχορτο.
∆ηλώνει και κάτι ακόµη. Μπορεί οι λέξεις να έχουν χάσει τη σηµασία τους και οι έννοιες τηναξία τους,όµως εµείς δεν έχουµε χάσει την ικανότητα να προβιβάζουµε τον εαυτό µας και τον µικρόκοσµο της ζωής µας, τονκοινότατο θυµό και την ακόµη κοινότερη δυστροπία µας σε κοινωνικό φαινόµενο, σε στάση ζωής. Η ελληνική γλώσσα εξάλλου προσφέρεται για αφαιρέσεις. Κάποτε βοήθησε όσους την µιλούσαν να κάνουν φιλοσοφία. Τώρα µας βοηθάει να αποκαλούµε τηφορολογική αµνηστία περαίωσηκαι τη γενικευµένη δυστροπία της ανοµίας αντιεξουσιαστική στάση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου