Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Golden boys: Τα κακομαθημένα του νεοφιλελευθερισμού

Των GERARD DUMENIL και DOMINIQUE LENY*, Le Monde diplomatique, Ελευθεροτυπία, 17.10.10
Κατά μέσον όρο, ο μισθός των δημόσιων υπαλλήλων θα συρρικνωθεί κατά 12% στην Ελλάδα και κατά 5% στην Ισπανία. Στην Ιρλανδία, σε ορισμένους τομείς, αυτή η μείωση θα ανέλθει στο 20%, ενώ σύντομα θα έρθει και η σειρά του Ηνωμένου Βασιλείου. Ταυτόχρονα, παντού, θίγονται εξίσου και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Οι πολιτικοί υπεύθυνοι μας διαβεβαιώνουν ότι η έξοδος από την κρίση στην οποία έχουμε βυθιστεί προϋποθέτει τη δραστική μείωση των εισοδημάτων. Ισως κάτι τέτοιο να είναι όντως ενδεδειγμένο. Οχι, όμως, απαραίτητα για την πλειονότητα των μισθωτών...
  Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ως στόχο την παλινόρθωση της εξουσίας των πιο εύπορων τάξεων και την αύξηση των εισοδημάτων τους. Μέχρι το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης, το εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνές (στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης): τα εισοδήματα αυτών των τάξεων γνώρισαν προκλητική αύξηση. Το εν λόγω φαινόμενο αναγνωρίζεται πλέον και αποκαλείται με εύσχημο τρόπο «αύξηση των ανισοτήτων».
Ομως, εάν περιορίσουμε την ανάλυσή μας στην άνοδο των εισοδημάτων που αποφέρει το κεφάλαιο (τόκοι, μερίσματα, χρηματιστηριακές υπεραξίες), θα έχουμε αδιαφορήσει για μία από τις παραμέτρους αυτής της διαδικασίας και θα έχουμε αποσιωπήσει την αύξηση των εισοδημάτων των υψηλόμισθων -στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα πριμ, τα μπόνους και τα stock-options (1)- ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η αύξηση κάνει να φαίνεται ακόμα εντονότερη η στασιμότητα -αν όχι η μείωση- της αγοραστικής δύναμης της μεγάλης πλειονότητας των μισθωτών.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που κυριαρχούσε ο νεοφιλελευθερισμός, στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν παρατηρήθηκε καμία πραγματική εξέλιξη στην κατανομή της προστιθέμενης αξίας ανάμεσα στα κέρδη των επιχειρήσεων και στους μισθούς (ως σύνολο που περιλαμβάνει τόσο εκείνους των υψηλόμισθων όσο και των χαμηλόμισθων εργαζομένων). Η κυριότερη αλλαγή και παραμόρφωση αυτής της ισορροπίας συνίσταται στο γεγονός ότι στην κατανομή της προστιθέμενης αξίας αυξήθηκε έντονα το μερίδιο των υψηλόμισθων εργαζομένων και μειώθηκε εκείνο των χαμηλόμισθων.
Η κρίση έριξε περισσότερο φως στην αύξηση των ανισοτήτων όσον αφορά τους μισθούς. Οι σχολιαστές αναφέρονται πολύ συχνά στις αμοιβές των αφεντικών των μεγάλων επιχειρήσεων και στα «χρυσά αλεξίπτωτά» τους (2), στα μπόνους των golden boys κ.λπ. Η εξέταση των ισολογισμών των πιο μεγάλων επιχειρήσεων -κυρίως του χρηματοπιστωτικού τομέα- μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια ιδέα για το ύψος των μπόνους που λαμβάνουν τα ανώτερα στελέχη τους. Βέβαια, αυτή η εξέλιξη δεν περιορίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για παράδειγμα, το 2006, λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση στον χρηματοοικονομικό τομέα, το συνολικό ύψος των μπόνους που χορήγησε η UBS (η μεγάλη ελβετική τράπεζα διαχείρισης χαρτοφυλακίων) έφτανε τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια - ποσό ίσο με το σύνολο των μισθών που κατέβαλε η εταιρεία ή με τα κέρδη προ φόρων. Το 2007, το ύψος των μπόνους παρέμεινε αναλλοίωτο... τη στιγμή που η επιχείρηση κατέγραφε ζημίες που άγγιζαν τα 5 δισ. δολάρια!
Από την άλλη πλευρά, μια ανάλυση η οποία θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στους μισθούς των μεγάλων αφεντικών και των υψηλόβαθμων στελεχών του χρηματοοικονομικού τομέα θα ήταν εξίσου ελλιπής. Ουσιαστικά, η κατανομή των εισοδημάτων υπέστη παραμόρφωση προς όφελος όλων των ανώτερων τμημάτων της πυραμίδας των εισοδημάτων και όχι προς όφελος ενός μικρού αριθμού ατόμων. Αν και είναι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια το σύνορο που χωρίζει τις ομάδες με τα ανώτερα και τα χαμηλότερα εισοδήματα, στις Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτήν την κατηγορία εντάσσεται πιθανότατα το 5% των πιο εύπορων νοικοκυριών. Πρόκειται, δηλαδή, για περίπου 7,5 εκατομμύρια νοικοκυριά (ενδεχομένως ο αριθμός τους να είναι λίγο μικρότερος). Οσον αφορά τα εισοδήματα αυτού του 5% των νοικοκυριών, το 70% προέρχεται από μισθούς. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, οι μισθοί ήταν εκείνοι που γνώρισαν τη μεγαλύτερη αύξηση (τα μερίσματα και οι τόκοι αντιστοιχούν μονάχα στο 11% του συνολικού εισοδήματος αυτής της κατηγορίας του πληθυσμού).
Ανάλογες ήταν και οι πολιτικές αλλαγές που οδήγησαν τις κοινωνίες μας από τον μεταπολεμικό κοινωνικό συμβιβασμό (3) στον νεοφιλελευθερισμό. Αρχικά, η κοινωνική τάξη πραγμάτων στηριζόταν σε έναν de facto συμβιβασμό ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στους μισθωτούς που βρίσκονταν στην κορυφή κάθε ιεραρχίας, είτε επρόκειτο για εκείνους που ήταν επιφορτισμένοι με τη διοίκηση των επιχειρήσεων, είτε για εκείνους που είχαν αναλάβει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών στη δημόσια διοίκηση και στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (με την ευρύτερη σημασία του όρου). Στη Γαλλία τους αποκαλούν «ανώτερα στελέχη», στις αγγλοσαξονικές χώρες «μάνατζερ». Αυτή η de facto «συμμαχία» στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας ανάμεσα σε «στελέχη» και «κεφαλαιούχους» αποτέλεσε την κοινωνική βάση του νεοφιλελευθερισμού.
Μετά την κρίση του 1929, το New Deal και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η σχετική αυτονομία των ανώτερων στελεχών του ιδιωτικού τομέα και των υψηλόβαθμων στελεχών του δημόσιου τομέα ευνοούσε τρόπους διοίκησης που ήταν περισσότερο στραμμένοι στην οικονομική μεγέθυνση και στην τεχνική πρόοδο και λιγότερο στις χρηματιστηριακές επιδόσεις (4). Εκείνη την εποχή, το χρηματοοικονομικό σύστημα χρησίμευε κατά κύριο λόγο για τη συσσώρευση παραγωγικού κεφαλαίου (5).
Οι κρατικοί θεσμοί διαδραμάτιζαν κυρίαρχο ρόλο στα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής και της έρευνας, ενώ ταυτόχρονα ο κοινωνικός συμβιβασμός με τις λαϊκές τάξεις επέβαλλε την επίτευξη των στόχων για την κοινωνική προστασία ή τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στη συνέχεια, η μεταστροφή υπήρξε θεαματική. Την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, η προσχώρηση των στελεχών, αρχικά των πιο υψηλόβαθμων, στη νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων υπήρξε ο παράγοντας που επέτρεψε την εδραίωση διαφορετικών κριτηρίων διοίκησης των επιχειρήσεων: τη λογική του «τα πάντα για τον μέτοχο». Την ίδια ακριβώς περίοδο, πραγματοποιήθηκε μια παράλληλη αλλαγή στα υψηλόβαθμα στελέχη του δημόσιου τομέα που ήταν φορείς «νέων πολιτικών»: το άνοιγμα των συνόρων στο διεθνές εμπόριο και στις κινήσεις των κεφαλαίων, η απορρύθμιση ή ακόμα και η περικοπή των κοινωνικών δαπανών.
Ο ρόλος της αριστεράς
Στη Γαλλία, για ιστορικούς λόγους, τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβιβασμού που μας επιτρέπουν να οριοθετήσουμε την «αριστερά» (6), υπήρξαν πολύ πιο έντονα απ' ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντίστοιχα, η προσχώρηση των υψηλόβαθμων στελεχών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στον νεοφιλελευθερισμό στάθηκε λιγότερο εύκολη, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι δεν πραγματοποιήθηκε. Μάλιστα, είχε και μείζονες πολιτικές συνέπειες, κυρίως όσον αφορά την προσχώρηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις νεοφιλελεύθερες επιλογές (με το πρόσχημα της «παγκοσμιοποίησης» και του «εξαναγκασμού σε υποχωρήσεις λόγω της διεθνούς συγκυρίας»). Με αυτόν τον τρόπο, αποσταθεροποιήθηκε ένας από τους σημαντικότερους παίκτες του πολιτικού παιχνιδιού, προκαλώντας την υποχώρηση των ιδεών της αριστεράς προς όφελος της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας (7).
Οπως συνέβη κατά τη δεκαετία του 1930 και την επαύριο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο παράγοντας που καθορίζει σήμερα την ιστορική δυναμική των κοινωνιών μας είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις τρεις κυριότερες κοινωνικές ομάδες: τις λαϊκές τάξεις, τις τάξεις των στελεχών και τις τάξεις των καπιταλιστών -το δυαδικό μαρξιστικό σχήμα που αντιπαραθέτει τις τάξεις των καπιταλιστών και τις τάξεις των προλεταρίων αποδεικνύεται υπερβολικά περιοριστικό (8).
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι το εξής: θα επιβιώσει άραγε η νεοφιλελεύθερη συμμαχία (ανάμεσα στα στελέχη και στους καπιταλιστές) από το σοκ που δέχεται από τη σημερινή κρίση; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι -εξαιτίας των πιέσεων του εργατικού κινήματος και του φόβου που προκαλούσε η Σοβιετική Ενωση- η κρίση του 1929 είχε οδηγήσει σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στα στελέχη και στις λαϊκές τάξεις. Αντίθετα, εάν αποσταθεροποιηθεί η συμμαχία που εδραιώθηκε στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ποια εναλλακτική λύση θα μπορούσε να προβάλει σε αυτήν την περίπτωση;
Η σύγκριση με την κρίση του 1929 αποκαλύπτει πολύ μεγάλες διαφορές. Η πιο προφανής συνίσταται στην αδυναμία του εργατικού κινήματος -ή ενός κινήματος που έχει ως υποκείμενο μια ευρύτερη λαϊκή βάση. Ο έντονος φόβος του κομμουνισμού που σημάδεψε ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα έχει πλέον εκλείψει, ενώ επικρέμαται μια νέα απειλή: η αυξανόμενη ισχύς της «Κίνας των μεταρρυθμίσεων».
Ποια θα είναι η έκβαση αυτής της κατάστασης; Το πιθανότερο σενάριο δεν ανταποκρίνεται διόλου στις ελπίδες μας: σύμφωνα με αυτό, η σημερινή κρίση δεν θα έχει επιπτώσεις παρόμοιες με εκείνες του 1929 και δεν θα οδηγήσει σε μια «αριστερή στροφή». Τουλάχιστον όχι στο ορατό μέλλον. Ωστόσο, αυτή η προοπτική δεν σημαίνει ότι η συνέχιση του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί τον μόνο δυνατό δρόμο.
Με τη σημερινή κρίση έχει αρχίσει να προβάλλει το περίγραμμα μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων, στους κόλπους της οποίας θα μπορούσε να εκδηλωθεί μια νέα τάση αυτονομίας των στελεχών: ενδεχομένως να επανακτήσει με αυταρχικές μεθόδους τον έλεγχο των πραγμάτων μια ελίτ με οργανωτικό πνεύμα, η οποία θα επικεντρωθεί στη δημιουργία ενός αυστηρού νομοθετικού πλαισίου, στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων και στη χάραξη πολιτικών.
Μήπως πρέπει να διακρίνουμε τις πρώτες ενδείξεις προς αυτήν την εξέλιξη στις πρόσφατες δηλώσεις του Μπαράκ Ομπάμα για το ζήτημα των τραπεζών; Ισως, όμως, σε αυτήν την περίπτωση, να μην πρόκειται για την επανάληψη αυτού που χαρακτηρίστηκε ενίοτε «οικονομική καταστολή» και παραπέμπει στη σχετική καθυπόταξη των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κλάδου κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Νέα ισορροπία
Ο «κοινωνικός» χαρακτήρας εκείνου του μεταπολεμικού συμβιβασμού πιθανόν να μην επαναληφθεί. Ενδέχεται να διαμορφωθεί μια νέα ισορροπία ανάμεσα στις τάξεις των υψηλόμισθων εργαζομένων και στις καπιταλιστικές τάξεις, υπό τη διεύθυνση των πρώτων. Σε αυτή την περίπτωση, ναι μεν το κράτος θα αναμειγνύεται έντονα στην οικονομία, όμως, ίσως τότε καταστεί προφανές το γεγονός ότι το κράτος δεν είναι απαραίτητα αριστερό.
Οσον αφορά αποκλειστικά τις ανώτερες τάξεις των Ηνωμένων Πολιτειών στο σύνολό τους, η κρίση καταδεικνύει την αναγκαιότητα μιας παρόμοιας αλλαγής. Οι ρίζες αυτής της κρίσης βρίσκονται στην ξέφρενη κούρσα για την απόκτηση ολοένα υψηλότερων εισοδημάτων, η οποία οδήγησε αφ' ενός στην αχαλίνωτη ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και αφ' ετέρου στις ολοένα αυξανόμενες ανισορροπίες στην οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών (η οποία εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές και από τη χρηματοδότησή της από τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου) (9).
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ένα είδος «διαζυγίου» ανάμεσα στα συμφέροντα των ανώτερων τάξεων και σε εκείνα της οικονομίας των Ηνωμένων Πολιτειών: όχι μόνο παγκοσμιοποιήθηκαν οι πηγές εισοδήματος των ανώτερων τάξεων αλλά και έδωσαν προτεραιότητα στον δικό τους πολυτελή τρόπο διαβίωσης (δηλαδή στην κατανάλωση) εις βάρος των παραγωγικών επενδύσεων του έθνους. Η διόρθωση αυτού του εκτροχιασμού της οικονομίας της χώρας πρέπει να αποτελέσει τη θεμελιώδη προϋπόθεση για κάθε πραγματική έξοδο από την κρίση. Κάτι τέτοιο θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο έργο, αδύνατο σύμφωνα με τους κανόνες του νεοφιλελεύθερου παιχνιδιού.
Εάν υπάρξει παρόμοια προσπάθεια, η κινητήριος δύναμή της θα είναι, χωρίς αμφιβολία, ο εθνικός παράγων, δηλαδή η υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας, τα οποία κινδυνεύουν από τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Οσο κι αν αυτό φαίνεται απρόσμενο, η συνειδητοποίηση των απαιτήσεων που επιβάλλει η σημερινή κρίση φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έντονη σε μια μερίδα των στελεχών του στρατού (βλέπε ένθετο). Τα πονήματά τους αποδεικνύουν ότι ο «εθνικός παράγων» μπορεί εύκολα να πάρει το πρόσωπο του εθνικισμού, ενός εθνικισμού της άκρας δεξιάς. Δεν πρόκειται για την πλέον πιθανή προοπτική, ωστόσο δεν μπορούμε και να την αποκλείσουμε.
Η ώρα των αλλαγών
Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της κρίσης, όλη η ρητορική και οι πρακτικές αποσκοπούσαν κυρίως στη διαιώνιση των όρων με τους οποίους συγκροτήθηκε η νεοφιλελεύθερη συμμαχία στην κορυφή της πυραμίδας, δηλαδή στην όσο το δυνατόν πιο γρήγορη ανάκτηση των υλικών προνομίων των ανώτερων τάξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αλματώδης αύξηση των μπόνους. Ωστόσο, τώρα έχει σημάνει η ώρα των αλλαγών· αλλαγών, χωρίς αμφιβολία, προς τα δεξιά, παρά το σοκ που προηγήθηκε - ας ελπίσουμε όχι προς την άκρα δεξιά.
(1) (Στμ) Τα stock-options ή δικαιώματα προαίρεσης είναι μετοχές που πωλούνται στα στελέχη μιας επιχείρησης σε εξαιρετικά προνομιακή τιμή σε σχέση με την τιμή της μετοχής στην αγορά.
(2) (Στμ) Στις περισσότερες χώρες της Δύσης, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και η διοίκηση των μεγάλων επιχειρήσεων δεν είναι ιδιοκτήτες της εταιρείας ή μεγαλομέτοχοι, αλλά -εξαιρετικά ακριβοπληρωμένοι- μάνατζερ. Τις περισσότερες φορές υπάρχει στο συμβόλαιό τους η ρήτρα ότι, σε περίπτωση πρόωρης απομάκρυνσής τους από την εταιρεία, θα τους καταβληθεί ένα τεράστιο ποσό, το οποίο αποκαλείται «χρυσό αλεξίπτωτο». Ετσι, η κοινή γνώμη σοκαρίστηκε μαθαίνοντας ότι διευθύνοντες σύμβουλοι που απομακρύνθηκαν λόγω της καταστροφικής τους διαχείρισης κατά τη διάρκεια της κρίσης έλαβαν αστρονομικές αποζημιώσεις.
(3) Είναι δύσκολο να δοθεί ένα όνομα σε αυτόν τον συμβιβασμό: κεϊνσιανισμός, σοσιαλδημοκρατία, φορντισμός (Στε: σύστημα μαζικής παραγωγής με στόχο τη μαζική κατανάλωση, το οποίο ουσιαστικά θεμελιώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τον αυτοκινητοβιομήχανο Χένρι Φορντ)... Κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι η ευημερία των μεταπολεμικών χρόνων οφειλόταν στη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα της εργασίας, πράγμα το οποίο εμείς θεωρούμε λανθασμένο.
(4) Δεν θα υπεισέλθουμε, σε αυτό το σημείο, στη συζήτηση για τον «παραγωγικίστικο» χαρακτήρα αυτών των δεκαετιών και τις συνέπειές του στην υπερθέρμανση του κλίματος του πλανήτη.
(5) Μέσα από τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια (δηλαδή τα επιτόκια που προκύπτουν από την αφαίρεση του πληθωρισμού από τα ονομαστικά επιτόκια) και, σε ορισμένες χώρες, μέσα από τις εθνικοποιήσεις. Στην Ιαπωνία, η στενή σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις που δεν ανήκαν στον χρηματοοικονομικό τομέα αποτελούσε μια ακραία περίπτωση.
(6) Υπάρχει μεγαλύτερη συνέχεια ανάμεσα στο Λαϊκό Μέτωπο [Στμ: κυβέρνηση κομμουνιστών, σοσιαλιστών και ριζοσπαστών (1936-1938), η οποία πήρε πλήθος σημαντικών φιλολαϊκών μέτρων, με σημαντικότερα την καθιέρωση του οκταώρου και της άδειας μετ' αποδοχών για κάθε εργαζόμενο] και στη μεταπολεμική Γαλλία, απ' ό,τι ανάμεσα στο New Deal και σε μια κυβέρνηση όπως εκείνη του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Επιπλέον, οι συνθήκες της πολιτικής εξομάλυνσης υπήρξαν πολύ διαφορετικές στις δύο χώρες. [Στμ: Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρκετές περιοχές της Γαλλίας απελευθερώθηκαν από τους (κατά κύριο λόγο κομμουνιστές) παρτιζάνους των FFI-FTP, οι οποίοι εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες αρκετές χιλιάδες δωσίλογους].
(7) Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια ιδεολογία αλλά μια κοινωνική τάξη πραγμάτων. Υπάρχει συνακόλουθα μια «νεοφιλελεύθερη ιδεολογία».
(8) Βλέπε Gerard Dumenil και Jacques Bidet «Un autre marxisme pour un autre monde», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2007.
(9) Διαβάστε «Une trajectoire financiere insoutenable», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2008.
* Αντίστοιχα: οικονομολόγος, πρώην διευθυντής έρευνας στο γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Ερευνας (CNRS) και οικονομολόγος, διευθυντής έρευνας στο CNRS και καθηγητής στη Σχολή Οικονομίας του Παρισιού.

Εθνικισμός εναντίον παγκοσμιοποίησης

Καθώς οι στρατιωτικοί έχουν αρχίσει να ανησυχούν άμεσα για την παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας, εκφράζονται με περισσή ελευθερία, δίχως περιστροφές.
Ετσι, μπορεί κανείς να διαβάσει τα εξής στην έκθεση του Πανεπιστημίου Εθνικής Αμυνας των ΗΠΑ: «Υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στον εγχώριο κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και στην ικανότητα του έθνους μας να δραστηριοποιείται, σε ολόκληρη την υφήλιο, σε όλα τα πεδία της εθνικής μας εξουσίας. Στα παραπάνω συμπεριλαμβάνεται η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων, οι διεθνείς διπλωματικές δραστηριότητες, καθώς και η οικονομική και η ανθρωπιστική βοήθεια. Εξαιτίας αυτής της σχέσης, κάθε απειλή που στρέφεται εναντίον του δυναμισμού, της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης που εμπνέει ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχει τελικά και επιπτώσεις στην ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών»(1). Ομως, το ενδιαφέρον των συντακτών της έκθεσης δεν περιορίζεται μονάχα στον χρηματοοικονομικό τομέα. Η έκθεση ζητάει από την κυβέρνηση «να εξετάσει τι μπορεί να κάνει για να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και το δυναμισμό του βιομηχανικού τομέα της χώρας». Κι αυτό, γιατί διακυβεύεται το μέλλον της βιομηχανίας οπλικών συστημάτων.
Η ίδια επιχειρηματολογία κυριαρχεί στην έκθεση που εκπόνησε η «δεξαμενή σκέψης» «Κέντρο για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια», η οποία φέρει τον τίτλο «Πλαίσιο για την εθνική στρατηγική ασφάλειας για τον 21ο αιώνα»: «Το τεράστιο τριπλό έλλειμμα που καταγράφεται (δημοσιονομικό, εμπορικό και διεθνών χρηματοοικονομικών λογαριασμών), για το οποίο ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι, αποτελεί έναν παράγοντα που καθιστά την οικονομία μας ευάλωτη σε σημαντικό βαθμό. Η οικονομική μας πρωτοπορία έχει αρχίσει να διαβρώνεται. Ωστόσο, είναι δυνατόν να διατηρηθεί, υπό τον όρο ότι θα συστρατευθούμε σε αυτή την υπόθεση και θα αναπροσαρμόσουμε τις πολιτικές οι οποίες τόσο επιτυχημένα στήριξαν την αμερικανική τεχνολογική καινοτομία στο παρελθόν»(2).
Αυτές οι δύο εκθέσεις προτείνουν στην κυβέρνηση και σε ικανούς διαχειριστές να ανακτήσουν τον έλεγχο της οικονομίας και χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο το οποίο απεχθάνονται οι νεοφιλελεύθεροι: κρατική παρέμβαση, επιδοτήσεις, φορολογία, ρυθμιστικό πλαίσιο: «Για να διορθωθούν οι ατέλειες της "ελεύθερης αγοράς", απαιτείται η καθιέρωση νέων ελέγχων κι ενός ρυθμιστικού πλαισίου που θα εγγυώνται ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα διατηρεί την εμπιστοσύνη του κοινού, ενώ παράλληλα θα του επιτρέπουν να λειτουργεί με αποτελεσματικό τρόπο»(3). G. D. και D. L.
(1) The Industrial College of the Armed Forces, National Defense University, «Final Report», Ουάσιγκτον 2008.
(2) «Strategic leadership: Framework for a 21st century national security strategy», Center for a New American Security, Ουάσιγκτον, Ιούλιος 2008.
(3) Ο.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες