Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Πολυπολιτισμικότητα και ευρωπαϊκοί θεσμοί

 Του Στέφανου Ροζάνη, Αυγή, 6.2.11
«το όραμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας δημιουργείται παράλληλα σχεδόν, ή και ταυτόχρονα, με μια κατάσταση πραγμάτων που έχει ήδη μεταβάλει το τοπίο της Ευρώπης και προπαντός το τοπίο των ευρωπαϊκών αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και των θεσμών τους»
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με ένα ρητορικό ερώτημα, που το δανείζομαι από τον Γερμανό φιλόσοφο Vilem Flusser: "Πράγματι, υπάρχει ακόμη η Γαλλία;"1. Ο γαλλικός Διαφωτισμός δημιούργησε το πνεύμα του έθνους-κράτους, το οποίο ολοκλήρωσε και εγκαθίδρυσε στην Ευρώπη ο ρομαντικός δέκατος ένατος αιώνας. Τι σημαίνει, λοιπόν, να τίθεται σήμερα το ερώτημα; Και μάλιστα να παίρνει μια τόσο επείγουσα μορφή, ώστε η απάντηση να είναι κατ' εξοχήν ζωτική για τη σημερινή Ευρώπη, υπό το καθεστώς των πολυπολιτισμικών δικτύων και της παγκοσμιοποιημένης τάξης πραγμάτων, που πάνω τους έχει δομηθεί η ελπίδα μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, η οποία υπερβαίνει την εθνική, ή τουλάχιστον διαμορφώνει ένα καινούργιο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι εθνικές ταυτότητες προσλαμβάνουν διαφορετική μορφή, διαφορετικό προορισμό και νέες πολιτισμικές προοπτικές;
Με την ίδια ένταση, το ερώτημα τίθεται για οποιαδήποτε άλλη εθνική ταυτότητα, κατά τρόπον ώστε να προκύπτει μια κρίσιμη μάζα εθνικών δομών, της οποίας οι διαδρομές και οι ιστορικές συνιστώσες θέτουν υπό καχυποψία, ή εν πάση περιπτώσει με ενστάσεις και πλήθος αμφιβολιών, την ουσία του ερωτήματος, και επιπλέον αυτή την ίδια την ύπαρξή του.
Η απάντηση που δίδει ο Flusser είναι ότι, παρά ταύτα, υπάρχει ακόμη η Γαλλία, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ακόμη η εθνική ταυτότητα, η οποία αυτοθεσμίζεται και συνεπώς εξακολουθεί να θεσμίζει την πολιτισμική της αυτεξουσιότητα και αυτονομία.
Από την άλλη μεριά, γνωρίζουμε ότι όλες οι κοινωνικές δομές οπουδήποτε δεν είναι παρά κατασκευές, επινοήματα ή συμβάσεις που επιβάλλει η κοινωνική δυναμική της εκάστοτε ιστορικής περιόδου, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η δημιουργία τους ακολουθεί μια μηχανιστική και μονοσήμαντη αντιστοίχηση.
Η θεμελιώδης μορφή του νέου ευρωπαϊκού επινοήματος είναι ασφαλώς ότι μια καινούργια ευρωπαϊκή ταυτότητα έχει αναδυθεί μέσω των θεσμών της και ότι η ταυτότητα αυτή μπορεί να ανταποκριθεί πλήρως στις αντιφάσεις, στις δυσκολίες και στα αδιέξοδα που προέκυψαν στο χώρο των εθνικών δημοκρατιών, οι οποίες παραδοσιακά δομούνται πάνω στην κραταιά αντίληψη της εθνικής ταυτότητας.
Αλλά το όραμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας δημιουργείται παράλληλα σχεδόν, ή και ταυτόχρονα, με μια κατάσταση πραγμάτων που έχει ήδη μεταβάλει το τοπίο της Ευρώπης και προπαντός το τοπίο των ευρωπαϊκών αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών και των θεσμών τους. Η εξ ανάγκης προκύπτουσα πολυπολιτισμικότητα διόλου δεν άφησε άθικτες τις αρραγείς εθνικές δομές, αλλά, το αντίθετο, εξαιτίας της κρίσης ταυτότητας την οποία παρήγαγε, έθεσε εν αμφιβόλω ακόμη και τα θεμέλια της δημοκρατικότητας, δηλαδή την ισονομία, την αλληλεγγύη και τη συνεκτικότητα των θεσμών που οι παραδοσιακές εθνικές δημοκρατίες προέβαλλαν ως απόλυτη εγγύηση. Στην πραγματικότητα, η πολυπολιτισμική διάρθρωση του ευρωπαϊκού χώρου επέφερε μια ουσιαστική κρίση των σύγχρονων κοινωνιών: την κρίση της ταυτότητας και την κρίση της διαφοράς.
Η κρίση αυτή, η οποία είναι σύμφυτη με την πολυπολιτισμικότητα και η οποία οξύνεται διαρκώς και περισσότερο, εντείνει τις παράπλευρες πιέσεις, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Anthony Giddens, μέσα στον πυρήνα των πολυπολιτισμικών εθνών, με αποτέλεσμα να διαφαίνεται ήδη μια αντίστροφη τάση∙ αντίστροφη και πολλές φορές επιθετική έναντι του οράματος της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας: η άνοδος του εθνικισμού, της επικινδυνοδέστερης μορφής της ιστορικής συνείδησης του έθνους-κράτους, φαίνεται να διεκδικεί μια καινούργια έκφραση μέσα στους κόλπους των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, εκμεταλλευόμενη τόσο την ιστορική συνείδηση καθ' εαυτήν όσο και την υπεράσπιση της παράδοσης, αλλά με παραδοσιακούς τρόπους και μέσα. Η ανάγκη ενός καθορισμού της ταυτότητας και της διαφοράς αποτελεί εν τέλει την ισχυρότερη γενεσιουργό αιτία του νεο-εθνικισμού, ο οποίος έτσι διαμορφώνεται κυριότατα στη βάση της κρίσιμης διερώτησης: "μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι μια καινούργια ευρωπαϊκή οργάνωση είναι σε θέση να εξαλείψει τον εθνικισμό"2, αφού οι ίδιες οι παραδοσιακές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες έχουν αποτύχει να μεταβάλουν τη δομή της σύγχρονης κοινωνίας;
Από τη σκοπιά των ευρωπαϊκών θεσμών, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται αμφίσημα και αντιφατικά, στο βαθμό μάλιστα που γεννά περισσότερα προβλήματα από όσα είναι σε θέση να επιλύσει. Αφενός, πιστεύεται πως "η επιλογή της διατήρησης πολυεθνικών κρατών είναι απόλυτα συμβιβάσιμη με τα οράματα μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεμελιωμένης στην πολυμορφία και στον σεβασμό της ιδιαιτερότητας εκάστου"3. Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι "παραδόξως, ο οργανισμός που αντιπροσωπεύει τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν φάνηκε να είναι σε θέση να προωθήσει στον δικό του χώρο τη διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού δικαίου προστασίας των μειονοτήτων"4.
Προκύπτει, λοιπόν, ένα τεράστιο κενό μεταξύ του επινοήματος ή της σύμβασης μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τη μορφή μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας, και των πρακτικών οι οποίες θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν και τελικά να εδραιώσουν το όραμα της συμβιβασιμότητας των πολυπολιτισμικών κοινωνιών με την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Δεν θα πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες αποτελούν συγκρουσιακούς πολιτισμικούς χώρους, καθώς η τριβή ανάμεσα σε εκ διαμέτρου, πολλές φορές, κουλτούρες είναι συνεχής, κάτω από την πίεση της θεσμίζουσας κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία πρέπει σε κάθε περίπτωση να αυτοβεβαιώνεται∙ οπότε δημιουργούνται σύμπλοκα προβλήματα θεσμικής ενσωμάτωσης και εσωτερικής συναίνεσης. Υπό την έννοια αυτή, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει τη συμβιβασιμότητα του οράματος μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την ανάπτυξη των πολυπολιτισμικών εντάσεων μέσα στους κόλπους των πολυπολιτισμικών και πολυεθνικών ευρωπαϊκών κρατών. Πολύ περισσότερο, που οι εντάσεις αυτές σχεδόν πάντα εξελίσσονται σε ένα εγχείρημα κάθε εθνοτικής ομάδας να επεκτείνει την ισχύ της εις βάρος τόσο της θεσμίζουσας κυρίαρχης εθνότητας, όσο και των άλλων εθνοτικών ομάδων με τις οποίες κατ' ανάγκη έρχεται σε επαφή.
Άλλωστε, το επιχείρημα της ισονομίας δεν εμφανίζεται αρκετά ισχυρό για την εξάλειψη των συγκρούσεων και εντάσεων στο χώρο των πολυεθνικών ευρωπαϊκών κρατών. Επικαλούμενοι τον Jurgen Habermas, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι "η ίση νομική προστασία δεν επαρκεί για τη συγκρότηση της συνταγματικής δημοκρατίας. Δεν πρέπει να είμαστε μόνο ίσοι ενώπιον του νόμου, αλλά και να θεωρούμε ότι είμαστε συντάκτες των νόμων που μας δεσμεύουν"5.
Στη σύγχρονη Ευρώπη, των πολυπολιτισμικών δικτύων, της σύγχυσης των δημοκρατικών θεσμών και των νεοφιλελεύθερων δομών, είναι βέβαιο ότι τα πλαίσια αναφοράς έχουν υποστεί μια σοβαρή αλλοίωση∙ οπότε οι κοινωνίες δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν τη δημοκρατική επικοινωνία και να την ανάγουν σε πεδίο δημοκρατικών ζυμώσεων και διαλόγου. Η αξίωση της δημιουργίας καινούργιων πλαισίων αναφοράς φαίνεται να έχει αποδυναμωθεί σε εξαιρετικά επικίνδυνο βαθμό. Το ίδιο ισχύει στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών, όπως συνήθως αποκαλείται. Η έννοια του πολίτη καθ' εαυτήν έχει καταστεί πλέον μια αόριστη, θολή και αμφισβητούμενη έννοια. Διότι, κατά τη διατύπωση του Charles Taylor, "υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που είναι πολίτες, αλλά ταυτόχρονα ανήκουν σε μια πολιτισμική ενότητα που αμφισβητεί τις φιλοσοφικές μας οριοθετήσεις"6.
Η προϊούσα περιθωριοποίηση των πολιτισμικών ενοτήτων γίνεται ολοένα και περισσότερο πολυμορφική, καθώς εισχωρεί βαθύτερα σε σύμπλοκα προβλήματα θεσμικής ενσωμάτωσης και ψυχικής, συναισθηματικής έντασης. Η πρόταση του Taylor, σύμφωνα με την οποία "η πρόκληση για μας συνίσταται στην αντιμετώπιση της αίσθησης περιθωριοποίησης που αυτοί βιώνουν, χωρίς παράλληλα να αποποιηθούμε τις βασικές μας πολιτικές αρχές"7, φάνηκε όχι μόνο ανεφάρμοστη, αλλά και παραπλανητική - ένα πολιτισμικό παιχνίδι μέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών συμβάσεων ή επινοημάτων.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να κλείσω τη σύντομη αυτή αναφορά, τονίζοντας ότι η αξίωση της συμβιβασιμότητας πολυεθνικών και πολυπολιτισμικών κρατών με μια κοινή θεσμίζουσα ευρωπαϊκή ταυτότητα, ή έστω με μια κατάσταση πραγμάτων, εγείρει σημαντικά και κρίσιμα για την παρούσα κατάσταση πραγμάτων προβλήματα, τόσο στο επίπεδο των ηθικών αξιών και των αξιακών κλιμάκων, όσο και στο πεδίο της συγκρότησης των φιλελεύθερων δημοκρατιών μέσα στα πλαίσια του δράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, "μια φιλελεύθερη δημοκρατική πολιτεία, κατά την καλοπροαίρετη προσπάθεια αντιμετώπισης των μη κυρίαρχων πολιτισμικών ομάδων, έρχεται αντιμέτωπη με πλέγματα ηθικών αξιών που αντιστρατεύονται τις κανονιστικές της δεσμεύσεις"8.
Ίσως θα πρέπει να αναστοχασθούμε, όχι χωρίς έναν κάποιο σκεπτικισμό και απαισιοδοξία, τα χαρμόσυνα για το διαφωτιστικό πρόταγμα λόγια του Jean-Jacques Rousseau: "Σήμερα δεν υπάρχουν πια Γάλλοι, Γερμανοί, Ισπανοί, Άγγλοι, ό,τι και αν σκεφτεί κανείς γι' αυτό∙ υπάρχουν μόνον Ευρωπαίοι πλέον, που έχουν όλοι το ίδιο γούστο, τα ίδια πάθη, τα ίδια ήθη, επειδή κανένας δεν διατήρησε μέσα από ιδιαίτερους θεσμούς έναν εθνικό χαρακτήρα". Το σχόλιο του Thomas Mann είναι σήμερα παρά ποτέ διδακτικό: "Ακόμη και οι ιδεολογικές πιθανότητες έχουν κι αυτές τη διάρκεια ζωής τους, υπόκεινται στη φθορά"9.
1. Vilem Flusser, Does the French Nation Still Exist? στο The Freedom of the Migrant, μτφρ. Kenneth Kronenberg, University of Illinois Press, Σικάγο 2003, σ. 75.
2. Vilem Flusser, ό.π., σ. 79.
3. Χρήστος Γιακουμόπουλος, Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Το Μειονοτικό Φαινόμενο στην Ελλάδα, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1997, σ. 26.
4. Χρήστος Γιακουμόπουλος, ό.π., σσ. 26-27.
5. Amy Goutmann, Πρόλογος (1944) στο Charles Taylor, Πολυπολιτισμικότητα, σσ. 27-28.
6. Βλ. Charles Taylor, Πολυπολιτισμικότητα, μτφρ. Φιλήμων Παιονίδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα. 2000, σ. 118.
7. Charles Taylor, ό.π., σ. 118.
8. Φιλήμων Παιονίδης, Επιλογικό σημείωμα στο Charles Taylor, ό.π., σσ. 206-207.
9. Thomas Mann, Στοχασμοί ενός Απολιτικού, μτφρ. Μαντώ Πούλη, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 1999, σ. 316.

*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες