Του Δημήτρη, Μαρωνίτη, ΒΗΜΑ, 14.11.10
"Τελειώνω με μια απροκάλυπτη σύσταση υπερψήφισης του Μπουτάρη ως δημάρχου στη Θεσσαλονίκη και του Καμίνη στην Αθήνα: και οι δύο διεκδικούν τη δημαρχική αρχή ως ενεργοί πολίτες· όχι ως τρόφιμοι της πολιτικής εξουσίας. Και αυτό έχει βαρύνουσα σημασία, σε μιαν εποχή μάλιστα που η υπόληψη της πολιτικής και των πολιτικών βρίσκεται σε προβληματική στάθμη".
Μετά το άγχος, στο όριο συχνά της υστερίας, επιβάλλεται λίγη χαλάρωση και προπαντός ψυχραιμία. Μπας και καταλάβουμε τι έγινε ακριβώς την περασμένη Κυριακή, και τι γυρεύει και υπόσχεται σήμερα ο δεύτερος γύρος. Το ουσιώδες πάντως είναι πως η φούσκα των άμεσων βουλευτικών εκλογών έσκασε με παταγώδες παφ, απογοητεύοντας όσους φαντάστηκαν εφιάλτες και οράματα· αναλόγως. Ζητούμενο είναι τώρα πώς θα μοιραστούν τα υπόλοιπα κουκιά, άλλα γεμάτα κι άλλα τζούφια, εν γνώσει ότι τα γεμάτα τρώγονται, ωμά ή βρασμένα, ενώ τα τζούφια φτύνονται. Προσοχή λοιπόν στο πλασάρισμα.
Στο μεταξύ, εν είδει πρόχειρου απολογισμού, πρέπει να ομολογήσουμε πως και οι μεν και οι δε μας ζάλισαν με το διαβόητο μνημόνιο. Οι πρώτοι για να το περισώσουν, οι δεύτεροι για να το πετάξουν στα σκουπίδια. Οι πρώτοι απαιτώντας καλά και σώνει ομολογία πίστεως: το γνωστό «Πιστεύω», μαζί μάλιστα με το δυτικόφρονο filioque. Οι δεύτεροι ανακαλώντας τον βαφτιστικό εκείνον διάλογο όπου ο παπάς ρωτά: Απετάξω τω Σατανά; Και ο νονός απαντά, εκ μέρους του αμίλητου ακόμη βαπτιζόμενου βρέφους: Απεταξάμην.
Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι σ΄ αυτό το εκβιαστικό δίλημμα αντέδρασαν όσοι προτίμησαν την αποχή (κοντά οι μισοί ψηφοφόροι), λέγοντας από μέσα τους και προς τα έξω: «Ευχαριστώ δεν θα πάρω». Στο κάτω κάτω πρόκειται για μια λέξη μάλλον στραβά χρησιμοποιημένη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Που αποκρύβει, αντί να δηλώνει, το πραγματικό της νόημα. Αφού μνημόνιο συντάσσει και κρατά όποιος συνήθως ξεχνά, για να θυμηθεί τι πρέπει να αγοράσει, τι έχει να πουλήσει, να πάρει το χάπι του ή να γράψει ένα κείμενο. Το κάνει δηλαδή ο ίδιος για τον εαυτό του· δεν του το επιβάλλουν οι άλλοι, για δική τους ασφάλεια, και για δικό τους, λίγο-πολύ, συμφέρον, υπονοώντας πως ο πελάτης τους τα έχει ελαφρώς, ή και βαρέως, χαμένα. Οσο για το πραγματικό περιεχόμενο της λέξης, ελάχιστοι είναι σε θέση να το περιγράψουν με ακρίβεια, ακόμη κι αν είναι υπουργοί.
Για να σοβαρευτώ: τόσο το αποδιοπομπαίο «μνημόνιο» όσο και η αριστοκρατική «περαίωση» χρειάζονται επειγόντως, γλωσσική και πραγματολογική, απομάγευση. Για το μνημόνιο ευτυχώς την επιχειρεί εύστοχα και θαρραλέα σ΄ ένα δισέλιδο άρθρο του ο Πάσχος Μανδραβέλης, υπό τον τίτλο «Η ζωή χωρίς το μνημόνιο». Δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος ενός νέου περιοδικού, αξιοζήλευτου πράγματι για την ποιότητα, την εντιμότητα και το αποκαλυπτικό του θάρρος. Επιγράφεται «Τhe books΄ journal», διευθύνεται από τον Ηλία Κανέλλη, διαθέτει τριμελή Γραμματεία Σύνταξης και υποστηρίζεται από δωδεκαμελή Επιστημονική Επιτροπή. Διάβασα το πρώτο τεύχος απαρχής μέχρι τέλους με αμείωτο ενδιαφέρον, και το συστήνω εκθύμως.
Επιστρέφοντας στην απομάγευση του μνημονίου και των συμφραζομένων του, αντιγράφω την πρώτη παράγραφο από το άρθρο του Μανδραβέλη: «Λέγονται πολλά για το “Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής”, όπως είναι ο ακριβής τίτλος της συμφωνίας που έκανε το ελληνικό κράτος με την Ευρωπαϊκή Ενωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα περισσότερα είναι λάθος και κάποια είναι ψέματα». Τα βασικά στοιχεία αυτής της σκόπιμης παραπλάνησης αποκαλύπτονται και επεξηγούνται ευθαρσώς στην ανάπτυξη του άρθρου, που φαίνεται να συμπυκνώνει ομόλογο κείμενο μεγαλύτερης έκτασης. Πέραν αυτού, να θυμίσω ένα ακόμη, μεθοδολογικό τώρα, λάθος (σκόπιμο και αυτό) που γίνεται, όταν και όπου ανταγωνίζονται σκληρά τους μνημονικούς οι αντίπαλοι του μνημονίου, δίχως να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης, το κύριο βάρος της οποίας το επωμίζονται οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Σ΄ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις προηγείται και κυριαρχεί ο αντίλογος εις βάρος του λόγου, φράζοντας έτσι εκ προοιμίου την έξοδο προς τον ωφέλιμο διάλογο, ώστε να αποφεύγονται ανήκεστες κοινωνικές εντάσεις και ρήξεις. Γνωστού όντος ότι τόσο ο ενδιάμεσος αντίλογος όσο και ο παρεπόμενος διάλογος προϋποθέτουν έναν προηγούμενον, έγκυρο και συστηματικό, λόγο, που απαιτεί διάθεση, ικανότητα και μόχθο σκέψης για να συνταχθεί, να κυκλοφορήσει και να τεθεί προς συζήτηση. Σ΄ αυτό δυστυχώς το κεφάλαιο το έλλειμμα συνεχώς αυξάνεται αντί να ελαττώνεται. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έλλειμμα πολιτικής παιδείας, όπως το έχει δημοσία επισημάνει ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής.
Τελειώνω με μια απροκάλυπτη σύσταση υπερψήφισης του Μπουτάρη ως δημάρχου στη Θεσσαλονίκη και του Καμίνη στην Αθήνα: και οι δύο διεκδικούν τη δημαρχική αρχή ως ενεργοί πολίτες· όχι ως τρόφιμοι της πολιτικής εξουσίας. Και αυτό έχει βαρύνουσα σημασία, σε μιαν εποχή μάλιστα που η υπόληψη της πολιτικής και των πολιτικών βρίσκεται σε προβληματική στάθμη.
Στο μεταξύ, εν είδει πρόχειρου απολογισμού, πρέπει να ομολογήσουμε πως και οι μεν και οι δε μας ζάλισαν με το διαβόητο μνημόνιο. Οι πρώτοι για να το περισώσουν, οι δεύτεροι για να το πετάξουν στα σκουπίδια. Οι πρώτοι απαιτώντας καλά και σώνει ομολογία πίστεως: το γνωστό «Πιστεύω», μαζί μάλιστα με το δυτικόφρονο filioque. Οι δεύτεροι ανακαλώντας τον βαφτιστικό εκείνον διάλογο όπου ο παπάς ρωτά: Απετάξω τω Σατανά; Και ο νονός απαντά, εκ μέρους του αμίλητου ακόμη βαπτιζόμενου βρέφους: Απεταξάμην.
Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι σ΄ αυτό το εκβιαστικό δίλημμα αντέδρασαν όσοι προτίμησαν την αποχή (κοντά οι μισοί ψηφοφόροι), λέγοντας από μέσα τους και προς τα έξω: «Ευχαριστώ δεν θα πάρω». Στο κάτω κάτω πρόκειται για μια λέξη μάλλον στραβά χρησιμοποιημένη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Που αποκρύβει, αντί να δηλώνει, το πραγματικό της νόημα. Αφού μνημόνιο συντάσσει και κρατά όποιος συνήθως ξεχνά, για να θυμηθεί τι πρέπει να αγοράσει, τι έχει να πουλήσει, να πάρει το χάπι του ή να γράψει ένα κείμενο. Το κάνει δηλαδή ο ίδιος για τον εαυτό του· δεν του το επιβάλλουν οι άλλοι, για δική τους ασφάλεια, και για δικό τους, λίγο-πολύ, συμφέρον, υπονοώντας πως ο πελάτης τους τα έχει ελαφρώς, ή και βαρέως, χαμένα. Οσο για το πραγματικό περιεχόμενο της λέξης, ελάχιστοι είναι σε θέση να το περιγράψουν με ακρίβεια, ακόμη κι αν είναι υπουργοί.
Για να σοβαρευτώ: τόσο το αποδιοπομπαίο «μνημόνιο» όσο και η αριστοκρατική «περαίωση» χρειάζονται επειγόντως, γλωσσική και πραγματολογική, απομάγευση. Για το μνημόνιο ευτυχώς την επιχειρεί εύστοχα και θαρραλέα σ΄ ένα δισέλιδο άρθρο του ο Πάσχος Μανδραβέλης, υπό τον τίτλο «Η ζωή χωρίς το μνημόνιο». Δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος ενός νέου περιοδικού, αξιοζήλευτου πράγματι για την ποιότητα, την εντιμότητα και το αποκαλυπτικό του θάρρος. Επιγράφεται «Τhe books΄ journal», διευθύνεται από τον Ηλία Κανέλλη, διαθέτει τριμελή Γραμματεία Σύνταξης και υποστηρίζεται από δωδεκαμελή Επιστημονική Επιτροπή. Διάβασα το πρώτο τεύχος απαρχής μέχρι τέλους με αμείωτο ενδιαφέρον, και το συστήνω εκθύμως.
Επιστρέφοντας στην απομάγευση του μνημονίου και των συμφραζομένων του, αντιγράφω την πρώτη παράγραφο από το άρθρο του Μανδραβέλη: «Λέγονται πολλά για το “Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής”, όπως είναι ο ακριβής τίτλος της συμφωνίας που έκανε το ελληνικό κράτος με την Ευρωπαϊκή Ενωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα περισσότερα είναι λάθος και κάποια είναι ψέματα». Τα βασικά στοιχεία αυτής της σκόπιμης παραπλάνησης αποκαλύπτονται και επεξηγούνται ευθαρσώς στην ανάπτυξη του άρθρου, που φαίνεται να συμπυκνώνει ομόλογο κείμενο μεγαλύτερης έκτασης. Πέραν αυτού, να θυμίσω ένα ακόμη, μεθοδολογικό τώρα, λάθος (σκόπιμο και αυτό) που γίνεται, όταν και όπου ανταγωνίζονται σκληρά τους μνημονικούς οι αντίπαλοι του μνημονίου, δίχως να προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης, το κύριο βάρος της οποίας το επωμίζονται οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Σ΄ αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις προηγείται και κυριαρχεί ο αντίλογος εις βάρος του λόγου, φράζοντας έτσι εκ προοιμίου την έξοδο προς τον ωφέλιμο διάλογο, ώστε να αποφεύγονται ανήκεστες κοινωνικές εντάσεις και ρήξεις. Γνωστού όντος ότι τόσο ο ενδιάμεσος αντίλογος όσο και ο παρεπόμενος διάλογος προϋποθέτουν έναν προηγούμενον, έγκυρο και συστηματικό, λόγο, που απαιτεί διάθεση, ικανότητα και μόχθο σκέψης για να συνταχθεί, να κυκλοφορήσει και να τεθεί προς συζήτηση. Σ΄ αυτό δυστυχώς το κεφάλαιο το έλλειμμα συνεχώς αυξάνεται αντί να ελαττώνεται. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έλλειμμα πολιτικής παιδείας, όπως το έχει δημοσία επισημάνει ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής.
Τελειώνω με μια απροκάλυπτη σύσταση υπερψήφισης του Μπουτάρη ως δημάρχου στη Θεσσαλονίκη και του Καμίνη στην Αθήνα: και οι δύο διεκδικούν τη δημαρχική αρχή ως ενεργοί πολίτες· όχι ως τρόφιμοι της πολιτικής εξουσίας. Και αυτό έχει βαρύνουσα σημασία, σε μιαν εποχή μάλιστα που η υπόληψη της πολιτικής και των πολιτικών βρίσκεται σε προβληματική στάθμη.
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=122&artId=367126&dt=14/11/2010#ixzz15GPBTQ6j
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου