Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, ΝΕΑ, 16.5.11
Οταν τον Δεκέµβριο του 2008 το κράτος αυτοκαταργήθηκε και παρέδωσε την πρωτεύουσά του στην τροµοκρατία των κουκουλοφόρων, το ιερατείο του προοδευτικού λυρισµού αντιµετώπισε την έκρηξη της βίας ως παράπλευρη απώλεια της αγανακτισµένης γενιάς των 700 ευρώ. Ψυχοπονιάρηδες ή µύωπες, δεν έχει σηµασία. Σηµασία έχει ότι η αποτίµηση της καταστροφής έγινε διαγωνισµός ευαισθησίας που σκέπαζε µε την υποκρισία της το προφανές: και το προφανές ήταν ότι η «νεολαία» την οποία υποτίθεται αφουγκράζονταν δεν είχε να πει τίποτε. Ή, ακόµη κι αν εί χε να πει κάτι, αυτό πνιγόταν στη µυρουδιά του καµένου που άφησαν πίσω τους εκείνοι οι δύο µήνες. Τις ηµέρες εκείνες η τυφλή βία απενοχοποιήθηκε, βαφτίστηκε έκφραση αγανάκτησης και πέρασε στην καθηµερινότητα µιας κοινωνίας αγανακτισµένης, όπως είναι η ελληνική κοινωνία του 2011. Η περίφηµη «γενιά των 700 ευρώ» µέσα σε τρία χρόνια έγινε «κοινωνία των 700 ευρώ» και το Κέντρο της Αθήνας χρησιµοποιήθηκε ως ανθρώπινη χωµατερή από το κράτος.
Ο εξαθλιωµένος µετανάστης από το Μπανγκλαντές ή από όπου γης βρέθηκε σε έναν χώρο όπου η άσκηση βίας είχε ήδη βρει τη θέση της ανάµεσα στις υπόλοιπες καθηµερινές συναλλαγές. Πολύ απλά δεν φοβάται να επιτεθεί επειδή κανείς γύρω του δεν φοβάται να επιτεθεί, να κλέψει και να κάψει. Τα παιδιά όταν βαριούνται το σαββατόβραδο καίνε κάδους σκουπιδιών ή παίζουν πετροπόλεµο µε την αστυνοµία, η αστυνοµία κλωτσάει και βαράει - παιδιά είναι κι αυτά, τι να κάνουν - και ο κάτοικος της Κυψέλης σκέφτεται πως η σύνταξή του δεν του φτάνει για να αγοράσει Καλάσνικοφ. Θα ζητήσει προστασία σε όποιον µπορεί να του την δώσει και η Χρυσή Αυγή τού την παρέχει δωρεάν.
Υπερβολές; Συµφωνώ ότι το αρνητικό ισοζύγιο της βίας είναι υπερβολικό. Ζούµε σε µια χώρα όπου κάποιος για να γιορτάσει το Πάσχα σκοτώνει ένα εφτάχρονο παιδί, όπου τρεις τραπεζοϋπάλληλοι καταδικάζονται σε θάνατο γιατί αρνήθηκαν να απεργήσουν, ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του για µιαβιντεοκάµερα, κάποιος χαροπα λεύει γιατίπήγε ναψωνίσει στηλαϊκή Σάββατο µεσηµέρι,κι ένας άλλος γιατί αστυνοµικοί τον µετέτρεψαν σε σάκο του µποξ.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια επιστηµονική µέθοδος για να µετρηθεί το ποσό της βλακείας, της ανικανότητας, της αµορφωσιάς που χρειάστηκε η ελληνική κοινωνία για να απενοχοποιήσει τη βία. Δεν πιστεύω στις θεωρίες της συνωµοσίας. Αντιθέτως πιστεύω στην προβλεψιµότητα της ανθρώπινης βλακείας. Η βλακεία, ως προβλέψιµη, είναι και βαρετή και επικίνδυνη.
Στη Θεσσαλονίκη τις προάλλες ο ισραηλινός συγγραφέας Νταβίντ Γκρόσµαν, προσκεκληµένος στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, µε ρώτησε ποιος εχθρός έφερε την Ελλάδα στην σηµερινή της κατάσταση. Τι να του απαντήσω; «Κανείς», του είπα, «ο εαυτός µας τα κατάφερε». Εσείς τι θα του απαντούσατε;
Ο εξαθλιωµένος µετανάστης από το Μπανγκλαντές ή από όπου γης βρέθηκε σε έναν χώρο όπου η άσκηση βίας είχε ήδη βρει τη θέση της ανάµεσα στις υπόλοιπες καθηµερινές συναλλαγές. Πολύ απλά δεν φοβάται να επιτεθεί επειδή κανείς γύρω του δεν φοβάται να επιτεθεί, να κλέψει και να κάψει. Τα παιδιά όταν βαριούνται το σαββατόβραδο καίνε κάδους σκουπιδιών ή παίζουν πετροπόλεµο µε την αστυνοµία, η αστυνοµία κλωτσάει και βαράει - παιδιά είναι κι αυτά, τι να κάνουν - και ο κάτοικος της Κυψέλης σκέφτεται πως η σύνταξή του δεν του φτάνει για να αγοράσει Καλάσνικοφ. Θα ζητήσει προστασία σε όποιον µπορεί να του την δώσει και η Χρυσή Αυγή τού την παρέχει δωρεάν.
Υπερβολές; Συµφωνώ ότι το αρνητικό ισοζύγιο της βίας είναι υπερβολικό. Ζούµε σε µια χώρα όπου κάποιος για να γιορτάσει το Πάσχα σκοτώνει ένα εφτάχρονο παιδί, όπου τρεις τραπεζοϋπάλληλοι καταδικάζονται σε θάνατο γιατί αρνήθηκαν να απεργήσουν, ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του για µιαβιντεοκάµερα, κάποιος χαροπα λεύει γιατίπήγε ναψωνίσει στηλαϊκή Σάββατο µεσηµέρι,κι ένας άλλος γιατί αστυνοµικοί τον µετέτρεψαν σε σάκο του µποξ.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια επιστηµονική µέθοδος για να µετρηθεί το ποσό της βλακείας, της ανικανότητας, της αµορφωσιάς που χρειάστηκε η ελληνική κοινωνία για να απενοχοποιήσει τη βία. Δεν πιστεύω στις θεωρίες της συνωµοσίας. Αντιθέτως πιστεύω στην προβλεψιµότητα της ανθρώπινης βλακείας. Η βλακεία, ως προβλέψιµη, είναι και βαρετή και επικίνδυνη.
Στη Θεσσαλονίκη τις προάλλες ο ισραηλινός συγγραφέας Νταβίντ Γκρόσµαν, προσκεκληµένος στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, µε ρώτησε ποιος εχθρός έφερε την Ελλάδα στην σηµερινή της κατάσταση. Τι να του απαντήσω; «Κανείς», του είπα, «ο εαυτός µας τα κατάφερε». Εσείς τι θα του απαντούσατε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου