Της Ελίζας Παπαδάκη, Αυγή, 22.5.11
Βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη στιγμή αφότου η Ελλάδα, αδυνατώντας να δανειστεί από τις αγορές, είχε συνάψει πέρυσι τη δανειακή συμφωνία των 110 δισ. ευρώ με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: στην πιο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα μας οπωσδήποτε, αλλά πιθανώς και για την Ευρωζώνη, για ολόκληρο το εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης εντέλει.
Προχθές Παρασκευή το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η Ελλάδα σε κάποια εκδοχή χρεοκοπίας εκτιμώνταν στις αγορές πιο πιθανό παρά ποτέ ως τώρα, μετά τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών∙ τα spreads και τα CDS των ελληνικών ομολόγων κατέγραψαν νέα ρεκόρ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω μέχρι και τα ισπανικά (σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, βέβαια), το αθηναϊκό Χρηματιστήριο βούλιαξε κάτω από τις 1.300 μονάδες.
Τις ανησυχίες ενίσχυσε η νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από την Fitch κατά τρεις βαθμίδες (από ΒΒ+ σε Β+) και με διατήρηση της αρνητικής προοπτικής. Ως αντίδοτο άρχισε να μεταδίδεται από τα εδώ δελτία ειδήσεων η πληροφορία ότι στην Ε.Ε. κλείνει η συμφωνία για να μας χορηγηθεί το πρόσθετο δάνειο 50 και πλέον δισ. ευρώ που θα χρειαστεί, επιπλέον των αρχικών 110 δισ. τα οποία θα έχουν εξαντληθεί ως του χρόνου την άνοιξη, για να πληρωθούν τα χρεολύσια του 2012 και 2013, εφόσον δεν θα θα έχουμε πρόσβαση στις αγορές. Αλλά αυτό ήταν το σχέδιο στο οποίο ακριβώς δεν μπόρεσαν να καταλήξουν οι υπουργοί Οικονομικών στις αρχές της εβδομάδας. Σε μια τέτοια περίπτωση, πράγματι, η πιθανότητα της χρεοκοπίας απομακρύνεται με αντάλλαγμα την εφαρμογή ενός δεύτερου, αυστηρότερου Μνημονίου. Επίσημη επιβεβαίωση δεν υπήρξε, δεν ήταν δυνατή άλλωστε εκτός θεσμικών οργάνων, ούτε ακούστηκε σε μια τέτοια κατεύθυνση κάποια νεότερη δήλωση ισχυρού Ευρωπαίου πολιτικού παράγοντα.Σκληρή στάση από Λαγκάρντ
Αντίθετα, «η Ελλάδα απειλείται με χρεοκοπία», δήλωνε σε συνέντευξή της στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard προχθές η Γαλλίδα υπουργός Οικονομικών Κριστίν Λαγκάρντ. Παραδέχθηκε ότι το έλλειμμα μειώθηκε κατά 5 μονάδες του ΑΕΠ το 2010, εξέφρασε όμως την άποψη, για λογαριασμό και των άλλων υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, ότι η Ελλάδα καθυστερεί πολύ τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες έχει δεσμευτεί. Σε ερώτημα του δημοσιογράφου γιατί να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι τα 60 δισ. επιπλέον που συζητούνται, η Λαγκάρντ είπε ότι αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα: αν η Ελλάδα θα φέρει τα απαιτούμενα αποτελέσματα, αν είναι καν διατεθειμένη να συνεργαστεί στο δικό της πακέτο βοήθειας. Σε καταφατική περίπτωση μπορούμε να εξετάσουμε περαιτέρω δυνατότητες βοήθειας, συγκατατέθηκε, δείχνοντας πόσο ασφυκτική πίεση μας ασκείται πλέον.
Μαστίγιο και καρότο
Στο μεταξύ, από τη Δευτέρα 16 Μαΐου στο Eurogroup είχε φανεί να κερδίζει έδαφος το σενάριο μιας «ήπιας αναδιάρθρωσης» του συνολικού χρέους της χώρας μας. Για πρώτη φορά το εκστόμισε δημόσια ο πρόεδρός του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, μαζί με μια βαριά επίπληξη στην κυβέρνηση Παπανδρέου ότι «δεν τηρεί πλέον το πρόγραμμα προσαρμογής» και με την απαίτηση να προχωρήσει σε «πελώριες μεταρρυθμίσεις» και «να ιδιωτικοποιήσει ταχύτατα πολλούς δημόσιους φορείς». Δύο ταμπού έσπασαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, επέχαιρε χαρακτηριστικά ο βρετανικός Economist (πάγιος συνήγορος «λύσεων των αγορών» χωρίς δημόσια ανάμειξη, κρατικών χρεοκοπιών, ακόμα και διάλυσης της νομισματικής ένωσης εφόσον δεν αποδεικνύεται βιώσιμη): ότι πρέπει να είναι ευγενείς με τους Έλληνες και ότι η χρεοκοπία κράτους μέλους της Ευρωζώνης είναι αδιανόητη.
Την ενδεχόμενη ήπια αναδιάρθρωση παρουσίασε ο κ. Γιούνκερ σαν να επρόκειτο για ανταπόκριση σε ελληνική επιθυμία, θέτοντας ως προϋπόθεση για να εξεταστεί από το Συμβούλιο των υπουργών, η χώρα μας να έχει καταβάλει προηγουμένως τις επώδυνες προσπάθειες που απαιτούνται. Ταυτόχρονα δήλωσε κατηγορηματικά αντίθετος σε μια «μεγάλη αναδιάρθρωση», που θα σήμαινε περικοπές στην αξία των ομολόγων («κουρέματα»), εννοώντας με την «ήπια» την επιμήκυνση του χρέους, τη μετάθεση δηλαδή των λήξεων των ομολόγων που κατέχουν ιδιώτες, δηλαδή τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ., μερικά χρόνια αργότερα. Την «αναδιάρθρωση», χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς, απέκλεισε στην ως άνω συνέντευξη η κ. Λαγκάρντ, όχι όμως μιαν «επιμήκυνση σε εθελοντική βάση».
Η δυνατότητα κυκλοφορεί από καιρό, παρουσιάζεται από διεθνείς αναλυτές ή και τραπεζίτες/επενδυτές, άτυπα έχει προταθεί μάλιστα και από κυβερνητικούς παράγοντες, με το σαγηνευτικό επιχείρημα ότι θα ελάφρυνε τα μεγάλα βάρη της χώρας τα επόμενα δύσκολα χρόνια, όσο θα πασχίζει να εξυγιάνει τα δημόσια οικονομικά, να βγει από την ύφεση και να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα. Συνδεόμενη αυστηρά με την επιβολή σκληρότερων όρων έχει απήχηση στη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αυστρία, όπου βολεύει τις κυβερνήσεις ως εναλλακτική έναντι της χορήγησης και νέου δανείου στη χώρα μας, που δεν είναι διόλου δημοφιλής. Πιο γενναιόδωρα, θερμά την εισηγείται για 10-20 χρόνια, σε εθελοντική βάση, ο πρώην πρόεδρος του BDI (του γερμανικού ΣΕΒ), σήμερα του Businesseurope, της ένωσης των εργοδοτικών συνδέσμων της Ευρώπης, Γιούργκεν Τούμαν, καλώντας ταυτόχρονα τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιδοτήσουν γενναία το επιτόκιο για την Ελλάδα, ώσπου «να ξανασταθούμε στα πόδια μας», και να κατανοήσουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορούν να γίνουν τόσο γρήγορα (συνέντευξη στους Financial Times Deutschland, 19/5).
Ομοβροντία αντιδράσεων
Η όποια επιμήκυνση δεν παύει όμως να συνεπάγεται απώλειες για τους επενδυτές σε ελληνικά ομόλογα οι οποίοι θα κληθούν να τα κρατήσουν περισσότερα χρόνια. Επομένως, όταν δεν υπηρετεί επιδιώξεις κερδοσκόπων που έχουν ποντάρει στις απώλειες, βασίζεται στην υπόθεση μιας «καλής προαίρεσης» των αγορών την οποία αποκρούουν ως εντελώς εξωπραγματική στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Στην εκδοχή που άφησε ανοικτή ο Γιουνκέρ - και ξανά η Λαγκάρντ προχθές - αντέδρασαν έτσι με μιαν ομοβροντία δηλώσεων (Τρισέ, Γιούργκεν Σταρκ, Μπίνι Σμάγκι κ.ά.). Εξηγώντας για άλλη μια φορά ότι ένα τέτοιο διάβημα οι αγορές θα το εκλάμβαναν ως προανάκρουσμα επερχόμενης πλήρους χρεοκοπίας, προς την οποία θα ενέτειναν τις πιέσεις, αλλά και ως πρότυπο για άλλες χώρες, δεν έμειναν εκεί. Προειδοποίησαν ρητά ότι σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους «θα υπονομευόταν η επιλεξιμότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων», κατά τη διατύπωση Σταρκ, με απλά λόγια: η ΕΚΤ θα έπαυε να δέχεται τα -ήδη υποβαθμισμένα κάτω από σκουπίδια από τους οίκους αξιολόγησης- ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρο για να χορηγεί ρευστότητα στις τράπεζες, και μέσω αυτών στην οικονομία. Οι ελληνικές τράπεζες, που δεν έχουν πρόσβαση σε καμία άλλη πηγή χρηματοδότησης, έχουν υπόλοιπο κάθε μήνα κοντά στα 100 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, όπως φαίνεται στο γράφημα. Χωρίς αυτά θα κατέρρεαν, και το ερώτημα είναι σε ποια έκταση θα συμπαρέσυραν τράπεζες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το βράδυ της Παρασκευής ο οίκος Standard & Poor’s υποβάθμισε τη γαλλική τράπεζα Credit Agricole από ΑΑ- σε Α+, εκτιμώντας την «ιδιαίτερα εκτεθειμένη» στην Ελλάδα, μέσω της Εμπορικής Τράπεζας που έχει αγοράσει, «λόγω του ζητήματος της φερεγγυότητας και των οικονομικών προοπτικών της χώρας», όπως ανακοίνωσε.
Όλες αυτές οι πιέσεις, με επίκεντρο την Ελλάδα σήμερα, ενέχουν κινδύνους και για τη συνοχή της Ευρωζώνης, εντέλει της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολόκληρης. Γιατί μπορεί μεν η χρεοκοπία, την οποία μας προβάλλουν ως απειλή, να είχε καταστροφικές συνέπειες για εισοδήματα, απασχόληση, βιοτικό επίπεδο, πολύ πέρα από όσα γνωρίσαμε έως τώρα, όμως οι κλονισμοί που θα προκαλούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη, αρχίζοντας από αλυσσιδωτές επιπτώσεις στις τράπεζες, δεν θα ξεπερνιούνταν διόλου εύκολα. Πόσο θα άντεχε η Ευρώπη μια νέα κρίση «χειρότερη από εκείνην που προκάλεσαν οι Lehman Brothers», αν έχει δίκιο ο Σταρκ; Πίσω από το ελληνικό ζήτημα άλλωστε, πηγή σοβαρών διαφωνιών στο Eurogroup της Δευτέρας, ήταν η συμμετοχή ιδιωτών σε μελλοντικές κρίσεις χρέους, στην οποία επιμένει εξ αρχής η Άγγελα Μέρκελ, διαφωνούν όμως τόσο η ΕΚΤ όσο και η πλειονότητα των άλλων κυβερνήσεων. Στον αέρα είναι έτσι ακόμα ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας που θα έπρεπε να περιγραφεί στην τροποποίηση της συνθήκης για να δημιουργηθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου