Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝEA, 28.5.2011
«Τώρα πια τα κόµµατα δεν κατόρθωναν να συνοψίσουν τις αποκλίνουσες πολιτικές επιδιώξεις και να οδηγούν τα ετερόκλητα συµφέροντα σε µια ορισµένη κατεύθυνση. Εντυπωσιακά προγράµµατα και εντυπωσιακές νοµοθετικές πρωτοβουλίες αποκλείονταν, γιατί το δηµόσιο ταµείο ήταν άδειο και η Ελλάδα είχε τεθεί υπό τον διεθνή οικονοµικό έλεγχο». (Hering G., Τα πολιτικά κόµµατα στην Ελλάδα 1821-1936 , τ. Β’, σ. 723, Μορφωτικό Ιδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004. Αναφέρεται στη µετά τη χρεοκοπία του 1893-97 περίοδο).
Μερικές φορές η Ιστορία µοιάζει να µιλά για το σήµερα. Αυτή είναι η γοητεία αλλά και η παγίδα που σου στήνει, γιατί επαναλήψεις δεν υπάρχουν. Υπάρχουν όµως οι σκέψεις που σου υποβάλλει. Οπως π.χ. ότι µετά τις χρεοκοπίες 1893-97 και 1930-31, τα τότε κοµµατικά συστήµατα ξεπεράστηκαν όχι τόσο λόγω των οικονοµικών κρίσεων όσο γιατί έµειναν πασιφανώς εγκλωβισµένα στα στερεότυπα, στον τρόπο σκέψης και στον πολιτικό λόγο της προηγούµενης περιόδου που έκλεινε. Σαν να πέθαναν από γεράµατα και όχι από βίαιο θάνατο.
Πιστεύω ότι το ελληνικό κοµµατικό σύστηµα έχει µπει σε ανάλογη δοκιµασία. Ολα τα κόµµατα µένουν παγιδευµένα στην προηγούµενη πολιτική φάση, αδυνατώντας να συγχρονιστούν µε τη δραµατικότητα των εξελίξεων ή να εκφέρουν λόγο αυτοκριτικής και αυτογνωσία. Επειδή όµως η κρίση των κοµµατικών συστηµάτων είναι συνήθως µια αργόσυρτη διαδικασία µε αβέβαιη κατάληξη, δεν χρειάζεται ούτε αντιπολιτική δηµαγωγία ούτε αφελή πίστη σε δήθεν µαγικές θεσµικές λύσεις.
Εξάλλου, το ρητό «η ∆ηµοκρατία δεν έχει αδιέξοδα» είναι ανιστόρητο, όχι µόνο γιατί πολλές δηµοκρατίες καταργήθηκαν, αλλά γιατί ακόµα περισσότερες εκφυλίστηκαν σε ολιγαρχικά καθεστώτα µε την ωµή επικράτηση των ισχυρότερων οµάδων. Η σηµερινή φθορά της µεταπολιτευτικής δηµοκρατικής κουλτούρας και η εξάπλωση της βίας µάς προειδοποιούν. Στον άµεσο χρόνο, η πολιτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση της διεξόδου από την εθνική χρεοκοπία. Τα ιστορικά κόµµατα, παρά την αφασία τους, εξακολουθούν να προσφέρουν ένα πλαίσιο σταθεροποίησης των συµπεριφορών, αναγκαίο ώστε η οικονοµική κρίση να µην εξελιχθεί σε ακυβερνησία. Αλλά ο σταθεροποιητικός τους ρόλος εξασφαλίζεται πλέον λόγω της ιστορικής ταύτισης των πολιτών µε τις ταµπέλες ΠΑΣΟΚ, Ν.∆., ΚΚΕ ή τις αντίστοιχες ιστορικές οικογένειες Κέντρο, ∆εξιά, Αριστερά. Με άλλα λόγια, εξασφαλίζεται λόγω του παρελθόντος, όχι του παρόντος και του µέλλοντος.
Αν έτσι συµβαίνει, τότε ο σταθεροποιητικός τους ρόλος είναι θνησιγενής. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η αλλαγή του κοµµατικού συστήµατος έχει ήδη αρχίσει – και θα συνεχιστεί ακόµα και αν βγούµε σχετικά οµαλά από την οικονοµική κρίση. Αλλάζει υπό την πίεση τριών κυρίως παραγόντων. Πρώτον, συρρικνώνεται και διασπάται η κοινωνική - εκλογική βάση του λεγόµενου κρατισµού, στην οποία στηρίζονταν όλα τα κόµµατα (δηµόσιοι υπάλληλοι, ∆ΕΚΟ, ιδιωτικά στρώµατα που πορίζονταν εµµέσως από το ∆ηµόσιο, κ.λπ.). ∆εύτερον, αλλάζουν οι αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας (προς το καλύτερο αλλά και το χειρότερο). Τρίτον, αλλάζει και θα αλλάξει ακόµα ταχύτερα το θεσµικό ευρωπαϊκό πλαίσιο και οι όροι αλληλεξάρτησης της χώρας µε το διεθνές περιβάλλον.
Το πραγµατικό ερώτηµα είναι πώς, προς τα πού και µε τι αποτέλεσµα θα γίνει η αλλαγή των κοµµάτων. Το πώς, εξαρτάται από τις περιστάσεις. Η εµπειρία προσφέρει διάφορους τρόπους ριζικότερων αλλαγών, πέρα από τη φυσιολογική προσαρµογή στις εκάστοτε νέες καταστάσεις. Ο Ελ. Βενιζέλος το 1910 δείχνει µια αλλαγή εποχής µε µοχλό τον χαρισµατικό ηγέτη. Η Θάτσερ επέβαλε µια ριζική ιδεολογικοπολιτική στροφή στο κόµµα χωρίς να το καταργήσει ή να του αλλάξει όνοµα. Το ιταλικό κοµµατικό σύστηµα στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 κατέρρευσε και η ποιότητα του επόµενου ήταν τουλάχιστον συζητήσιµη (σύστηµα εξουσίας Μπερλουσκόνι).
Το προς τα πού πρέπει να αλλάξει καθορίζεται από τη διάγνωση της σηµερινής παθογένειας. Το κοµµατικό σύστηµα έχει εγκλωβιστεί στην προηγούµενη εποχή, γιατί υφίσταται τις αλλαγές χωρίς να µπορεί να τις αναλύσει και να τις µετουσιώσει σε ένα νέο πολιτικό - αξιακό πλαίσιο που θα δίνει κατεύθυνση και πρόσηµο στις κοινωνικές δυνάµεις. Το χάσµα αυτό καλύπτεται σήµερα από τη δηµαγωγία και τις ανέξοδες «λύσεις». Την ίδια όµως στιγµή αναδύεται η νέα πολιτική ατζέντα που θα κυριαρχήσει σε βάθος χρόνου. Αυτή «θα επιλέξει» τις νέες πολιτικές δυνάµεις, το νέο προσωπικό και τις νέες ιδέες. Ασφαλώς δεν θα προκύψουν από παρθενογένεση. Αλλά αυτό δεν είναι κακό. Γιατί ορισµένες δοµές του πολιτικού - κοµµατικού συστήµατος έχουν ιστορική επιβεβαίωση και λειτουργικότητα. Τέτοιες π.χ. είναι η ισχυρή εξουσία της κορυφής της πολιτικής πυραµίδας γιατί σε κρίσιµες στιγµές και εφόσον είχε την ικανότητα, προσανατόλισε σωστά την κοινωνία ακόµα και όταν η κοινή γνώµη ήταν µπερδεµένη· η διακυβέρνηση µε καθαρές πλειοψηφίες µεγάλων πολιτικών παρατάξεων, ακόµα και αν στο µέλλον εξελιχθούν σε συνεργατικά σχήµατα· η σχετικά σταθερή και µε ιστορική συνέχεια τριπολική κοµµατική δοµή.
Η προγραµµατική ραχοκοκαλιά της νέας πολιτικής ατζέντας έχει επίσης σχηµατιστεί. Αρχίζοντας προφανώς από την ανάγκη η Ελλάδα να επανέλθει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι µε όρους αξιοπρεπούς κράτους-µέλους και όχι επαίτη. Η χώρα µας δενβιώνει µια απλή «απόκλιση», αλλά έναν πραγµατικό κίνδυνο υποβιβασµού στη «βαλκανική καθυστέρηση». Η αποτροπή του κινδύνου δεν µπορεί νααφεθεί στην καλή θέληση τωνΕυρωπαίων, καθόσον δεν είναι δεδοµένη εις το διηνεκές, ούτε ενιαία. Η εθνικοποίηση των µηχανισµών διάσωσης, οι οποίοι στηρίζονται σε εθνικές χρηµατοδοτήσεις και εποµένως εξαρτώνται από τα εθνικά εκλογικά σώµατα, καθιστούν αβέβαιες τις µελλοντικές διαθέσεις. Από την άλλη, η διαιώνιση της υποτιµητικής εθνικής εξάρτησης θα δηµιουργήσει τάσεις απονοµιµοποίησης της «ευρωπαϊκής προοπτικής». Τα σηµερινά κόµµατα δηµαγωγούν συνεχώς για τις κόκκινες γραµµές της επαιτείας µας. Χρειάζεται, επιτέλους, να διατυπώσουν τις γαλάζιεςγραµµές µιας Εθνικής Πολιτικής για την παραµονή µας στην Ευρώπη. Ετσι ώστε να διεκδικήσουµε εντονότερα πραγµατική ευρωπαϊκή λύση στην κρίση χρέους της ευρωζώνης.
Το δεύτερο κοµβικό σηµείο της νέας ατζέντας είναι η αντιστοίχηση του προγραµµατικού λόγου στη δοµική αλλαγή ισχύος µεταξύ Ιδιωτικού και ∆ηµόσιου που γίνεται σε βάθος χρόνου. Ώς τώρα όλα τα κόµµατα κινήθηκαν εγγυώµενα τα συµφέροντα, τις θεσµικές ρυθµίσεις και τις νοοτροπίες του κοινωνικοπολιτικού συνασπισµού του «κρατισµού». Χρειάζονται µια ιδεολογική επανάσταση για να εξελιχθούν από κόµµατα της διανοµής και της γραφειοκρατικοποίησης σε κόµµατα της παραγωγής, ικανά να ανταποκριθούν στις ανάγκες των εργαζοµένων του ιδιωτικού τοµέα και των νέων γενεών. Οσων δηλαδή το µεταπολιτευτικό κοµµατικό - συνδικαλιστικό καθεστώς άφησε θεσµικά ανυπεράσπιστους, µε αποτέλεσµα να πληρώνουν σήµερα ακριβότερα την κρίση.
Πώς διάκεινται τα κόµµατα έναντι της αναδυόµενης νέας πολιτικής ατζέντας; Ο χώρος της Κεντροαριστεράς και της δηµοκρατικής Αριστεράς υφίσταται τη µέγιστη πίεση, γιατί έχει κληθεί να αντιµετωπίσει τη χρεοκοπία. Ισως, λοιπόν, σπεύσει πρώτος. Η Ν.∆. κινείται µε τη γνωστή συνταγή του ώριµου φρούτου, µε την ελπίδα µιας συνήθους µελλοντικής εναλλαγής στην κυβέρνηση. Τη βοηθούν σε αυτή τη φάση διάφορα ΜΜΕ που εκστασιάστηκαν από την εµβρίθεια της οικονοµικής της πρότασης για µείωση φόρων, διατήρηση των δαπανών και νοµιµοποίηση των αυθαιρέτων. Τέλος, το φαντασιακό της παραδοσιακής Αριστεράς παραµένει προσκολληµένο στην κρατικοποιηµένη οικονοµία. Σε κάθε όµως περίπτωση, οι αλλαγές δεν επαφίενται µόνο στον πατριωτισµό των κοµµάτων και του πολιτικού προσωπικού. Υπάρχει και λεγόµενη ∆ηµόσια Σφαίρα. Ο χώρος κριτικού λόγου και διαλόγου που βρίσκεται µεταξύ κοινωνίας και κοµµάτων. Οσο πιο ζωτική αποδειχθεί τόσο µικρότερες θα είναι οι ωδίνες του τοκετού της νέας εποχής.
Τα σηµερινά κόµµατα δηµαγωγούν συνεχώς για τις κόκκινες γραµµές της επαιτείας µας. Χρειάζεται, επιτέλους, να διατυπώσουν τις γαλάζιεςγραµµές µιας Εθνικής Πολιτικής για την παραµονή µας στην Ευρώπηο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τµήµα Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστηµίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου