Του Στέλιου Ράμφου, www.protagon.gr, 30.5.11
Η συναισθηματική νοημοσύνη εμποδίζει το ακαταλόγιστο της θέλησης να δικαιωθεί στην παραζάλη της μάχης και η μέθη της επιβολής να σκοτίσει τη συνείδηση. Τα βιώσαμε στην Ελλάδα κατά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, οπότε η γενιά του Πολυτεχνείου με την υπεροψία ενός νικητή που δεν ενδιαφέρθηκε να σκεφτεί τη νίκη του, εξαργύρωσε βιαστικά το επίτευγμα, με τα σύμβολα και τα προνόμια της εξουσίας. Χωρίς στοιχειώδη εφόδια η γενιά τούτη η οποία κυβερνά ως σήμερα, ακολούθησε με ασύνειδη μακαριότητα το δρόμο του λαϊκισμού, υποδαύλισε ένα πνεύμα εμφυλίου πολέμου και οδήγησε τον τόπο στη σημερινή κατάντια. Ήταν ίσως το μόνο που μπορούσε να κάνει με μια σκέψη βγαλμένη από την ιδεολογική παράνοια.
Στοίχημα κάθε αντιξοότητας είναι να γίνει ευκαιρία. Το κερδίζουν όσοι προηγούνται του εαυτού τους και ξεκινούν από μέσα τους για να πιάσουν την άκρη του μέλλοντος στο κουβάρι του παρόντος. Όποιος προηγείται του εαυτού του μπορεί να τον παρατηρεί σαν τρίτος και να τον περιλαμβάνει αυτονόητα σε κάθε σχέδιο αλλαγής των πραγμάτων. Αυτός έχει στόφα ηγέτη και όπως οι κρίσεις οφείλονται σε έλλειμμα ηγετικό, όταν τούτο καλυφθεί, καλύπτονται όλα τα άλλα ελλείμματα. Η απαξίωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος δείχνει πως η χώρα μας περιμένει ηγέτη.
Αν και προϊόν των περιστάσεων, ο ηγέτης βοηθά το χρόνο να κυοφορήσει , να γεννήσει και να ξαναγεννηθεί. Είναι ο επιβήτορας και η μαμή του χρόνου και με τις ιδιότητες αυτές υποστηρίζει την τύχη του. Αρετή έχει την αυτοσυνείδηση. Εκείνη του μαθαίνει τα όριά του και τον προστατεύει από την ψευδαίσθηση μιας αυτάρκειας η οποία εν ονόματι της υστεροφημίας τείνει να τον κάνει εξάρτημα της μηχανής του χρόνου. Εκεί που δεν κρεμόταν από τη σκέψη του ακόμη και όταν σκεπτόταν, τώρα φτάνει να νομίζει ότι σκέφτεται και όταν δε σκέφτεται τίποτα.
Ο ηγέτης αρθρώνει όσα θα ήθελε άναρθρα η ομάδα. Ανοίγει δρόμο στα όνειρά της και αλλάζει τον τρόπο που τα ζει, κάνοντάς την να σκέφτεται, όταν τα βλέπει, πως είναι όνειρα και πρέπει να κάνει κάτι για αυτά. Ανακαλύπτει, δηλαδή, την ιδέα του μόνος του και μαζί της βρίσκει τη δύναμη να ξεπερνά τους περιορισμούς του εαυτού, του παρελθόντος και του περιβάλλοντος. Μπορεί έτσι να περιγράφει κοινούς σκοπούς στην ομάδα, να της προσφέρει ταυτότητα και αυτοπεποίθηση στην αποστολή όπου την καλεί και να γυρνά ενωτικά ένα ισχυρότατο ανεξέλεγκτο συναίσθημα, το οποίο μετέωρο είτε υπολογιστικό καταλαβαίνει μόνο την αυτοκαταστροφική διάσπαση.
Με λόγια των σαμουράι: «ο ηγέτης νικά πρώτα και κατόπιν πολεμά». Άτομο που αντιλαμβάνεται ταχύτατα και αποφασίζει σταθερά, ο ηγέτης ξέρει να επιλέγει συνεργάτες και να τους ακούει. Όμως στην περίπτωσή του ο δείκτης υψηλής φυσικής νοημοσύνης χρειάζεται τη συναισθηματική νοημοσύνη της ωριμότητας. Η συναισθηματική νοημοσύνη εμποδίζει το ακαταλόγιστο της θέλησης να δικαιωθεί στην παραζάλη της μάχης και η μέθη της επιβολής να σκοτίσει τη συνείδηση. Τα βιώσαμε στην Ελλάδα κατά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, οπότε η γενιά του Πολυτεχνείου με την υπεροψία ενός νικητή που δεν ενδιαφέρθηκε να σκεφτεί τη νίκη του, εξαργύρωσε βιαστικά το επίτευγμα, με τα σύμβολα και τα προνόμια της εξουσίας. Χωρίς στοιχειώδη εφόδια η γενιά τούτη η οποία κυβερνά ως σήμερα, ακολούθησε με ασύνειδη μακαριότητα το δρόμο του λαϊκισμού, υποδαύλισε ένα πνεύμα εμφυλίου πολέμου και οδήγησε τον τόπο στη σημερινή κατάντια. Ήταν ίσως το μόνο που μπορούσε να κάνει με μια σκέψη βγαλμένη από την ιδεολογική παράνοια.
Η ιδεολογία που έφερε αναδρομικά το εμφυλιακό μένος ως περιεχόμενο της πολιτικής σε ειρηνική περίοδο, τροφοδότησε φαντασιώσεις ‘’απελευθερώσεων΄΄ οι οποίες συγκάλυψαν χρόνια νοσήματα, όπως η βαθύτατη αδιαφορία του μέσου Έλληνα για ό,τι σχετίζεται με την κατηγορία των κοινών αγαθών, την καθαριότητα, ας πούμε, των δρόμων, τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία ή τα δημόσια οικονομικά. Κολλημένος σε όσα του ανήκουν, ο Ρωμιός διατηρεί και αναπαράγει την ψυχολογία μικρού παιδιού, το οποίο βρίσκει ασφάλεια, όχι όμως και ενηλικίωση, στην πατρική προστασία του κρατισμού, του κομματικού- συντεχνιακού συστήματος και της διαπλοκής με τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Οι λαϊκίστικοι παληκαρισμοί της μεταπολίτευσης διαθέτουν βαθύτερα ερείσματα στη διχαστική ροπή που δηλητηριάζει τη συλλογική μας ψυχή. Δύσκολα θα ακούσεις στις συντροφιές καλό λόγο για απόντα, σαν να μειώνει η όποια αξία του τη δική μας εικόνα στα μάτια των άλλων, ενώ στην πραγματικότητα απειλούμαστε από τον παιδικό εαυτό μας.
Υπάρχει ωστόσο και κάτι πιο κρίσιμο: η μυθική πίστη στο υπέρλογο διαπερνά τη σκέψη μας και απωθεί τα έλλογα κριτήρια με την καθολικότητά τους, περιορίζοντάς τα σε υπολογιστική εξυπηρέτηση των γενικών επιδιώξεων που αρκούνται στην (κουτο)πονηριά. Μηδενίζουμε τον άλλο ηθικά και τον αποκλείουμε μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός άλλος, με τίμημα το μόνιμο κοινωνικό κατακερματισμό και την εκ προοιμίου αντιπαλότητα.
Ο πολυκέφαλος διαρκής εμφύλιός μας πόλεμος, δείχνει απουσία πνευματικής ανεξαρτησίας που υποδαυλίζει τη μελαγχολία της νοσταλγίας και την αισιοδοξία των αποκαλύψεων. Εδραιώνει την κοντή μνήμη η οποία δεν αφήνει να μαθαίνουμε από τα παθήματα, καλλιεργεί τις αυταπάτες της ‘’χαρισματικής’’- εννοείται άκοπης επάρκειας και απαγορεύει να αναλάβουμε ευθύνες ως πολίτες.
Μια κοινωνία μπορεί να ελπίζει όταν έχει επίγνωση πως τα ελεύθερα στις επιλογές τους άτομα είναι και υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Αλλιώς τη θέση του μέλλοντος παίρνει η μεγαλομανία, ένα είδος παιδικής αυταρέσκειας. Τυχαία, άραγε, φτάσαμε από τις κωμωδίες των αγαθών ψυχών που επέμεναν να είναι κάτι άλλο από τον εαυτό τους, στη σουρρεαλιστική διάλυση των πάντων με τον Βέγγο; Στο πρόσωπο του τελευταίου ο Ρωμιός δεν τρέχει απλώς να βολέψει καταστάσεις με τις φαντασιώσεις του. Τρέχει και δεν φτάνει, ακριβώς γιατί δίνει στο βόλεμα εσχατολογικές διαστάσεις. Πληρώνει έτσι την ασυνειδησία του χρόνου και την αδυναμία του να ανοίξει στην πίστη χώρο για τη λογική και για την προσπάθεια που αυτή ζητάει.
Τα εξωτερικά δεδομένα είναι το ορατό πεδίο της μάχης. Ο ηγέτης πρέπει, επί παραδείγματι, να δώσει κατεύθυνση στη διάχυτη δυσαρέσκεια των ‘’αγανακτισμένων’’ με το αίτημα να ακουστούν και να συζητηθούν επίσημα οι αντιρρήσεις τους και ταυτοχρόνως να πολεμά τον κόσμο των νοοτροπιών που κρύβονται πίσω από την ηθογραφία. Οφείλει να συνδυάζει τη διαίσθηση με κατανόηση ελεύθερη από ιδεολογικές προκατασκευές. Να γνωρίζει πως ο Ρωμιός ταυτίζει την αλήθεια με την εμπιστοσύνη και για αυτό τον εξαπατούν εύκολα. Αν οι επιτήδειοι κερδίζουν την εμπιστοσύνη του με καλά λόγια, αυτός πρέπει να του εμπνέει εμπιστοσύνη με το δικό του παράδειγμα.
Ο ηγέτης αφυπνίζει δυνάμεις δημιουργώντας ευκαιρίες και στις πιο ζοφερές κρίσεις, τότε που η υγεία της κοινωνίας κλονίζεται. Στην περίπτωσή μας αρρώστεια είναι η μερικότητα ως ιδιοτελής διαίρεση και σε βαθύτερο επίπεδο η δυσκολία μας να μπούμε στη θέση του άλλου με τον οποίο μοιραζόμαστε τον κόσμο. Στο χάσμα μεταξύ του Εγώ και του άλλου φουντώνουν οι διασπαστικές παρενέργειες του συναισθήματος με τις λογικές και τις συμπεριφορές τους. Η αντίληψη της ενότητας ως ταυτότητας ματαιώνει κάθε προσδοκία σύνθεσης, καθώς αναγνωρίζει μόνο τη σύμφωνη γνώμη και τη μίμηση. Χωρίς Εσύ δεν υφίσταται Εγώ αλλά και χωρίς εαυτό η υποκειμενικότητά μου εξανεμίζεται- ταυτότητα βρίσκω εκτός μου: στην οικογένεια, τον τόπο, τη θρησκευτική κοινότητα, το πολιτικό κόμμα, τη συντεχνία, ακόμα και τη ποδοσφαιρική ομάδα. Ο ηγέτης κόβει τους κόμπους της μερικότητας με τη δύναμη του καθολικού σκοπού τον οποίο διεκδικεί ως ενεργό υποκείμενο με τους συναγωνιστές του.
Το υποκείμενο δεν υπάρχει μόνο του, για λογαριασμό του: είναι στον εαυτό του παρόν, με συνείδηση των δυνατοτήτων του, έξω από την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας. Δεν υφίσταται εσωτερικότητα χωρίς εξωτερικότητα. Υπάρχουμε πραγματικά μέσα από κάθε τι που μας βγάζει από την κλεισούρα. Αυτοσυνείδηση δεν είναι να κάνουμε να στρεφόμαστε μέσα μας. Είναι να μάθουμε να νιώθουμε υπεύθυνοι όχι μόνο για το δικό μας αλλά και για τον άγνωστο άλλο, όχι μόνο για την ιδιοκτησία μας αλλά και για την πολιτεία. Σε αυτή την περίπτωση δεν αρκεί απλώς να πράττουμε αλλά κυρίως να καταλάβουμε πως για να δώσει καρπό η πράξη μας χρειάζεται την αλήθεια.
Αν και προϊόν των περιστάσεων, ο ηγέτης βοηθά το χρόνο να κυοφορήσει , να γεννήσει και να ξαναγεννηθεί. Είναι ο επιβήτορας και η μαμή του χρόνου και με τις ιδιότητες αυτές υποστηρίζει την τύχη του. Αρετή έχει την αυτοσυνείδηση. Εκείνη του μαθαίνει τα όριά του και τον προστατεύει από την ψευδαίσθηση μιας αυτάρκειας η οποία εν ονόματι της υστεροφημίας τείνει να τον κάνει εξάρτημα της μηχανής του χρόνου. Εκεί που δεν κρεμόταν από τη σκέψη του ακόμη και όταν σκεπτόταν, τώρα φτάνει να νομίζει ότι σκέφτεται και όταν δε σκέφτεται τίποτα.
Ο ηγέτης αρθρώνει όσα θα ήθελε άναρθρα η ομάδα. Ανοίγει δρόμο στα όνειρά της και αλλάζει τον τρόπο που τα ζει, κάνοντάς την να σκέφτεται, όταν τα βλέπει, πως είναι όνειρα και πρέπει να κάνει κάτι για αυτά. Ανακαλύπτει, δηλαδή, την ιδέα του μόνος του και μαζί της βρίσκει τη δύναμη να ξεπερνά τους περιορισμούς του εαυτού, του παρελθόντος και του περιβάλλοντος. Μπορεί έτσι να περιγράφει κοινούς σκοπούς στην ομάδα, να της προσφέρει ταυτότητα και αυτοπεποίθηση στην αποστολή όπου την καλεί και να γυρνά ενωτικά ένα ισχυρότατο ανεξέλεγκτο συναίσθημα, το οποίο μετέωρο είτε υπολογιστικό καταλαβαίνει μόνο την αυτοκαταστροφική διάσπαση.
Με λόγια των σαμουράι: «ο ηγέτης νικά πρώτα και κατόπιν πολεμά». Άτομο που αντιλαμβάνεται ταχύτατα και αποφασίζει σταθερά, ο ηγέτης ξέρει να επιλέγει συνεργάτες και να τους ακούει. Όμως στην περίπτωσή του ο δείκτης υψηλής φυσικής νοημοσύνης χρειάζεται τη συναισθηματική νοημοσύνη της ωριμότητας. Η συναισθηματική νοημοσύνη εμποδίζει το ακαταλόγιστο της θέλησης να δικαιωθεί στην παραζάλη της μάχης και η μέθη της επιβολής να σκοτίσει τη συνείδηση. Τα βιώσαμε στην Ελλάδα κατά την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, οπότε η γενιά του Πολυτεχνείου με την υπεροψία ενός νικητή που δεν ενδιαφέρθηκε να σκεφτεί τη νίκη του, εξαργύρωσε βιαστικά το επίτευγμα, με τα σύμβολα και τα προνόμια της εξουσίας. Χωρίς στοιχειώδη εφόδια η γενιά τούτη η οποία κυβερνά ως σήμερα, ακολούθησε με ασύνειδη μακαριότητα το δρόμο του λαϊκισμού, υποδαύλισε ένα πνεύμα εμφυλίου πολέμου και οδήγησε τον τόπο στη σημερινή κατάντια. Ήταν ίσως το μόνο που μπορούσε να κάνει με μια σκέψη βγαλμένη από την ιδεολογική παράνοια.
Η ιδεολογία που έφερε αναδρομικά το εμφυλιακό μένος ως περιεχόμενο της πολιτικής σε ειρηνική περίοδο, τροφοδότησε φαντασιώσεις ‘’απελευθερώσεων΄΄ οι οποίες συγκάλυψαν χρόνια νοσήματα, όπως η βαθύτατη αδιαφορία του μέσου Έλληνα για ό,τι σχετίζεται με την κατηγορία των κοινών αγαθών, την καθαριότητα, ας πούμε, των δρόμων, τη δημόσια εκπαίδευση και υγεία ή τα δημόσια οικονομικά. Κολλημένος σε όσα του ανήκουν, ο Ρωμιός διατηρεί και αναπαράγει την ψυχολογία μικρού παιδιού, το οποίο βρίσκει ασφάλεια, όχι όμως και ενηλικίωση, στην πατρική προστασία του κρατισμού, του κομματικού- συντεχνιακού συστήματος και της διαπλοκής με τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Οι λαϊκίστικοι παληκαρισμοί της μεταπολίτευσης διαθέτουν βαθύτερα ερείσματα στη διχαστική ροπή που δηλητηριάζει τη συλλογική μας ψυχή. Δύσκολα θα ακούσεις στις συντροφιές καλό λόγο για απόντα, σαν να μειώνει η όποια αξία του τη δική μας εικόνα στα μάτια των άλλων, ενώ στην πραγματικότητα απειλούμαστε από τον παιδικό εαυτό μας.
Υπάρχει ωστόσο και κάτι πιο κρίσιμο: η μυθική πίστη στο υπέρλογο διαπερνά τη σκέψη μας και απωθεί τα έλλογα κριτήρια με την καθολικότητά τους, περιορίζοντάς τα σε υπολογιστική εξυπηρέτηση των γενικών επιδιώξεων που αρκούνται στην (κουτο)πονηριά. Μηδενίζουμε τον άλλο ηθικά και τον αποκλείουμε μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικός άλλος, με τίμημα το μόνιμο κοινωνικό κατακερματισμό και την εκ προοιμίου αντιπαλότητα.
Ο πολυκέφαλος διαρκής εμφύλιός μας πόλεμος, δείχνει απουσία πνευματικής ανεξαρτησίας που υποδαυλίζει τη μελαγχολία της νοσταλγίας και την αισιοδοξία των αποκαλύψεων. Εδραιώνει την κοντή μνήμη η οποία δεν αφήνει να μαθαίνουμε από τα παθήματα, καλλιεργεί τις αυταπάτες της ‘’χαρισματικής’’- εννοείται άκοπης επάρκειας και απαγορεύει να αναλάβουμε ευθύνες ως πολίτες.
Μια κοινωνία μπορεί να ελπίζει όταν έχει επίγνωση πως τα ελεύθερα στις επιλογές τους άτομα είναι και υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Αλλιώς τη θέση του μέλλοντος παίρνει η μεγαλομανία, ένα είδος παιδικής αυταρέσκειας. Τυχαία, άραγε, φτάσαμε από τις κωμωδίες των αγαθών ψυχών που επέμεναν να είναι κάτι άλλο από τον εαυτό τους, στη σουρρεαλιστική διάλυση των πάντων με τον Βέγγο; Στο πρόσωπο του τελευταίου ο Ρωμιός δεν τρέχει απλώς να βολέψει καταστάσεις με τις φαντασιώσεις του. Τρέχει και δεν φτάνει, ακριβώς γιατί δίνει στο βόλεμα εσχατολογικές διαστάσεις. Πληρώνει έτσι την ασυνειδησία του χρόνου και την αδυναμία του να ανοίξει στην πίστη χώρο για τη λογική και για την προσπάθεια που αυτή ζητάει.
Τα εξωτερικά δεδομένα είναι το ορατό πεδίο της μάχης. Ο ηγέτης πρέπει, επί παραδείγματι, να δώσει κατεύθυνση στη διάχυτη δυσαρέσκεια των ‘’αγανακτισμένων’’ με το αίτημα να ακουστούν και να συζητηθούν επίσημα οι αντιρρήσεις τους και ταυτοχρόνως να πολεμά τον κόσμο των νοοτροπιών που κρύβονται πίσω από την ηθογραφία. Οφείλει να συνδυάζει τη διαίσθηση με κατανόηση ελεύθερη από ιδεολογικές προκατασκευές. Να γνωρίζει πως ο Ρωμιός ταυτίζει την αλήθεια με την εμπιστοσύνη και για αυτό τον εξαπατούν εύκολα. Αν οι επιτήδειοι κερδίζουν την εμπιστοσύνη του με καλά λόγια, αυτός πρέπει να του εμπνέει εμπιστοσύνη με το δικό του παράδειγμα.
Ο ηγέτης αφυπνίζει δυνάμεις δημιουργώντας ευκαιρίες και στις πιο ζοφερές κρίσεις, τότε που η υγεία της κοινωνίας κλονίζεται. Στην περίπτωσή μας αρρώστεια είναι η μερικότητα ως ιδιοτελής διαίρεση και σε βαθύτερο επίπεδο η δυσκολία μας να μπούμε στη θέση του άλλου με τον οποίο μοιραζόμαστε τον κόσμο. Στο χάσμα μεταξύ του Εγώ και του άλλου φουντώνουν οι διασπαστικές παρενέργειες του συναισθήματος με τις λογικές και τις συμπεριφορές τους. Η αντίληψη της ενότητας ως ταυτότητας ματαιώνει κάθε προσδοκία σύνθεσης, καθώς αναγνωρίζει μόνο τη σύμφωνη γνώμη και τη μίμηση. Χωρίς Εσύ δεν υφίσταται Εγώ αλλά και χωρίς εαυτό η υποκειμενικότητά μου εξανεμίζεται- ταυτότητα βρίσκω εκτός μου: στην οικογένεια, τον τόπο, τη θρησκευτική κοινότητα, το πολιτικό κόμμα, τη συντεχνία, ακόμα και τη ποδοσφαιρική ομάδα. Ο ηγέτης κόβει τους κόμπους της μερικότητας με τη δύναμη του καθολικού σκοπού τον οποίο διεκδικεί ως ενεργό υποκείμενο με τους συναγωνιστές του.
Το υποκείμενο δεν υπάρχει μόνο του, για λογαριασμό του: είναι στον εαυτό του παρόν, με συνείδηση των δυνατοτήτων του, έξω από την ψευδαίσθηση της αυτάρκειας. Δεν υφίσταται εσωτερικότητα χωρίς εξωτερικότητα. Υπάρχουμε πραγματικά μέσα από κάθε τι που μας βγάζει από την κλεισούρα. Αυτοσυνείδηση δεν είναι να κάνουμε να στρεφόμαστε μέσα μας. Είναι να μάθουμε να νιώθουμε υπεύθυνοι όχι μόνο για το δικό μας αλλά και για τον άγνωστο άλλο, όχι μόνο για την ιδιοκτησία μας αλλά και για την πολιτεία. Σε αυτή την περίπτωση δεν αρκεί απλώς να πράττουμε αλλά κυρίως να καταλάβουμε πως για να δώσει καρπό η πράξη μας χρειάζεται την αλήθεια.
*Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, συγγραφέας δοκιμίων. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών και συνέχισε στο Παρίσι σπουδάζοντας Φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν. Το πλούσιο και πολυσυζητημένο συγγραφικό του έργο περιστρέφεται γύρω από τον μαρξισμό, την οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού και τους συσχετισμούς της σύγχρονης πνευματικής δημιουργίας με την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου