Tου Ηλια Μαγκλινη, Καθημερινή, 5.1.11
Ξεκαθαρίζοντας και τακτοποιώντας βιβλιοθήκες και χαρτιά (αρχή νέου έτους γαρ), έπιασα να ξεφυλλίζω μια ανθολογία: «Η Αθήνα από τον 19ο στον 21ο αιώνα. Μια λογοτεχνική περιδιάβαση από την παλιά ώς τη σημερινή εικόνα της πόλης». Την επιμελήθηκε η φιλόλογος Δώρα Μέντη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Το βλέμμα μου έπεσε περίπου τυχαία σε ένα από τα πολλά αποσπάσματα του βιβλίου, το οποίο προέρχεται από το μυθιστόρημα «Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του» (1940), του Μ. Καραγάτση. «Εκείνο τον καιρό», γράφει ο συγγραφέας και μέσα σε αγκύλες η επιμελήτρια μάς πληροφορεί ότι αναφέρεται στα 1921, «τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσης ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ’ εκνευρισμό». Από αυτό το σημείο, το κείμενο αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον - οι διαφορές χτυπητές με το σήμερα, προσέξτε όμως τις εκπληκτικές ομοιότητες με την Ελλάδα -ή έστω την Αθήνα- της δεκαετίας του 2000: «Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το ’χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας, άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι
, που κανείς δεν ήξερα πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πη χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν’ αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρκτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια -Ραφήνα και Σκαραμαγκά- που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ’ όνειρό του μπορούσε να τα ιδή. Ησαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές».Τότε ήταν το «αμερικάνικο αυτοκίνητο», σήμερα είναι το Καγιέν, η «τζιπάρα» γενικώς. Δεν ξέρουμε τι απέγιναν οι «νεόπλουτοι» μετά την Καταστροφή του 1922, αν υπέστησαν συνέπειες από τη βίαιη πολιτική αλλαγή που ακολούθησε το φθινόπωρο εκείνης της μαύρης χρονιάς. Εχω ακούσει να συγκρίνουν τη σημερινή ευρύτερη κρίση της χώρας (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική) με την κρίση που ξέσπασε μετά τον Αύγουστο του 1922, για την οποία τόσο μελάνι και φαιά ουσία σπαταλιέται ακόμη, και η οποία, σχεδόν εκατό χρόνια μετά, ακόμα μάς πονάει (βλέπε την πρόσφατη αναψηλάφηση της «Δίκης των Εξ») αλλά δεν ξέρω κατά πόσον οι αναλογίες ισχύουν - και δεν στέκομαι στο προφανές, στο ότι η σημερινή κρίση δεν είναι προϊόν κάποιου ατυχούς πολέμου. Αυτό που εύκολα καταλαβαίνει κανείς από το παραπάνω απόσπασμα είναι ότι οι νεόπλουτοι με τον «ευκολοκερδισμένο παρά», με τις «τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πη χρήμα», όλοι αυτοί που «σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ’ ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο», φαίνεται πως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η μεγάλη σπάταλη, η χωρίς αύριο ζωή, πάντοτε γοήτευε τον Ρωμιό και πάνω απ’ όλα του άρεσε να τη βιώνει επιδεικτικά - αλλιώς δεν είχε και γούστο. Αλλά αυτό είναι χαρακτηριστικό των απανταχού νεόπλουτων, όχι μόνο των εγχώριων.
Αν πάντως η περιγραφή που μας δίνει ο Καραγάτσης της Αθήνας του 1921 είναι ακριβής, ενδιαφέρον παρουσιάζει και το στοιχείο ότι πριν από μια μεγάλη, κάθετη, δραματική πτώση, επικρατεί το «διαρκές γλέντι», η ασυδοσία και η επιδεικτική σπατάλη, η ξιπασιά και η τρυφηλή ζωή, με μια λέξη η παρακμή. Λογικό. Το πιθανότερο, όμως, είναι οι νεόπλουτοι και οι ξιπασμένοι σπάταλοι του Καραγάτση, όσο κι αν εξοργίζουν τον τελευταίο, ήταν πολύ λιγότεροι από τις ορδές που «πλάκωσαν» αργότερα. Το φαινόμενο πρέπει να ήταν πιο γενικευμένο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά, παρά τότε. Μετά την απώλεια της Μικράς Ασίας πάντως, η Αθήνα γέμισε εξαθλιωμένους πρόσφυγες και σακάτηδες φαντάρους. Σήμερα, σιγά σιγά, γεμίζει άστεγους και νεόπτωχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου