Του Γιώργου Σιακαντάρη, www.metarithmisi.gr
Όσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν
τη ΔΗΜΑΡ αποδυναμωμένη, τόσο πληθαίνει και η αρθρογραφία, η οποία
«θρηνεί» τη μειωμένη απήχηση του κόμματος. Φυσικά ούτε οι δημοσκοπήσεις
είναι στημένες, ούτε οι αρθρογράφοι είναι προκατειλημμένοι. Οι λόγοι της
κριτικής στη ΔΗΜΑΡ είναι πολύ βαθύτεροι. Αυτή η κριτική είναι απόρροια
της ιδεολογικής ήττας, που μετά το 2010 υπέστησαν στη χώρα μας εκείνες
οι απόψεις, οι οποίες θεμελίωναν ή τουλάχιστον επιχειρούσαν να
θεμελιώσουν ένα διαφορετικό λόγο για την υπεράσπιση του δίκαιου και
κοινωνικά αποτελεσματικού δημόσιου τομέα. Στόχος είναι οι αρχές της
ΔΗΜΑΡ και όχι οι επιμέρους πρακτικές της. Αυτές είναι το πρόσχημα. Όλοι
όσοι θεωρούν ότι η ΔΗΜΑΡ πληρώνει ακριβά την είσοδο-έξοδο από την
κυβέρνηση, την άρνηση συμμετοχής στην Ελιά, τον τρόπο που πολιτεύτηκε
(4-2-1) στο διάστημα της συμμετοχής της στην κυβέρνηση, θα μπορούσα να
προσθέσω εδώ και τη διστακτικότητά της να συγκρουστεί καθαρά με το
συντεχνιακό κράτος, βλέπουν το επιμέρους, αλλά τη συνολική εικόνα δεν
την έχουν. Και η συνολική εικόνα είναι ότι η ΔΗΜΑΡ χαλάει τη σούπα της
μετά το 2010 κυρίαρχης αφήγησης. Σ’ αυτή την αφήγηση πρωτοστατούν και
κάποιοι «κεντροαριστεροί».Από το 2010 και ύστερα έχουμε μια σαφή
ιδεολογική υποχώρηση της Αριστεράς στις νεοφιλελεύθερες αξιώσεις για
λιγότερο κράτος. Μια υποχώρηση που σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη ήρθε
με καθυστέρηση 40 ετών. Ήρθε όμως με τόσο δριμεία χαρακτηριστικά που θα
έκανε και τους αυθεντικούς νεοφιλελεύθερους να τα χάσουν με τον
φανατισμό των εδώ υποστηρικτών τους. Φανατισμός που εν πολλοίς οφείλεται
και στο ότι για τους περισσότερους εγχώριους και νεόκοπους θαυμαστές
της ελεύθερης και ανεξέλεγκτης αγοράς οι κοινωνικές προτεραιότητες του
κλασικού Φιλελευθερισμού ήταν και είναι άγνωστες λέξεις. Αυτά παθαίνει
κανείς, όταν στο όνομα της ταύτισης των άκρων κινείται από το ένα άκρο
στο άλλο.
Αυτή η ιδεολογική ήττα κατέστησε τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση μοναδικό κλειδί ερμηνείας της ελληνικής παθολογίας. Στόχος αυτής της ερμηνείας δεν είναι το παρασιτικό και πελατειακό δημόσιο, αλλά το να πληγεί γενικά η έννοια του δημοσίου χώρου. Στόχος δεν είναι δαπάνες για το παρασιτικό κράτος, αλλά όλες οι δημόσιες δαπάνες. Η αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν οδηγούν όλες οι δαπάνες σε ελλείμματα θεωρείται ως μεγάλο παράδοξο. Υπάρχει όμως δημόσιος τομέας, οι δαπάνες του οποίου δημιουργούν εθνικό πλούτο. Οι δαπάνες για το κράτος παροχής υπηρεσιών έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα. Στις σημερινές συνθήκες η ανάπτυξη του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων στο χώρο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για τη σοβαρή μείωση της ανεργίας.
Σήμερα η κυρίαρχη κεντρική αφήγηση απαξιώνει το δημόσιο χώρο και τις δημόσιες πολιτικές. Πολλοί πρώην ή και νυν «κεντροαριστεροί» με ενοχικές διαθέσεις για το παρελθόν τους ανακάλυψαν μετά το 2010 τον μεγάλο αμαρτωλό για τα δεινά της χώρας. Το δικό τους mea culpa μόνο προσχηματικά είναι το κράτος των συντεχνιών, το κράτος βιομήχανος και των επιδομάτων. Στο βάθος αυτής της αντίληψης ο μεγάλος αμαρτωλός είναι το κοινωνικό κράτος ως έκφραση του δημόσιου συμφέροντος.
Μπορεί να πει κανείς ότι εδώ προχωρώ σε δίκη προθέσεων. Θα ήταν έτσι, αν όλοι αυτοί προχωρούσαν την κριτική κατά του κρατισμού και στην αναγνώριση ότι αυτός ήταν ο μοχλός για τη στενή διαπλοκή όχι μόνο με τις συντεχνίες, αλλά και με τον κρατικοδίαιτο επιχειρηματικό τομέα. Δεν προχωρούν όμως και γι’ αυτό εδώ δεν έχουμε δίκη προθέσεων, αλλά κριτική της βαθύτερης άποψης του λεγόμενου αντισυντεχνιακού μπλοκ. Γιατί ενώ υπάρχουν οι συντεχνίες των ΔΕΚΟ που όλοι, και ορθώς, τις καταδικάζουν, ελάχιστοι και ελάχιστα μιλούν και για εκείνες τις «συντεχνίες» των καρτέλ, των τραπεζιτών, των φαρμακοβιομηχάνων, των λαθρεμπόρων που ζούσαν και ζουν από αυτό το σπάταλο κράτος και μαζί τους ζουν καλά και πολλοί οπαδοί της «ελεύθερης αγοράς». Δεν πρέπει παράλληλα να ξεχνούμε ότι υπάρχει και μια επιχειρηματικότητα που ασφυκτιά κάτω από το βάρος της κρατικοδίαιτης αστικής τάξης. Για να μιλήσει όμως κανείς γι’ όλα αυτά σημαίνει ότι κεντρικός στόχος του είναι οι ανισότητες και όχι η «απελευθέρωση των αγορών».
Για την προαναφερθείσα κυρίαρχη αντίληψη η μεταμνημονιακή εποχή πρέπει να έρθει και να μας βρει με μια Δεξιά (σ’ όλες της τις εκδοχές) η οποία τη μόνη παραχώρηση που θα κάνει στο δημόσιο είναι αυτή του ρόλου του νυκτοφύλακα και με μια Αριστερά η οποία όσο υπερασπίζει το δημόσιο ως συντεχνία, τόσο θα το απαξιώνει ως φορέα μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αυτή η κυρίαρχη μεταμνημονιακή αφήγηση έχει ανάγκη να υπάρχει μόνο μια λαϊκίστικη Αριστερά. Γιατί ο λόγος αυτής της Αριστεράς με τις ακρότητές του διευκολύνει να παρουσιάζονται ως «ορθολογισμός» τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» όπως η απορύθμιση των αγορών, η διάλυση των συνδικάτων, η μείωση των εργατικών μισθών, οι λιγότεροι έλεγχοι, η μείωση της φορολογίας για τους έχοντες και η επικράτηση μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων.
Αυτήν λοιπόν την αφήγηση απαξίωσης του δημόσιου χώρου ως του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις ανάγκες της κοινωνίας και του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα τη χαλάει η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ. Αυτή βεβαίως και χρειάζεται να ανανεώσει το ιδεολογικό και πολιτικό της οπλοστάσιο, αλλά σήμερα αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό της κυρίαρχης αφήγησης, η οποία επιχειρεί να μας πείσει ότι για όλα ένας είναι ο εχθρός: ο δημόσιος χώρος και ο υπηρέτης του η ΔΗΜΑΡ.
Η ενίσχυση της ΔΗΜΑΡ δεν διευκολύνει την κυριαρχία ούτε των ιδεολογιών του «υπερφορτωμένου κράτους» ούτε αυτών του συντεχνιακού- πελατειακού κράτους. Την ενισχυμένη ΔΗΜΑΡ όμως τη χρειάζεται η ίδια η χώρα για να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις του μοντέλου παραγωγής της. Την χρειάζεται ακόμη και εκείνη η λαϊκίστικη Αριστερά, η οποία αναζητεί συμμαχίες για να μπορέσει να εξορθολογίσει τις αναφορές και τις πολιτικές της. Για όλους αυτούς τους λόγους και παρ’ όλες τις παραδοσιακές αδυναμίες της μια ισχυρή ΔΗΜΑΡ μπορεί να αποτελέσει τον εγγυητή του εξορθολογισμού των πολιτικών διαφορών στη χώρα, αλλά και τον καταλύτη για την προώθηση μιας πρότασης για εναλλακτικά της παρούσας κυβέρνησης σχήματα κεντροαριστερής διακυβέρνησης.
Αυτή η ιδεολογική ήττα κατέστησε τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση μοναδικό κλειδί ερμηνείας της ελληνικής παθολογίας. Στόχος αυτής της ερμηνείας δεν είναι το παρασιτικό και πελατειακό δημόσιο, αλλά το να πληγεί γενικά η έννοια του δημοσίου χώρου. Στόχος δεν είναι δαπάνες για το παρασιτικό κράτος, αλλά όλες οι δημόσιες δαπάνες. Η αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν οδηγούν όλες οι δαπάνες σε ελλείμματα θεωρείται ως μεγάλο παράδοξο. Υπάρχει όμως δημόσιος τομέας, οι δαπάνες του οποίου δημιουργούν εθνικό πλούτο. Οι δαπάνες για το κράτος παροχής υπηρεσιών έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα. Στις σημερινές συνθήκες η ανάπτυξη του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων στο χώρο της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για τη σοβαρή μείωση της ανεργίας.
Σήμερα η κυρίαρχη κεντρική αφήγηση απαξιώνει το δημόσιο χώρο και τις δημόσιες πολιτικές. Πολλοί πρώην ή και νυν «κεντροαριστεροί» με ενοχικές διαθέσεις για το παρελθόν τους ανακάλυψαν μετά το 2010 τον μεγάλο αμαρτωλό για τα δεινά της χώρας. Το δικό τους mea culpa μόνο προσχηματικά είναι το κράτος των συντεχνιών, το κράτος βιομήχανος και των επιδομάτων. Στο βάθος αυτής της αντίληψης ο μεγάλος αμαρτωλός είναι το κοινωνικό κράτος ως έκφραση του δημόσιου συμφέροντος.
Μπορεί να πει κανείς ότι εδώ προχωρώ σε δίκη προθέσεων. Θα ήταν έτσι, αν όλοι αυτοί προχωρούσαν την κριτική κατά του κρατισμού και στην αναγνώριση ότι αυτός ήταν ο μοχλός για τη στενή διαπλοκή όχι μόνο με τις συντεχνίες, αλλά και με τον κρατικοδίαιτο επιχειρηματικό τομέα. Δεν προχωρούν όμως και γι’ αυτό εδώ δεν έχουμε δίκη προθέσεων, αλλά κριτική της βαθύτερης άποψης του λεγόμενου αντισυντεχνιακού μπλοκ. Γιατί ενώ υπάρχουν οι συντεχνίες των ΔΕΚΟ που όλοι, και ορθώς, τις καταδικάζουν, ελάχιστοι και ελάχιστα μιλούν και για εκείνες τις «συντεχνίες» των καρτέλ, των τραπεζιτών, των φαρμακοβιομηχάνων, των λαθρεμπόρων που ζούσαν και ζουν από αυτό το σπάταλο κράτος και μαζί τους ζουν καλά και πολλοί οπαδοί της «ελεύθερης αγοράς». Δεν πρέπει παράλληλα να ξεχνούμε ότι υπάρχει και μια επιχειρηματικότητα που ασφυκτιά κάτω από το βάρος της κρατικοδίαιτης αστικής τάξης. Για να μιλήσει όμως κανείς γι’ όλα αυτά σημαίνει ότι κεντρικός στόχος του είναι οι ανισότητες και όχι η «απελευθέρωση των αγορών».
Για την προαναφερθείσα κυρίαρχη αντίληψη η μεταμνημονιακή εποχή πρέπει να έρθει και να μας βρει με μια Δεξιά (σ’ όλες της τις εκδοχές) η οποία τη μόνη παραχώρηση που θα κάνει στο δημόσιο είναι αυτή του ρόλου του νυκτοφύλακα και με μια Αριστερά η οποία όσο υπερασπίζει το δημόσιο ως συντεχνία, τόσο θα το απαξιώνει ως φορέα μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Αυτή η κυρίαρχη μεταμνημονιακή αφήγηση έχει ανάγκη να υπάρχει μόνο μια λαϊκίστικη Αριστερά. Γιατί ο λόγος αυτής της Αριστεράς με τις ακρότητές του διευκολύνει να παρουσιάζονται ως «ορθολογισμός» τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» όπως η απορύθμιση των αγορών, η διάλυση των συνδικάτων, η μείωση των εργατικών μισθών, οι λιγότεροι έλεγχοι, η μείωση της φορολογίας για τους έχοντες και η επικράτηση μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων.
Αυτήν λοιπόν την αφήγηση απαξίωσης του δημόσιου χώρου ως του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις ανάγκες της κοινωνίας και του παραγωγικού ιδιωτικού τομέα τη χαλάει η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ. Αυτή βεβαίως και χρειάζεται να ανανεώσει το ιδεολογικό και πολιτικό της οπλοστάσιο, αλλά σήμερα αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό της κυρίαρχης αφήγησης, η οποία επιχειρεί να μας πείσει ότι για όλα ένας είναι ο εχθρός: ο δημόσιος χώρος και ο υπηρέτης του η ΔΗΜΑΡ.
Η ενίσχυση της ΔΗΜΑΡ δεν διευκολύνει την κυριαρχία ούτε των ιδεολογιών του «υπερφορτωμένου κράτους» ούτε αυτών του συντεχνιακού- πελατειακού κράτους. Την ενισχυμένη ΔΗΜΑΡ όμως τη χρειάζεται η ίδια η χώρα για να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις του μοντέλου παραγωγής της. Την χρειάζεται ακόμη και εκείνη η λαϊκίστικη Αριστερά, η οποία αναζητεί συμμαχίες για να μπορέσει να εξορθολογίσει τις αναφορές και τις πολιτικές της. Για όλους αυτούς τους λόγους και παρ’ όλες τις παραδοσιακές αδυναμίες της μια ισχυρή ΔΗΜΑΡ μπορεί να αποτελέσει τον εγγυητή του εξορθολογισμού των πολιτικών διαφορών στη χώρα, αλλά και τον καταλύτη για την προώθηση μιας πρότασης για εναλλακτικά της παρούσας κυβέρνησης σχήματα κεντροαριστερής διακυβέρνησης.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου