Αυτό ήταν. Από εκείνη τη σημαδιακή για μένα μέρα έγινα δορυφόρος στο άστρο του (τότε λεγόταν "συνοδοιπόρος"). Με μαγνήτισε. Κι έγινε ο "εκπαιδευτής" μου, δηλαδή ο ινστρούχτοράς μου. Ο,τι μου πρότεινε να διαβάσω, το ρουφούσα με απληστία. Σιγά-σιγά "κοκκίνιζα". Ο,τι μου ζητούσε να γράψω (τότε έγραφα περιστασιακά στον "Ταχυδρόμο", του Γιώργου και της Λένας Σαββίδη), το έγραφα με πάθος: για τους ρακοσυλλέκτες, για τις μάνες των πολιτικών κρατουμένων, για τα "σπίτια με τις τρύπες" (στα Δεκεμβριανά).
Ωσπου μια μέρα μου ζήτησε να γράψω ένα βιβλίο για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Δύο χρόνια παιδεύτηκα με την έρευνα, ενώ ο ίδιος μού έφερε όλο το υλικό της ανάκρισης του Σαρτζετάκη, σε φωτοτυπίες, κάπου σαράντα κούτες (πώς το βρήκε, ποτέ δεν τον ρώτησα), μα το βιβλίο δεν μπορούσα να το γράψω.
Τελικά, έπειτα από τρία χρόνια βρήκα την πρώτη φράση και ο "Ζ" τελείωσε σε 28 μέρες.
Χτυπήματα
Ομως, ένα περιστατικό που μεσολάβησε άλλαξε τα δεδομένα. Απρίλη του 1966, στο πολυσύχναστο βουλεβάρτο Σεν Ζερμέν, στο Παρίσι, πηγαίνοντας σε κάποια συνάντηση με μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ. Γαλλίας -με τον Αραγκόν, νομίζω, ή με τον Γκαροντί, δεν είμαι σίγουρος- για κάτι σχετικό με τον εκδοτικό οίκο "Θεμέλιο", που είχε δημιουργήσει με τον Θόδωρο Μαλικιώση στην Αθήνα, κάποιος ή κάποιοι τον χτύπησαν με λοστό στο κρανίο. Κι αν δεν τύχαινε να εφημερεύει στο νοσοκομείο, όπου τον μετέφερε το ασθενοφόρο, ο διάσημος Ελληνο-παρισινός νευροχειρουργός Στέλιος Νικολαΐδης, σίγουρα δεν θα την έβγαζε καθαρή. Η υγεία του, όμως, κλονίστηκε σοβαρά. Τα μικρά τότε παιδιά του, η Βίργκω κι ο Αντώνης, η γυναίκα του Ανθή -μάνα κουράγιο- καταξιωμένη παιδαγωγός, οι φίλοι, οι συγγενείς από τη γενέτειρά του την Αμοργό, ανησυχούσαμε. Ωστόσο, όπως είχε ξεπεράσει στο παρελθόν τόσα τραύματα, σε φυλακές και ξερονήσια, σύντομα το ξεπέρασε κι αυτό...
Ο Δεσποτίδης, μαζί με μια ομάδα φωτισμένων συντρόφων (Δημήτρης Ραυτόπουλος, Κώστας Κουλουφάκος, Γιάννης Χαΐνης, Στάθης Δρομάζος, Τίτος Πατρίκιος, Φίλιππος Ηλιού κ.ά.) υπήρξε από τους πρωτεργάτες της λεγόμενης "πολιτιστικής άνοιξης" της ελληνικής Αριστεράς. Είχε, μέσα στα άλλα, και κάτι το μοναδικό: να φέρνει στο αριστερό στρατόπεδο είτε νεοσσούς σαν εμένα, είτε καθιερωμένους σαν τον Θεοτοκά και τον Πλωρίτη, που εξέδωσαν τα βιβλία τους στο "Θεμέλιο", είτε ακόμα και μεγαλοαστούς, ώς και γόνους πρώην αυλαρχών. Σ' αυτόν, εξάλλου, οφείλεται η μελοποιημένη "Ρωμιοσύνη" του Ρίτσου και το "Μαουτχάουζεν" του Καμπανέλλη (αφού πριν είχε εκδοθεί σε βιβλίο στο "Θεμέλιο") από τον Θεοδωράκη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1974, τόση ήταν η άγνοια των "ρηγάδων" της εποχής, μαζί και τα συντροφικά μαχαιρώματα, ώστε δεν εξελέγη μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Πικράθηκε και άρχισε να πίνει, ποιος; Αυτός που δεν είχαν αγγίξει αλκοόλ τα χείλη του. Πολλές φορές προβληματίστηκα έκτοτε ποια θα ήταν η θέση του στη σημερινή Αριστερά. Με το θάνατό του, πάντως, κόπηκε η επαφή μου με την Αριστερά. Για μένα μετρούσε πάντοτε ο συγκεκριμένος άνθρωπος κι όχι οι ιδέες.
Δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του. Δεν υπάρχει κανένα του γραφτό. Ηταν σωκρατικός σαν ιδιοσυγκρασία. Το δυστύχημα είναι που δεν βρέθηκε ένας Πλάτωνας, για να τον καταγράψει. Μιλώντας σε συνέπαιρνε, σε γοήτευε, σου άνοιγε τους ορίζοντες, πλάταινε τον κόσμο».*
Ετσι & Αλλιώς
Χωρίς τα συνήθη ξεσαλώματα η υποδοχή του νέου χρόνου, σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ -ακόμα και στα κέντρα διασκέδασης.
Συρρικνωμένες, άλλωστε, οι μέρες που λειτουργούν, όπως και τα νυχτοκάματα των «αστέρων» (που ενίοτε έφταναν τις αμοιβές εργαζομένου ενός χρόνου). Και να σκεφτείτε ότι πριν από λίγα χρόνια γινόταν αγώνας για το ποτό και το ξενύχτι των δεκαεξάρηδων -να μη βγούνε απροετοίμαστα στη ζωή τα παιδιά.
Μια και ο λόγος: έξοχη η Παιδική Χορωδία της Βιέννης σε γιορταστικά άσματα -σπουδασμένα, καλόφωνα, πειθαρχημένα- στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (προσιτότατο σε σχέση με τα μπουκάλια που χρεώνουν τα νυχτομάγαζα). Στο ίδιο πνεύμα και η λονδρέζικη Χορωδία Γκόσπελ, σε μια άκρως απολαυστική επικοινωνία με το κοινό. (Σε ανάλογο κλίμα, πάντως, και το κανάλι της Βουλής, για όσους περιορίστηκαν αναγκαστικά στο σπίτι.)
Στερνό αντίο στον Νίκο Παπατάκη, του οποίου το πορτρέτο έδωσε γλαφυρά στις ημέτερες σελίδες ο Γιώργος Διαλεγμένος, εκ των πρωταγωνιστών της ταινίας του «Οι βοσκοί». Ενας προικισμένος σκηνοθέτης, που θα μπορούσε να είχε κάνει πολύ περισσότερα. Είχε όμως ζευγαρώσει με δύο από τις ωραιότερες γυναίκες: την Ολγα Καρλάτου και την Ανούκ Εμέ. Και μόνο γι' αυτό, άξιζε που έζησε.
Δυο λόγια για τον παραπλεύρως μνημονευόμενο Δημήτρη Δεσποτίδη. Ελάχιστες οι προσωπικές μου μνήμες: μερικές τυπικές συναντήσεις, προδικτατορικά, σχετικά με τις εκδόσεις του «Θεμέλιου», και μία, στη δικτατορία, στο Παρίσι. Κι εκεί, σε μια κουβέντα για τους Γάλλους αστυνομικούς: «Είμαι εντυπωσιασμένος από την ευγένειά τους -που οι δικοί μας...» παρατήρησα. «Τους έχεις δει να δέρνουν;» αντέτεινε. Τους είδα, έπειτα από λίγες ημέρες, σε μια διαδήλωση για το Βιετνάμ και έπαθα, όπως θα έλεγε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. (Και κάτι για την τάξη: Η φωτογραφία του Δεσποτίδη, παραδίπλα, είναι από το αρχείο του Βασίλη Βασιλικού, το δε μοναδικό ιδιόγραφο του Δεσποτίδη, από το Αρχείο Βοβολίνη -υπό- αρχείο Β. Βασιλικού.)
ΣΗΜ. «... και ό,τι επιθυμείτε». «Κάπως δύσκολο, αλλά θα το παλέψουμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου