Του Γιώργου Ιωαννίδη, http://politicaldoubts.com
Όπως και να έχει, οι διεθνείς συσχετισμοί υποδεικνύουν ότι η αναμενόμενη αναδιάρθρωση δεν θα είναι η τελευταία. Το πιο πιθανό είναι ότι το ζήτημα του χρέους θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολλά χρόνια. Με αυτό το δεδομένο, η ελληνική κυβέρνηση αντί να επιδιώξει κάποιου τύπου «τελική λύση» –που δεν πρόκειται να έλθει– είναι καλύτερο να στοχεύσει στη μεγιστοποίηση του αναπτυξιακού αποτελέσματος της αναδιάρθρωσης. Δηλαδή, πρέπει να στοχεύσει στην ελαχιστοποίηση των δαπανών εξυπηρέτησής του χρέους κατά την επόμενη πενταετία προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Έτσι σε λίγα χρόνια, όταν αισίως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι καλύτερη, η επόμενη κυβέρνηση να μπορέσει να διαπραγματευτεί μια νέα αναδιάρθρωση από καλύτερη θέση.
Το ζήτημα της ανάπτυξης
Προκειμένου όμως να έλθει η ανάπτυξη πρέπει να αλλάξει και η φυσιογνωμία της οικονομικής πολιτικής. Η ακολουθούμενη πολιτική αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα. Κατ’ αρχήν, επιδιώκει την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος μέσα από μία πολιτική λιτότητας χωρίς να δίνει καμία σημασία στις κοινωνικές συνέπειες (ανεργία, ύφεση, φτώχεια), κάτι που καθιστά αυτόματα το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής υφεσιακό και εχθρικό προς την κοινωνία. Κατά δεύτερο λόγο, η ακολουθούμενη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανεργίας. Τέλος, το κύριο πρόβλημα της κυβερνητικής πολιτικής αφορά τις υπερβολικές εκτιμήσεις ως προς το ύψος των ιδιωτικών επενδύσεων.
Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες ο κύριος όγκος των επενδύσεων είναι ιδιωτικές επενδύσεις. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν καταβυθιστεί. Όπως βλέπουμε στον πίνακα 2,το ύψος των ιδιωτικών επενδύσεων το 2013 αναμένεται να διαμορφωθεί κοντά στα 17,8 δις ευρώ, έναντι 44,2 δις το 2008 (δηλαδή το τελευταίο έτος πριν την ύφεση). Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 59,6% και υπολείπονται κατά 136,3% του μέσου όρου των ιδιωτικών επενδύσεων της πενταετίας 2004–2009 που είναι μια περίοδος ήπιας ανάπτυξης.
Το ζήτημα της ανεργίας
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η σταθεροποίηση ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών και η απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου από την ευρωζώνη να προσληφθεί ως έξοδος της οικονομίας από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η πεποίθηση ότι η οικονομία είναι σταθεροποιημένη είναι απολύτως παραπλανητική. Σήμερα, στα δέκα άτομα που ζουν στην Ελλάδα (10.994.906 άνθρωποι βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού), σε ηλικία εργάσιμης ηλικίας είναι τα πέντε (4.982.619 άνθρωποι). Από αυτούς-ές εργάζονται οι τρεις (3.632.184 άτομα) και οι υπόλοιποι-ες είναι άνεργοι. Δηλαδή, οι τρεις που εργάζονται –με χαμηλότερους μισθούς– πρέπει να συντηρήσουν τους επτά που δεν εργάζονται, είτε επειδή θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν (άνεργοι) είτε επειδή δεν δύνανται λόγω ηλικίας (παιδιά και ηλικιωμένοι). Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία οικονομία στον κόσμο με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 30% που να θεωρείται «σταθεροποιημένη». Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα βρίσκονται μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας πέσει σε επίπεδα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά διαχειρίσιμα.
Για μια ενιαία αντιμετώπιση του χρέους, της ανάπτυξης και της ανεργίας.
Απαιτείται επομένως μια πρόταση που θα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα τρία προβλήματα (ανεργία, ανάπτυξη, χρέος). Καμία άλλη πολιτική δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Καμία άλλη πολιτική δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας.
Ο στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 10% τα επόμενα 3 χρόνια.Είναι προφανές ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας απαιτεί επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.Ωστόσο, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αυτό θα πάρει χρόνο, διότι το εργασιακό αποτύπωμα των επενδύσεων εμφανίζει πάντα μια χρονική υστέρηση.Δημιουργείται επομένως ένα «κενό απασχόλησης», κατά το οποίο η ανεργία δεν πρόκειται να μειωθεί ακόμα και εάν οι επενδύσεις πολλαπλασιαστούν άμεσα.
Άρα, μας χρειάζεταιμία κιβωτός απασχόλησης που θα αποκλιμακώσει άμεσα το ποσοστό ανεργίας, έως ότου αρχίσουν να αποδίδουν οι επενδύσεις, και που ταυτόχρονα θα δώσει ώθηση στην εσωτερική ζήτηση, που και αυτή ευνοεί τις επενδύσεις. Μία κιβωτός απασχόλησης που θα δημιουργήσει δουλειές για τους νέους ανθρώπους. Δουλειές που θα είναι χρήσιμες για την κοινωνία, προωθητικές για την οικονομία και δημιουργικές για τους ίδιους.
Το βασανιστικό ερώτημα είναι πώς. Πως θα δημιουργηθούν τόσες θέσεις εργασίας τόσο σύντομα.
Η προσπάθεια πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και επέκταση του τρίτου τομέα της οικονομίας. Δηλαδή στον τομέα που βρίσκεται ανάμεσα στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα. Η απασχόληση στον τρίτο τομέα της οικονομίας δεν είναι απασχόληση στο δημόσιο. Όποιος ταυτίζει τον τρίτο τομέα και την κοινωνική οικονομία με το κράτος απλώς επιδεικνύει τον επαρχιωτισμό του και την άγνοιά του για τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο τομέας λειτουργεί πάνω από μισό αιώνα στο σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωζώνης. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη του τρίτου τομέα δεν σημαίνει την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Η κοινωνική οικονομία διακρίνεται από την ιδιωτική ακριβώς διότι ο στόχος των δραστηριοτήτων της δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η μεγιστοποίηση του κοινωνικού αποτελέσματος της δράσης.
Μόνο στην Ελλάδα, δυστυχώς για τους άνεργους, η συζήτηση για τον τρίτο τομέα είναι εγκλωβισμένη σε αυτό το παρωχημένο δίπολο. Από τη μια πλευρά, μια συντηρητική προσέγγιση εχθρική σε κάθε τι που αφορά κοινωνικές δράσεις, μια οικονομίστικη αντίληψη που θεωρεί ότι οι κοινωνική οικονομία δεν είναι παραγωγική δραστηριότητα αλλά πάρεργο.Από την άλλη, μια δήθεν προοδευτική προσέγγιση που εξαντλείται σε υποσχέσεις περί μονιμοποίησης στο Δημόσιοδεν αναγνωρίζει το πιεστικό της κατάστασης, τις διεθνείς εξελίξεις, τους περιορισμούς, αλλά ούτε και τις δυνατότητες που έχουμε. Που είναι έτοιμη να θυσιάσει τη μόνη πρόταση που μπορεί να ανακουφίσει άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο όνομα μιας ιδεολογικής εμμονής, διότι δεν μπορεί να δει πέρα από το ρόλο του «Κράτους πατερούλη».
Η ανάγκη όμως επιτάσσει να ξεφύγουμε από αυτά τα δίπολα και να αξιοποιήσουμε την πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία στην ανάπτυξη των πολυποίκιλων δραστηριοτήτων του τρίτου τομέα.Ηενίσχυση του τρίτου τομέα της οικονομίας και της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να αναδειχθεί σε μέσο προώθησης της εργασίας, προώθησης της κοινωνικής συνοχής, στήριξης της βιώσιμης ανάπτυξης και ενδυνάμωσης της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών.
Σχολικοί φύλακες, βοήθεια στο σπίτι, πρόσθετη διδακτική στήριξη, περιβαλλοντική αποκατάσταση, εξωραϊσμός των γειτονιών μας με μικρά έργα κατασκευών/αποκατάστασης, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, δημοτικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχόληση ερευνητών στα πανεπιστήμια, πρόσληψη ατόμων για την εκτεταμένη λειτουργία αρχαιολογικών χώρων και μουσείων… όλα αυτά και άλλα τόσα που μπορούμε να προτείνουμε/σκεφτούμε πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα πέντε χρόνια. Η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας δεν αντιμετωπίζει μόνο τις κοινωνικές συνέπειες της ύφεσης, μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο: η διέξοδος από την ύφεση καθαυτή.
Η οικονομική λογική είναι απλή.Η αύξηση της απασχόλησης θα προκαλέσει αύξηση του εισοδήματος, που θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης, που θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής, που θα προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, θα πάμε από την απασχόληση στην ανάπτυξη και όχι το αντίθετο. Ο μόνος τρόπος να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της ύφεσης-ανεργίας είναι να προκαλέσουμε μια τρομακτική, πλην όμως καλοδεχούμενη, ένεση απασχόλησης. Η αύξηση της απασχόλησης θα δημιουργήσει ανάπτυξη η οποία θα σταθεροποιήσει την οικονομία και θα επιτρέψει την εξυπηρέτηση του χρέους. Το πρόβλημα αλλά και η λύση είναι η απασχόληση.
Το τελευταίο ερώτημα αφορά τις πηγές χρηματοδότησης αυτού του προγράμματος. Το μεγαλύτερο τμήμα των απαιτούμενων πόρων μπορεί να καλυφθεί από το νέο ΕΣΠΑ.Ένα άλλο τμήμα της δαπάνης θα καλυφθεί από τα φορολογικά έσοδα που θα προκύψουν από την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας που θα προκαλέσει το πρόγραμμα. Γιατί η απασχόληση ανέργων σε αυτά τα προγράμματα θα δημιουργήσει πρόσθετο εισόδημα στα νοικοκυριά, το οποίο αυτά θα καταναλώσουν. Δηλαδή θα ενισχυθεί η ζήτηση της οικονομίας, η οποία θα οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα αλλά θα αυξήσει και τα κέρδη κυρίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Τέλος, το υπόλοιπο τμήμα της απαιτούμενης δαπάνης μπορεί να καλυφθεί από έναν ειδικό πόρο, τη «Ρήτρα Απασχόλησης». Μπορεί, δηλαδή,να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που θα διασφαλίζει ότι θα προσανατολιστεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας:
Βέβαια, ακόμα και τώρα ορισμένοι μπορεί να είναι επιφυλακτικοί. Να μην έχουν πειστεί και να υποστηρίζουν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. Θα τους ακούσουμε με προσοχή. Αλλά πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μας απαντήσουν, η εναλλακτική που προτείνουν πόσο χρόνο θα χρειαστεί προκειμένου να μειώσει το ποσοστό ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες; Δέκα χρόνια, δεκαπέντε, είκοσι;
Μας χρειάζεται μία κιβωτός απασχόλησης που θα αποκλιμακώσει άμεσα το ποσοστό ανεργίας, έως ότου αρχίσουν να αποδίδουν οι επενδύσεις, και που ταυτόχρονα θα δώσει ώθηση στην εσωτερική ζήτηση, που και αυτή ευνοεί τις επενδύσεις. Μία κιβωτός απασχόλησης που θα δημιουργήσει δουλειές για τους νέους ανθρώπους. Δουλειές που θα είναι χρήσιμες για την κοινωνία, προωθητικές για την οικονομία και δημιουργικές για τους ίδιους.
Το ζήτημα του χρέους
Είναι κοινή πλέον παραδοχή ότι η
υφιστάμενη δομή του ελληνικού χρέους δεν είναι βιώσιμη. Αφενός διότι
απαιτούνται πολύ υψηλές δαπάνες εξυπηρέτησης για τα επόμενα δύο έτη
(2014-2015), αφετέρου διότι προβλέπονται υπέρογκες δαπάνες για την
περίοδο μετά το 2020 (βλ. πίνακα 1). Τα παραπάνω οδηγούν στην κοινή
παραδοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων ότι απαιτείται κάποιου τύπου
αναδιάρθρωση του χρέους. Εάν θα είναι κούρεμα, μετακύλιση ή ό,τι άλλο,
είναι μια σημαντική πλην όμως τεχνική συζήτηση.
Όπως και να έχει, οι διεθνείς συσχετισμοί υποδεικνύουν ότι η αναμενόμενη αναδιάρθρωση δεν θα είναι η τελευταία. Το πιο πιθανό είναι ότι το ζήτημα του χρέους θα συνεχίσει να μας απασχολεί για πολλά χρόνια. Με αυτό το δεδομένο, η ελληνική κυβέρνηση αντί να επιδιώξει κάποιου τύπου «τελική λύση» –που δεν πρόκειται να έλθει– είναι καλύτερο να στοχεύσει στη μεγιστοποίηση του αναπτυξιακού αποτελέσματος της αναδιάρθρωσης. Δηλαδή, πρέπει να στοχεύσει στην ελαχιστοποίηση των δαπανών εξυπηρέτησής του χρέους κατά την επόμενη πενταετία προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας. Έτσι σε λίγα χρόνια, όταν αισίως η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι καλύτερη, η επόμενη κυβέρνηση να μπορέσει να διαπραγματευτεί μια νέα αναδιάρθρωση από καλύτερη θέση.
Πίνακας 1: Δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους, 2013-2030 |
|||
Έτος |
Χρεολύσια (δις €) |
Τόκοι (δις €) |
Σύνολο (δις €) |
2013 |
12,9 |
5,9 |
18,8 |
2014 |
24,9 |
6,0 |
30,9 |
2015 |
16,0 |
5,9 |
21,9 |
2016 |
7,1 |
6,0 |
13,1 |
2017 |
7,5 |
6,4 |
13,9 |
2018 |
4,7 |
6,6 |
11,3 |
2019 |
9,9 |
6,6 |
16,6 |
2020 |
7,1 |
6,4 |
13,4 |
2021 |
7,2 |
11,0 |
18,1 |
2022 |
8,9 |
24,5 |
33,4 |
2023 |
11,2 |
17,6 |
28,7 |
2024 |
10,9 |
13,6 |
24,5 |
2025 |
8,8 |
9,0 |
17,8 |
2026 |
8,6 |
8,6 |
17,2 |
2027 |
8,5 |
8,2 |
16,7 |
2028 |
8,1 |
7,8 |
15,8 |
2029 |
7,3 |
7,3 |
14,6 |
2030 |
7,3 |
6,9 |
14,2 |
Πηγή: ΟΔΔΗΧ |
Το ζήτημα της ανάπτυξης
Προκειμένου όμως να έλθει η ανάπτυξη πρέπει να αλλάξει και η φυσιογνωμία της οικονομικής πολιτικής. Η ακολουθούμενη πολιτική αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα. Κατ’ αρχήν, επιδιώκει την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος μέσα από μία πολιτική λιτότητας χωρίς να δίνει καμία σημασία στις κοινωνικές συνέπειες (ανεργία, ύφεση, φτώχεια), κάτι που καθιστά αυτόματα το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής υφεσιακό και εχθρικό προς την κοινωνία. Κατά δεύτερο λόγο, η ακολουθούμενη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανεργίας. Τέλος, το κύριο πρόβλημα της κυβερνητικής πολιτικής αφορά τις υπερβολικές εκτιμήσεις ως προς το ύψος των ιδιωτικών επενδύσεων.
Σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες ο κύριος όγκος των επενδύσεων είναι ιδιωτικές επενδύσεις. Ωστόσο, στην περίπτωση της Ελλάδας οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν καταβυθιστεί. Όπως βλέπουμε στον πίνακα 2,το ύψος των ιδιωτικών επενδύσεων το 2013 αναμένεται να διαμορφωθεί κοντά στα 17,8 δις ευρώ, έναντι 44,2 δις το 2008 (δηλαδή το τελευταίο έτος πριν την ύφεση). Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 59,6% και υπολείπονται κατά 136,3% του μέσου όρου των ιδιωτικών επενδύσεων της πενταετίας 2004–2009 που είναι μια περίοδος ήπιας ανάπτυξης.
Πίνακας 2: Εξέλιξη και ποσοστιαία μεταβολή ΑΕΠ και επενδύσεων (2004-2013) |
||||||
|
ΣΥΝΟΛΟ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ |
ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ |
||||
τιμές προηγ. έτους |
% μεταβολή |
% ΑΕΠ |
τιμές προηγ. έτους |
% μεταβολή |
% ΑΕΠ |
|
2008 |
53,35 |
-8,1% |
24,0% |
44,2 |
-10,1% |
19,8% |
2009 |
41,94 |
-27,2% |
18,6% |
32,6 |
-26,3% |
14,4% |
2010 |
38,51 |
-8,9% |
17,5% |
30,2 |
-7,4% |
13,7% |
2011 |
33,24 |
-15,9% |
16,1% |
26,7 |
-11,5% |
12,9% |
2012 |
26,54 |
-25,2% |
13,6% |
20,4 |
-23,6% |
10,4% |
2013 |
24,67 |
-7,6% |
13,2% |
17,8 |
-12,5% |
9,5% |
Μεταβολή 2008-2013 |
-53,8% |
-59,7% |
||||
Πηγή: Κρατικοί Προϋπολογισμοί 2008-2013 |
Βάσει των παραπάνω, απαιτείται να
γίνουν όλες οι δυνατές ενέργειες για την υποστήριξη της υπεύθυνης
επιχειρηματικότητας και για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, αλλά
είναι απολύτως εξωπραγματικό να υποθέσουμε ότι από το 2014 και μετά οι
ιδιωτικές επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 136% και θα διατηρηθούν σε αυτά τα
επίπεδα για επαρκές διάστημα.Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η συνολική
επένδυση της Cosco στον Πειραιά κινείται κοντά στα 0,6 δις ευρώ σε βάθος
πενταετίας. Με άλλα λόγια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό των
ιδιωτικών επενδύσεων πρέπει να βρεθούν άμεσα άλλες σαράντα τέσσερεις
επενδύσεις του επιπέδου της Cosco. Μακάρι, αλλά μάλλον απίθανο. Οι
ιδιωτικές επενδύσεις μπορεί να αυξηθούν, αλλά αυτό δεν θα γίνει με το
ρυθμό που απαιτείται ώστε να αντιμετωπιστεί έστω και μερικώς το πρόβλημα
της ανεργίας καιτης φτώχειας.
Το ζήτημα της ανεργίας
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η σταθεροποίηση ορισμένων μακροοικονομικών μεγεθών και η απομάκρυνση του ενδεχομένου εξόδου από την ευρωζώνη να προσληφθεί ως έξοδος της οικονομίας από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η πεποίθηση ότι η οικονομία είναι σταθεροποιημένη είναι απολύτως παραπλανητική. Σήμερα, στα δέκα άτομα που ζουν στην Ελλάδα (10.994.906 άνθρωποι βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού), σε ηλικία εργάσιμης ηλικίας είναι τα πέντε (4.982.619 άνθρωποι). Από αυτούς-ές εργάζονται οι τρεις (3.632.184 άτομα) και οι υπόλοιποι-ες είναι άνεργοι. Δηλαδή, οι τρεις που εργάζονται –με χαμηλότερους μισθούς– πρέπει να συντηρήσουν τους επτά που δεν εργάζονται, είτε επειδή θα ήθελαν αλλά δεν μπορούν (άνεργοι) είτε επειδή δεν δύνανται λόγω ηλικίας (παιδιά και ηλικιωμένοι). Εν ολίγοις, δεν υπάρχει καμία οικονομία στον κόσμο με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 30% που να θεωρείται «σταθεροποιημένη». Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική οικονομία και κοινωνία βρίσκονται ακόμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα βρίσκονται μέχρις ότου το ποσοστό ανεργίας πέσει σε επίπεδα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά διαχειρίσιμα.
Για μια ενιαία αντιμετώπιση του χρέους, της ανάπτυξης και της ανεργίας.
Απαιτείται επομένως μια πρόταση που θα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα τρία προβλήματα (ανεργία, ανάπτυξη, χρέος). Καμία άλλη πολιτική δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά βιώσιμη. Καμία άλλη πολιτική δεν αφορά το σύνολο της κοινωνίας.
Ο στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 10% τα επόμενα 3 χρόνια.Είναι προφανές ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας απαιτεί επενδύσεις, εγχώριες και ξένες.Ωστόσο, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αυτό θα πάρει χρόνο, διότι το εργασιακό αποτύπωμα των επενδύσεων εμφανίζει πάντα μια χρονική υστέρηση.Δημιουργείται επομένως ένα «κενό απασχόλησης», κατά το οποίο η ανεργία δεν πρόκειται να μειωθεί ακόμα και εάν οι επενδύσεις πολλαπλασιαστούν άμεσα.
Άρα, μας χρειάζεταιμία κιβωτός απασχόλησης που θα αποκλιμακώσει άμεσα το ποσοστό ανεργίας, έως ότου αρχίσουν να αποδίδουν οι επενδύσεις, και που ταυτόχρονα θα δώσει ώθηση στην εσωτερική ζήτηση, που και αυτή ευνοεί τις επενδύσεις. Μία κιβωτός απασχόλησης που θα δημιουργήσει δουλειές για τους νέους ανθρώπους. Δουλειές που θα είναι χρήσιμες για την κοινωνία, προωθητικές για την οικονομία και δημιουργικές για τους ίδιους.
Το βασανιστικό ερώτημα είναι πώς. Πως θα δημιουργηθούν τόσες θέσεις εργασίας τόσο σύντομα.
Η προσπάθεια πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και επέκταση του τρίτου τομέα της οικονομίας. Δηλαδή στον τομέα που βρίσκεται ανάμεσα στο κράτος και στον ιδιωτικό τομέα. Η απασχόληση στον τρίτο τομέα της οικονομίας δεν είναι απασχόληση στο δημόσιο. Όποιος ταυτίζει τον τρίτο τομέα και την κοινωνική οικονομία με το κράτος απλώς επιδεικνύει τον επαρχιωτισμό του και την άγνοιά του για τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο τομέας λειτουργεί πάνω από μισό αιώνα στο σύνολο σχεδόν των χωρών της Ευρωζώνης. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη του τρίτου τομέα δεν σημαίνει την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών. Η κοινωνική οικονομία διακρίνεται από την ιδιωτική ακριβώς διότι ο στόχος των δραστηριοτήτων της δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους αλλά η μεγιστοποίηση του κοινωνικού αποτελέσματος της δράσης.
Μόνο στην Ελλάδα, δυστυχώς για τους άνεργους, η συζήτηση για τον τρίτο τομέα είναι εγκλωβισμένη σε αυτό το παρωχημένο δίπολο. Από τη μια πλευρά, μια συντηρητική προσέγγιση εχθρική σε κάθε τι που αφορά κοινωνικές δράσεις, μια οικονομίστικη αντίληψη που θεωρεί ότι οι κοινωνική οικονομία δεν είναι παραγωγική δραστηριότητα αλλά πάρεργο.Από την άλλη, μια δήθεν προοδευτική προσέγγιση που εξαντλείται σε υποσχέσεις περί μονιμοποίησης στο Δημόσιοδεν αναγνωρίζει το πιεστικό της κατάστασης, τις διεθνείς εξελίξεις, τους περιορισμούς, αλλά ούτε και τις δυνατότητες που έχουμε. Που είναι έτοιμη να θυσιάσει τη μόνη πρόταση που μπορεί να ανακουφίσει άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο όνομα μιας ιδεολογικής εμμονής, διότι δεν μπορεί να δει πέρα από το ρόλο του «Κράτους πατερούλη».
Η ανάγκη όμως επιτάσσει να ξεφύγουμε από αυτά τα δίπολα και να αξιοποιήσουμε την πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία στην ανάπτυξη των πολυποίκιλων δραστηριοτήτων του τρίτου τομέα.Ηενίσχυση του τρίτου τομέα της οικονομίας και της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να αναδειχθεί σε μέσο προώθησης της εργασίας, προώθησης της κοινωνικής συνοχής, στήριξης της βιώσιμης ανάπτυξης και ενδυνάμωσης της δημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών.
Σχολικοί φύλακες, βοήθεια στο σπίτι, πρόσθετη διδακτική στήριξη, περιβαλλοντική αποκατάσταση, εξωραϊσμός των γειτονιών μας με μικρά έργα κατασκευών/αποκατάστασης, μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες, δημοτικοί χώροι δημιουργικής απασχόλησης, απασχόληση ερευνητών στα πανεπιστήμια, πρόσληψη ατόμων για την εκτεταμένη λειτουργία αρχαιολογικών χώρων και μουσείων… όλα αυτά και άλλα τόσα που μπορούμε να προτείνουμε/σκεφτούμε πρέπει να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα πέντε χρόνια. Η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας δεν αντιμετωπίζει μόνο τις κοινωνικές συνέπειες της ύφεσης, μπορεί να είναι κάτι πολύ περισσότερο: η διέξοδος από την ύφεση καθαυτή.
Η οικονομική λογική είναι απλή.Η αύξηση της απασχόλησης θα προκαλέσει αύξηση του εισοδήματος, που θα προκαλέσει αύξηση της ζήτησης, που θα προκαλέσει αύξηση της παραγωγής, που θα προκαλέσει αύξηση της απασχόλησης κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, θα πάμε από την απασχόληση στην ανάπτυξη και όχι το αντίθετο. Ο μόνος τρόπος να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της ύφεσης-ανεργίας είναι να προκαλέσουμε μια τρομακτική, πλην όμως καλοδεχούμενη, ένεση απασχόλησης. Η αύξηση της απασχόλησης θα δημιουργήσει ανάπτυξη η οποία θα σταθεροποιήσει την οικονομία και θα επιτρέψει την εξυπηρέτηση του χρέους. Το πρόβλημα αλλά και η λύση είναι η απασχόληση.
Το τελευταίο ερώτημα αφορά τις πηγές χρηματοδότησης αυτού του προγράμματος. Το μεγαλύτερο τμήμα των απαιτούμενων πόρων μπορεί να καλυφθεί από το νέο ΕΣΠΑ.Ένα άλλο τμήμα της δαπάνης θα καλυφθεί από τα φορολογικά έσοδα που θα προκύψουν από την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας που θα προκαλέσει το πρόγραμμα. Γιατί η απασχόληση ανέργων σε αυτά τα προγράμματα θα δημιουργήσει πρόσθετο εισόδημα στα νοικοκυριά, το οποίο αυτά θα καταναλώσουν. Δηλαδή θα ενισχυθεί η ζήτηση της οικονομίας, η οποία θα οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα αλλά θα αυξήσει και τα κέρδη κυρίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Τέλος, το υπόλοιπο τμήμα της απαιτούμενης δαπάνης μπορεί να καλυφθεί από έναν ειδικό πόρο, τη «Ρήτρα Απασχόλησης». Μπορεί, δηλαδή,να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που θα διασφαλίζει ότι θα προσανατολιστεί στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας:
- κάθε ευρώ που προκύπτει από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής,
- το 50% από το όφελος που θα προκύψει από την αναδιάρθρωση του χρέους,
- όποιο έσοδο προκύψει από μερίσματα ή πώληση μετοχών του δημοσίου που κατέχει στις Τράπεζες, και
- το 10% από τα έσοδα φόρων επί δραστηριοτήτων που μειώνουν την ευμάρεια της κοινωνίας (π.χ. φόρος καπνού).
Βέβαια, ακόμα και τώρα ορισμένοι μπορεί να είναι επιφυλακτικοί. Να μην έχουν πειστεί και να υποστηρίζουν ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. Θα τους ακούσουμε με προσοχή. Αλλά πάνω απ’ όλα θα πρέπει να μας απαντήσουν, η εναλλακτική που προτείνουν πόσο χρόνο θα χρειαστεί προκειμένου να μειώσει το ποσοστό ανεργίας κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες; Δέκα χρόνια, δεκαπέντε, είκοσι;
Ο Γιώργος Ιωαννίδης, είναι οικονομολόγος (PhD), και υποψήφιος ευρωβουλευτής με την ΔΗΜ.ΑΡ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου