Την άνοιξη του 2010
η χώρα μας ζήτησε από την αγορά 1 δις. Παρ’ όλο που από το 2008 τα
επιτόκια συνεχώς ανέβαιναν σε ύψη που έκαναν το δανεισμό ασύμφορο, η
έκδοση του ομολόγου απέτυχε. Ακόμα και με αυτά τα υψηλά επιτόκια δεν
βρέθηκε κανείς να μας δανείσει, συγκεντρώθηκαν περίπου 300 εκατομμύρια. Η
Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα της στάσης πληρωμών. Το ελληνικό κράτος
χρειαζόταν 25 δις το χρόνο δανεικά, μόνο για να καλύψει τα έξοδά του,
κατανάλωνε δηλαδή 25 δις περισσότερα από τα έσοδά του. Τα οποία δεν
μπορούσε πια να δανειστεί. Κατέφυγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία με ένα
γιγαντιαίο πακέτο διάσωσης συνέχισε να μας δανείζει μέχρι τη μέρα που
τα ετήσια ελλείμματα θα μηδενίζονταν. Την άνοιξη του 2014 η Ελλάδα
ζήτησε από τις αγορές 3 δις με επιτόκιο χαμηλότερο κι από την εποχή πριν
την κρίση. Προσφέρθηκαν παραπάνω από 20 δις. Η Ελλάδα επέστρεψε στις
κανονικές συνθήκες. Ο κίνδυνος της πτώχευσης απομακρύνθηκε. Η χώρα το
πέτυχε αυτό γιατί μέσα σε 4 χρόνια, από 25 δις έλλειμμα κατάφερε να
φτάσει σε πρωτογενές πλεόνασμα. Το πέτυχε με τον πιο δύσκολο, τον πιο
οδυνηρό και τον πιο άδικο τρόπο. Μόνο με μια σαρωτική λιτότητα και
ελάχιστα με ανάπτυξη της παραγωγής. Λιτότητα που επιπλέον επιβάρυνε
περισσότερο τα ασθενέστερα στρώματα τα οποία επιφορτίστηκαν και με το
μερίδιο των πιο προνομιούχων οι οποίοι κατάφεραν να μειώσουν τις
απώλειες που τους αναλογούσαν. Η λιτότητα δεν ήταν δίκαιη.
Χειρότερο
ακόμα κι απ’ αυτό ήταν ότι η κοινωνία μας δεν μπόρεσε να αντιδράσει στην
κρίση, δεν άλλαξε, δεν ανέπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις που θα
αντικαθιστούσαν το χαμένο πλούτο των δανεικών, με άλλον καινούργιο,
πραγματικό, αποτέλεσμα μιας οικονομικής οργάνωσης σύγχρονης και
βιώσιμης. Καθυστερήσαμε να επιστρέψουμε, άλλες χώρες που μπήκαν στην
κρίση μετά από μας βγήκαν νωρίτερα. Και βγήκαν με λιγότερη λιτότητα και
περισσότερη θετική δραστηριότητα. Στην αρχή της κρίσης οι εξαγωγές της
Ελλάδας και της Πορτογαλίας ήταν περίπου ίδιες. Σήμερα, της Πορτογαλίας
είναι 20 δις περισσότερες. Όταν λέμε ότι πήγαμε καλά πέρυσι στον
τουρισμό, εννοούμε ότι επιστρέψαμε στα επίπεδα του 2008. Όταν λέμε ότι
αυξήθηκαν οι εξαγωγές, εννοούμε ότι το ποσοστό τους δεν έχει φτάσει
ακόμα στα επίπεδα του 2000.
Χάσαμε χρόνο. Καταστρέψαμε τις πόλεις μας,
υπονομεύσαμε την παραγωγή, αρνηθήκαμε την πραγματικότητα. Σε καμία άλλη
χώρα της Ευρώπης δεν συνέβη αυτό που έγινε εδώ. Αντί να πιέζουμε τις
αναπόφευκτα συντηρητικές κυβερνήσεις να προχωρήσουν πιο γρήγορα και πιο
δίκαια στις υποχρεωτικές αλλαγές, προσπαθούσαμε 4 χρόνια να αποφύγουμε
την άτακτη χρεοκοπία και τους υποστηρικτές της. Να αποφύγουμε την έξοδο
από το ευρώ, την έξοδο από την ευρωζώνη, τον υποβιβασμό της χώρας σε μια
κατώτερη, τριτοκοσμική κατηγορία. Αυτά τα χρόνια δεν είχαμε
αντιπολίτευση. Υπήρχαν οι κυβερνήσεις που προσπαθούσαν να καθυστερήσουν,
να κάνουν όσο το δυνατόν λιγότερες αλλαγές, να διασώσουν το σύστημα που
χρεοκόπησε και υπήρχαν οι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, οι ακόμα πιο
αδιάλλακτες που προτιμούσαν, προκειμένου να μη θιγεί ο ελληνικός
παρασιτισμός, να οδηγηθούμε στην άτακτη χρεοκοπία, στη δραχμή, στον
απομονωτισμό, την καταστροφή.
Μπήκαμε στα μνημόνια με τον εμπρησμό της Μαρφίν και
το θάνατο 3 συνανθρώπων μας. Βγαίνουμε με μια έκρηξη παγιδευμένου με
εκρηκτικά αυτοκινήτου στο κέντρο της Αθήνας. Το λόμπι της δραχμής, ο
παρασιτισμός, ο αναχρονισμός, η γοητεία αυταρχικών και τριτοκοσμικών
καθεστώτων, είναι πάντα ισχυρά και με λαϊκή βάση.
Ο κίνδυνος ενός πολιτικού ατυχήματος δεν έχει ακόμα αποφευχθεί.
Ωστόσο η είσοδος ξανά στη χώρα «κανονικού» χρήματος,
η ικανότητα επιβίωσης έστω σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα αλλά χωρίς την
ανάγκη της «καλοσύνης των ξένων», η έξοδος από τα μνημόνια, δείχνουν την
αρχή του τέλους του παραλογισμού των «αντιμνημονιακών μετώπων». Η
σύγκρουση με την πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην ήττα. Οι
δυνάμεις της καθυστέρησης πόνταραν όλα τα λεφτά μόνο στο ένα
ενδεχόμενο: Ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει, θα καταρρεύσει. Όσο η χώρα
γίνεται σιγά-σιγά μια κανονική χώρα, τόσο η ρητορική του μίσους, το
εμφυλιο-πολεμικό κλίμα, η συνωμοσιολογία θα ακούγονται περισσότερο
παράλογα, ακατανόητα, αποτρόπαια. Υπήρχαν δύο ενδεχόμενα. Η Ελλάδα να
πτωχεύσει ή να συνέλθει έστω και ματωμένη και να προσπαθήσει να γίνει
μια ευρωπαϊκή χώρα. Αν συμβεί το δεύτερο, που αυτό φαίνεται να
συμβαίνει, στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες είναι αδιανόητες ως πολιτικές
θέσεις οι παρακάτω φράσεις: «Όποιοι λειτουργούν ως ρουφιάνοι των
δυνάμεων κατοχής των δανειστών θα διώκονται». «Είχαν στόχο να έρθουν να
πλιατσικολογήσουν την Ελλάδα είτε μέσω εκποίησης του δημόσιου πλούτου
είτε μέσω των εργασιακών σχέσεων. Ένα εκ προμελέτης έγκλημα, στοχευμένο
σχέδιο, σε μας έλαχε να είμαστε το πειραματόζωο».
Αυτή η πρωτόγονη πολιτική των μεταμεσονύκτιων
τηλεοπτικών εκπομπών είναι καταδικασμένη αργά ή γρήγορα να επιστρέψει
στο περιθώριο από όπου ξεκίνησε. Ευτυχώς για εμάς, μας έτυχε να ζούμε
στο «σωστό» μέρος του πλανήτη. Έστω και παραζαλισμένη, φορτισμένη με
οργή και θλίψη, η κοινωνία μας το συνειδητοποίησε και δεν παρασύρθηκε σε
αυτοκαταστροφικές επιλογές.
Αυτό που πετύχαμε δεν ήταν λίγο, ήταν ζήτημα ζωής
και θανάτου. Όμως δεν ήταν παρά ένα βήμα. Γιατί το πραγματικό μας
πρόβλημα τώρα πρέπει να λυθεί. Αν δεν θέλουμε να μείνουμε εδώ, μεταξύ
φθοράς και αφθαρσίας, τώρα, έστω και καθυστερημένα, πρέπει να αρχίσουμε
να οικοδομούμε μια οικονομία σύγχρονη και βιώσιμη. Στον κόσμο της
παγκοσμιοποίησης, η επιβίωση είναι σαν το ποδήλατο. Αν δεν κάνεις
πετάλι, πέφτεις. Όσο πιο γρήγορα αφήσουμε πίσω μας όλες τις πρακτικές,
όλες τις συνήθειες, όλα τα συνθήματα του παρελθόντος, τόσο πιο γρήγορα
θα γυρίσουν τα πράγματα εκεί που τα θέλουμε. Ήταν τόσο μεγάλη η
αδράνεια, είναι τόσο μπλοκαρισμένη η οικονομία μας από τις ιδεοληψίες
του προηγούμενου αιώνα, που μόλις γίνουν οι πρώτες απελευθερωτικές
κινήσεις η ζωή θα καλύψει γρήγορα το χαμένο έδαφος.
Προχτές στην επίσκεψη της Μέρκελ κάποιοι κάλεσαν,
ξανά, σε διαδήλωση εναντίον της. Διαδήλωση, η μόνη πολιτική πράξη που
ξέρουν, εκλογές, η μόνη πολιτική πρόταση που διαθέτουν. Πήγαν χίλια-δυο
χιλιάδες άτομα, οι επαγγελματίες. Έχει αρχίσει πια να γίνεται πολύ
κουραστικό σε όλους, να είναι η Ελλάδα αυτή η περίεργη χώρα που
διαδηλώνει συνέχεια όταν κάποιος ξένος ηγέτης την επισκέπτεται. Την
επόμενη Κυριακή, όμως, ο ελληνικός λαός «διαδήλωσε» με τον τρόπο του. Τα
μαγαζιά ήταν ανοιχτά και καλά έκαναν γιατί ήδη μαθαίνουμε ότι είχαμε
32% αύξηση του τουρισμού το πρώτο τρίμηνο, εποχή που μέχρι τώρα δεν τη
θεωρούσαμε τουριστική. Το κέντρο της Αθήνας πλημμύρισε και πάλι,
ζωντάνεψε μια μέρα που κανονικά είναι έρημο. Δεν πιστεύω ότι όλοι αυτοί
οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους κυριακάτικα για να αγοράσουν
παπούτσια. Είναι η δική τους πολιτική δήλωση ότι θέλουν να επιστρέψουν
στην κανονική ζωή, να κινήσουν την οικονομία, να ζωντανέψουν τα μαγαζιά,
να ζήσουν την πόλη τους, να περπατήσουν, να πιουν καφέ, να χαζέψουν, να
γελάσουν, να χαρούν. Να ξεχάσουν την αυτοκαταστροφική λατρεία του
μίσους και της παράνοιας και να αγαπήσουν ξανά τη ζωή. Όχι τα χαρακώματα
και τις «δυνάμεις κατοχής» των ανισόρροπων. Αυτή νομίζω, όχι η
διαδήλωση για τη Μέρκελ, είναι η πραγματική πολιτική κίνηση που δείχνει
τη σημερινή ατμόσφαιρα της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου