Η
ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια έχει λοιδορηθεί έξωθεν και έσωθεν
και έχει μαστιγωθεί όσο καμία άλλη. Το έκαναν ο διεθνής Τύπος αλλά και η
γερμανική κυβέρνηση. Ακούστηκε από τα χείλη των θεσμικών πιστωτών μας
και ενισχύθηκε από τους εγχώριους δημοσιολογούντες, τους ζηλωτές μιας
επείγουσας κοινωνικής αναμόρφωσης: η κοινωνία μας δεν είναι Κοινωνία μα
πλέγμα αρχαϊκών πολιτισμικών έξεων, ιστορικό ρίζωμα οθωμανικής
αδράνειας, άτυπος θύλακος ανομίας, χρήστης κανιβαλιστικών προνομίων,
ατελείωτος πελατειακός ιστός που βαμπιρίζει τα παιδιά του. Επί πέντε
χρόνια επιβάλλεται αυτή η ρητορική καταδίκη της ίδιας της ζωής μας, της
σάρκινης καθημερινότητας και του ηθικού μας ορίζοντα. Ετσι, ένα μεγάλο
μέρος της ελίτ, αντί να επικεντρωθεί στην κριτική των θεσμικών
δυσλειτουργιών της οικονομίας, να προετοιμάσει και να συνοδεύσει την
κοινωνία στην αναγκαστική, οδυνηρή μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό
μοντέλο, προτίμησε την επίκριση της κοινωνίας, πιέζοντάς μας να
ομολογήσουμε ότι δεν είμαστε μια δυτική κοινωνία, μια καλή κοινωνία. Οι
πολιτισμικές πρακτικές των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων ταυτίστηκαν με
το άηθες ξόδεμα και τη φοροδιαφυγή. Η δεκαετία του ʼ80 απορρίφθηκε ως
μήτρα της κολασμένης ευδαιμονίας, η επινοημένη εγκράτεια παλαιότερων
εποχών αποθεώθηκε, το ποπ σκυλάδικο της δεκαετίας του ʼ90 ταυτίστηκε με
τις ατελέσφορες μεταρρυθμίσεις του Σημίτη· και έτσι, μεταξύ της
εκλαϊκευμένης γερμανικής χρηστοήθειας, του κοινοτιστικού
αντικαπιταλισμού μιας ριζοσπαστικής μα τόσο υποκριτικής Αριστεράς και
ενός μεταρρυθμιστικού υψωμένου δαχτύλου, φτάσαμε να ταυτίζουμε τις
διαρθρωτικές παθογένειες της οικονομίας με κάποια κοινωνική έκπτωση, με
τον λαϊκισμό και ασφαλώς με τον μέγα εχθρό της αυθεντικότητας που φέρει
το αποκρουστικό όνομα «καταναλωτισμός». Ούτε η εμπνευσμένη διαφήμιση με
τον επινοητικό και φιλόξενο λαϊκό επιχειρηματία του γηπέδου, τον
«ομορφάντρα», γλίτωσε από την αριστοκρατία του πληκτρολογίου και τους
πολιτισμικούς αναμορφωτές μας.
Μα και η έτερη ελίτ, εκείνη που προσποιήθηκε ότι υπερασπίζεται την κοινωνία και τη δημοκρατία έναντι του νεοφιλελευθερισμού (sic), αγνόησε την κοινωνική πραγματικότητα, την περίπλοκή μας φύση. Θέλησε μόνο να οικειοποιηθεί συναισθήματα (την απώλεια, τον φόβο και την οργή), να κεφαλαιοποιήσει τη βία. Και το έκανε μιλώντας με τα άδεια λόγια του ιστορικού παρελθόντος, τις παραβολές της Κατοχής, της Αντίστασης, της xούντας και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του αδάμαστου έθνους, πιστεύοντας ότι η προσωρινή κάλυψη του ψυχικού κενού - εκείνου που άφηνε η αδυναμία μας, τα χρόνια της άγριας χρεοκοπίας, να εγγράψουμε τον εαυτό μας σε οποιοδήποτε μέλλον - σημαίνει και συστράτευση για μια κοινωνία εκτός καπιταλισμού! Πόση άγνοια και περιφρόνηση για τους πραγματικούς ανθρώπους έκρυβε όμως αυτό! Κάποιοι αποθέωσαν πράγματι τον λαό και την κοινωνία. Το έκαναν όμως χωρίς να στιγματίσουν οικονομικές συμπεριφορές. Δέχτηκε να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε ιδεολογική και πολιτική αυθαιρεσία, υπεραμύνθηκε της λαϊκής φοροδιαφυγής, συναίνεσε στον ανορθολογισμό, θεωρώντας ότι έτσι συντονίζεται με τις μάζες. Η συνάντηση και, ουσιαστικά, η ταύτιση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη συνωμοσιολογική ακρότητα της Δεξιάς, η ευμενής και θεωρητικά επικυρωμένη επιλογή του λαϊκισμού για την επανένταξη των μαζών στην πολιτική (δες στο κράτος) μπορεί να βρήκαν ανταπόκριση στα χρόνια της νέας υπερπολιτικοποίησης (2010-2013), αλλά δεν άγγιξαν την ίδια την κοινωνική μας σύσταση. Γιʼ αυτό και σήμερα που οι ωδίνες της οικονομικής πραγματικότητας δεν γεννούν πλέον τη μαζική αγανάκτηση και που οι μάζες δεν προσφεύγουν αυτόματα στην άγρια συλλογική κινητοποίηση, αλλά διασπώνται στην επιβίωση και στην προσωπική ανασυγκρότηση, πληθαίνουν οι αριστερές φωνές κατά της κοινωνίας. «Μικροαστοί που ψωνίζουν Κυριακή, ναρκωμένοι του καναπέ που επιζητούν την κανονικότητα, πρόβατα, ζώα, δεν ξέρετε τι σας περιμένει». Και άλλα πολλά καταμαρτυρούνται σε εκείνους που επιμένουν να ζουν φτωχότερα μεν μεσοαστικά δε.
Αυτή η επιθετικότητα κατά της κοινωνίας, εκείνης που υπάρχει μέσα από τις πραγματικές της μορφές και όχι μέσα από κάποια νεο-φιλελεύθερη ή νεο-κομμουνιστική δεοντολογία, είναι το αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς ελίτ και μιας πολιτικής ηγεσίας που αδυνατεί, έστω και στο ελάχιστο, να απεικονίσει την κοινωνία την οποία διοικεί και τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύουν επαρκώς τον ευρωπαϊκό αστισμό και τον κόσμο της εργασίας αντίστοιχα; Η περιγραφή της κοινωνίας ως ιστορικής μονομανίας που ατελέσφορα αναζητά στοιχεία επανάληψης, επαλήθευσης ή ρεβάνς έχει εξάλλου φωλιάσει τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας και τα όρια της επιρροής τους.
Ετσι, από τη μία, η Δεξιά του Σαμαρά αναβίωνε την εμφυλιοπολεμική και μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα μιας οικονομίας αναπτυσσόμενης μεν διχασμένης με βάση το φρόνημα δε. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η γραμμή Μπαλτάκου, που έβλεπε στη Χρυσή Αυγή μια νέα «Χ», έναν χρήσιμο δηλαδή αντικομμουνιστικό σύμμαχο, εν πολλοίς ήταν η γραμμή της κυβέρνησης μέχρι οι νεοναζί να οικειοποιηθούν τη δεξιά μνήμη στον Μελιγαλά και να σκοτώσουν οργανωμένα έναν έλληνα πολίτη.
Μα και η ριζοσπαστική - νεοκομμουνιστική Αριστερά περιφρονεί τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αναπέμποντας τα προβλήματά της στον ιστορικό ορίζοντα μιας επαναστατικής νεύρωσης (σε σημείο κάποιοι εξτρεμιστές να νιώθουν ότι δικαιούνται να κραυγάζουν «Βάρκιζα τέλος») και την περιγραφή της στον αγγλικό 19ο αιώνα της προλεταριακής εξαθλίωσης και της ανελέητης βίας του εργοστασιακού κεφαλαίου. Με την κοινή ορολογία ΣΥΡΙΖΑ-ανεξέλ η Ελλάδα μοιάζει να εξαντλείται στη βαθιά διαίρεση ενός πάμφτωχου μα υπέροχου λαού και μιας μικρής πάμπλουτης συστημικής ελίτ που υπηρετεί τα σχέδια ξένων πλουτοκρατών και τραπεζιτών.
Από αυτήν την compact αντίληψη των κοινωνικών διαιρέσεων έχει προκύψει και η διχαστική συνθηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η εμμονική λούπα του «ή εμείς ή αυτοί» με τις όποιες παραλλαγές της.
Μόνο που οι σύγχρονες κοινωνίες είναι κοινωνίες υβριδίων, αντιφατικών επιδιώξεων, πολλαπλών ταυτοτήτων. Οι σύγχρονες κοινωνίες, και ιδιαίτερα η δική μας, δεν ορίζονται αποκλειστικά από μεγάλες συλλογικότητες με εσωτερική συνοχή και κοινωνιολογική ομοιότητα. Δεν είναι κοινωνίες στις οποίες μπορείς να καλέσεις κάποιον να διαλέξει τι θα είναι και τι δεν θα είναι με βάση ένα μοναδικό κριτήριο και δη ένα ιδεολογικό ή ταξικό κριτήριο. Είναι κοινωνίες του «και και» και όχι του «ή ή». Οχι μόνον επειδή το δημοκρατικό στοίχημα είναι αυτό της συνύπαρξης διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού, αλλά κυρίως γιατί ποικίλες και κάποτε αντίπαλες ταυτότητες συναθροίζονται μέσα μας περισσότερο από ποτέ. Ο καλοντυμένος άνεργος με το iPhone δεν είναι ένα λάθος της Ιστορίας, δεν είναι ένα ψέμα της κρίσης, ένα κόλπο του συστήματος ή η υποκρισία των «αντισυστημικών». Η αλήθεια που κομίζει δεν είναι ούτε εκείνη του εξαθλιωμένου τον χειμώνα του ʼ41 που μας έλεγε ο κύριος Τσίπρας, ούτε ένας τεμπέλης με λεφτά του μπαμπά που αργεί όπως τον φαντάζεται ο κυνικός μεταρρυθμισμός. Είναι ένας άνεργος Ελληνας, δυτικός άνθρωπος, γεμάτος εσωτερικές αποκλίσεις. Ποιος ξέρει, εξάλλου, να πει τι κρύβεται πίσω από το κοστούμι ενός τραπεζοϋπαλλήλου που κατέρχεται από το Περιστέρι στο Σύνταγμα με το μετρό; Σίγουρα όχι ένας νοσταλγός του Στρατάρχη. Ποιος γνωρίζει τι συμβολίζει το μούσι ενός χίπστερ στην Αγία Ειρήνη; Σίγουρα όχι τη ρεβάνς του Βελουχιώτη.
Μα και η έτερη ελίτ, εκείνη που προσποιήθηκε ότι υπερασπίζεται την κοινωνία και τη δημοκρατία έναντι του νεοφιλελευθερισμού (sic), αγνόησε την κοινωνική πραγματικότητα, την περίπλοκή μας φύση. Θέλησε μόνο να οικειοποιηθεί συναισθήματα (την απώλεια, τον φόβο και την οργή), να κεφαλαιοποιήσει τη βία. Και το έκανε μιλώντας με τα άδεια λόγια του ιστορικού παρελθόντος, τις παραβολές της Κατοχής, της Αντίστασης, της xούντας και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του αδάμαστου έθνους, πιστεύοντας ότι η προσωρινή κάλυψη του ψυχικού κενού - εκείνου που άφηνε η αδυναμία μας, τα χρόνια της άγριας χρεοκοπίας, να εγγράψουμε τον εαυτό μας σε οποιοδήποτε μέλλον - σημαίνει και συστράτευση για μια κοινωνία εκτός καπιταλισμού! Πόση άγνοια και περιφρόνηση για τους πραγματικούς ανθρώπους έκρυβε όμως αυτό! Κάποιοι αποθέωσαν πράγματι τον λαό και την κοινωνία. Το έκαναν όμως χωρίς να στιγματίσουν οικονομικές συμπεριφορές. Δέχτηκε να προσχωρήσει σε οποιαδήποτε ιδεολογική και πολιτική αυθαιρεσία, υπεραμύνθηκε της λαϊκής φοροδιαφυγής, συναίνεσε στον ανορθολογισμό, θεωρώντας ότι έτσι συντονίζεται με τις μάζες. Η συνάντηση και, ουσιαστικά, η ταύτιση της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη συνωμοσιολογική ακρότητα της Δεξιάς, η ευμενής και θεωρητικά επικυρωμένη επιλογή του λαϊκισμού για την επανένταξη των μαζών στην πολιτική (δες στο κράτος) μπορεί να βρήκαν ανταπόκριση στα χρόνια της νέας υπερπολιτικοποίησης (2010-2013), αλλά δεν άγγιξαν την ίδια την κοινωνική μας σύσταση. Γιʼ αυτό και σήμερα που οι ωδίνες της οικονομικής πραγματικότητας δεν γεννούν πλέον τη μαζική αγανάκτηση και που οι μάζες δεν προσφεύγουν αυτόματα στην άγρια συλλογική κινητοποίηση, αλλά διασπώνται στην επιβίωση και στην προσωπική ανασυγκρότηση, πληθαίνουν οι αριστερές φωνές κατά της κοινωνίας. «Μικροαστοί που ψωνίζουν Κυριακή, ναρκωμένοι του καναπέ που επιζητούν την κανονικότητα, πρόβατα, ζώα, δεν ξέρετε τι σας περιμένει». Και άλλα πολλά καταμαρτυρούνται σε εκείνους που επιμένουν να ζουν φτωχότερα μεν μεσοαστικά δε.
Αυτή η επιθετικότητα κατά της κοινωνίας, εκείνης που υπάρχει μέσα από τις πραγματικές της μορφές και όχι μέσα από κάποια νεο-φιλελεύθερη ή νεο-κομμουνιστική δεοντολογία, είναι το αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς ελίτ και μιας πολιτικής ηγεσίας που αδυνατεί, έστω και στο ελάχιστο, να απεικονίσει την κοινωνία την οποία διοικεί και τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Αλήθεια, πιστεύει κανείς ότι ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύουν επαρκώς τον ευρωπαϊκό αστισμό και τον κόσμο της εργασίας αντίστοιχα; Η περιγραφή της κοινωνίας ως ιστορικής μονομανίας που ατελέσφορα αναζητά στοιχεία επανάληψης, επαλήθευσης ή ρεβάνς έχει εξάλλου φωλιάσει τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, δείχνοντας και τα όρια της επιρροής τους.
Ετσι, από τη μία, η Δεξιά του Σαμαρά αναβίωνε την εμφυλιοπολεμική και μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα μιας οικονομίας αναπτυσσόμενης μεν διχασμένης με βάση το φρόνημα δε. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η γραμμή Μπαλτάκου, που έβλεπε στη Χρυσή Αυγή μια νέα «Χ», έναν χρήσιμο δηλαδή αντικομμουνιστικό σύμμαχο, εν πολλοίς ήταν η γραμμή της κυβέρνησης μέχρι οι νεοναζί να οικειοποιηθούν τη δεξιά μνήμη στον Μελιγαλά και να σκοτώσουν οργανωμένα έναν έλληνα πολίτη.
Μα και η ριζοσπαστική - νεοκομμουνιστική Αριστερά περιφρονεί τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αναπέμποντας τα προβλήματά της στον ιστορικό ορίζοντα μιας επαναστατικής νεύρωσης (σε σημείο κάποιοι εξτρεμιστές να νιώθουν ότι δικαιούνται να κραυγάζουν «Βάρκιζα τέλος») και την περιγραφή της στον αγγλικό 19ο αιώνα της προλεταριακής εξαθλίωσης και της ανελέητης βίας του εργοστασιακού κεφαλαίου. Με την κοινή ορολογία ΣΥΡΙΖΑ-ανεξέλ η Ελλάδα μοιάζει να εξαντλείται στη βαθιά διαίρεση ενός πάμφτωχου μα υπέροχου λαού και μιας μικρής πάμπλουτης συστημικής ελίτ που υπηρετεί τα σχέδια ξένων πλουτοκρατών και τραπεζιτών.
Από αυτήν την compact αντίληψη των κοινωνικών διαιρέσεων έχει προκύψει και η διχαστική συνθηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η εμμονική λούπα του «ή εμείς ή αυτοί» με τις όποιες παραλλαγές της.
Μόνο που οι σύγχρονες κοινωνίες είναι κοινωνίες υβριδίων, αντιφατικών επιδιώξεων, πολλαπλών ταυτοτήτων. Οι σύγχρονες κοινωνίες, και ιδιαίτερα η δική μας, δεν ορίζονται αποκλειστικά από μεγάλες συλλογικότητες με εσωτερική συνοχή και κοινωνιολογική ομοιότητα. Δεν είναι κοινωνίες στις οποίες μπορείς να καλέσεις κάποιον να διαλέξει τι θα είναι και τι δεν θα είναι με βάση ένα μοναδικό κριτήριο και δη ένα ιδεολογικό ή ταξικό κριτήριο. Είναι κοινωνίες του «και και» και όχι του «ή ή». Οχι μόνον επειδή το δημοκρατικό στοίχημα είναι αυτό της συνύπαρξης διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού, αλλά κυρίως γιατί ποικίλες και κάποτε αντίπαλες ταυτότητες συναθροίζονται μέσα μας περισσότερο από ποτέ. Ο καλοντυμένος άνεργος με το iPhone δεν είναι ένα λάθος της Ιστορίας, δεν είναι ένα ψέμα της κρίσης, ένα κόλπο του συστήματος ή η υποκρισία των «αντισυστημικών». Η αλήθεια που κομίζει δεν είναι ούτε εκείνη του εξαθλιωμένου τον χειμώνα του ʼ41 που μας έλεγε ο κύριος Τσίπρας, ούτε ένας τεμπέλης με λεφτά του μπαμπά που αργεί όπως τον φαντάζεται ο κυνικός μεταρρυθμισμός. Είναι ένας άνεργος Ελληνας, δυτικός άνθρωπος, γεμάτος εσωτερικές αποκλίσεις. Ποιος ξέρει, εξάλλου, να πει τι κρύβεται πίσω από το κοστούμι ενός τραπεζοϋπαλλήλου που κατέρχεται από το Περιστέρι στο Σύνταγμα με το μετρό; Σίγουρα όχι ένας νοσταλγός του Στρατάρχη. Ποιος γνωρίζει τι συμβολίζει το μούσι ενός χίπστερ στην Αγία Ειρήνη; Σίγουρα όχι τη ρεβάνς του Βελουχιώτη.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου