Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου
Το πράγμα σηκώνει πολλή συζήτηση αλλά ένα είναι προφανές: για τους χριστιανούς, η θρησκευτική τους πίστη δεν υπόκειται σε κριτική. Είναι μια άποψη. Οσοι όμως τη διακινούν άμεσα ή έμμεσα, οφείλουν να παραδεχτούν ότι δεν αποδέχονται τη θεμελιακή αρχή της νεωτερικότητας και του Διαφωτισμού, ότι τα πάντα μπορούν και πρέπει να γίνονται αντικείμενα της κριτικής σκέψης. Ή αλλιώς ότι ο θεός και η θρησκεία δεν είναι υπεράνω και επέκεινα της κριτικής και κατ’ επέκτασιν της επίκρισης. Και επειδή το «άδειασμα» του Ν. Δήμου από το Ποτάμι έχει και μια πολιτική διάσταση, τίθεται το εξής ερώτημα: σε τι διαφέρει το να λέμε παλαιοκομματικά στον κόσμο αυτό που θέλει να ακούσει, από το να μην του λέμε αυτό που δεν θέλει να ακούσει;
Ας γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω. Οταν η διένεξη για το θρήσκευμα στις
ταυτότητες μας είχε χωρίσει σε δύο στρατόπεδα, μερικοί δημοσιολογούντες
εναντιώθηκαν στην απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη αλλά, αντί να
επικαλεστούν το δίκαιο της πλειοψηφίας ή να ισχυριστούν ότι αποτελεί
δικαίωμα του κάθε χριστιανού να δηλώνει την πίστη του, αμφισβήτησαν τα
κίνητρα και το ύφος όσων τάχθηκαν κατά της αναγραφής. Πρόκειται για μια
ελίτ, είπαν, η οποία αρνούμενη την ενστικτώδη ταύτιση του Ελληνα με την
Ορθοδοξία και την παράδοση, επιπλέον δε προσβάλλοντας τον απλό λαό,
άνοιξε το θέμα για να κάνει επίδειξη ανωτερότητας και ορθολογισμού.
Παρόμοια επιχειρήματα ακούστηκαν όταν ο Νίκος Δήμου επέκρινε τις τελετές
με το Αγιο Φως και αποδόμησε τους μύθους περί το ’21. Οπως είχε δηλώσει
πρότινος κάποιος «παραδοσιακός»: εγώ προτιμώ την Ιστορία όπως μου την
έμαθε η γιαγιά μου.
Κατ΄ αρχάς, δεν είναι τυχαίο ότι στις εν λόγω ενστάσεις οι γιαγιάδες
και γενικά οι γριούλες έχουν την τιμητική τους. Οσον αφορά τους εθνικούς
μύθους (π.χ. το κρυφό σχολειό, το ’21 και πάνω απ’ όλα την αδιάσπαστη
συνέχεια του ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων) όσοι τους διακινούν
υπαινίσσονται ότι αποτελούν μέρος μιας λαϊκής παράδοσης. Με άλλα λόγια,
οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας αυτά έλεγαν όταν συναντιούνταν στη
βρύση του χωριού, πριν μολυνθούν από ξενόφερτες θεωρίες, και τα έλεγαν
με την αμεσότητα και συνεπώς τη γνησιότητα που υποτίθεται ότι
χαρακτηρίζει τη λαϊκή παράδοση. Ωραία η εικόνα, πρωτίστως για εκείνους
που έχουν κολλήσει στη γενιά του ’30, μόνο που παρουσιάζει κάτι το οποίο
δεν συνέβη ποτέ. Οι γιαγιάδες μας –ή μάλλον οι παππούδες, γιατί στην
ειδυλλιακή παραδοσιακή κοινωνία οι γυναίκες δεν πήγαιναν σχολείο– απλώς
επαναλάμβαναν εκείνα που τους είπε ο δάσκαλος, ο οποίος επαναλάμβανε
εκείνα που έμαθε στο πανεπιστήμιο και την παιδαγωγική ακαδημία, όπου
κυριαρχούσε ασφυκτικά η επίσημη εκδοχή της Ιστορίας, όπως διαμορφώθηκε
από ιστορικούς σαν τον Ζαμπέλιο, τον Παπαρρηγόπουλο και πολλούς άλλους,
οι οποίοι ήταν διακεκριμένα μέλη της ελίτ και όχι τσοπάνηδες. Επιπλέον, η
παράδοση ήταν μια συνολική εικόνα που κόσμου που ήθελε τις νυν
γιαγιάδες και τότε κοπέλες να τρώνε αγόγγυστα ανάποδες από τον pater
familias, να παντρεύονται παρθένες και με προίκα και να μην ψηφίζουν
στις εκλογές, μέχρι το 1952 όταν κάποιες ελίτ, κάνοντας άλλη μια
επίδειξη ανωτερότητας και ορθολογισμού, τους αναγνώρισαν το σχετικό
δικαίωμα.
Το πρόβλημα με τη θρησκεία είναι διαφορετικό. Η μομφή κατά του Ν.
Δήμου ήταν ότι δεν τη σεβάστηκε ή, πιο αναλυτικά, ότι η κριτική της
θρησκείας (και της Εκκλησίας) είναι μεν θεμιτή, αρκεί να γίνεται με
«σεβασμό». Θα μπορούσα να συμμεριστώ σε κάποιο μέτρο την ένσταση αν στο
επίδικο κείμενο υπήρχαν χυδαίες και απρεπείς εκφράσεις, αλλά κάτι τέτοιο
δεν ισχύει. Και δυστυχώς εκείνοι που το μέμφονται δεν μας δίνουν ένα
συγκεκριμένο παράδειγμα μη σεβασμού για να καταλάβουμε τι ακριβώς
εννοούν. Ετσι, το μόνο συμπέρασμα που εγώ μπορώ να βγάλω είναι ότι
οποιαδήποτε κριτική κατά της θρησκείας προσβάλλει τους πιστούς της. Με
άλλα λόγια, όταν κρίνουμε τη θρησκεία οφείλουμε εκ προοιμίου να
αποκλείσουμε το ενδεχόμενο της επίκρισης, κάτι εντελώς άτοπο. Αυτό ίσως
έχει κάποιο νόημα όχι μόνο για τους κανονικούς πιστούς αλλά και για τους
αντικληρικαλιστές εφόσον η πίστη τους συνίσταται στο να ταυτίζουν τον
θεό (και κατ’ επέκταση τη θρησκεία) με το Απόλυτο, το οποίο, ως τέτοιο,
δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο κριτικής. Το πράγμα σκοντάφτει όμως όταν
απευθύνεται στους μη θρησκευόμενους. Και σκοντάφτει επειδή όσοι το
επικαλούνται λένε έμμεσα ότι για να κρίνουμε τον θεό και τη θρησκεία
οφείλουμε πρώτα να αποδεχτούμε τη βασική τους ιδιότητα, την οποία τους
αποδίδουν οι πιστοί. Δηλαδή να δούμε όλοι, ακόμα και οι άθεοι, τον θεό
και τη θρησκεία όπως τη βλέπουν εκείνοι. Μα τότε δεν θα υπήρχαν άθεοι,
ούτε θα διαφωνούσε κανείς.
Το πράγμα σηκώνει πολλή συζήτηση αλλά ένα είναι προφανές: για τους
χριστιανούς, η θρησκευτική τους πίστη δεν υπόκειται σε κριτική. Είναι
μια άποψη. Οσοι όμως τη διακινούν άμεσα ή έμμεσα, οφείλουν να
παραδεχτούν ότι δεν αποδέχονται τη θεμελιακή αρχή της νεωτερικότητας και
του Διαφωτισμού, ότι τα πάντα μπορούν και πρέπει να γίνονται
αντικείμενα της κριτικής σκέψης. Ή αλλιώς ότι ο θεός και η θρησκεία δεν
είναι υπεράνω και επέκεινα της κριτικής και κατ’ επέκτασιν της
επίκρισης.
Και επειδή το «άδειασμα» του Ν. Δήμου από το Ποτάμι έχει και μια
πολιτική διάσταση, τίθεται το εξής ερώτημα: σε τι διαφέρει το να λέμε
παλαιοκομματικά στον κόσμο αυτό που θέλει να ακούσει, από το να μην του
λέμε αυτό που δεν θέλει να ακούσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου