Του Παναγιώτη Νούτσου, Αυγή, ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Από την
οπτική της ιστορίας των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών, ο Κώστας Φιλίνης
θα μπορούσε να αποτιμηθεί ως αξιοζήλευτος μεταφραστής ομόλογων
κειμένων, τα οποία δημοσιεύονται στα ελληνικά και σε εξαιρετικά
κατάλληλες χρονικές στιγμές. Όχι, βέβαια, πως και η πολιτική του
αρθρογραφία, την ίδια περίοδο, δεν σήμαινε καίριες παρεμβάσεις στην
εκδίπλωση αξιοσημείωτων σταθμών της εγχώριας Αριστεράς.Ενδεικτικά στα
περιοδικά: Ελληνική Αριστερά (1966), Κομμουνιστική Επιθεώρηση (1971), Τετράδια 72 (Οκτ. 1972).Εδώ θα περιορισθώ όμως στα εξής μεταφραστικά του εγχειρήματα:
α)
Με την επενέργεια αναζητήσεων που καταγράφονται στην ελληνική αριστερή
διανόηση από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, και σε συσχετισμό με τις
ευρύτερες ανακατατάξεις που ράγισαν την ιδεολογική ενότητα του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος, ένα τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ και των
διανοούμενων μελών του κατανοεί, επώδυνα και με σπασμωδικούς χειρισμούς,
τα αδιέξοδα των πολιτικών επιλογών και τη στενότητα των ιδεολογικών
θέσεων ως προς την επαρκή αντιμετώπιση μιας πολυεπίπεδης κοινωνικής και
γνωστικής πραγματικότητας. Η μία πλευρά της 12ης Ολομέλειας, που κράτησε
για τον εαυτό της με πείσμα τη νόμιμη εκπροσώπηση του κόμματος,
διέκρινε στην αναδυόμενη κοσμογονία τη μεταμφιεσμένη απόρριψη του
μαρξισμού-λενινισμού, αν και λίγο αργότερα θα εντοπίσει τη ρίζα του
αναθεωρητισμού στην ισχνή ιδεολογική δουλειά που εξακολουθούσε (παρά την
εκκαθάριση του 1968) να διατηρείται σε «χαμηλό επίπεδο» και να μην
ανταποκρίνεται στις «σημερινές απαιτήσεις», ιδίως στους τομείς της
ιστορίας, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας.
Η άλλη
πλευρά, που ήδη συγκατατέθηκε απερίφραστα στην ίδρυση Κέντρου
Μαρξιστικών Μελετών στην Ελλάδα και επέδειξε μεγαλύτερη ευαισθησία στην
ανάπτυξη κλίματος διαλόγου για την επιστημονική θεμελίωση των πολιτικών
αναλύσεων με αντικείμενο πολύπλοκα προβλήματα, ζήτησε να διαλυθεί η
περίεργη σιωπή για τους πλούσιους προβληματισμούς που συνεισφέρουν τα ΚΚ
της Γαλλίας και της Ιταλίας σε πολιτιστικά θέματα. Κυρίως αξίωσε τον
επιστημονικό εκσυγχρονισμό του κόμματος, χωρίς όμως να αμφισβητεί
(αρχικά, τουλάχιστον) την αναγκαιότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής του
δομής, παρακάμπτοντας την προχειρότητα και τον υποκειμενισμό και
δραστηριοποιώντας τους κομμουνιστές διανοουμένους προς την εξυγίανση και
την ανανέωσή του στο «πνεύμα της σημερινής κοσμογονικής εποχής».
Στην επώδυνη
και αντιφατική πορεία ουσιαστικής αυτοκριτικής των εκπροσώπων του
ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως την αποτολμούσε ομάδα στελεχών
που κρατούνταν στις φυλακές Κορυδαλλού και την κοινοποιούσε στην έκτακτη
Oλομέλεια του ΚΚΕ (εσωτ.), υπογραμμίζεται η ολοσχερής έλλειψη σοβαρών
μελετών με αντικείμενο κάποια «νέα σύλληψη των σημερινών προβλημάτων της
επαναστατικής πάλης», εφόσον η εξόριστη ηγεσία (παρά τη χρονική άνεση
που διέθετε) εξαντλούνταν σε γενικολογίες, απέκρυβε τις δημιουργικές
συζητήσεις και δεν άνοιγε νέους ορίζοντες — ούτε καν η ιστορία της
Εθνικής Αντίστασης δεν είχε συντεθεί προκειμένου να αναδείξει την
αληθινή φυσιογνωμία του κινήματος ως αιχμής στην επαναστατική-κοινωνική
μεταβολή της χώρας. Χωρίς πρόθεση αυτοκριτικού μαζοχισμού, η βολή προς
την ιστορικά διαμορφωμένη τάση για αυτόματη πειθαρχία διαπερνά την
αρτηριοσκλήρωση της πρωτοπορίας που επέβαλε η (προ)αντιστασιακή γενιά
των καθοδηγητικών οργάνων, και ιδίως τον εμπειρισμό και τον εργατισμό
που εκτρέφει την τσιτατολογία και την καχυποψία για κάθε απόπειρα
«δημιουργικής έρευνας συγχρόνων προβλημάτων». Αυτά εξηγούν την απουσία
κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών εργασιών που να ικανοποιούν το πρόταγμα
του Λένιν για τη σύζευξη των επαναστατικών στοιχείων που αποφέρει η
εξέλιξη της επιστήμης και της δράσης. Τόσο για την εργατική τάξη όσο και
για τους επαναστάτες διανοουμένους, ιδιαίτερα τώρα, όταν στο πεδίο της
παραγωγής και της τεχνολογίας συνεχώς διευρύνεται το στρώμα των
επιστημόνων και αναπτύσσονται νέες σχέσεις με το κίνημα για τη
δημοκρατία και την πρόοδο, συνιστά ύβρη η προσχηματική απόφανση ότι οι
εργάτες «δεν καταλαβαίνουν από θεωρία» (τους αρκεί το «ταξικό τους
ένστικτο») και ότι στους διανοούμενους βαραίνει η μικροαστική τους
συνείδηση.
Αξιοπρόσεχτη,
τέλος, είναι η πρώιμη αντιμετώπιση του προβλήματος των σχέσεων
επιστήμης και ιδεολογίας, κυρίως μέσω των αντιλήψεων του Αλτουσέρ για
την οριστική τομή ανάμεσα στην ιδεολογική φάση του νεαρού Μαρξ και την
επιστήμη της ωριμότητάς του, που την εγκλείει το Κεφάλαιο. Έτσι, με τη συνδρομή του Ρατζιονιέρι κατά την παρέμβασή του στη συνάντηση που οργάνωσε το περιοδικό Προβλήματα ειρήνης και σοσιαλισμού,
η πρόταση για την αποϊδεολογικοποίηση του μαρξισμού αποτιμάται ως
«νόμιμη αντίδραση στις στρεβλωτικές υπερβασίες ενός “ιδεολογισμού” και
ενός πολιτικού πραγματισμού», αλλά και ως υπόθαλψη μιας νέας ιδεολογίας
που παραβλέπει τη σύνθετη διασύνδεση με την επιστήμη, εμπεδώνοντας μιαν
ακρωτηριασμένη μονομέρεια. Με την ανασκευή του θεωρητικού αντιουμανισμού
και της σύστοιχης άρνησης του ενεργητικού πυρήνα της ανθρώπινης γνώσης
(που επιτελείται στο όνομα της «καθαρής» επιστήμης, μολονότι απολήγει σε
μια νέα φορμαλιστική αποστέωση που καταπνίγει την υλιστική διαλεκτική ή
το «ελιξήριο της αιώνιας νεότητας» του μαρξισμού) δεν υπερτιμάται η
ανάγκη του εμπλουτισμού της επαναστατικής θεωρίας με τις κατακτήσεις των
επιμέρους επιστημών (Μικροφυσική, Μαθηματική Λογική, Κυβερνητική,
Γενετική, Ψυχανάλυση, Συγκεκριμένη Κοινωνιολογία), κατά τη γκραμσιανή
υπόδειξη ότι η «αλήθεια είναι επαναστατική».
Αυτό το περίγραμμα προβληματισμού διεμβολίζει η μετάφραση του βιβλίου του Ζακ Γκυγιωμώ, Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός
(Θεμέλιο, Μάρτιος 1967· στο γαλλικό πρωτότυπο «Éditionssociales» 1965).
Συνοδευτικά είναι τα κείμενα του Χένρυκ Γκρενιέβσκι, στη Β΄ Εβδομάδα
Σύγχρονης Σκέψης (1966, Κέντρο Μαρξιστικών Μελετών και Ερευνών) για την
κυβερνητική, τα οποία μεταφράζει επίσης ο Κ. Φιλίνης, και προφανώς το
βιβλίο του Θεωρία των παιγνίων και πολιτική στρατηγική (Κείμενα» 1972· είχε ήδη δημοσιευθεί στα ιταλικά ένα χρόνο νωρίτερα, Riuniti 1971).
β) Αναλύοντας
ο Γκράμσι τη «διπλή φύση του μακιαβελικού Κένταυρου», τη θηριώδη, που
χρησιμοποιεί τη βία, και την ανθρώπινη, που αποβλέπει στη συγκατάθεση,
δεν απομονώνει την τακτική από τη στρατηγική, τα τωρινά μέσα από τον
αυριανό σκοπό, αλλά συμπλέκει την πολιτική βούληση με την
πραγματικότητα, τονίζοντας πώς «η μοναδικά ρεαλιστική και ιστορική
(storicistica) ερμηνεία της πραγματικότητας είναι μόνον ιστορία σε δράση
και φιλοσοφία σε δράση, μόνον πολιτική».
Αν ο
Μακιαβέλι υπόσχεται να παρουσιάσει τη «veritaeffettualedellacosa», ο
Γκράμσι ενδιαφέρεται για τη δημιουργική αλήθεια που χάρη στη συνειδητή
πράξη δένεται με την πραγματικότητα. Το πρόβλημα γι’ αυτόν δεν είναι μια
ανανέωση της φιλοσοφικής ταύτισης του «verum» με το «factum», αλλά η
διαλεκτική σύνδεση της θεωρίας με την πράξη: «ένα κριτικό γεγονός, όπου η
πράξη αποδείχνεται λογική και αναγκαία ή η θεωρία ρεαλιστική και
λογική».
Η διαλεκτική
συμπόρευση της οικονομικής αλλαγής και της πνευματικής αναμόρφωσης
βρίσκει τη θεωρητική της θεμελίωση στην ιδέα του ιστορικού συνασπισμού
που σχηματίζει η ενότητα βάσης και εποικοδομήματος. Μ’ αυτή την έννοια η
ηγεμονία πρέπει να ριζωθεί σ’ ολόκληρο τον κοινωνικό σχηματισμό, από
τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις ώς το ιδεολογικό
εποικοδόμημα. Έτσι θα εξασφαλισθεί η ταξική κυριαρχία (ως άσκηση
εξουσίας) και η πνευματική και ηθική ηγεμονία.
Τότε είναι που εμφανίστηκε, μέσω της ιταλικής επιλογής αποσπασμάτων των Τετραδίων της φυλακής, η μετάφραση του Κ. Φιλίνη: Για τον Μακιαβέλι, την πολιτική και το σύγχρονο κράτος (Ηριδανός χ.χ. [= 1974]). Ήδη τμήματα αυτού του κειμένου είχαν φιλοξενηθεί στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση το 1970 και το 1973.
γ) Θα αρκεσθώ εδώ σε μια συνοπτική οριοθέτηση του υπόβαθρου των ιδεών που καθιστούν ευανάγνωστη τη σκέψη του Πουλαντζά, ήδη από το Pouvoirpolitiqueetclassessociales
(1968). Από τον Αλτουσέρ αντλείται η κριτική των «ιστορικιστικών»
αναγνώσεων του Μαρξ, στις οποίες το πολιτικό στοιχείο (ό,τι δηλαδή
συνθέτει το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα του κράτους) διατηρεί το ρόλο
που έχει η έννοια στον Χέγκελ. Ως προς τις συνέπειές του, ο θεωρητικός
αριστερισμός της δεκαετίας του ’20 θεωρείται ο δημιουργός μιας
υπερπολιτικοποίησης βολονταριστικού χαρακτήρα που αποτελεί το αντίστοιχο
του οικονομισμού μέσα στην ίδια προβληματική. Κατά τη γνώμη του
Πουλαντζά, η πρωτότυπη αντιιστορικιστική αντίληψη έγκειται στο ότι το
πολιτικό στοιχείο τοποθετείται στη δομή ενός κοινωνικού σχηματισμού: από
τη μια πλευρά ως ειδικό επίπεδο και από την άλλη όμως ως κρίσιμο πεδίο,
όπου αντανακλώνται και συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις ενός κοινωνικού
σχηματισμού.
Η πολιτική
πρακτική είναι αυτή που μετασχηματίζει την ενότητα ενός κοινωνικού
σχηματισμού, στο μέτρο που το αντικείμενό της αποτελεί το κομβικό σημείο
συμπύκνωσης των αντιθέσεων των διαφόρων επιπέδων, που έχουν δικές τους
ιστορικότητες και άνιση ανάπτυξη. Τέλος, για τον Πουλαντζά η κοινωνική
τάξη είναι μια «έννοια που δείχνει τα αποτελέσματα του συνόλου των
δομών, της μήτρας ενός τρόπου παραγωγής ή ενός κοινωνικού σχηματισμού
πάνω στα δρώντα πρόσωπα που είναι υποστηρίγματά της». Έτσι η έννοια αυτή
δείχνει τα αποτελέσματα της ολικής δομής μέσα στην περιοχή των
κοινωνικών σχέσεων. Με την προσφυγή και πάλι στον Αλτουσέρ, ως
αποτελέσματα εννοούνται η ύπαρξη του προσδιορισμού των δομών μέσα στις
κοινωνικές τάξεις (1968).
Αυτή είναι η κεντρική εστία προβληματισμού που περιέχεται στη μετάφραση (Θεμέλιο 1975) του πρώτου τόμου του βιβλίου: Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις.
δ) Εκείνοι
που προσπάθησαν –τονίζω το: προσπάθησαν– να ξεφύγουν από την εξουσία
των ιδεών, ν’ αντικαταστήσουν την πλαστή συνείδηση με την επιστημονική
αλήθεια, να εξηγήσουν την ιδεολογική λειτουργία της υπερδομής με την
αναπαραγωγή του οικονομικοκοινωνικού σχηματισμού, να διαλύσουν την
αυταπάτη του «καθαρού ατόμου», ν’ απομυθοποιήσουν την παγκοσμιότητα της
ανθρώπινης ιστορίας, να προσδιορίσουν τα μέσα για την άρση της
αποξένωσης, να συνδέσουν διαλεκτικά την ελευθερία με την αναγκαιότητα
και τη θεωρία με την πράξη, ν’ αποκαλύψουν την ιστορικότητα των
πνευματικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, να στηλιτεύσουν την απριορική
μεθοδολογία, να εγκαταλείψουν το δογματισμό και να καταδικάσουν τον
ουτοπισμό, να βάλουν στη θέση του μύθου την επιστημονική γνώση και στο
χώρο της θεολογίας την ανθρωπολογία, δεν είχαν την αφέλεια να ονομάσουν
τις θεωρητικές τους αρχές ιδεολογία. Σ’ ολόκληρο το έργο τους συναντά
κανείς τις εκφράσεις: ιστορικός υλισμός, υλιστική αντίληψη της ιστορίας,
επιστημονικός σοσιαλισμός, νέα κοσμοθεωρία, υλιστική κοσμοθεωρία, νέα
θεωρία, μέθοδος, διδασκαλία, ζωντανή θεωρία της πράξης. Στόχος ήταν η
«ίδρυση του αληθινού υλισμού και της πραγματικής επιστήμης»
(1844) που θα εξαφανίσει την ιδεολογία, δηλαδή την «αντιστραμμένη
συνείδηση του κόσμου» (15.4.1869), η οποία θεωρεί ουσία τις ιδέες και
φαινόμενο την υλική ζωή των ανθρώπων.
Έστω και με
το εισαγωγικό πλαίσιο του Ζιλμπέρ Μπαντιά, το οποίο συνόδευε τη γαλλική
μετάφραση (Éditions sociales 1968), και με την εισαγωγή της ρωσικής
έκδοσης του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ (1956),
έρχεται ο πρώτος τόμος της Γερμανικής ιδεολογίας των Μαρξ και Ένγκελς (Gutenberg 1975).
________________
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου