Του Τάκη Θεοδωρόπουλου, Καθημερινή
Η προχθεσινή του δήλωση όμως, με αφορμή την υποψηφιότητα της κυρίας Σουλεϊμάν, είναι ένα «ενδεικτικό δείγμα», που θα έλεγε και ο ίδιος, της εκφραστικής αρτιότητας την οποία έχει επιτύχει ο κ. Μιχελογιαννάκης στο διάστημα που χωρίζει το σήμερα από την εποχή του «ανδρός πεσούσης». Εχει καταφέρει μάλιστα να οδηγήσει τη γλώσσα σε τέτοια επίπεδα, που σε αναγκάζει να αφήσεις το πρώτο επίπεδο ερμηνείας των λεγομένων του και, όταν καταλαγιάσει ο δαίμων του γέλωτος εντός σου, να αναρωτηθείς. «Τι μπορεί να σκέφτεται ένας άνθρωπος που σκέφτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο;». Και πριν απαντήσετε εκείνο το «άσε καλύτερα, μην το ψάχνεις» που προκύπτει αυθορμήτως, σκεφθείτε μόνον ότι ο ίδιος στην κατακλείδα της δήλωσής του έχει προνοήσει και για το ερώτημα και για την απάντηση: «Τα παραπάνω σημαίνουν ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθησία και ανάλυση».
Η κενολογία δεν είναι ποτέ ούτε αθώα ούτε τυχαία. Ειδικά όταν αρθρώνεται ως δημόσιος λόγος. Ως γνωστόν η κενολογία, ακόμη και η μπουρδολογία, μπορεί να παράγει πολιτική, αρκεί να εκφέρεται από ανθρώπους που έχουν συνείδηση πως κενολογούν. Φοβούμαι πολύ πως ο κ. Μιχελογιαννάκης εξαιρείται. Φοβούμαι δε ακόμη περισσότερο πως στην πραγματικότητα δεν αυτοσχεδιάζει, ούτε πρωτοτυπεί. Απλώς αναπαράγει με τον δικό του γραφικό τρόπο όσα ακούει στο πολιτικό του σπίτι. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Στη γενικευμένη επίθεση που υπονομεύει το οικοσύστημα της γλώσσας και της σκέψης μας, η πραγματικότητα των προβλημάτων, ακόμη κι όταν δεν εξαφανίζεται, χάνει το περίγραμμά της. Και απ’ αυτήν την άποψη ο κ. Μιχελογιαννάκης δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτε από τον πολιτικό του αντίπαλο κ. Χριστόπουλο στον οποίον απευθύνεται η δήλωσή του. Φταίει κι εκείνη «η σύνθετη επαγρύπνηση για τα δικαιώματα των ανθρώπων» με τα απανωτά τσιγάρα, τις μπίρες και τις ατέλειωτες λέξεις που σε οδηγούν νυσταγμένο ώς τα ξημερώματα.
«Η επιβίωση των παραδοσιακών φαινομένων και της πολιτιστικής ετερότητας
στην ελληνική επικράτεια, σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίηση ενός
σημαντικού τμήματός τους στη Θράκη και τη Δυτική Μακεδονία, είναι μερικά
από τα πιο ενδεικτικά δείγματα της επικαιρότητας που επιτάσσει μια
ιδιαίτερα σύνθετη επαγρύπνηση για τα δικαιώματα των ανθρώπων. Τα
παραπάνω σημαίνουν ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθησία και ανάλυση». «Οϊ, όι, μάνα μου», που θα έλεγε και ο ποιητής, ή «βάι, βάι, μάνα μου»
σε κάποια από τις ντοπιολαλιές της πολιτισμικής ετερότητας στην ελληνική
επικράτεια. Ο,τι και να είναι πάντως η ως άνω δήλωση, θα πρέπει να
καταγραφεί ως μνημείο ελληνικού λόγου ή μάλλον, καλύτερα, ως μνημείο
αυτού του πράγματος το οποίο οι Ελληνες αντιμετώπιζαν ως έναρθρο λόγο
στις αρχές του 21ου αιώνα. Τα δε πνευματικά της δικαιώματα ανήκουν εξ
ολοκλήρου στον βουλευτή και ιατρό Γιάννη Μιχελογιαννάκη. Δεν χρειάζεται
να υπενθυμίσω ότι το όνομα του πολιτικού αυτού ανδρός έχει συνδεθεί με
την παροιμιώδη εκείνη αποστροφή, το αείμνηστον και αειθαλές συγχρόνως
«ανδρός πεσούσης πας ανήρ ανδρεύεται». Τότε πολλοί θεώρησαν πως
πρόκειται περί παραδρομής. Ο βουλευτής και ιατρός, ανταριασμένος από το
κλίμα των ημερών και τις φωνές των αγανακτισμένων, αντικατέστησε την δρυ
με τον άνδρα, δώρισε στον άνδρα το γένος της δρυός και τα υπόλοιπα
ήρθαν από μόνα τους. Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι αν και πεσούσης του
ανδρός ο ανήρ ανδρεύεται. Εκτοτε ο κ. Μιχελογιαννάκης έχει εντυπωσιάσει
το πλήρωμα του ευαγούς πολιτικού ιδρύματος στο οποίο στεγάζεται με
αλλεπάλληλες δηλώσεις και λοιπές τοποθετήσεις. Επανεξελέγη κιόλας, διότι
η Δημοκρατία μπορεί να μην έχει αδιέξοδα αλλά δεν είναι και ό,τι
τελειότερο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου.
Η προχθεσινή του δήλωση όμως, με αφορμή την υποψηφιότητα της κυρίας Σουλεϊμάν, είναι ένα «ενδεικτικό δείγμα», που θα έλεγε και ο ίδιος, της εκφραστικής αρτιότητας την οποία έχει επιτύχει ο κ. Μιχελογιαννάκης στο διάστημα που χωρίζει το σήμερα από την εποχή του «ανδρός πεσούσης». Εχει καταφέρει μάλιστα να οδηγήσει τη γλώσσα σε τέτοια επίπεδα, που σε αναγκάζει να αφήσεις το πρώτο επίπεδο ερμηνείας των λεγομένων του και, όταν καταλαγιάσει ο δαίμων του γέλωτος εντός σου, να αναρωτηθείς. «Τι μπορεί να σκέφτεται ένας άνθρωπος που σκέφτεται κατ’ αυτόν τον τρόπο;». Και πριν απαντήσετε εκείνο το «άσε καλύτερα, μην το ψάχνεις» που προκύπτει αυθορμήτως, σκεφθείτε μόνον ότι ο ίδιος στην κατακλείδα της δήλωσής του έχει προνοήσει και για το ερώτημα και για την απάντηση: «Τα παραπάνω σημαίνουν ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθησία και ανάλυση».
Η κενολογία δεν είναι ποτέ ούτε αθώα ούτε τυχαία. Ειδικά όταν αρθρώνεται ως δημόσιος λόγος. Ως γνωστόν η κενολογία, ακόμη και η μπουρδολογία, μπορεί να παράγει πολιτική, αρκεί να εκφέρεται από ανθρώπους που έχουν συνείδηση πως κενολογούν. Φοβούμαι πολύ πως ο κ. Μιχελογιαννάκης εξαιρείται. Φοβούμαι δε ακόμη περισσότερο πως στην πραγματικότητα δεν αυτοσχεδιάζει, ούτε πρωτοτυπεί. Απλώς αναπαράγει με τον δικό του γραφικό τρόπο όσα ακούει στο πολιτικό του σπίτι. Και αυτό είναι το πρόβλημα. Στη γενικευμένη επίθεση που υπονομεύει το οικοσύστημα της γλώσσας και της σκέψης μας, η πραγματικότητα των προβλημάτων, ακόμη κι όταν δεν εξαφανίζεται, χάνει το περίγραμμά της. Και απ’ αυτήν την άποψη ο κ. Μιχελογιαννάκης δεν διαφέρει ουσιαστικά σε τίποτε από τον πολιτικό του αντίπαλο κ. Χριστόπουλο στον οποίον απευθύνεται η δήλωσή του. Φταίει κι εκείνη «η σύνθετη επαγρύπνηση για τα δικαιώματα των ανθρώπων» με τα απανωτά τσιγάρα, τις μπίρες και τις ατέλειωτες λέξεις που σε οδηγούν νυσταγμένο ώς τα ξημερώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου