Του Στάθη Στασινού, Αυγή 03.10.10
Πριν δύο χρόνια, και η τελευταία μαζορέτα του (νεο)φιλελευθερισμού καταλάβαινε πως το πάρτυ τελείωσε και άρχισε να κατευθύνεται προς τα αποδυτήρια ντροπιασμένη, με τα πον-πον να σέρνονται στη λάσπη. Τραπεζίτες έσκυβαν το κεφάλι ζητώντας συγγνώμη από το κοινό και --η μεγαλύτερη προσβόλα όλων-- μια κεϋνσιανή οικονομολόγος («η κυρία Κρούγκμαν»· βλ. (http://www.youtube.com/watch?v=pWTyU_pbFGM)1 πήρε το Νόμπελ Οικονομίας.
Σήμερα, και σχεδόν τρία χρόνια μέσα στην κρίση, οι τραπεζίτες ελέγχουν ξανά το παιχνίδι ολοκληρωτικά, ο νεοφιλελευθερισμός κηρύττει πως η μόνη οδός της σωτηρίας των ψυχών είναι ακόμα περισσότερος μονεταρισμός,
φτώχεια και αντιθέσεις, και «η κα Κρούγκμαν» συνεχίζει να θεωρείται κάτι λίγο περισσότερο από τον τρελό του χωριού. Πώς στο διάολο φτάσαμε ως εδώ;Ο σοσιαλισμός των πλουσίων
Παρά τη νεοφιλελεύθερη μάντρα, όλες οι κυβερνήσεις ήξεραν πως στις περιόδους ύφεσης το κράτος πρέπει να βοηθά την οικονομία να ορθοποδήσει. Ας το θεωρήσουμε ως το καντηλάκι του κεϋνσιανισμού, που άναβε ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια. Ένας μικρός πόλεμος από εδώ, μερικές επιδοτήσεις, λίγα βιοκαύσιμα παραπέρα, σημασία έχει να ρίξεις χρήμα στην αγορά, μαζί με ένα γενναίο πασπάλισμα χαμηλότοκων δανείων.
Δεν είναι παράλογο πως κι αυτή τη φορά οι κυβερνήσεις αποφάσισαν να απαντήσουν με τα ίδια «κεϋνσιανά» όπλα. Το μόνο που έλειπε από τη συνταγή ήταν τα νέα δάνεια, καθώς η κρίση ξεκίνησε από τον υπερβολικό και αλόγιστο δανεισμό των τραπεζών. Τι συνέβη και δεν έδεσε το γλυκό; Ο ημι-κεϋνσιανισμός που ακολουθήθηκε δεν ήταν απαραίτητα η σωστή απάντηση στην κρίση και, σαν να μην έφτανε αυτό, η οικονομική ελίτ τον έκοψε και έραψε στα μέτρα της, καθιστώντας τον μια ακόμα λέξη κενή περιεχομένου (σαν τον σοσιαλισμό). Ας δούμε δυο-τρία βασικά προβλήματα.
α) Τα περισσότερα χρήματα του κράτους κατευθύνθηκαν προς τις τράπεζες και σε μικρότερο βαθμό τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι χρεοκοπημένες τράπεζες, με διαδικασίες που θα έκαναν τους συντηρητικούς καπιταλιστές να κοκκινίσουν από οργή, κάλυψαν με αυτά τα χρήματα τις παλιές τους αμαρτίες. Έτσι, η οικονομική ενίσχυση των κυβερνήσεων εξαφανίστηκε σε διάφορους σκελετούς του παρελθόντος που η κρίση έβγαλε στην επιφάνεια. Ημιπαράνομες δραστηριότητες, δάνεια χωρίς αντικείμενο, στοιχήματα κόκκινο-μαύρο με τα CDS -- δεν υπήρχε δραστηριότητα που να μην κάλυψε το κράτος χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις, υπέρ των πλούσιων τραπεζιτών. Μεταξύ Δευτέρας και Τετάρτης, μεταξύ δηλαδή της χρεοκοπίας Lehman και AIG, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πλήρωσε 120 δισ. σε στοιχήματα οι αποδέκτες των οποίων δεν έγιναν ποτέ γνωστοί.
β) Τα διάφορα πολύ μικρότερα ποσά που δόθηκαν για την αναθέρμανση της ζήτησης σπαταλήθηκαν σε λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή μέτρα. Πρόσκαιρη μείωση του ΦΠΑ, απόσυρση καταναλωτικών αγαθών (αυτοκινήτων, κλιματιστικών κλπ.) και άλλες μορφές επιδοτήσεων. Κι αν η Γερμανία με τις τεράστιες αυτοκινητοβιομηχανίες είχε κέρδος από την απόσυρση, στην Αγγλία και την Ελλάδα οι επιδοτήσεις απλώς συνέβαλαν στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, διότι τα αγαθά που αγοράζονταν κατέληγαν να ωφελούν τις εξαγωγικές οικονομίες που τα παρήγαγαν. Βλέπετε, οι πολιτικές του Κέυνς εφαρμόστηκαν σ’ ένα σχετικά κλειστό περιβάλλον εθνικής αυτάρκειας και η αύξηση της ζήτησης οδηγούσε σε οφέλη μέσα στην ίδια την οικονομία. Αλλά όχι τόσο, και όχι πια.
γ) Τρία χρόνια μέσα στην κρίση, οι τράπεζες συνεχίζουν να είναι ανεξέλεγκτες, οι πλούσιοι συνεχίζουν να μη φορολογούνται και το κερδοσκοπικό χρήμα συνεχίζει να δημιουργεί φούσκες σε διάφορες κατηγορίες αγαθών που εναλλάσσονται κατά βούληση (μπαμπάκι, σιτηρά, κακάο, πετρέλαιο κλπ.).
Έτσι η οικονομία συνεχίζει να βυθίζεται. Το μεγαλύτερο όμως ανέκδοτο είναι πως οι τραπεζίτες και η οικονομική ελίτ που τους περιτριγυρίζει κατηγόρησαν τις κυβερνήσεις «επί κευνσιανισμώ», απαιτώντας να σταματήσει γρήγορα αυτή η «σπάταλη αίρεση» της αύξησης των κρατικών δαπανών. Όχι δίνοντας πίσω τα χρήματα που πήραν οι ίδιοι με επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και ξεδιάντροπες μεταφορές χρημάτων, αλλά περικόπτοντας τις κοινωνικές δαπάνες. Τέλος καλό, όλα καλά για το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο;
Δεν ξεχνώ…
Μπααα! Οι δυτικές οικονομίες τα τελευταία 35 χρόνια ζούνε υπό το καθεστώς μιας σχεδόν μηδενικής ανάπτυξης την οποία φτιασιδώνουν όπως μπορούν, καίγοντας το λίπος της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας. Από τη μια ο δανεισμός (που προσφέρει σήμερα τα φρούτα της μελλοντικής σου εργασίας), από την άλλη τα στατιστικά τρυκ και η κατασκευή της πραγματικότητας, από την τρίτη η μεταφορά της παραγωγής σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό που μόλις εισέρχονται στην καπιταλιστική διαδικασία. Παλιά δοκιμασμένα κόλπα.
Ξέρετε, για παράδειγμα, πως εάν μετρήσουμε τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ με τον τρόπο που τον μετρούσαν μέχρι τη διακυβέρνηση Κλίντον, το ΑΕΠ της χώρας βρίσκεται βαλτωμένο σε μια κινούμενη άμμο αποανάπτυξης από το 1990 και μετά, και μάλιστα παρά την αύξηση του δανεισμού και τις φούσκες που αυτή δημιούργησε; Πού βρίσκεται λοιπόν η υπεροχή της ανάπτυξης του αμερικανικού μοντέλου σε σχέση με το ευρωπαϊκό, που τόσο μας διαφημίζουν τα λόμπι των γραφειοκρατών στις Βρυξέλλες;
Εδώ και τρία χρόνια, αυτό το μοντέλο μας τελείωσε. Όσο λοιπόν και να χτυπιούνται οι ελίτ που κυβερνούν, το μόνο που κάνουν είναι να μοιράζουν υπέρ τους μια κακοδιαχειριζόμενη μειούμενη πίτα. Κι αυτό έχει τα πολιτικά του όρια. Το θατσερικο/ρηγκανικό νέο παράδειγμα των τελών του ’70, που μετασχηματίστηκε σε νέα σοσιαλδημοκρατία τη δεκαετία του ’90 στην υπόλοιπη Ευρώπη, έχει πεθάνει οριστικά και αμετάκλητα. Τα πραγματικά ή φαντασιακά μεσαία στρώματα στα οποία βασίστηκε έχουν χάσει τις ελπίδες τους πως θα είναι οι κερδισμένοι της μοιρασιάς. Το καλύτερο που τους υπόσχονται είναι μια χαμηλότοκη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου τύπου Ιαπωνίας, και μάλιστα όχι για όλους. Ας μην το ξεχνάμε.
Ο υπαρκτός (νεο)φιλελευθερισμός
Γιατί δεν βιώνουμε αυτή την κατάρρευση με τη σιγουριά που βιώσαμε την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»;
Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι ζούμε μέσα της, και μάλιστα στα πρώτα στάδια. Τα οικονομικά και εσωτερικά πολιτικά αδιέξοδα της ΕΣΣΔ δεν ήταν εμφανή το ’80, παρά σε μικρές ομάδες. Τα ΜΜΕ και ο έλεγχος της πληροφορίας οδηγούσαν τους πολίτες σε λάθος συμπεράσματα και τα «Greek Statistics» έκαναν τη δουλειά τους. Εάν δεν έπιαναν όλα αυτά, λίγη βία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να λειτουργούν με αυτά που γνωρίζουν και να κρατιούνται από εκεί, μέχρι την τελευταία στιγμή. Σήμερα φαίνονται αστείες οι συζητήσεις της ηγεσίας της Ανατολικής Γερμανίας για το εάν θα ανοίξουν μερικώς τα σύνορα, τη στιγμή που η γειτονική Ουγγαρία το είχε ήδη πράξει πανηγυρικά. Κάπως έτσι, αστεία, θα μας φαίνεται σε μερικά χρόνια και η συζήτηση για την ανάπτυξη που θα προσφέρει το καζίνο στο Ελληνικό ή η πώληση του ΟΣΕ ή το πολιτικό στήριγμα που θα προσφέρει η περαίωση στην κυβέρνηση.
Ο δεύτερος λόγος που δεν αντιλαμβανόμαστε τη δυσωδία του νεκρού παλιού Παραδείγματος είναι ότι πουθενά στον κόσμο δεν βλέπουμε να λειτουργεί ακόμα ένα νέο Παράδειγμα για να αναδείξει την αντίθεση. Ο Ρούσβελτ και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος έβλεπαν με δέος την ανάπτυξη της σοβιετικής Ρωσίας και της ναζιστικής Γερμανίας τη δεκαετία του 1930. Το μοντέλο τής --από το κράτος-- διευθυνόμενης οικονομίας (σε διάφορες παραλλαγές) ήταν τόσο επιτυχημένο εκείνα τα χρόνια, που το ακολούθησαν τόσο η Δύση όσο και ο Τρίτος Κόσμος μετά το 1945 στον αγώνα της αποαποικιοποιήσης.
Αντίστοιχα, η ανατολική Ευρώπη της δεκαετίας του ’80 έβλεπε πλούτο και ευμάρεια στη Δυτική. Η διαφορά του βιοτικού επιπέδου στις δύο Γερμανίες ήταν αρκετά εμφανής για να χρειάζεται ένα τοίχος να κρατήσει τους μεν από τους δε. Αυτή η αντίθεση ανάγκασε το κατεστημένο του παλιού Παραδείγματος να υποχωρήσει γρήγορα.
Άρα, το τέλος του υπαρκτού (νεο)φιλελευθερισμού είναι δεδομένο κι έχει ήδη έρθει. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το πότε θα σταματήσει να μας βασανίζει, όπως και τι μορφή θα έχει το νέο Παράδειγμα. Μπορεί να είναι πιο αριστερό ή πιο δεξιό, πιο κοινωνικά δίκαιο ή πιο άδικο, να βασίζεται στην αυτοοργάνωση ή τον αυταρχισμό. Πάντως, σε αντίθεση με τους εναπομείναντες μαρξίζοντες οπαδούς του ιστορικού ντετερμινισμού, μπορώ να σας πω με σιγουριά πως δεν θα έρθει από μόνο του. Χρειάζονται πειράματα, λάθη, νεωτερισμοί και παλινδρομήσεις και άδικα χτυπήματα κάτω από τη μέση της «παλιάς διαφθοράς». Οι πιο χορτάτοι πιγκουίνοι θα περιμένουν να δουν πρώτα που θα κάτσει η μπίλια, την ίδια στιγμή που οι πιο απελπισμένοι πιγκουίνοι θα δοκιμάζουν τα νερά με οποιονδήποτε μπορεί να τους υποσχεθεί κάτι καλύτερο. Υπ’ αυτή την άποψη, η κυβέρνηση ΓΑΠ φροντίζει όσο μπορεί να μας εξασφαλίσει ένα εισιτήριο στο γκρουπ των απελπισμένων.
Μέχρι τότε, κρατηθείτε γερά και καλό κουράγιο!
1. «Ο ίδιος ο υπουργός, ο κ. Παπαθανασίου, εξήγησε πού ήταν την περασμένη βδομάδα. Όσον αφορά για σήμερα που κατηγορήθηκε γιατί έφυγε, θα συμφωνείτε, πιστεύω, ότι έπρεπε να υποδεχθεί τη νομπελίστα την κυρία (Γ)Κρούκμαν που μαζί της είχε συνάντηση με τον πρωθυπουργό»: ο τότε υφυπουργός Οικονομίας Θανάσης Μπούρας, στη Βουλή, Μάρτιος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου