Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Raffaele Simone: «Το μειλίχιο τέρας - Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά;»

Του Κωστή Παπαγιώργη, Ο Κόσμος του Επενδυτή
Aσφαλώς δεν υπερβάλλουμε αν ισχυριστούμε ότι η Αριστερά (ό,τι κι αν δεικνύει ή υποκρύπτει η λέξη) αποτέλεσε πολιτική θρησκεία τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, θρησκεία μάλιστα που «απέτυχε» ή τέλος πάντων ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Στον άλλον πόλο, ενώ η Δεξιά τρομοκράτησε την Ευρώπη με τις γνωστές παραφθορές της (φασισμός, ναζισμός, καπιταλισμός), σήμερα εμφανίζεται συμφιλιωμένη με τη νεωτερικότητα και την ευημερία. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν τα πολυάριθμα βιβλία που διερωτώνται για το «αν έχει μέλλον η Αριστερά» ή για το αν τη χωρίζει κάποια ουσιαστική διαφορά από τη Δεξιά. (βλ. Ραφαέλε Σιμόνε, «Το μειλίχιο τέρας - Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά;», μετ. Μιχάλης Μητσός, Πόλις).
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ
 «Όσοι είχαν στο παρελθόν την ευκαιρία να προβληματιστούν για την εξέλιξη της νεωτερικότητας περιέγραψαν θετικές κατακτήσεις και πολλά υποσχόμενους μετασχηματισμούς, γεμάτους προοπτική και ελπίδα, που προκαλούσαν ενθουσιασμό
. Αν δει κανείς αυτές τις κατακτήσεις από το παρατηρητήριο του τέλους του αιώνα, πολλές από τις αλλαγές του σύγχρονου κόσμου αποτέλεσαν πράγματι αδιαμφισβήτητες προόδους. Πριν από τους παγκόσμιους πολέμους, η Ιστορία μπορούσε να παρομοιαστεί με μια πορεία κατακτήσεων, έναν “κόσμο ασφάλειας”, που σιγά σιγά εδραιωνόταν. Αργότερα, όμως, με αφετηρία τα έργα που ο Ζίμελ ή ο Μπένγιαμιν (ή ένας οξυδερκής πρωτοπόρος σαν τον Μποντλέρ) αφιέρωσαν στην ανάλυση της νεωτερικότητας της εποχής τους -εκείνη την εξαιρετική περίοδο ανάμεσα στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η “πρωτεύουσα του αιώνα” (δηλαδή της νεωτερικότητας), μετά το Λονδίνο, ταλαντευόταν μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου, για να μετακομίσει στη συνέχεια προς τη Νέα Υόρκη και τον Νέο Κόσμο-, οι αλλαγές άρχισαν να αποπνέουν αβεβαιότητα, να είναι αμφιλεγόμενες, αν όχι καθαρά αρνητικές, ανησυχητικές και απειλητικές. Κάποια στιγμή, τα σήματα κινδύνου άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η νεωτερικότητα άλλαζε όψη: από δέσμη θετικών ευκαιριών, μετατρεπόταν σε κάτι άλλο. Σήμερα, μετά τους φασισμούς και τους κομμουνισμούς, μετά την παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της, οι αναλυτές του σύγχρονου κόσμου δεν έχουν την ίδια τύχη με τους προκατόχους τους: τα γεγονότα που καλούνται να περιγράψουν είναι συχνά απώλειες, μορφές υποβάθμισης, αναγγελίες κρίσεων, ακόμη και καταστροφές.
Όταν πρόκειται για προόδους, οι πρόοδοι αυτές έχουν βαρύ τίμημα.
(«Το μειλίχιο τέρας», σ. 13-14).
‘‘Από αμιγώς ρεαλιστική σκοπιά, ενώ οι στόχοι
και οι διατυμπανιζόμενες αξίες της Αριστεράς
διαστρεβλώθηκαν ή απέβησαν κενό γράμμα
(ισότητα, δικαιοσύνη, ταξική πάλη,
κοινωνικό κράτος), η Δεξιά δεν διακρίθηκε
τόσο για τις πολιτικές επαγγελίες της,
όσο για την ταύτισή της με τη
νεωτερικότητα, τον εκσυγχρονισμό και την
πάσης αποχρώσεως ευημερία. Το να δηλώνει
σήμερα ο πολίτης ότι είναι κομμουνιστής
αγγίζει τα όρια του γελοίου, ενώ αντίθετα
ο φιλελεύθερος, αυτός που πιστεύει στην
ελεύθερη αγορά και στον εκσυγχρονισμό,
έχει επαφή με το ιστορικό παρόν ‘‘

Aσφαλώς δεν υπερβάλλουμε αν ισχυριστούμε ότι η Αριστερά (ό,τι κι αν δεικνύει ή υποκρύπτει η λέξη) αποτέλεσε πολιτική θρησκεία τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, θρησκεία μάλιστα που «απέτυχε» ή τέλος πάντων ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Στον άλλον πόλο, ενώ η Δεξιά τρομοκράτησε την Ευρώπη με τις γνωστές παραφθορές της (φασισμός, ναζισμός, καπιταλισμός), σήμερα εμφανίζεται συμφιλιωμένη με τη νεωτερικότητα και την ευημερία. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζουν τα πολυάριθμα βιβλία που διερωτώνται για το «αν έχει μέλλον η Αριστερά» ή για το αν τη χωρίζει κάποια ουσιαστική διαφορά από τη Δεξιά. (βλ. Ραφαέλε Σιμόνε, «Το μειλίχιο τέρας - Γιατί η Δύση δεν πηγαίνει προς τα αριστερά;», μετ. Μιχάλης Μητσός, Πόλις). Αν εξετάσουμε με ψυχρό βλέμμα τα πολιτεύματα στις ευρωπαϊκές χώρες, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε κάποια εντυπωσιακή προέλαση της Δεξιάς (Γαλλία, Δανία, Ισπανία, Γερμανία, Ολλανδία, ΗΠΑ, στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, στη Σουηδία κ.τ.λ.), την ίδια ώρα που η Αριστερά περιορίζεται στο 26% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης συμφωνεί με τον πάπα όταν δηλώνει ότι ο καπιταλισμός απέτυχε, όπως και ο μαρξισμός, ωστόσο οι «μεταμορφώσεις» του καπιταλισμού είναι ζωντανές και χαίρουν άκρας υγείας.
Από αμιγώς ρεαλιστική σκοπιά, ενώ οι στόχοι και οι διατυμπανιζόμενες αξίες της Αριστεράς διαστρεβλώθηκαν ή απέβησαν κενό γράμμα (ισότητα, δικαιοσύνη, ταξική πάλη, κοινωνικό κράτος), η Δεξιά δεν διακρίθηκε τόσο για τις πολιτικές επαγγελίες της, όσο για την ταύτισή της με τη νεωτερικότητα, τον εκσυγχρονισμό και την πάσης αποχρώσεως ευημερία. Το να δηλώνει σήμερα ο πολίτης ότι είναι κομμουνιστής αγγίζει τα όρια του γελοίου, ενώ αντίθετα ο φιλελεύθερος, αυτός που πιστεύει στην ελεύθερη αγορά και στον εκσυγχρονισμό, έχει επαφή με το ιστορικό παρόν. Χωρίς καμιά υπερβολή, «η Αριστερά σήμερα μετανιώνει πικρά όταν δεν βρίσκεται στην εξουσία, ενώ, όταν επιτέλους κατακτά την εξουσία, τότε κλαίει και οδύρεται». Άρα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εκσυγχρονισμένο κομμουνισμό, για καταναλωτική ισότητα, για δίκαιη ευημερία, όπως άλλωστε ούτε για «τρίτο δρόμο», για «σοσιαλισμό της αγοράς» ή για «κοινωνικό κράτος». Στην καλύτερη περίπτωση, η Αριστερά κοιτάζει προς τη Δεξιά (Δόγμα Μπλερ). Μάλιστα, όταν της αποδίδουν όλες τις φρικαλέες αρετές του σταλινισμού (την ανέχεια, τον τρόμο και τον θάνατο), ουσιαστικά δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Εφόσον ο σοσιαλισμός ενδιαφέρεται περισσότερο για την παραγωγή παρά για την κατανάλωση, όπως γράφει ο Γκίντενς, ουσιαστικά δεν παραδίδει την κοινωνία στον εαυτό της, αρνείται την ανάλωση όσο και την απόλαυση ως σκοπό.
Το συναρπαστικό είναι ότι ο νέος υλικός πολιτισμός, που κατακτά τον κόσμο καλπάζοντας, δεν αφορά μια συγκεκριμένη πολιτική δύναμη· είναι τρόπος ζωής, προσαρμογή στη νέα κοινωνία, αποδοχή νέων αναγκών, υποταγή στον καταναλωτισμό, συμπόρευση με τη νεωτερικότητα. «Δεν είναι καν απαραίτητο να δημιουργηθούν συστήματα πολιτικής κατήχησης για να διαδώσουν τις αρχές της· όσο για την απορρόφησή της, αρκεί να παρακολουθεί κανείς τα Μέσα Ενημέρωσης (κυρίως την τηλεόραση), να κοιτάζει ολόγυρα και να ζει». Άλλωστε, η ταξική άποψη για την κοινωνία (από την οποία δυσκολεύεται να αποσπαστεί η Αριστερά) δεν ταυτίζεται πλέον με τη νέα Δεξιά, που είναι μεν τεχνολογική και καπιταλιστική, αλλά με τη διαφορά ότι αφορά έναν καπιταλισμό χρηματοπιστωτικό μάλλον παρά βιομηχανικό – δεν απασχολεί εργάτες πλέον, αλλά μόνο υπαλλήλους αόρατους για τον εργοδότη. Στην οικονομία αντιτάσσεται στην κρατική παρέμβαση, ευνοεί το εμπόριο και τον ιδιωτικό τομέα, ενώ στην πολιτική είναι ολοκληρωτική και ριζοσπαστική. Δεν διαπραγματεύεται με τον αντίπαλο, απλώς τον αποδοκιμάζει μέχρι να τον γελοιοποιήσει. H χρηματοπιστωτική αριστοκρατία που διέκρινε ο Μαρξ επί Λουδοβίκου Φιλίππου, αφορούσε τη χυδαία απόλαυση όπου ανακατεύεται το χρυσάφι, με τη λάσπη και το αίμα. Σήμερα, αυτό το στοιχείο τείνει να περιλάβει άπασα την κοινωνία. Ο υπερ-καπιταλισμός, γράφει ο Σιμόνε, αποτελεί την πολιτική και οικονομική έκφραση της νέας Δεξιάς. «Διαθέτει μιαν ιδιαιτερότητα που από ιστορική άποψη είναι νεοφανής: συσσωρεύει κέρδη, όχι απλώς εκμεταλλευόμενος τους δικούς του εργάτες (όπως παλαιά), αλλά αιχμαλωτίζοντας και καταπιέζοντας τη δική του παγκόσμια πελατεία. Η τελευταία αφέθηκε να παγιδευτεί (χωρίς να το αντιληφθεί κανείς στην Αριστερά) σε μια δίνη παραγόντων που δεν είναι πια μόνο οικονομικοί, αλλά περιλαμβάνουν διάφορες διαστάσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής: διαφήμιση, προϊόν, μάρκετινγκ, εύκολη πίστωση στους μικροκαταναλωτές, μακρά νεότητα και παράταση των απολαύσεων της σεξουαλικής ζωής, την αόριστη προσδοκία για έναν άνετο και πλούσιο βίο, ένα πασπάλισμα θρησκευτικής πνευματικότητας και πάθους… Σε αυτή τη διάφανη συσκευασία, οι πολίτες, έχοντας μετατραπεί σε πελάτες καταδικασμένους να παραμείνουν σε ένα παιδικό στάδιο (δηλαδή έχοντας μετατραπεί σε χρήστες και καταναλωτές), έχουν δώσει έναν όρκο πίστης, έχουν γίνει αιχμάλωτοι της βούλησης του πωλητή, που μπορεί, λίγο-πολύ, να τους κάνει ό,τι θέλει. Δεν μπορούν πια να απαλλαγούν από τον στρόβιλο της εύθυμης και φανταχτερής κατανάλωσης, διότι αποτελεί έναν από τους ζωτικούς μηχανισμούς της παγκοσμιοποιημένης ζωής, δηλαδή της δικής τους ζωής».
Θα δούμε στη συνέχεια το ποιόν αυτής της ζωής που ο Τοκβίλ αποκαλεί «Μειλίχιο τέρας».


Η ΔΥΣΗ
«Λέγοντας Δύση, αναφέρομαι στην Ευρώπη - εξαιρώ τη Ρωσία και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, που έχουν ένα ιδιαίτερο και δυσερμήνευτο πολιτικό παρελθόν και μέλλον- και, σε μικρότερο βαθμό, στις ΗΠΑ. Η εκλογή αυτή χρειάζεται ορισμένες διευκρινίσεις. Αρχικά, αφήνω στην άκρη τη Λατινική Αμερική, παρ’ ότι τείνουμε να τη θεωρούμε αυτόνομο και μακρινό παρακλάδι της ευρωπαϊκής Δύσης. Η συγγένεια της Λατινικής Αμερικής με την Ευρώπη μού φαίνεται αστήρικτη. Σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες καλλιεργούνται κάποιες τάσεις και κακές συνήθειες οι οποίες στην ευρωπαϊκή Δύση δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτές: η πατερναλιστική ή αυταρχική τάση πολλών κυβερνήσεων και ηγετικών τάξεων· η ανοχή προς το αφόρητο χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ή η εκμετάλλευση των ανθρώπινων και φυσικών πόρων· η αποδοχή ακραίων μορφών φτώχειας· η μέθοδος της σωματικής εξόντωσης ή του αποκλεισμού των πολιτικών αντιπάλων· η καταφυγή σε αυταρχικά και λαϊκίστικα συστήματα τα οποία στην Ευρώπη θα τα θεωρούσαμε χυδαία». (ό.π. 23-24).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

http://www.metarithmisi.gr/imgAds/epikentro_1.gif

Αναγνώστες