Του ΑΝΤΑΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ
Πριν από μερικά χρόνια είχαμε γενικώς την αίσθηση ότι η κεντροδεξιά στην Ελλάδα έκανε κάποια βήματα προς τα εμπρός, ότι πήγαινε να μοιάσει με τα ευρωπαϊκά κόμματα της ίδιας ιδεολογίας. Την αίσθηση αυτή είχε ενισχύσει η εμφάνιση στο προσκήνιο του Κώστα Καραμανλή: το ήπιο ύφος του, ο συγκρατημένος πολιτικός του λόγος, η αντιπάθειά του για τα ακροδεξιά σχήματα, οι υποσχέσεις του για πάταξη της διαφθοράς και για σοβαρές μεταρρυθμίσεις,
σε έπειθαν ότι η «νέα» Νέα Δημοκρατία μπορούσε να βοηθήσει στην αλλαγή του γενικού πολιτικού κλίματος, και εν πάση περιπτώσει στην απομάκρυνσή της από την παλιά δεξιά της μισαλλοδοξίας, του πελατειακού κράτους, της πολιτισμικής καθυστέρησης.
σε έπειθαν ότι η «νέα» Νέα Δημοκρατία μπορούσε να βοηθήσει στην αλλαγή του γενικού πολιτικού κλίματος, και εν πάση περιπτώσει στην απομάκρυνσή της από την παλιά δεξιά της μισαλλοδοξίας, του πελατειακού κράτους, της πολιτισμικής καθυστέρησης.
Ο Καραμανλής κυβέρνησε με τα γνωστά αποτελέσματα. Είχε τη δύναμη να κάνει θαύματα - έκανε ελάχιστα, και σίγουρα όχι θαύματα. Κρατήθηκε σε ένα επίπεδο πολιτικής ευπρέπειας, αλλά και ανέχτηκε πρόσωπα και πρακτικές που με την ευπρέπεια μικρή είχαν σχέση. Στο τέλος σχεδόν εγκατέλειψε τη διακυβέρνηση της χώρας με ανακούφιση, θαμμένος κάτω από βάρη που ο ίδιος δεν μπορούσε να σηκώσει και για τη δημιουργία των οποίων εν πολλοίς έφταιγε και ο ίδιος.
Το σκάνδαλο Βατοπεδίου ήταν μονάχα ένα επιφαινόμενο. Ήταν μια απλή αλλά απτή απόδειξη του πώς λειτουργεί στην Ελλάδα μια κυβέρνηση μπροστά στα μεγάλα συμφέροντα ανθρώπων ή ομάδων. Οι υπουργοί υπακούανε, υπογράφανε, και πιστοί στις χριστιανικές επιταγές, πίστευαν και δεν ερευνούσαν. Λίγο πριν τις εκλογές, κι ενώ όλα έδειχναν το επερχόμενο τέλος, ο Καραμανλής ανέλαβε την «πολιτική» ευθύνη για τα «σκανδαλώδη που έγιναν με επίκεντρο το Βατοπέδιο», που είχαν «σοβαρότερες διαστάσεις» από ό,τι ο ίδιος είχε εκτιμήσει.
Η δήλωση εκείνη, που φάνηκε σε όλο τον κόσμο τουλάχιστον στρουθοκαμηλική και σήμανε την αρχή του τέλους για τον πρώην πρωθυπουργό, σήμερα ξεχάστηκε από τον ίδιο τον κ. Καραμανλή. Το κράτος, λέει τώρα ο ίδιος, δεν ζημιώθηκε, άρα σκάνδαλο δεν υπάρχει. Και άρα αθώοι όλοι οι υπουργοί που ο ίδιος απέπεμψε. «Πολιτική», προφανώς, και εδώ η ευθύνη.
Από τα πρώτα εκείνα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν το ΕΚΚΕ πέταξε αυγά στην αμερικάνικη πρεσβεία αναλαμβάνοντας την «πολιτική ευθύνη», ο όρος έχει γίνει κάτι σαν καραμέλα που επαναλαμβάνεται διαρκώς ακριβώς επειδή δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Κι αν θα έπρεπε κανείς να ζητήσει ευθύνες από τον κ. Καραμανλή, πέρα και πάνω από οποιοδήποτε Βατοπέδιο, είναι ακριβώς αυτή η απίστευτη ελαφρότητα του πολιτικού είναι, αυτό το λέγε και ξελέγε, αυτή η αέναη συνέχιση της παλιάς νοοτροπίας που θέλει τους πολιτικούς έξυπνους, τον λαό χαζό και τα συμφέροντα καλά και άγια.
Τι να τον κάνει κανείς τον συγκρατημένο πολιτικό λόγο, τα ατσαλάκωτα πουκάμισα, τις σπουδές στα αμερικάνικα κολέγια, όταν τελικώς η πολιτική συνεχίζεται να γίνεται με παλιές συνταγές; Στις τόσες αποτυχίες του Καραμανλή ως πρωθυπουργού προστέθηκε μία ακόμα: ότι μπορούσε να πάει την ελληνική κεντροδεξιά μερικά βήματα εμπρός, και δεν το έκανε. Κι αν χρειάζεται κανείς απόδειξη, ας δει τον νέο λαϊκισμό και τις μπουρδολογίες του διάδοχού του στο πηδάλιο του κόμματος της Ν.Δ.
Ο μαχόμενος φίλος Άρθουρ
Ο Μάρλον Μπράντο είχε πολλές σπουδαίες στιγμές για τις οποίες μπορούσε να υπερηφανευτεί στην καριέρα του (ανάμεσά τους, αξέχαστη, κι εκείνη στο «Αποκάλυψη τώρα», όπου παίζει μονάχα με τις σκιές, το φαλακρό του κεφάλι και το χέρι του). Προσωπικά όμως θεωρώ καλύτερή του στιγμή τη σκηνή όπου ως αιμόφυρτος σερίφης, χτυπημένος από μια ομάδα συγχωριανών του που δεν του συγχωρούν ότι δεν είναι φασίστας σαν κι αυτούς, πέφτει σαν σακί με πατάτες από το γραφείο του στο πάτωμα. Εκεί δεν ήταν ηθοποιός, ήταν πραγματικά ένας λαβωμένος άνθρωπος που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Οι περισσότεροι, όταν θέλουν να αναφερθούν στον Άρθουρ Πεν, τον σπουδαίο Αμερικανό σκηνοθέτη που πέθανε την περασμένη Τετάρτη, μιλάνε για το «Μπόνι και Κλάιντ», ταινία που πράγματι είχε ταράξει τα νερά και είχε δώσει -για πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, φορά- την ευκαιρία στην κινηματογραφική βιομηχανία να κάνει ένα ολοκληρωμένο προμόσιον: οι μπερέδες του φορούσε η Ντάναγουεϊ έγιναν μόδα που κράτησε χρόνια, το ίδιο και τα μάξι φορέματα, και ο αντικομφορμισμός της δεκαετίας του '60 (βρισκόμαστε στο 1967) ερχόταν να δεθεί τέλεια με την καλύτερη παράδοση των αμερικάνικων γκαγκστερικών ταινιών.
Η «Καταδίωξη» με τον Μάρλον Μπράντο είχε γυριστεί δύο χρόνια πριν και ήταν, πολύ περισσότερο από το «Μπόνι και Κλάιντ», το ιδεολογικό μανιφέστο αυτού του αριστερού ρωσοεβραίου σκηνοθέτη, ο οποίος ξεκίνησε από το θέατρο, πέρασε στην τηλεόραση και μόνο μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, στο σινεμά. Ήταν η εποχή που το Χόλιγουντ απελευθερωνόταν για τα καλά από τον μακαρθισμό, και οι αριστερής έμπνευσης ταινίες (μην ξεχνάμε ότι μαίνεται ο πόλεμος στο Βιετνάμ) είναι σαφώς περισσότερες και καλύτερες από τις δεξιές ταινίες τύπου Τζον Γουέιν, ταινίες που θεωρούνταν πια ελαφρώς παρωχημένες, όταν δεν θεωρούνταν ένα είδος κωμικοτραγικής καρικατούρας.
Το «Μικρό μεγάλο ανθρωπάκι» (1970) με τον Ντάστιν Χόφμαν ήταν μια ακόμα τέτοια ταινία. Οι Αμερικανοί, με την ταινία του Πεν, ερχόντουσαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με μια διαφορετική φιγούρα Ινδιάνου στο σινεμά. Οι Ινδιάνοι δεν ήταν πια οι κακοί που έσφαζαν τους καλούς λευκούς βγάζοντας άναρθρες κραυγές, αλλά αυτό που πραγματικά υπήρξαν στην αμερικάνικη ιστορία: ένας λαός που δεν μπόρεσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στη λευκή λαίλαπα και κατάντησε αλκοολικός εσωτερικός φυλακισμένος στην ίδια του τη γη.
Και μόνο γι' αυτές τις τρεις ταινίες (ακολούθησαν όμως και οι «Φυγάδες του Μισούρι» και το «Επτά αινίγματα για τον ντετέκτιβ Χάρι») χρωστάμε χάρη στον Άρθουρ Πεν. Μαζί με τον άλλο εβραιοαμερικάνο σκηνοθέτη, της ίδιας γενιάς και της ίδιας ιδεολογίας, Σίντνεϊ Λιούμετ, μας έμαθαν ότι ναι, ακόμα και στη χώρα του Νίξον και της Κου-Κλουξ-Κλαν, οι προοδευτικές ιδέες μπορούσαν να ηγεμονεύσουν. Και να μας θυμίζουν ότι τελικά, ο πραγματικά μαχόμενος κινηματογράφος βρέθηκε πολλές φορές στο Χόλιγουντ και ποτέ ή σχεδόν ποτέ στα στούντιο της Μοσφίλμ...
Μονότονο παιχνίδι
Μπορεί, όπως δυστυχώς είναι συνήθειο, τα περισσότερα αριστερά κόμματα να υποστηρίζουν (έστω με χαμηλότερους, είναι η αλήθεια, τόνους...) τις κινητοποιήσεις των φορτηγατζήδων εμμένοντας στην αντίληψη ότι όποιος απεργεί χρειάζεται αλληλεγγύη και υποστήριξη, νομίζω όμως ότι στην κοινωνία η ιστορία αυτή έχει να συλλέξει μόνο αρνητικές απόψεις. Όλοι ξέρουν ότι η συντεχνία ήταν ειδοποιημένη χρόνια πριν για το ότι τα πράγματα θα άλλαζαν, όλοι ξέρουν ότι η Ευρώπη -και πολύ ορθώς- δεν θέλει πια κλειστά επαγγέλματα, όλοι ξέρουν ότι τα θύματα του νόμου δεν είναι οι επαγγελματίες που έχουν ένα-δυο φορτηγά αλλά οι μεγάλες εταιρείες, όλοι ξέρουν ότι το πρόβλημα έχει να κάνει με την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας που φοβάται ότι θα της φάνε τα μικρά της προνόμια, και τρέμει στην ιδέα ενός ανταγωνισμού επί ίσοις όροις (ακούσατε, για παράδειγμα, κανένα από τους συνδικαλιστές φορτηγατζήδες να σκέφτεται μια επιθετική προς τις άλλες χώρες ελληνική παρουσία; Όχι. Όλοι όμως διαμαρτύρονται ότι θα έρθουν εδώ οι ξένοι και θα τους φάνε το ψωμί...).
Αυτά με τα κόμματα της αριστεράς. Αλλά και η Νέα Δημοκρατία;
Ο κόκκινος Πάνος ξαναχτύπησε. Πιστός σε ένα άλλο φετφά που λέει ότι αντιπολίτευση σημαίνει να λες απλώς το αντίθετο από αυτό που λέει η εκάστοτε κυβέρνηση, ο Πάνος Παναγιωτόπουλος εξελίσσεται σε κανονική Πασιονάρια. «Η κυβέρνηση βάζει δυναμίτη στα θεμέλια της κοινωνικής ειρήνης» δηλώνει και νομίζει ότι έτσι κρύβει την έλλειψη μιας ξεκάθαρης και υπεύθυνης θέσης, που δεν αναιρείται από την «πρόσκληση» στους φορτηγατζήδες να μη δημιουργούν «περισσότερα προβλήματα» στην κοινωνία.
Το ίδιο, βεβαίως, θα έκανε το ΠΑΣΟΚ αν ήταν στην κυβέρνηση η Ν.Δ., γι' αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Όμως, τι θα γίνει; Για πόσο καιρό θα παίζεται από τους δύο μεγάλους το μονότονο αυτό και ανέμπνευστο παιχνίδι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου