Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, Καθημερινή 18.3.12
Αντιδράσεις σε ΗΠΑ και Γαλλία για τους οικονομολόγους–διαμορφωτές της κοινής γνώμης που σιτίζονται από χρηματιστικούς ομίλους
«Οικονομολόγοι στο μισθολόγιο» είναι ο τίτλος του πρώτου θέματος στο τελευταίο τεύχος της γαλλικής επιθεώρησης Le Monde Diplomatique. Στην κορύφωση της εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του Απριλίου, «μια χούφτα οικονομολόγων κατακλύζει τα μίντια και περιορίζει τις εναλλακτικές λύσεις», γράφει ο Ρενό Λαμπέρ στο σχετικό άρθρο και προσθέτει: «Παρουσιάζονται ως πανεπιστημιακοί και υποτίθεται ότι ενσαρκώνουν την επιστημονική αυστηρότητα στην καρδιά του ιδεολογικού αγώνα. Θα ήταν, όμως, εξίσου αξιόπιστες οι διαγνώσεις των εν λόγω «ειδικών», αν η κοινή γνώμη γνώριζε κάποιες άλλες δραστηριότητές τους;». Δραστηριότητες πολύ περισσότερο επικερδείς από την ακαδημαϊκή τους ενασχόληση, οφείλει να σημειώσει κανείς.
Αίφνης, την 1η Φεβρουαρίου, η Le Monde φιλοξενεί τον Ολιβιέ Παστρέ, «καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII», ο οποίος κατακεραυνώνει τους εκπροσώπους του ανερχόμενου ρεύματος υπέρ της εξόδου από το ευρώ, χαρακτηρίζοντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο «αυτοκτονία». Ωστόσο, η έγκυρη γαλλική εφημερίδα παραλείπει να σημειώσει ότι στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο που του αφήνουν οι πανεπιστημιακές του ενασχολήσεις, ο κ. Παστρέ προλαβαίνει να προεδρεύει της τράπεζας IMBank και να συμμετέχει στα διοικητικά συμβούλια της τράπεζας CMP, της Ενωσης Διοικητών Τραπεζών και του Ευρωπαϊκού Χρηματιστικού Ινστιτούτου.Καρεκλοκένταυρος των τηλεοπτικών πάνελ είναι και ο «πανεπιστημιακός, πρόεδρος του Κύκλου των Οικονομολόγων», Ζαν-Ερβέ Λορενζί, ο οποίος τυγχάνει μάλιστα και οικονομικός σύμβουλος του Σοσιαλιστή υποψήφιου για την προεδρία Φρανσουά Ολάντ. Οι μιντιακοί οικοδεσπότες του παραλείπουν να αναφέρουν στους τηλεθεατές κάποιες δευτερεύουσες πλευρές της πολυσχιδούς σταδιοδρομίας του: μέλος του Δ.Σ. των εταιρειών Associes eFinance, Pages Jaunes, AFOM, BNP Paribas Assurance, σύμβουλος των Euler Hermes, BVA, Groupe Ginger και τράπεζας του Ρότσιλντ.
Στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, η διαπλοκή μεταξύ χρηματιστικών εταιρειών και «ειδικών», οι οποίοι πουλάνε σε συσκευασία επιστημονικής ουδετερότητας στενά ταξικές επιλογές, παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ενδεικτική είναι η εισαγωγή σχετικού άρθρου που φιλοξένησαν στις 30 Δεκεμβρίου 2010 οι New York Times: «Οταν ο καθηγητής Οικονομικών του Στάνφορντ Ντάρελ Ντάφι εξέδωσε βιβλίο για τη μεταρρύθμιση του ελεγκτικού καθεστώτος στη Γουόλ Στριτ, δεν ανέφερε ότι είναι μέλος του Δ.Σ. του οίκου αξιολόγησης Moody's. Οταν σχολιάζει δημοσίως οικονομικά θέματα η Λόρα Τάισον, πρώην σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον και καθηγήτρια στο Μπέρκλεϊ, δεν σπεύδει να ενημερώσει ότι είναι διευθύντρια στη MorgaStanley. Και ο καθηγητής του Κολούμπια Ρίτσαρντ Κλαρίντα, αξιωματούχος επί υιού Μπους, αποσιωπά ότι είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος του γιγαντιαίου χρηματοπιστωτικού ομίλου Pimco».
Αυτό που αποτελούσε ένοχο μυστικό για τους παροικούντες τη χρηματιστική Ιερουσαλήμ έγινε δημόσια αλήθεια χάρη στην πολύκροτη ταινία «Inside Job», η οποία κέρδισε και βραβείο Οσκαρ. Υποδειγματική ανατομία της διεθνούς κρίσης που άρχισε το 2008 από τη Γουόλ Στριτ, το ντοκιμαντέρ του Τσαρλς Φέργκιουσον αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, απάντηση στο εύλογο ερώτημα που διατύπωσε η βασίλισσα Ελισάβετ τον Νοέμβριο του 2008, απευθυνόμενη στην αφρόκρεμα των Βρετανών οικονομολόγων, στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου: «Πώς και κανείς από εσάς δεν κατάλαβε ότι ερχόταν» το τσουνάμι της κρίσης;
Η απάντηση που ευκόλως συνάγεται από την ταινία είναι απλή: Χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις! Με καταιγιστικό ρυθμό και εκπληκτικές συνεντεύξεις, ο Φέργκιουσον αποκαλύπτει τα συγκοινωνούντα δοχεία Γουόλ Στριτ - πανεπιστήμια - κυβέρνηση, στα οποία εναλλάσσονται οι πρωταγωνιστές του οικονομικού δράματος. Μνημειώδης είναι η αυτογελοιοποίηση του Φρέντερικ Μίσκιν, καθηγητή του Κολούμπια και μέλους του Δ.Σ. της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας επί υιού Μπους. Ο Μίσκιν κιτρινίζει όταν ο σκηνοθέτης τού θυμίζει μελέτη που είχε συντάξει το 2006 εκθειάζοντας το οικονομικό «θαύμα» της Ισλανδίας, μιας χώρας που κατέρρευσε έπειτα από ενάμιση χρόνο, χάνει τα λόγια του όταν ερωτάται γιατί αποσιώπησε ότι η εν λόγω μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τους επιχειρηματίες της Ισλανδίας και καταντά πραγματικό ράκος όταν ο ανελέητος Φέργκιουσον επιμένει: Γιατί ενώ η μελέτη σας είχε τίτλο «Η οικονομική σταθερότητα της Ισλανδίας», στο βιογραφικό σας την καταχωρίζετε με τίτλο «Η οικονομική αστάθεια της Ισλανδίας»; «Το αγνοώ. Ισως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος», ψελλίζει ο δυστυχής «ειδικός».
«Φέσωσε» το Χάρβαρντ
Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Λάρι Σάμερς, ο οποίος ως υπουργός Οικονομικών του Μπιλ Κλίντον είχε την κύρια ευθύνη για την απελευθέρωση των διαβόητων «παραγώγων», που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην παρούσα κρίση. Αυτός ο διάσημος οικονομολόγος έδωσε δείγματα της επαγγελματικής του δεινότητας όταν, ως πρόεδρος του Χάρβαρντ, «φέσωσε» το ιστορικό πανεπιστήμιο με ζημία ενός δισ. δολαρίων, ύστερα από κερδοσκοπικές τοποθετήσεις στην αγορά παραγώγων. Αυτόν τον άνθρωπο εμπιστεύθηκε ο Μπαράκ Ομπάμα ως διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, που έχει και την ευθύνη για τον έλεγχο της Γουόλ Στριτ. Βλέπετε ο Σάμερς είναι με τους Δημοκρατικούς, κι αν έγραψε άρθρο στους New York Times για τον πατριάρχη του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν με τίτλο «Ο Μεγάλος Ελευθερωτής», δεν είναι και προς θάνατον. Σημειωτέον ότι πέραν των μισθών για τις δημόσιες υπηρεσίες του, ο κ. Σάμερς εισπράττει από τις ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες επίσης υπηρετεί, γύρω στα 5,2 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώ για κάθε ομιλία του ζητεί από 120.000 ώς 135.000 δολάρια.
Η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων προκάλεσε ήδη μια πρώτη σοβαρή εξέλιξη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από δύο μήνες, η ιστορική Αμερικανική Οικονομική Ενωση (ΑΕΑ) -ιδρύθηκε το 1885- ανακοίνωσε ότι κάθε οικονομολόγος που δημοσιεύει άρθρο στα επιστημονικά περιοδικά της υποχρεούται στο εξής να αναφέρει όλα τα «ενδιαφερόμενα μέρη» που τον έχουν χρηματοδοτήσει με ποσό άνω των 10.000 δολαρίων (περίπου 7.600 ευρώ) την τελευταία τριετία. Ασφαλώς, παρόμοια μέτρα, όπως και η προτεινόμενη καθιέρωση «κώδικα δεοντολογίας» στην οικονομική επιστήμη, δεν αποτελούν πανάκεια. Μήπως θα βοηθούσε, όμως, η θέσπιση (και στην Ελλάδα) ενός είδους δημόσιου «πόθεν έσχες» για όλους τους «ειδικούς», δημοσιογράφους και πολιτικούς που μοιράζονται το ολιγοπώλιο του δημόσιου λόγου; Δεν δικαιούται ο πολίτης να γνωρίζει ποιοι από τους επαΐοντες ακολουθούν την αμερικανική παροιμία «put your money where your mouth is» (να υποστηρίζεις τα λόγια σου με τα χρήματά σου, γενικότερα με τα έργα σου) και ποιοι κάνουν το αντίστροφο;
Η εξέγερση ενός γιάπη που αποχώρησε αηδιασμένος
Το πιο απροσδόκητο αντικαπιταλιστικό μανιφέστο των τελευταίων χρόνων δόθηκε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο του 2008. Συντάκτης του ήταν ο 37χρονος Αντριου Λάχντε, μέχρι τότε τυπική περίπτωση goldeboy, διευθυντής κερδοσκοπικού fund της Καλιφόρνιας, το οποίο την προηγούμενη χρονιά είχε αποδώσει στους επενδυτές «εξωγήινα» κέρδη ύψους 866%.
«Αυτό που έμαθα από τη δουλειά μου στα hedge funds είναι ότι τη μισώ», έγραψε στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του προς τους επενδυτές ο Λάχντε, ο οποίος προς γενική έκπληξη αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί του αηδιασμένος από μια ζωή γεμάτη στρες, πενιχρή σε πραγματική απόλαυση, κενή νοήματος. «Ο καπιταλισμός λειτουργούσε για δύο αιώνες, αλλά οι καιροί αλλάζουν και τα συστήματα διαφθείρονται», προσέθεσε ο όψιμα εξεγερμένος γιάπης, στηλιτεύοντας τους χρεοκοπημένους ομίλους της Γουόλ Στριτ που «γεμίζουν τα ταμεία και των δύο κομμάτων με αντάλλαγμα την ακύρωση κάθε νομοθετικού σχεδίου που θα μπορούσε να προστατεύσει τον απλό πολίτη».
Ο Λάχντε κερδοσκοπούσε με επιτυχία στην αμερικανική αγορά ακινήτων, έχοντας διαγνώσει έγκαιρα ότι ήταν «φούσκα» η οποία θα έσκαγε σύντομα - κάτι που δεν μπορούσαν να δουν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι «ειδικοί» της Γουόλ Στριτ με τα περίπλοκα μαθηματικά εργαλεία τους. Ιδού πώς περιγράφει στην επιστολή του το ποιόν των εν λόγω επιστημόνων:
«Πήρα κι εγώ μέρος στο παιχνίδι του χρήματος. Τα ώριμα φρούτα, δηλαδή οι ηλίθιοι, οι γονείς των οποίων πλήρωσαν για να τους σπουδάσουν στο Γέιλ και το Χάρβαρντ, ήταν εκεί, έτοιμοι να πέσουν από το δέντρο. Αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι συχνά δεν άξιζαν την εκπαίδευση που έλαβαν ή που υποτίθεται ότι έλαβαν, αναρριχήθηκαν στην κορυφή εταιρειών όπως η AIG, η Bear Stearns και η LehmaBrothers και σε όλα τα επίπεδα της κυβερνητικής ιεραρχίας. Ολη αυτή η διαμόρφωση της (χρηματιστικής) αριστοκρατίας το μόνο που απέδωσε ήταν να με διευκολύνει να βρω ανθρώπους αρκετά βλάκες ώστε να χάνουν λεφτά προς όφελός μου. Ο Θεός να ευλογεί την Αμερική»!
Προβλέψεις που θα μείνουν στην Ιστορία
Αντίλογο στην πρωτοβουλία της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης για διαφάνεια στη χρηματοδότηση των οικονομολόγων αρθρώνει ο νομπελίστας Ρόμπερτ Λούκας, ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους της νεοφιλελεύθερης Σχολής του Σικάγου. «Το αποφασιστικό για τα Οικονομικά, όπως για κάθε επιστήμη, είναι αν μια εργασία μπορεί να αναπαραχθεί (σ.σ.: Από τα πραγματικά δεδομένα). Είτε είναι αληθινή είτε όχι. Τα κίνητρα έχουν δευτερεύουσα σημασία», σχολίασε στους New York Times.
Η επιχειρηματολογία του Λούκας εκφράζει μια γραμμή σκέψης που αντιμετωπίζει τα Οικονομικά ως ακριβή επιστήμη, παρόμοια με τη Φυσική, όπου η όποια θεωρία έχει αξία εάν καταλήγει σε σαφείς προβλέψεις και κάθε πρόβλεψη επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται από το πείραμα και την παρατήρηση. Μια παρόμοια «φυσικοποίηση της οικονομίας» συνεπάγεται υπόρρητα το τέλος της πολιτικής: Το να αμφισβητήσει κανείς τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λιτότητα ή το ευρώ είναι σαν να αμφισβητεί τις εξισώσεις του Μάξγουελ για τον ηλεκτρομαγνητισμό και του Αϊνστάιν για τη βαρύτητα. Επιπλέον, υπονοεί ότι τα οικονομικά προβλήματα είναι πολύ «δύσκολα» για τους κοινούς θνητούς, οι οποίοι καλά θα κάνουν να τα αφήσουν στους «ειδικούς επιστήμονες».
Στον αντίποδα του Λούκας, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς προειδοποιούσε ήδη το 1936, στη μνημειώδη «Γενική Θεωρία» του: «Μεγάλο μέρος των σύγχρονων “μαθηματικών οικονομικών” είναι απλές επινοήσεις, τόσο ανακριβείς όσο και οι αρχικές υποθέσεις πάνω στις οποίες βασίζονταν, γεγονός που ωθεί τον συγγραφέα να χάσει από το οπτικό του πεδίο την πολυπλοκότητα και τις αλληλεπιδράσεις του πραγματικού κόσμου σε έναν λαβύρινθο εξεζητημένων συμβόλων χωρίς αξία». Από την πλευρά του, ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ δήλωσε ότι, προκειμένου να διατηρήσει το κύρος του ένας οικονομολόγος, οφείλει «να αποφεύγει τις προβλέψεις, ειδικά για το μέλλον». Μια συμβουλή στην οποία δεν έδωσαν την οφειλόμενη σημασία αρκετοί από τους σημερινούς «ειδικούς» της οικονομικής Ορθοδοξίας.
Στις 17 Αυγούστου του 2007, ενώ μαίνεται ήδη η κρίση στην αμερικανική αγορά ακινήτων, ο Ελί Κοέν (σύμβουλος και αυτός του Φρανσουά Ολάντ σήμερα) γράφει: «Σε λίγες εβδομάδες, η αγορά θα προσαρμοσθεί και η οικονομία θα συνεχίσει τον δρόμο της, όπως πριν». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο σύμβουλος του Σαρκοζί, Αλέν Μενκ, εκφράζει τον θαυμασμό του για την «απίστευτη ευελιξία του συστήματος» και την πεποίθηση πως «η διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας είναι αρκετά καλή». Την ίδια περίοδο, ο Νταβίντ Τεσμάρ, στον οποίο μόλις έχει απονεμηθεί το βραβείο του καλύτερου νέου οικονομολόγου, δημοσιεύει άρθρο με τον καθησυχαστικό τίτλο «Το μεγα- κραχ που δεν έγινε». Ο αρθρογράφος εξηγεί ότι πρόκειται απλώς για «περιορισμένη διόρθωση, χωρίς επίδραση στην πραγματική οικονομία» και ότι «ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, άρα και η ανάγκη ρύθμισης, δεν είναι τόσο μεγάλος όσο πολλοί φαντάζονται».
Ακρως διδακτική είναι η ιστορία του κερδοσκοπικού «hedge fund» LΤCM (Long-Term Capital Management), αυτού του θεαματικού διάττοντος αστέρα στο στερέωμα της «νέας οικονομίας». Ιδρύθηκε το 1994 και απέκτησε σύντομα παγκόσμια φήμη καθώς απέφερε, για ένα διάστημα, αστρονομικά ετήσια κέρδη, της τάξης του 40% (μετά τους φόρους!) στους επενδυτές. Δύο από τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου, οι Μάιρον Σκόουλς και Ρόμπερτ Μέρτον, πήραν το βραβείο Νομπέλ το 1997 για τη «νέα μαθηματική μέθοδο προσδιορισμού της τιμής των παραγώγων».
Η κοινή λογική και η οικονομική ιστορία υπαγορεύουν τη βασική αρχή της κερδοσκοπίας, που λέει ότι τα μεγάλα κέρδη είναι αξεχώριστα από το μεγάλο ρίσκο. Ωστόσο, οι νέοι αλχημιστές πίστευαν ότι είχαν βρει τη σύγχρονη φιλοσοφική λίθο, που θα μετέτρεπε τα πάντα σε χρυσό χωρίς κανένα ρίσκο, χάρη στα πολύ έξυπνα μαθηματικά τους. Δεν είχαν προλάβει να εισπράξουν το βραβείο Νομπέλ και ήρθε η ρωσική κρίση του 1998, από τις επιπτώσεις της οποίας το LTCM έχασε 4,6 δισ. δολάρια μέσα σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, για να κλείσει οριστικά δύο χρόνια αργότερα.
Ιnfo
– Renaud Lambert, «Les economistes a gage», Le Monde Diplomatique, Mars 2012.
– Emmanuel Derman, «My Life as a Quant», Wiley, 2004.
– Frederic Lordon, «La crise de trop», Fayard, 2009.
– Sewell Chan, «Academic Economists to Consider Ethics Code», The New York Times, 30/12/2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου