Του Γιάννη Βούλγαρη, ΝΕΑ, 3.3.12
Η Ελλάδα πέρασε τον κάβο εξασφαλίζοντας ένα τεράστιο για τα παγκόσμια δεδομένα «πακέτο διάσωσης». Το αίτημα για τον συνδυασμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης με μέτρα ανάπτυξης γίνεται ευρύτερα αποδεκτό. Παραμένει όμως ακατανόητο γιατί δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε ούτε λίγα από τα 11 δισ. που είναι διατεθειμένα στα διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία για τη χώρα μας. Κατά τα άλλα, ο αγώνας διάσωσης συνεχίζεται. Υπάρχουν δύο νέα στοιχεία στο σκηνικό που μπορεί να αποδειχτούν καθοριστικά για την αναστροφή της σημερινής δραματικής κατάστασης. Κατ' αρχάς επιταχύνεται η πολιτική κινητικότητα στην Ευρώπη. Ο γερμανικός μονόλογος σπάει κάπως. Εμφανίζονται φωνές που δεν έχουν πίσω τους την ισχύ του χρήματος, αλλά έχουν πολιτικές προτάσεις και αναπτύσσουν πρωτοβουλίες.
Οι Γάλλοι αναζητούν το δικό τους στίγμα κοντά στη Γερμανία και όχι στο «τσεπάκι» της. Οι Ισπανοί προσθέτουν το μεγάλο βάρος της δικής τους κρίσης. Ο Μόντι, σε πείσμα όσων ηλιθίως τον θεωρούν απαξιωτικά «τεχνοκράτη», κινητοποιεί την Ιταλία και αναδεικνύεται σε δραστήριο πολιτικό ηγέτη που συσπειρώνει δυνάμεις προς μια διαφορετική κατεύθυνση της Ευρώπης (βλ. «ΤΑ ΝΕΑ», 21/2/21012).Το άλλο νέο στοιχείο είναι εσωτερικό, δικό μας. Η στροφή της ΝΔ του κ. Σαμαρά σε πιο υπεύθυνη στάση μαζί με τη μείωση της έντασης που έφερε η κυβέρνηση Παπαδήμου έδωσαν μια πρώτη πολιτική ανάσα στη χώρα για να ανασυνταχτεί κοινωνικά και ηθικά. Η επόμενη δοκιμασία θα είναι οι εκλογές. Ορθώς πάμε για εκλογές, χρειάζεται να εκφραστούν οι νέοι πολιτικοί συσχετισμοί. Εννοείται ότι παρά την κοινωνική ένταση, πρέπει να είναι εκλογές που θα σεβαστούν το «κεκτημένο της μεταπολίτευσης» και θα είναι αντάξιες μιας «κανονικής δημοκρατίας». Αυτό σημαίνει ότι η δραστηριότητα των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας δεν μπορεί να βρίσκεται υπό την αίρεση των διαφόρων «αγανακτισμένων», των φαιοκόκκινων φασιστών που τραμπουκίζουν ανά την επικράτεια.
Ολοι διαισθανόμαστε ότι είναι εκλογές εξαιρετικά υψηλού ρίσκου για τη χώρα. Σωστά λέγεται ότι θα κρίνουν την επιλογή ευρώ ή δραχμή. Θα ήταν όμως λάθος αυτό να μεταφραστεί σε μετωπική σύγκρουση των κομμάτων που υπερασπίζονται τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη με τη συντηρητική Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) και την εθνικιστική Ακροδεξιά που ωθούν στη δραχμή.
Πρώτον, γιατί κάτι τέτοιο θα ενίσχυε παρά θα αποδυνάμωνε τις οπισθοδρομικές δυνάμεις.
Δεύτερον, γιατί η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής επιλογής της Ελλάδας αποτελεί εθνικό στόχο στον οποίο συγκλίνουν δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, της Κεντροδεξιάς, της Αριστεράς, και της Δεξιάς, αλλά ο τρόπος που κάθε παράταξη εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο συνδυάζεται με το ευρύτερο πρόγραμμά της και την ιστορική της ταυτότητα. Ο πλουραλιστικός ανταγωνισμός αυτός είναι καλό να εκδηλωθεί, διατηρώντας όμως αδιαπραγμάτευτο τον κοινό ευρωπαϊκό παρονομαστή.
Τρίτον, γιατί η παραμονή μας στην Ευρώπη εξαρτάται από την βαθύτερη αλλαγή του τρόπου λειτουργίας και της νοοτροπίας του πολιτικού συστήματος και όχι από τη «στιγμιαία» καταγραφή της εκλογικής υπεροχής των υποστηρικτών του ευρώ.
Πράγματι, όπως η έναρξη της αναστροφής στην οικονομία απαιτεί ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων που να συνδυάζει τη δημοσιονομική εξυγίανση με την ανάπτυξη, έτσι και στην πολιτική πρέπει να συνδυάσουμε την πολιτική σταθερότητα με την έναρξη ριζικών αλλαγών. Αυτό υπερβαίνει τους κομματικούς συσχετισμούς και τις δυνατότητες αυτομεταρρύθμισης του κάθε κομματικού χώρου ξεχωριστά. Μπορεί να γίνει συλλογικά, σε επίπεδο κομματικού και πολιτικού συστήματος. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτό το σύστημα θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ρευστή κατάσταση, είτε υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Εχει επικρατήσει να συνδέουμε την έννοια των αλλαγών στο πολιτικό σύστημα είτε με τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος είτε με την εισαγωγή θεσμών διαφάνειας και ευθύνης των κομμάτων. Κακώς. Αυτά σήμερα είναι σχεδόν επιφαινόμενα. Χρειαζόμαστε μια ευρύτερη και ριζικότερη αλλαγή του κλίματος που παγιώθηκε με το «μεταπολιτευτικό πολιτικό μοντέλο». Συνηθίζουμε να το χαρακτηρίζουμε λαϊκιστικό. Ορθώς, αρκεί όμως να το εξειδικεύουμε. Γιατί υπάρχουν λαϊκισμοί που συνόδευσαν επαναστάσεις ή μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Λαϊκισμοί που στήριξαν την καθιέρωση των δημοκρατικών θεσμών και ενίσχυσαν εκσυγχρονιστικά εγχειρήματα. Δυστυχώς στην ύστερη μεταπολίτευση επικράτησε ένας πολιτικός -τηλεοπτικός λαϊκισμός της συντήρησης, της κενολογίας και της ατάκας, της στασιμότητας στη νεοαποκτηθείσα αλλά επισφαλή ευμάρεια. Αυτός ο λαϊκισμός δάγκωσε σαν φίδι την ουρά του, στη συνέχεια έφαγε τις σάρκες του, και σήμερα έχει θυμώσει περισσότερο κι από τον γνωστό αγά. Αν παγιωθεί εκλογικά, θα καταστρέψει τη χώρα.
Το καλό είναι ότι ο κόσμος αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης και αυτό θα αρχίσει σιγά σιγά να αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Το κακό είναι ότι οι αλλαγές σκοντάφτουν σε μακροχρόνιες, σχεδόν ιστορικές, παθογένειες του συστήματος.
Πρόκειται για ένα κομματικό σύστημα που εξέθρεψε και στη συνέχεια οσμώθηκε με ένα κρατικιστικό μη παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης και έναν αντίστοιχο πολιτικοκοινωνικό συνασπισμό που οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία.
Τώρα το κομματικό σύστημα, ή καλύτερα τα κόμματα που υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική, καλούνται να διευθύνουν πολιτικά τη διαδικασία οικοδόμησης ενός νέου πολιτικοκοινωνικού συνασπισμού, παραγωγικού και ανταγωνιστικού, που θα διανείμει δικαιότερα το κόστος της κρίσης και θα αποκαταστήσει βαθμιαία την αξιοπρέπεια και τη διαπραγματευτική θέση της χώρας στη διεθνή σκηνή.
Πρόκειται για ένα κομματικό σύστημα που χρησιμοποιούσε έναν λόγο πολωτικό, σαν η χώρα να ήταν σε μόνιμη κατάσταση εμφύλιας σύρραξης. Ενα κομματικό σύστημα που απέκλειε τη συναίνεση ακόμα και στα αυτονόητα. Τώρα το κομματικό σύστημα ή καλύτερα τα κόμματα που υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική, συνειδητοποιούν ότι στην Ελλάδα της χρεοκοπίας η κινητοποίηση του μίσους που συστηματικά επιχειρείται θέτει σε κίνδυνο τα δημοκρατικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Αρχίζουμε και παίζουμε «εν ου παικτοίς», βγάζοντας από το σεντούκι δεξιούς και αριστερούς δαίμονες που έχουμε πληρώσει και είχαμε δαμάσει.
Η «αναχρονιστική χρήση της Ιστορίας» είναι ο χειρότερος σύμβουλος, θύμισε εύστοχα ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος σχολιάζοντας την έξαρση της «αριστερής εθνικοφροσύνης» που πρόσφατα παρατηρείται («ΤΑ ΝΕΑ», 25-2-2012).
Πρόκειται για ένα κομματικό σύστημα, που παρά τον πολεμοχαρή πολωτικό λόγο, ακολουθούσε την ίδια πρακτική στη διαχείριση των δημόσιων πόρων και υποθέσεων. Διαχείριση που κατέληξε στην εκποίηση του Κράτους και του Δημοσίου, με τις γνωστές πρακτικές της ψηφοθηρίας, του συντεχνιασμού, της συναλλαγής και της διαφθοράς. Πρωτοστάτησαν τα κόμματα εξουσίας αλλά συνέδραμαν και τα κόμματα της Αριστεράς, «σημαιοφόροι κάθε καταναλωτικής απαίτησης αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται "λαός"», κατά την επιγραμματική διατύπωση του Π. Κονδύλη. Τώρα το κομματικό σύστημα ή καλύτερα τα κόμματα που υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή προοπτική καταλαβαίνουν ότι η επιβίωση της χώρας εξαρτάται από την αντιμετώπιση αυτής της ιστορικής παθογένειας. Καμία παράταξη δεν μπορεί να το επιχειρήσει από μόνη της γιατί η δημαγωγία του ενός παρασύρει και τον άλλον.
Μόνο η συνέργεια μπορεί να αλλάξει βαθμιαία το κλίμα. Και η συνειδητοποίηση ότι η προεκλογική δημαγωγία δεν είναι ανέξοδη. Χρεώνεται αμέσως, γιατί ο κόσμος είναι θυμωμένος, περισσότερο συνειδητοποιημένος και, από την άλλη, ο πολιτικός - εκλογικός χρόνος έχει συντμηθεί δραματικά. Σε λίγο που θα ανοίξει η προεκλογική περίοδος, είναι καλό οι ηγεσίες των κομμάτων να θυμούνται ότι θυμόμαστε τις απότομες στροφές του όχι - ναι στο Μνημόνιο, όπως και το αντίστροφο ναι - όχι στο Μνημόνιο, θυμόμαστε το «λεφτά υπάρχουν», την πρόταση «διορισμού εκατό χιλιάδων στο Δημόσιο», όπως θυμόμαστε ότι η «λαϊκή οικονομία» σοβιετικού τύπου κατέρρευσε μέσα στην κοινωνική δυστυχία.
Μετά το δεύτερο «πακέτο διάσωσης», πηγαίνουμε στον δεύτερο και αποφασιστικό κάβο. Ο τρόπος που θα πάμε στις εκλογές εξαρτάται από τους πολιτικούς αλλά πρωτίστως από τους πολίτες.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου