Η πιο μεγάλη αμαρτία είναι η φτώχεια
Γ. Κακουλίδης, Ελληνικός θάνατος
1. Εδώ και χρόνια, διακινείται (εκ του πονηρού) η άποψη ότι η φτώχεια είναι επιλογή, ότι οι φτωχοί είναι τεμπέληδες και άξιοι της μοίρας τους (αφού δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν)[1].
Καθώς φαίνεται να πλησιάζει η φτώχεια «με απόλυτους όρους»[2], καθώς η ακραία φτώχεια (extreme poverty) έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ίσως είναι μια ευκαιρία να ξαναδούμε ορισμένες πτυχές του ζητήματος[3].
2. Οι άστεγοι που ζουν και πεθαίνουν μόνοι[4], που τους σκοτώνουν για πλάκα ή για εμπειρία, ή που σκοτώνονται αναμεταξύ τους[5], οι εργαζόμενοι-φτωχοί, οι άνεργοι, οι προσωρινά απασχολούμενοι[6], προσπαθούν να μην εκ-πέσουν ηθικά και αξιακά[7], οι αιτούντες συσσίτιο[8], συνιστούν ορισμένες από τις ανθρώπινες-σκιές των μεγαλουπόλεων.
Η θεαματική αύξηση της επαιτείας (με τη συναφή αίσθηση της οριστικής αποτυχίας)[9] δεν παραπέμπει σε συνθήκες ελευθερίας[10].
Αν και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ορίτζιναλ δυστυχείς και υποκρινόμενους φτωχούς-επαίτες[11], αν και βιώνουν διαφορετικά τη φτώχεια οι έλληνες και οι αλλοδαποί[12], η σχετική αποστέρηση από τη συμμετοχή στις κοινωνικές δραστηριότητες ή στο βιοτικό επίπεδο της κοινότητας[13] θέτει (οριστικά;) την κόκκινη γραμμή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και του status της αυτοεκτίμησης[14].
Σήμερα, ο φτωχός δεν είναι ένας πλούσιος με λιγότερα λεφτά, αλλά ένας «άλλος άνθρωπος». Η εισοδηματική φτώχεια (έλλειψη πόρων), καταλήγει σε μια ανθρώπινη φτώχεια με την έννοια της άρνησης των κοινών αξιών (shared values). Καθώς δεν μοιραζόμαστε πλέον κοινούς μύθους, κοινές μορφές ζωής και κυρίως κοινές αντιλήψεις για τον άνθρωπο και για τον κόσμο και ούτε τρέφουμε ο καθένας για τον πλαϊνό συναισθήματα φιλαλληλίας, ο φτωχός αισθάνεται νομιμοποιημένος και εξ αρχής δικαιολογημένος στην οριστική απόρριψη τόσο της σταθερής τελικής αξίας της ζωής, όσο και ορισμένων λειτουργικών αξιών της κοινωνίας.
Η φτώχεια ορίζεται συχνά ως επιδημία, οι φτωχοί χρεώνονται την αποτυχία τους, η αλληλεγγύη και η συμπόνια συνεχώς δυσφημούνται, ο πλουτισμός του ενός, γίνεται δράμα για τον άλλο - και εντέλει, οι απόκληροι είναι καταδικασμένοι μόνο τα «δημόσια κακά» να μοιράζονται μεταξύ τους. Σ’ ένα περιβάλλον ρίσκου που οι φτωχοί δεν μπορούν να ελέγξουν (αλλά μόνο να υποστούν), είναι χαμένοι από χέρι στα στοιχήματα της κοινωνίας της διακινδύνευσης, αφού κουβαλάνε –εν είδει σταυρού του μαρτυρίου– όλες τις γενικευμένες αβεβαιότητες και ανασφάλειες.
Ο φτωχός, δεν νιώθει μόνον απροστάτευτος ή στερημένος, αλλά το χειρότερο, πιστεύει ότι είναι άχρηστος. Η «ελευθερία» της μηδενικής επιλογής και της μη–αυτοπροστασίας απέναντι στις αβεβαιότητες, καθώς και το χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης, οδηγεί αμετάκλητα σε έναν αμυντικό ατομικισμό, που καταργεί και την «κουλτούρα αλληλεγγύης της φτώχειας».
Από την άλλη, χωρίς ταυτότητα και δίχως κοινότητα, οι νεόπτωχοι (είτε ως περιστασιακοί ή εκούσιοι φτωχοί, είτε ως τοπικοί φτωχοί) έχουν αναχθεί σε ιδιαίτερη κατηγορία που απέκτησε εδραιωμένα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά. Η κοινωνική εικόνα την οποία έχει σχηματίσει ο φτωχός, προσδιορίζει και το πλαίσιο αποδεκτών αξιών που επηρεάζουν πολύ περισσότερο τη νόμιμη ή μη συμπεριφορά του, απ’ ό,τι η έλλειψη απασχόλησης.
Η αξιοπρέπεια και το δίκιο του φτωχού[15], συγκρούονται σε τουλάχιστον τρία σημεία, με τις κρατούσες αντιλήψεις.
Η πρώτη, αφορά στη σύνδεση της οικονομικής κρίσης και της φτώχειας με την εγκληματικότητα[16] (ως ματαίωση[17] ή ως μεταδοτική ασθένεια[18] που φοβίζει τους έχοντες, οι οποίοι προβαίνουν σε «φιλανθρωπικές πράξεις αλληλεγγύης»[19]).
Οι διακρίσεις των εντός, εκτός και εντός/ εκτός των τειχών, δηλαδή της άρχουσας τάξης, των νεοπτώχων και των μετά κινδύνων εργαζομένων, συντηρούν και δυναμώνουν το status quo, αφού όλες οι απειλές και οι αντιθέσεις αξιοποιούνται υπέρ της αυτονομίας και του ανεξέλεγκτου της (παγκοσμιοποιημένης) οικονομίας και κατά τής –έτσι κι αλλιώς– απαξιωμένης εργασίας. Οι «απασχολήσιμοι» ως ημι(οιονεί) αποκλεισμένοι και εν είδει εφεδρικού στρατού, εμφορούνται από προσδοκίες «αγοράς ελπίδας» και νομιμοποιούν τη γενική ανομία του συστήματος. Έτσι, και η αλληλεγγύη –μεταξύ των μη-εχόντων– δεν έχει περιεχόμενο.
Οι πλούσιοι υψώνουν τείχη προστασίας τους από τους αποκλεισμένους, αντί να απλώνουν δίχτυ προστασίας σ’ αυτούς. Η αντι-κοινωνία, ο αντί-κοσμος των φτωχών, περιθωριακών, προλεταρίων, ζει έξω από το δίκιο και τη δημοκρατία και πολλές φορές αναζητεί τρόπους επιβίωσης στη βία και το έγκλημα.
Η δεύτερη, αφορά στην ταύτιση της φτώχειας με την τεμπελιά και τη βαριεμάρα. Η πολιτική πτυχή της «τεμπελιάς» [20] δεν αφορά όμως τους σύγχρονους παρίες των μεγαλουπόλεων, αυτούς που υπο-φέρουν στις υποβαθμισμένες περιοχές και στα γκέτο. Το «δικαίωμα στην τεμπελιά»[21] δεν αφορά στην απώλεια του (προσωπικού) νοήματος της ύπαρξης, τη μοναξιά, την πλήξη, την ανία, την απραξία, την ακηδία[22].
Μολονότι η διακοπή εργασίας (47 βαθμοί) και τα χρέη (31 βαθμοί) συνιστούν –για πολλούς– κρίσιμους αγχογόνους παράγοντες[23] και μολονότι η τεμπελιά καταλύει όλους τους πιθανούς κοινωνικούς ρόλους[24], η αποχή από τα πολιτισμικά αγαθά (κυρίως της κατανάλωσης)[25] δεν συνιστά πλέον μέρος προσωπικής κουλτούρας, αλλά σκληρής αναγκαιότητας. Το ίδιο ισχύει και με τη διαχείριση της ψευδαίσθησης της συμμετοχής στον κοινωνικό πλούτο[26]. Το οποιοδήποτε παραλυτικό αίσθημα αποκλεισμού[27], δεν σε αποτρέπει «να θέλεις να γίνεις αυτό που είσαι»[28] ή ν’ αυτοστοχαστείς το παρόν και το μέλλον σου (μέσω αρνητικής αυτογνωσίας;)[29], αλλά τα παραπάνω προϋποθέτουν συνθήκες ελευθερίας επιλογών.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ουσιαστικά ελεύθερος, αφού ένα μέρος του εντάσσεται στην άτυπη οικονομία[30] κι ένα άλλο καλύπτει τις τρέχουσες οικογενειακές υποχρεώσεις[31]. Τα εργασιοκεντρικά και βιοποριστικοκεντρικά κοινωνικά μοντέλα, χωρίς αναφορά στον προστατευμένο από πολιτικό/ οικονομικό παρεμβατισμό «βιοτικό χώρο»[32], δεν δίνουν διεξόδους στον ελεύθερο χρόνο, ο οποίος –όταν υπάρχει– μπορεί να πάρει τα χαρακτηριστικά της «εκδικητικής εξισορρόπησης» απέναντι στη μονότονη εργασία[33].
Η λαϊκή κουλτούρα του «ξεδίνω», άλλοτε συνιστά μια αυθόρμητη κριτική της κυρίαρχης κοινωνικής κριτικής[34] και άλλοτε διαμορφώνει μια δική της fun-morality[35] (με δικά της νοήματα πρόκλησης;[36]). Το πέρασμα από την ηθική της εργασίας, στην ηθική της σχόλης και τελικά στην ηθική της ζωής μπορεί να γίνει με ή χωρίς εκρήξεις[37].
Αρνούμενος να ταυτιστεί με το σύστημα και τα παράγωγά του (εκμετάλλευση, αλλοτρίωση) ο σύγχρονος άνθρωπος απορρίπτει τον υφιστάμενο τρόπο ζωής (και το νόημα ζωής)[38].
Η άρτια πλήρωση της ζωής (κρίσιμο στοιχείο της οποίας είναι η εργασία αλλά και ο ελεύθερος χρόνος), προϋποθέτει ύπαρξη γνήσιας κοινωνίας[39].
Τα κοινωνικά προσδιορισμένα (μέσω του καταμερισμού της εργασίας) πεδία (κατ)ανάλωσης ακόμα και του ελεύθερου χρόνου, ενισχύουν την αγορά και τους απρόσωπους μηχανισμούς της[40], καλλιεργούν την περίοπτη κατανάλωση[41] και τα «κίνητρα επίδειξης» και δημιουργούν ένα «νέο ήθος ελεύθερου χρόνου» στη βάση του καταναλωτικού εξισωτισμού[42]. Οι δραστηριότητες χρήσης προσδιορίζουν την καταναλωτική συμπεριφορά, αφού οι κυρίαρχες αξίες αποκτούν συμβολικό και κοινωνιοψυχολογικό περιεχόμενο, το οποίο παίρνει τα χαρακτηριστικά «πολιτισμικής επιβίωσης»[43]. Ας μην ξεχνάμε ότι περιουσιακό στοιχείο δεν είναι μόνον η εργασία[44], αλλά και η διαχείριση/ διάθεση του ελεύθερου χρόνου[45].
Η τρίτη παράμετρος, αφορά στη διαπίστωση ότι οι φτωχοί αντιμετωπίζονται από την Πολιτεία ως κατώτερα όντα[46], αλλά και δεν συγχωρούνται από τη Δικαιοσύνη για τα (όποια) «ανομήματά τους» (π.χ. λόγω πείνας[47]). Ίσως ήρθε η ώρα να προστατευθούν τα δικαιώματα των φτωχών με ειδικές ποινικές διατάξεις που θα τιμωρούν τις εναντίον τους διακρίσεις και τους συναφείς στιγματισμούς[48].
Σε περίπτωση οικονομικού κραχ, ορισμένα άτομα βρίσκονται σε χαμηλότερη κατάσταση από την προηγούμενη. Τότε πρέπει να μειώσουν τις απαιτήσεις τους, να περιορίσουν τις ανάγκες τους, να κάνουν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο. Καθώς οι συνθήκες της ζωής αλλάζουν, το πρότυπο σύμφωνα με το οποίο οι ανάγκες ρυθμίζονταν, δεν μπορεί να παραμείνει το ίδιο. Η προηγούμενη κλίμακα ανατρέπεται, αλλά μία νέα κλίμακα δεν μπορεί να σχεδιαστεί αμέσως. Τα όρια ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, στο δίκαιο και το άδικο, είναι πλέον ρευστά.
Η έκ-πτωση της εργασίας οδήγησε σε εξαθλίωση των άνεργων και των φτωχών και η πολιτική οικονομία αδυνατεί να εξορκίσει το νέο αυτό κοινωνικό πρόβλημα.
Οι φτωχοί έχουν εκ-πέσει απ’ όλους τους παραδείσους (καπιταλιστικούς ή και σοσιαλιστικούς), καθώς η «κοινωνία της εργασίας» τούς έχει αποκλείσει ακόμα και από κατώτερης ποιότητας ασχολίες. Δεν συμμετέχουν στην ευημερία των εχόντων, δεν διαθέτουν την ίδια καταναλωτική δυνατότητα, γι’ αυτό και η φτώχεια μετατρέπεται συχνά σε εξαθλίωση.
Το εισόδημα του φτωχού, ακόμα κι αν επιτρέπει την εφήμερη επιβίωση, εφόσον απέχει πολύ από τα μέσα εισοδήματα της πλειοψηφίας τής κοινωνίας, δεν απαλλάσσει από τη φτώχεια[49].
3. Καθώς τα όρια της φτώχειας ορίζουν το επίπεδο διατροφής, υγείας, στέγασης, ψυχαγωγίας, μόρφωσης[50] (και θανάτου[51]),αλλά και το μίνιμουμ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[52], νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αναστοχαστούμε τη ρήση του Αριστοτέλη, ότι «Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο κυβερνούν οι φτωχοί.»[53]
«Οι φτωχοί κρυώνουν και μέσα στον ύπνο τους.», Αντ. Κολλιντζογιαννάκης, «Η οδύνη της πέτρας στην οργή των ανέμων»
*Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας.
[1] Βλ. Γ. Πανούσης, Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως έγκλημα, Α. Σάκκουλας 2001, του ίδιου, Το περιθώριο στην κοινωνία του 2000 μ.Χ., Α. Σάκκουλας 1999.
[2] Βλ. Θ. Μητράκος, Π. Τσακλόγλου, Φτώχεια και ανισότητα στην Ελλάδα: τί δείχνουν τα διαθέσιμα στοιχεία σε «Φτώχεια, ανισότητες στην εκπαίδευση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης» (επιμ. Σ. Κονιόρδος, Ν. Φωτόπουλος) ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ 2010, σ. 161. Βλ. Χ. Λιακοπούλου, Φτωχός ένας στους έξι ευρωπαίους, Κόσμος του Επενδυτή 17-18/10/09, Ν. Ρούσσης, Η φτώχεια θέλει… ενημέρωση, Ελευθεροτυπία 20/2/10 –Βλ. Γ. Ζαχιώτη, Επενδύσεις στο πιάτο των φτωχών, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 16/1/11.
[3] Βλ. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Το «Σχέδιο κατευθυντηρίων Αρχών κατά της φτώχειας» και οι Ποινικές Διατάξεις του, σε «Εγκληματολογία & Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική. Προσφορά Τιμής στην Αγλαΐα Τσήτσουρα», Σάκκουλας, Θεσ/νίκη 2009, σ. 5-6, 8 (Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Ηνωμένων Εθνών).
[4] Βλ. Eric Lichtblau, Άγριες επιθέσεις κατά αστέγων, Καθημερινή Κυριακής/ The New York Times 15-16/8/09, Αργ. Μώρου, Πέθανε στη χωματερή της κοινωνίας, Ελευθεροτυπία 2/11/10, Λ. Σπυροπούλου, Κ. Αντωνιάδη, Πάνω από 20.000 ψάχνουν καθημερινά για το κατάλυμα μιας νύχτας, Ελευθεροτυπία 2/11/10, Γ. Μέρμηγκας, Στρατιές φτώχειας, Ελευθεροτυπία 4/2/10, Νατ. Μπέρη, Ζεσταίνουν τους άστεγους της Αθήνας, Ελευθεροτυπία 4/2/10, Σ. Νέτα, Αύξηση 25% σε θανάτους λόγω ανεργίας, Ελευθεροτυπία 14/10/10.
[5] Βλ. και Χ. Δημόπουλος, Ο ανήλικος ανθρωποκτόνος, Α. Σάκκουλας 1997 –Α.Κ.Μ., Άστεγος σκότωσε άστεγο για την καλή θέση, Ελευθεροτυπία 2/10/10.
[6] Βλ. Χρ. Λιακοπούλου, “Working poors”, ο νέος εφιάλτης της Ευρώπης, Κόσμος του Επενδυτή 16-17/10/10. Λ. Σπυροπούλου, Η στέρηση δεν ακουμπά μόνο φτωχούς, Ελευθεροτυπία 10/10/10, Χρ. Μέγας, Αντί για άνεργος, προσωρινά απασχολούμενος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 23-24/4/11.
[7] Βλ. Ασπ. Τσαούση, Η ψυχολογία των ανέργων, Ελευθεροτυπία 12/6/10 –πρβλ. Peter S. Goodman, ΗΠΑ, χώρα των νεοπτώχων, Νέα/The New York Times 22/2/10, Ν. Ξυδάκης, Αυτοί που γλίτωσαν κι αυτοί που βούλιαξαν, Καθημερινή Κυριακής 23/5/10 –βλ. και Στρ. Γεωργούλας, Η Εγκληματολογία του ελεύθερου χρόνου, Media+Έγκλημα-11, Α. Σάκκουλας 2007.
[8] Βλ. Μ. Μαργωμένου, Άνθρωποι κρυμμένοι πίσω από το συσσίτιο, Καθημερινή Κυριακής 24/10/10 –«Ένας στους 11 πάει σε συσσίτιο!», Ελευθεροτυπία 18/10/10 (Έρευνα Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών), Σ. Αποστολάκης, 30% περισσότεροι στην ουρά για ένα πιάτο φαΐ, Ελευθεροτυπία 26/10/10, Μ. Πίνη, Η ανεργία σπρώχνει όλο και περισσότερους στα συσσίτια της Εκκλησίας, Ελευθεροτυπία 21/4/11.
[9] Βλ. Μ. Κατσουνάκη, Το φουσκωμένο ποτάμι της επαιτείας, Καθημερινή Κυριακής 12/9/10, Μ. Τζιαντζή, Η επαιτεία στην εποχή της κρίσης, Καθημερινή Κυριακής 3/10/10.
[10] Πρβλ. E. M. Cioran, Ο πειρασμός του υπάρχειν, μτφ. Δ. Δημητριάδης, Scripta 2007, σ. 13.
[11] Βλ. Μ. Τζιαντζή, Η επαιτεία στην εποχή της κρίσης, όπ. π.
[12] Πρβλ. Μ. Τζιαντζή, Τα σουβλάκια της Βαρβάσαινας, Καθημερινή 29/1/10 –Θ. Μητράκος, Π. Τσακλόγλου, όπ. π., σ. 167.
[13] Βλ. Δ. Μπαλούρδος, Φτώχεια, οικονομική αποστέρηση και κοινωνικός αποκλεισμός, Σύγχρονη Εκπαίδευση 162/2010, σ. 127-128, 130.
[14] Βλ. Σπ. Μανουσέλης, Η ανεργία οδηγεί σε απώλεια του εαυτού, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 30/4/10.
[15] Πρβλ. Γ. Σταματόπουλος, Κατανάλωση και φτώχεια, Ελευθεροτυπία 1/8/09 –Πόπη Διαμαντάκου, «Η φτώχεια θέλει παρέα», Νέα 4-5/12/10.
[16] Βλ. Τ. Μίχας, Φτώχεια, έγκλημα και αστυνόμευση, Ελευθεροτυπία 25/1/10, Γ. Πανούσης, Έγκλημα: η κατώτατη τομή πολιτισμού & κουλτούρας, σε του ίδιου, Το Μήνυμα στην Εγκληματολογία, Α. Σάκκουλας 1995, σ. 345-348 –Επίσης Μανταίος, Η οικονομική κρίση και οι πορτοφολάδες, Ελευθεροτυπία 30/11/10 –Πρβλ. Μ. Γιούνους, Η φτώχεια τροφοδοτεί τους εξτρεμισμούς και τους πολέμους (συνέντευξη σε Β. Τσιώρου), Ελευθεροτυπία 24/2/10 –Πρβλ. Ν. Γιαννίρη, Η φτώχεια φέρνει κακοποίηση (παιδιών), Ελευθεροτυπία 15/4/11.
[17] Βλ. Β. Καρύδης, Δεν φταίει η φτώχεια, φταίει η ματαίωση (συνέντευξη με Γ. Κυρίτση), Αυγή 3/4/10 –πρβλ. Γκ. Καπλάνι, Το όνειρο των φτωχών, Νέα 13/4/10.
[18] Πρβλ. Β. Μαρκεζίνης, Κοινωνικές αναταραχές και συγκοινωνούντα δοχεία, Ελευθεροτυπία 2/2/11. Για τη σύνδεση της ανεργίας με τη ψυχικές διαταραχές (π.χ. κατάθλιψη) βλ. Ζ. Τσώλης, «Η ανεργία μας σκοτώνει…» (συνέντευξη με Μ. Οικονόμου), Βήμα Κυριακής 16/1/11, Δ. Κατσορίδης, Γ. Λεχουρίτης, Οι κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της ανεργίας, Ενημέρωση, ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 178/2010, σ. 16-25, Ηλ. Μαγκλίνης, 1% αύξηση της ανεργίας, 0,8% αύξηση αυτοκτονίας, Καθημερινή Κυριακής 20/2/11 –πρβλ. Π. Κυπριανού, Είναι μόνο οικονομική η κρίση;, Πρόληψη 68/2011, σ. 12.
[19] Πρβλ. Μ. Κατσουνάκη, Φιλάνθρωπα(;) αισθήματα, Καθημερινή Κυριακής 31/12/10 – 2/1/11 –Πρβλ. Γ. Ρούσης, Ναι στην ελεημοσύνη, όχι στις αιτίες της, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 31/12/10 – 2/1/11.
[20] Βλ. Δ. Αγγελίδης, Όταν η εργατικότητα τρελαίνει… η τεμπελιά κάνει καλό!, Ε 22/8/10, Ν. Ξυδάκης, Take a walk on the wild side, Καθημερινή Κυριακής 12/9/10.
[21] Βλ. Πώλ Λαφάργκ, Το δικαίωμα στην τεμπελιά, μτφ. Β. Καραπλής, Δ΄ έκδ., Ελεύθερος Τύπος 1981 –Βλ. επίσης Μ. Λαϊνά, Το δικαίωμα στην τεμπελιά, Ελευθεροτυπία 19/3/10 –βλ. και Kazimir Malevitch, Η τεμπελιά ως πραγματική αλήθεια του ανθρώπου, μτφ. Κ. Σχινά, Σ. Βλαντή, Ποταμός 2010, Γ. Θωμάς, Για την τεμπελιά, όταν κινεί ανεμόμυλους (κριτική στον Τ. Πακό), Ελευθεροτυπία Βιβλιοθήκη 17/12/09.
[22] Βλ. Lars Svendsen, Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ. Π. Καλαμαράς, Σαββάλας 2006, σ. 23, 144, 156, 161, 173, 232.
[23] Βλ. Δρ Πέτερ Αξτ και Δρ Μικαέλα Αξτ-Γκάντερμαν, Η χαρά της τεμπελιάς, μτφ. Σοφ. Λαζαρίδου, Μοτίβο 2005, σ. 14, 38, 47, 91.
[24] Βλ. Αλεξ. Κορωναίου, Εργασία, ελεύθερος χρόνος και πολιτισμός, σε «Εργασία – Σχόλη – Κουλτούρα», Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών 2005, σ. 19-20.
[25] Βλ. Μ. Μιχαηλίδου, Κουλτούρα, ελεύθερος χρόνος και εργασία. Μια ασταθής δυναμική, σε «Εργασία…», όπ. π., σ. 35.
[26] Πρβλ. Π. Λαφάργκ, όπ. π., σ. 21.
[27] Βλ. Σπ. Μανουσέλης, όπ. π.
[28] Βλ. Φρ. Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη, μτφ. Μ. Ζωγράφου, Δαρεμάς 1961, σ. 163.
[29] Βλ. L. Svendsen, Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, όπ. π., σ. 83, 114.
[30] Βλ. Anthony Giddens, Κοινωνιολογία, μτφ/εισ. Δ. Τσαούσης, Gutenberg 2002, σ. 417.
[31] Βλ. G. Gurvitch, Traité de Sociologie, Puf, Paris 1967, σ. 509.
[32] Βλ. Claus Offe, Κοινωνία της εργασίας;, εισ./επιμ. Γ. Τουτζιαράκης, νήσος 1993, σ. 215.
[33] Βλ. G. Gurvitch, όπ. π., σ. 510.
[34] Βλ. «Ηθική και κοινωνία», Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών και Μελετών της Γαλλίας, γ΄ έκδοση, Μνήμη 1978, σ. 25.
[35] Βλ. G. Gurvitch, όπ. π., σ. 511.
[36] Πρβλ. Β. Καραποστόλης, Συμβίωση και επικοινωνία στην Ελλάδα, γνώση 1987, σ. 48 επ.
[37] Πρβλ. Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, μτφ./προλ. Κ. Γεώρμας, Μεταίχμιο 2002, σ. 29, 260.
[38] Βλ. Θ. Βακαλιός, Το πρόβλημα της ταυτότητας του ανθρώπου, Ψηφίδα 2004, σ. 214-215, 220.
[39] όπ. π., σ. 222 επ.
[40] Πρβλ. Β. Καραποστόλης, Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία (1960-1975), β΄ έκδοση, ΕΚΚΕ, Αθήνα 1984, σ. 67.
[41] Βλ. T. Veblen, Theory of Leisure Class, Modern Library, New York 1934.
[42] Βλ. Β. Καραποστόλης, όπ. π., σ. 69.
[43] όπ. π., σ. 70, 76.
[44] Βλ. Peter F. Drucker, Μετακαπιταλιστική Κοινωνία, μτφ. Δ. Τσαούσης, Gutenberg 1996, σ. 94 επ.
[45] Βλ. γενικότερα Ολυμπ. Γαρδίκη, Αλ. Μουρίκη, Γ. Μυριζάκη, Θ. Παπαδέλλη, Αφρ. Τεπέρογλου, Νέοι: διάθεση χρόνου – Διαπροσωπικές σχέσεις, τ. Α΄, β΄ έκδοση, ΕΚΚΕ 1999, σ. 23 επ.
[46] Βλ. Γ. Λινάρδου, Όπου φτώχεια και αδικία, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 21/11/10 –πρβλ. Λ. Παπαδοπούλου, «Το έγκλημά μας είναι πως είμαστε φτωχοί» (Ρομά), Ελευθεροτυπία 20/9/10 –Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, όπ. π., σ. 9, 18.
[47] Βλ. Τ. Καραϊσκάκη, Άφεση αμαρτιών στους Αγιάνηδες, Καθημερινή 25/12/09.
[48] Βλ. Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, όπ. π., σ. 12-13.
[49] Βλ. ορισμένες από τις νέες ανασφάλειες σε Αντιγ. Λυμπεράκη, Το Κοινωνικό Κράτος στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στο συλλ. έργο «Προοπτικές του Κοινωνικού Κράτους στη Νότια Ευρώπη», Ελληνικά Γράμματα, 1999, σ. 69:
« - Ανασφάλεια συμμετοχής στην αγορά εργασίας, εξ αιτίας της υψηλής ανεργίας
- Ανασφάλεια ως προς το καθεστώς απασχόλησης, εξ αιτίας πιέσεων αποδοχής καταστάσεων και ρυθμίσεων μερικής απασχόλησης, ορισμένου χρόνου, δουλειάς στο σπίτι κλπ.
- Ανασφάλεια σε ότι αφορά τη διατήρηση της συγκεκριμένης θέσης εργασίας, λόγω ανάγκης αλλαγής θέσης εργασίας ή αλλαγής προδιαγραφών και δεξιοτήτων
- Ανασφάλεια που σχετίζεται με την αβεβαιότητα της πρόσβασης σε τεχνικές δεξιότητες
- Ανασφάλεια γύρω από τις συνθήκες εργασίας (κυρίως ασφάλεια και υγιεινή)
- Ανασφάλεια εκπροσώπησης, εξ αιτίας της μείωσης του ρόλου και της σημασίας των συνδικάτων
- Ανασφάλεια σε ότι αφορά το εισόδημα, εξ αιτίας των πιέσεων για περιορισμό των κατώτατων αποδοχών και της διάχυσης νέων ευέλικτων μορφών εργασίας που μεταθέτουν τον κίνδυνο και την αβεβαιότητα στο εργατικό δυναμικό».
[50] Βλ. Σ. Νίκας, Ένας στους πέντε έλληνες κάτω από το όριο της φτώχειας, Καθημερινή 9/10/10 –Ι. Σωτήρχου, Η φτώχεια χτυπά μισό εκατομμύριο ελληνόπουλα, Ελευθεροτυπία 23/6/10 (κοινωνικό πορτραίτο της Ελλάδας για το 2010, ΕΚΚΕ), Γ. Λινάρδου, Η ανεργία βλάπτει σοβαρά την ψυχική υγεία, (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 23-24/4/11, Ι. Σωτήρχου, Υγεία: επιμένουν οι ανισότητες, Ελευθεροτυπία 22/7/10, Μ. Χρυσάκης, Οικογενειακές επενδυτικές πρακτικές των φτωχών και των μη-φτωχών και εκπαιδευτικές ανισότητες, Επιθ. Κοιν. Ερευνών 75/1989, σ. 89-120 και συλλογικό έργο «Φτώχεια, ανισότητες στην εκπαίδευση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης» (επιμ. Σ. Κονιόρδος, Ν. Φωτόπουλος), ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ 2010.
[51] Βλ. Β. Τσιώρου, Αυτοκτονίες στους χώρους εργασίας, Ελευθεροτυπία 7/10/09, Daniele Linhart, Δουλειά μέχρι τον τάφο, Le Monde Diplomatique/ Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 16/1/11.
[52] Βλ. Δ. Καλογερόπουλος, Laudatio, Εγκληματολογικά-5, 1995, σ. 60-61.
[53] Βλ. Γ. Πανούσης, Το έγκλημα του φτωχού…, όπ. π., σ. 18.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου