Του Κ.Π. Αναγνωστόπουλου, http://booksjournal.gr
Thomas Piketty, Lecapital au XXIe siècle, Seuil, Paris, 2013
Από τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη
(1789) μέχρι τις μέρες μας, με συγκρούσεις, βιαιότητες και αιματοχυσίες,
αλλά και με εχέφρονες παρεμβάσεις από συνετούς πολιτικούς,
σφυρηλατήθηκαν συν τω χρόνω τα ιδεώδη της ισονομίας, της ισότητας των
ευκαιριών, της δίκαιης και δημοκρατικής κοινωνίας, της αξιοπρεπούς
διαβίωσης. Η αποσάθρωση αυτών των αξιών, το ισχυρό αίσθημα αδικίας που
γεννά η διανομή του πλούτου, η βεβαιότητα, πρωτίστως των νέων, ότι
στερούνται δυνατοτήτων ατομικής προόδου και κοινωνικής ανέλιξης
προοιωνίζονται ερεβώδες μέλλον. Ούτε επιθυμητή, ούτε διατηρήσιμη είναι
μια τέτοια κοινωνία. Αναδημοσίευση από το Books’ Journal, #40,
Φεβρουάριος 2012.
Στον κόσμο της Τζέην Ώστεν «είναι πανθομολογούμενη αλήθεια ότι
ένας ανύμφευτος άνδρας με μεγάλη περιουσία θα χρειάζεται οπωσδήποτε και
μία σύζυγο».[1]
Μητέρα πέντε ανύπαντρων θυγατέρων, η κυρία Μπέννετ θεωρούσε αυτονόητο
ότι ο νεοφερμένος στην περιοχή κύριος Μπίνγκλεϋ ̶ κληρονόμος περιουσίας
ύψους 100.000 λιρών που εξασφάλιζε ετησίως πάνω από 100 φορές το μέσο
ετήσιο εισόδημα ̶ ήταν ο ιδανικός σύζυγος για μια από τις κόρες της.
και, άρα, έπρεπε να τον πλευρίσουν τάχιστα. Στην άλλη μεριά της Μάγχης,
περίπου τα ίδια χρόνια, ο Βοτρέν δασκαλεύει τον Ραστινιάκ ότι, αν θέλει
να ζήσει αξιοπρεπώς, είναι ματαιοπονία να βασιστεί στη δουλειά και την
αξιοκρατία, και καλά θα κάνει να δει πώς θα βάλει χέρι σε μια καλή
προίκα.[2]Δύο
κοινωνίες ραντιέρηδων, οι οποίες γνώριζαν ότι κάποιος έπρεπε να
διαθέτει 20 με 30 φορές το μέσο ετήσιο εισόδημα για να προσβλέπει σε
άνετη ζωή.[3]