Του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, http://www.metarithmisi.gr/, 27.3.12
Στις 8 Ιανουαρίου 2012, ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, μιλώντας στους πιστούς, στο κήρυγμά του, στον Άγιο Δημήτριο στα Μυκονιάτικα, υποστήριξε ότι σήμερα ο « εχθρός είναι εντός των τειχών. Αλλά δεν είναι κρίμα να γινόμαστε σκλάβοι έτσι, χωρίς να προσέχουμε και να έχουμε μέσα μας αυτό το φρόνημα που μας δίνει η Εκκλησία μας και η πατρίδα μας;». Λίγους μήνες ενωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 2011, ο Αλέξης Τσίπρας είχε μιλήσει για έσχατη προδοσία για τον ελληνικό λαό και για την πατρίδα που διέπραττε η τότε κυβέρνηση, για να υπογραμμίσει πρόσφατα ότι «τούτη είναι η ώρα της συσπείρωσης, του κοινού αγώνα και του κοινού μετώπου απέναντι στον κοινό εχθρό, που είναι οι δυνάμεις του κεφαλαίου και της κυβέρνησης». Πιο γλαφυρός ο Φαήλος Κρανιδιώτης, σύμβουλος του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά σε άρθρο του με τίτλο « Οι Εχθροί του Λαού»
υποστήριζε ότι «όσο η φτώχεια θα κάνει επιδρομές στις γειτονιές, όσο οι λαϊκοί άνθρωποι θα βλέπουν την ζωή τους να εξαθλιώνεται, τόσο πιο επιτακτική θα γίνεται η ανάγκη τους για Ηγεσία, συσπείρωση, αντίδραση στους Εχθρούς του Λαού. Γιατί οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος, οι νταβατζήδες και οι πολιτικοί αφανείς ή εμφανείς εταίροι τους, οι θεραπαινίδες ξένων συμφερόντων ή και εγχωρίων ιδιωτών, που υποκρίνονται τους λειτουργούς της ενημέρωσης, οι αρκουδόμαγκες του πατριωτισμού ή της …σωφροσύνης, είναι Εχθροί του Λαού, Εχθροί της Δημοκρατίας».
Η Αλέκα Παπαρρήγα και το ΚΚΕ μας καλούν να συναντηθούμε «στον ίδιο δρόμο για τα σύγχρονα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, για να εμποδίσουμε και να ανατρέψουμε τον κοινό εχθρό μας, τη δικτατορία των μονοπωλίων, την Ε.Ε., τα κόμματα που τα υπηρετούν». Στο ίδιο μήκος κύματος η Λιάνα Κανέλλη υποστηρίζει ότι «στη χωματερή του ταξικού πολέμου διεξάγεται ένας παράλληλος υπόγειος, κυρίως όμως φροντισμένα ανεπαίσθητος, άλλος πόλεμος που καταστρέφει συστηματικά τη νοητική υποδομή των μαζών…Η κατάχρηση εννοιών και η χρησιμοποίησή τους για τα συμφέροντα του εχθρού, καταβροχθίζει και τ΄ απομεινάρια του κοινού τόπου πάλης των ιδεών που είναι η γλώσσα».
Ο Πάνος Καμμένος, με έναν παραληρηματικό και ασυνάρτητο λόγο, συνεχώς αναφέρεται σε προδότες του Έθνους και προσκυνημένους, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στα σχέδια που έχουν οι εντός και εκτός χώρας εχθροί μας. Ο Γιάννης Δημαράς υπερθεματίζει, χαρακτηρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «απολυταρχικούς και εχθρούς του λαού». Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος κατονομάζει τους « εχθρούς της πατρίδας μας, που είναι οι Τούρκοι, οι Σκοπιανοί και οι Αλβανοί».
Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, που βάσισε όλη την πολιτική του διαδρομή στον εντοπισμό και την καταγγελία των εχθρών της Ελλάδας, δήλωσε πρόσφατα ότι δεν ανέχεται άλλο «τη γερμανική μπότα» και αιτιολόγησε την αποχώρησή του από την κυβέρνηση Παπαδήμου με τη δήλωση: «Είδα πράγματα που τρόμαξα. Είδα πράγματα που είπα: Δεν μπορώ να γίνω εχθρός του λαού».
Ο Λάκης Λαζόπουλος κλιμακώνει ακόμα περισσότερο την ένταση, δηλώνοντας ότι «ο πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει» για να συμπεράνει ότι « οι εχθροί κυκλοφορούν και εντός συνόρων». Για να καταλήξουμε στον Χρήστο Γιανναρά που δεν διστάζει να μιλήσει για «εσχάτη προδοσία»: «Το έγκλημα της “έσχατης προδοσίας” προτού να είναι νομικός καταλογισμός, είναι πράξη συντελεσμένη, κοινωνικά πιστοποιούμενη. Αν σκοπιμότητες επιβάλλουν να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν σημαίνει ότι μπορούμε και να εξαλείψουμε τα πράγματα, τα πεπραγμένα της έσχατης προδοσίας. Προδοσία θα πει: προδίδω, παραδίδω, καταδίδω φίλο, ευεργέτη, πολύτιμο κληροδότημα σε εχθρό, αντίπαλο, άνθρωπο επίβουλο και δόλιο».
Το διαδίκτυο έχει πλημμυρίσει από αναφορές σε εχθρούς, (ντόπιους και ξένους) της πατρίδας, του έθνους, του λαού. Μια απλή αναγραφή στις μηχανές αναζήτησης «Εχθροί της Ελλάδας» οδηγεί σε 2.340.000 αποτελέσματα. Ανάμεσά τους απόψεις όπως αυτές του Κωνσταντίνου Πλεύρη : «Οι εχθροί του Έθνους βρίσκονται ανάμεσά μας. Είναι άτομα που διαδίδουν συγκεκριμένες αντεθνικές απόψεις, οι οποίες με την βοήθεια του κράτους (εκπαίδευση κλπ) και των ΜΜΕ, προσπαθούν να επιβάλλουν. Μερικά από αυτά τα άτομα, είναι αλλόφυλα με Ελληνικά ονόματα, τα περισσότερα είναι γραικύλοι, δηλ. Ελληνόφωνοι προδότες».
Παράλληλα, σε πολλά «ελληνόψυχα» site δίδονται συμβουλές όπως η ακόλουθη:
Ο Έλλην σκληρός απέναντι στον εαυτό του, πρέπει να είναι σκληρός απέναντι στον εχθρό. Όλα τα μαλθακά συναισθήματα φιλίας, ανοχής, αγάπης πρέπει να καταπνιγούν. Μόνο μία σκέψη, έναν σκοπό έχει στο μυαλό του ο Έλλην Πολεμιστής: Αμείλικτη εξόντωση των εχθρών του Έθνους και του Ελληνισμού.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και οι ιδιωτικές συζητήσεις μοιάζει να κυριαρχούνται από το λόγο του μίσους, από μια ανεξέλεγκτη εχθροπάθεια, που είναι τόσο η καλλιέργεια όσο και η εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας. Ο πολιτικός και κοινωνικός λόγος έχει κυριαρχηθεί από τη μανιχαϊστική διχοτομία Εχθροί – Φίλοι. Η φαντασιακή κατασκευή του καλού και του κακού έχει πλήρως κυριαρχήσει στον κοινό νου, έχοντας προσλάβει διαστάσεις κοινού τόπου.
Η Μυθολογία περί Εχθρών στα νεωτερικά έθνη-κράτη
Για όσους ασχολούνται με την Πολιτική Επιστήμη, αλλά και με την ιστορία των ιδεών, αυτό το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Η περί εχθρών αφήγηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στον ιδεολογικό πυρήνα επί του οποίου συγκροτήθηκαν τα έθνη-κράτη.
Για να θεμελιωθεί αυτός ο Μύθος, τα έθνη-κράτη της νεωτερικότητας, ως «φαντασιακές κοινότητες [1], που είχαν ως άμεση προτεραιότητα τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ταυτότητας που θα λειτουργούσε ως ο συνεκτικός κρίκος τού εν τη γενέσει του κοινωνικού σχηματισμού, κατασκεύασαν, από τα πρώτα βήματα της δημιουργίας τους, Εχθρούς.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Bauman , συνοψίζοντας την κρατούσα επιστημονική άποψη για το ζήτημα αυτό: «Έχει επανειλημμένα υπογραμμιστεί σε όλες τις αναλύσεις για τα σύγχρονα κράτη ότι προσπάθησαν να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν όλες τις δομές και διαιρέσεις που θα μπορούσαν να είναι εμπόδια στην εθνική ενοποίηση. Τα εθνικά κράτη υποστηρίζουν το “νατιβισμό” και αντιμετωπίζουν τους υπηκόους τους ως “αυτόχθονες”. Προάγουν και επιβάλλουν την εθνική, θρησκευτική, γλωσσική και πολιτισμική ενοποίηση» [2].
Οι Εχθροί αποτέλεσαν διαχρονικά βασικό συστατικό στοιχείο του έθνους-κράτους της νεωτερικότητας. Αυτή η αντίληψη πήρε την ακραία της μορφή στη σκέψη του Carl Schmitt . Ο Schmitt , που είναι ένας από τους σημαντικότερους και πλέον αμφιλεγόμενους θεωρητικούς για το Κράτος και που υπηρέτησε με αφοσίωση το χιτλερικό καθεστώς, είχε ορίσει την ουσία της πολιτικής ως τη διάκριση ανάμεσα σε Φίλους και Εχθρούς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Schmitt :
«Η ειδικά πολιτική διάκριση, στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα, είναι η διάκριση Φίλου και Εχθρού…Ο πολιτικός Εχθρός δεν χρειάζεται να είναι ηθικά κακός, δεν χρειάζεται να είναι αισθητικά άσχημος, δεν είναι αναγκαίο να παρουσιάζεται ως οικονομικός ανταγωνιστής και μπορεί ίσως να φανεί ακόμα και συμφέρον να κάνει κανείς μαζί του εμπορικές δουλειές. Ο εχθρός είναι πάντα ο άλλος, ο Ξένος, και αρκεί για τον προσδιορισμό της ουσίας του το ότι είναι, με ένα ιδιαιτέρως έντονο νόημα, υπαρξιακά κάτι άλλο και ξένο, έτσι ώστε, στην ακραία περίπτωση να είναι δυνατές συγκρούσεις μαζί του που δεν μπορούν να κριθούν, ούτε δι’ ενός εκ των προτέρων θεσπισμένου γενικού κανόνα ούτε δια της απόφασης ενός “αμέτοχου” και γι’ αυτό “αμερόληπτου” τρίτου» [3].
Η ακροδεξιά και οι Εχθροί
Αυτή η ρητορική σημείωσε εντυπωσιακές αυξομειώσεις στην έντασή της, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Στις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, η ρητορική περί Εχθρού υπέστη σημαντική μετάλλαξη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επικεντρώθηκε στον εξωτερικό εχθρό, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, και υποβάθμισε τον εσωτερικό εχθρό, έχοντας μετακινηθεί προς μια πλέον ευρύχωρη ερμηνεία αυτών των θέσεων, στα πλαίσια της προσέγγισης του «συνταγματικού πατριωτισμού», που διατύπωσε ο J ü rgen Habermas [4].
Τις τελευταίες δεκαετίες, με την εμφάνιση, εκλογική επιτυχία και παγίωση των λαϊκιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων, παρατηρείται αναζωπύρωση του φαινομένου. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Sabrina Ramet , «ο Άλλος βρίσκεται στην καρδιά της ακροδεξιάς πολιτικής που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με όρους σύγκρουσης, με όρους “εμείς” εναντίον “αυτών”. Με τον τρόπο αυτό ο Άλλος μετατρέπεται σε “Εχθρό”» [5].
Χωρίς εχθρούς η ακροδεξιά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Οι εχθροί είναι το raisond ’ être για την πολιτική της παρουσία. Ακριβώς για αυτόν το λόγο, το Έθνος στην αντίληψη της ακροδεξιάς συγκροτείται κυρίως εξ αντιδιαστολής προς τους εχθρούς του.
Ο Cas Mudde έχει ορίσει τέσσερα είδη εχθρών που επινοεί η ακροδεξιά:
1) Εντός του Κράτους, εκτός του Έθνους
2) Εντός του Κράτους, εντός του Έθνους
3) Ε κτός του Κράτους, εντός του Έθνους
4) Εκτός του Κράτους, εκτός του Έθνους [6]
Η ελληνική ιδιομορφία
Το αξιοσημείωτο με την ελληνική περίπτωση είναι ότι η περί εχθρών ρητορεία στην Ελλάδα δεν είναι προνομιακός χώρος της ακροδεξιάς. Αντίθετα έχει διεισδύσει και στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο «φαιοκόκκινο μέτωπο» και ένα νέο υβρίδιο ιδεολογικού συγκρητισμού. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κατανοήσει κανείς την πολιτική γενεαλογία όσων κατακεραυνώνουν τους «εχθρούς». Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Εκεί, η περίοδος της λενινιστικής κυριαρχίας είχε αφήσει πίσω της ένα κενό, που δεν μπορούσε να καλύψει η προκομμουνιστική κληρονομιά. Παράλληλα όμως, εύκολα μπορούσε κανείς να εντοπίσει εναπομείναντα σημαντικά στοιχεία αυτής της διπλής κληρονομιάς. Τόσο ο κομμουνιστικός όσο και ο υπερεθνικιστικός λόγος ( discourse ) του Μεσοπολέμου έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η παρουσία αυτή γίνεται αντιληπτή τόσο με όρους πολιτικής προσφοράς όσο και με όρους κοινωνικής ζήτησης. Λειτουργεί και ως context και ως text. Το παρελθόν εργαλειοποιείται πολιτικά.
Η υπερεθνικιστική και η κομμουνιστική κληρονομιά (ιδίως μετά την εθνικιστική μετάλλαξη των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ύστερη φάση τους) δεν συνιστούν δύο εντελώς διαφορετικές διανοητικές κατασκευές. Αντίθετα διαπλέκονται στενά μεταξύ τους, έχοντας ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή τη μονιστική αντίληψη για το Έθνος και την απέχθεια προς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Με τα λόγια του Niko Ago , για την Αλβανία, «η γενιά μου μεγάλωσε με την υποχρέωση να μισεί κάθε τι δυτικό. Μετά και ανατολικό. Ακόμα και κινέζικο, κάποια στιγμή. Όλος ο κόσμος ήταν εχθρός».
Αυτό το υβρίδιο έχει οδηγήσει σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο φαινόμενο της «φαιοκόκκινης ψήφου» [7], όπου ψηφοφόροι που ασπάζονται τον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της ακροδεξιάς ψηφίζουν αριστερά κόμματα (συνήθως τα μη μεταρρυθμισμένα κομμουνιστικά κόμματα), ενώ συχνά παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο.
Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που στην Ελλάδα, ο ακροδεξιός και λαϊκιστής Πάνος Καμμένος βρίσκει την υψηλότερη δημοφιλία του (49%!) ανάμεσα στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή την πολιτική πελατεία καλείται να εξυπηρετήσει ο Αλέξης Τσίπρας, αρθρώνοντας ένα νατιβιστικό και εθνικιστικό πολιτικό λόγο [8]. Η κοινωνική ζήτηση οδηγεί και σε ανάλογη πολιτική προσφορά.
Ο εγκλωβισμός, στην Ελλάδα της κρίσης, στη ρητορεία περί εχθρών, μας υποχρεώνει να θυμηθούμε και πάλι τα αυτονόητα. Στις διεθνείς σχέσεις και διαπραγματεύσεις δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι. Υπάρχουν συσχετισμοί δυνάμεων. Το διατύπωσε με εξαιρετική ακρίβεια ο Ελευθέριος Βενιζέλος: «Να το πάρωμεν απόφασιν, ότι δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ Θεός της Ελλάδος. Ένας είναι ο Θεός δι’ όλα τα έθνη. Η φρόνησις, η διορατικότης, η προορατικότης, η επαφή με την πραγματικότητα. Ιδού τι θα μας βοηθήση θετικά να επανορθώσωμεν ό,τι είναι επανορθώσιμον".
Στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάρχουν γνήσιοι Έλληνες και λιγότερο Έλληνες. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κραδαίνει «ελληνόμετρα». Αυτές οι αντιλήψεις δοκιμάζουν τα ίδια τα όρια της αντοχής της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Όταν προσπαθούμε να αναζητήσουμε ενόχους, προδότες και εχθρούς, είναι σίγουρο ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα από την πολυπλοκότητα της ελληνικής κρίσης και πολύ περισσότεροι είμαστε ανίκανοι να την αντιμετωπίσουμε.
Φαντασιωνόμαστε ότι το ηρωικό «Ανάδελφον Έθνος» δεν έχει καμιά υποχρέωση να κατανοήσει τα αίτια της κρίσης και πολύ περισσότερο να τα καταπολεμήσει. Μόνη του και υπέρτατη υποχρέωση, ως προαιώνια ιστορική αποστολή, είναι να πολεμήσει με τους εχθρούς του, αφού «σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί…»
[1]Δες σχετικά Benedict Anderson, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Verso, 2006.
[2]Δες Zygmunt Bauman, “ Modernity and Ambivalence”, Theory, Culture & Society, Ιούνιος 1990 τ . 7 no. 2 σελ . 143-169. Τις θέσεις του αυτές ο Bauman ανέπτυξε αναλυτικότερα στο βιβλίο του Modernity and Ambivalence, Cornell University Press, 1991.
[3]Δες Carl Schmitt, The Concept of the Political, University Of Chicago Press, διευρυμένη έκδοση , 2007.
[4]Δες σχετικά Jürgen Habermas, The Inclusion of the Other: Studies in Political Theory, MIT Press, 1998, του ιδίου Europe: The Faltering Project, Polity, 2009 και Frank Michelman, «Morality, Identity and “Constititutional Patriotism”», Ratio Juris, 14: 2001, 253-171.
[5]Δες Sabrina Ramet ( επιμ .), The Radical Right in Central and Eastern Europe since 1989, The Pennsylvania State University Press, Pennsylvania 1999 , σελ . 4.
[6] Δες Cas Mudde , Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011, σελ. 115.
[7]Δες John Ishiyama “Historical legacies and the size of the red-brown vote in post-communist politics”, στο Michael Minkenberg (ed.) Historical Legacies and the Radical Right in Post-Cold War Central and Eastern Europe, ibidem-Verlag, 2010, σελ . 63-90.
[8] Δες Γιώργος Σιακαντάρης, «Οι “φίλοι του λαού”» και ο νατιβισμός του Τσίπρα», AthensVoice, 28/2/2012.
Στις 8 Ιανουαρίου 2012, ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, μιλώντας στους πιστούς, στο κήρυγμά του, στον Άγιο Δημήτριο στα Μυκονιάτικα, υποστήριξε ότι σήμερα ο « εχθρός είναι εντός των τειχών. Αλλά δεν είναι κρίμα να γινόμαστε σκλάβοι έτσι, χωρίς να προσέχουμε και να έχουμε μέσα μας αυτό το φρόνημα που μας δίνει η Εκκλησία μας και η πατρίδα μας;». Λίγους μήνες ενωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 2011, ο Αλέξης Τσίπρας είχε μιλήσει για έσχατη προδοσία για τον ελληνικό λαό και για την πατρίδα που διέπραττε η τότε κυβέρνηση, για να υπογραμμίσει πρόσφατα ότι «τούτη είναι η ώρα της συσπείρωσης, του κοινού αγώνα και του κοινού μετώπου απέναντι στον κοινό εχθρό, που είναι οι δυνάμεις του κεφαλαίου και της κυβέρνησης». Πιο γλαφυρός ο Φαήλος Κρανιδιώτης, σύμβουλος του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά σε άρθρο του με τίτλο « Οι Εχθροί του Λαού»
υποστήριζε ότι «όσο η φτώχεια θα κάνει επιδρομές στις γειτονιές, όσο οι λαϊκοί άνθρωποι θα βλέπουν την ζωή τους να εξαθλιώνεται, τόσο πιο επιτακτική θα γίνεται η ανάγκη τους για Ηγεσία, συσπείρωση, αντίδραση στους Εχθρούς του Λαού. Γιατί οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος, οι νταβατζήδες και οι πολιτικοί αφανείς ή εμφανείς εταίροι τους, οι θεραπαινίδες ξένων συμφερόντων ή και εγχωρίων ιδιωτών, που υποκρίνονται τους λειτουργούς της ενημέρωσης, οι αρκουδόμαγκες του πατριωτισμού ή της …σωφροσύνης, είναι Εχθροί του Λαού, Εχθροί της Δημοκρατίας».
Η Αλέκα Παπαρρήγα και το ΚΚΕ μας καλούν να συναντηθούμε «στον ίδιο δρόμο για τα σύγχρονα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, για να εμποδίσουμε και να ανατρέψουμε τον κοινό εχθρό μας, τη δικτατορία των μονοπωλίων, την Ε.Ε., τα κόμματα που τα υπηρετούν». Στο ίδιο μήκος κύματος η Λιάνα Κανέλλη υποστηρίζει ότι «στη χωματερή του ταξικού πολέμου διεξάγεται ένας παράλληλος υπόγειος, κυρίως όμως φροντισμένα ανεπαίσθητος, άλλος πόλεμος που καταστρέφει συστηματικά τη νοητική υποδομή των μαζών…Η κατάχρηση εννοιών και η χρησιμοποίησή τους για τα συμφέροντα του εχθρού, καταβροχθίζει και τ΄ απομεινάρια του κοινού τόπου πάλης των ιδεών που είναι η γλώσσα».
Ο Πάνος Καμμένος, με έναν παραληρηματικό και ασυνάρτητο λόγο, συνεχώς αναφέρεται σε προδότες του Έθνους και προσκυνημένους, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στα σχέδια που έχουν οι εντός και εκτός χώρας εχθροί μας. Ο Γιάννης Δημαράς υπερθεματίζει, χαρακτηρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «απολυταρχικούς και εχθρούς του λαού». Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος κατονομάζει τους « εχθρούς της πατρίδας μας, που είναι οι Τούρκοι, οι Σκοπιανοί και οι Αλβανοί».
Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, που βάσισε όλη την πολιτική του διαδρομή στον εντοπισμό και την καταγγελία των εχθρών της Ελλάδας, δήλωσε πρόσφατα ότι δεν ανέχεται άλλο «τη γερμανική μπότα» και αιτιολόγησε την αποχώρησή του από την κυβέρνηση Παπαδήμου με τη δήλωση: «Είδα πράγματα που τρόμαξα. Είδα πράγματα που είπα: Δεν μπορώ να γίνω εχθρός του λαού».
Ο Λάκης Λαζόπουλος κλιμακώνει ακόμα περισσότερο την ένταση, δηλώνοντας ότι «ο πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει» για να συμπεράνει ότι « οι εχθροί κυκλοφορούν και εντός συνόρων». Για να καταλήξουμε στον Χρήστο Γιανναρά που δεν διστάζει να μιλήσει για «εσχάτη προδοσία»: «Το έγκλημα της “έσχατης προδοσίας” προτού να είναι νομικός καταλογισμός, είναι πράξη συντελεσμένη, κοινωνικά πιστοποιούμενη. Αν σκοπιμότητες επιβάλλουν να μη λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν σημαίνει ότι μπορούμε και να εξαλείψουμε τα πράγματα, τα πεπραγμένα της έσχατης προδοσίας. Προδοσία θα πει: προδίδω, παραδίδω, καταδίδω φίλο, ευεργέτη, πολύτιμο κληροδότημα σε εχθρό, αντίπαλο, άνθρωπο επίβουλο και δόλιο».
Το διαδίκτυο έχει πλημμυρίσει από αναφορές σε εχθρούς, (ντόπιους και ξένους) της πατρίδας, του έθνους, του λαού. Μια απλή αναγραφή στις μηχανές αναζήτησης «Εχθροί της Ελλάδας» οδηγεί σε 2.340.000 αποτελέσματα. Ανάμεσά τους απόψεις όπως αυτές του Κωνσταντίνου Πλεύρη : «Οι εχθροί του Έθνους βρίσκονται ανάμεσά μας. Είναι άτομα που διαδίδουν συγκεκριμένες αντεθνικές απόψεις, οι οποίες με την βοήθεια του κράτους (εκπαίδευση κλπ) και των ΜΜΕ, προσπαθούν να επιβάλλουν. Μερικά από αυτά τα άτομα, είναι αλλόφυλα με Ελληνικά ονόματα, τα περισσότερα είναι γραικύλοι, δηλ. Ελληνόφωνοι προδότες».
Παράλληλα, σε πολλά «ελληνόψυχα» site δίδονται συμβουλές όπως η ακόλουθη:
Ο Έλλην σκληρός απέναντι στον εαυτό του, πρέπει να είναι σκληρός απέναντι στον εχθρό. Όλα τα μαλθακά συναισθήματα φιλίας, ανοχής, αγάπης πρέπει να καταπνιγούν. Μόνο μία σκέψη, έναν σκοπό έχει στο μυαλό του ο Έλλην Πολεμιστής: Αμείλικτη εξόντωση των εχθρών του Έθνους και του Ελληνισμού.
Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι δημόσιες τοποθετήσεις αλλά και οι ιδιωτικές συζητήσεις μοιάζει να κυριαρχούνται από το λόγο του μίσους, από μια ανεξέλεγκτη εχθροπάθεια, που είναι τόσο η καλλιέργεια όσο και η εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας. Ο πολιτικός και κοινωνικός λόγος έχει κυριαρχηθεί από τη μανιχαϊστική διχοτομία Εχθροί – Φίλοι. Η φαντασιακή κατασκευή του καλού και του κακού έχει πλήρως κυριαρχήσει στον κοινό νου, έχοντας προσλάβει διαστάσεις κοινού τόπου.
Η Μυθολογία περί Εχθρών στα νεωτερικά έθνη-κράτη
Για όσους ασχολούνται με την Πολιτική Επιστήμη, αλλά και με την ιστορία των ιδεών, αυτό το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο. Η περί εχθρών αφήγηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στον ιδεολογικό πυρήνα επί του οποίου συγκροτήθηκαν τα έθνη-κράτη.
Για να θεμελιωθεί αυτός ο Μύθος, τα έθνη-κράτη της νεωτερικότητας, ως «φαντασιακές κοινότητες [1], που είχαν ως άμεση προτεραιότητα τη συγκρότηση μιας νέας εθνικής ταυτότητας που θα λειτουργούσε ως ο συνεκτικός κρίκος τού εν τη γενέσει του κοινωνικού σχηματισμού, κατασκεύασαν, από τα πρώτα βήματα της δημιουργίας τους, Εχθρούς.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Bauman , συνοψίζοντας την κρατούσα επιστημονική άποψη για το ζήτημα αυτό: «Έχει επανειλημμένα υπογραμμιστεί σε όλες τις αναλύσεις για τα σύγχρονα κράτη ότι προσπάθησαν να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν όλες τις δομές και διαιρέσεις που θα μπορούσαν να είναι εμπόδια στην εθνική ενοποίηση. Τα εθνικά κράτη υποστηρίζουν το “νατιβισμό” και αντιμετωπίζουν τους υπηκόους τους ως “αυτόχθονες”. Προάγουν και επιβάλλουν την εθνική, θρησκευτική, γλωσσική και πολιτισμική ενοποίηση» [2].
Οι Εχθροί αποτέλεσαν διαχρονικά βασικό συστατικό στοιχείο του έθνους-κράτους της νεωτερικότητας. Αυτή η αντίληψη πήρε την ακραία της μορφή στη σκέψη του Carl Schmitt . Ο Schmitt , που είναι ένας από τους σημαντικότερους και πλέον αμφιλεγόμενους θεωρητικούς για το Κράτος και που υπηρέτησε με αφοσίωση το χιτλερικό καθεστώς, είχε ορίσει την ουσία της πολιτικής ως τη διάκριση ανάμεσα σε Φίλους και Εχθρούς. Γράφει χαρακτηριστικά ο Schmitt :
«Η ειδικά πολιτική διάκριση, στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα, είναι η διάκριση Φίλου και Εχθρού…Ο πολιτικός Εχθρός δεν χρειάζεται να είναι ηθικά κακός, δεν χρειάζεται να είναι αισθητικά άσχημος, δεν είναι αναγκαίο να παρουσιάζεται ως οικονομικός ανταγωνιστής και μπορεί ίσως να φανεί ακόμα και συμφέρον να κάνει κανείς μαζί του εμπορικές δουλειές. Ο εχθρός είναι πάντα ο άλλος, ο Ξένος, και αρκεί για τον προσδιορισμό της ουσίας του το ότι είναι, με ένα ιδιαιτέρως έντονο νόημα, υπαρξιακά κάτι άλλο και ξένο, έτσι ώστε, στην ακραία περίπτωση να είναι δυνατές συγκρούσεις μαζί του που δεν μπορούν να κριθούν, ούτε δι’ ενός εκ των προτέρων θεσπισμένου γενικού κανόνα ούτε δια της απόφασης ενός “αμέτοχου” και γι’ αυτό “αμερόληπτου” τρίτου» [3].
Η ακροδεξιά και οι Εχθροί
Αυτή η ρητορική σημείωσε εντυπωσιακές αυξομειώσεις στην έντασή της, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Στις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, η ρητορική περί Εχθρού υπέστη σημαντική μετάλλαξη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επικεντρώθηκε στον εξωτερικό εχθρό, στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, και υποβάθμισε τον εσωτερικό εχθρό, έχοντας μετακινηθεί προς μια πλέον ευρύχωρη ερμηνεία αυτών των θέσεων, στα πλαίσια της προσέγγισης του «συνταγματικού πατριωτισμού», που διατύπωσε ο J ü rgen Habermas [4].
Τις τελευταίες δεκαετίες, με την εμφάνιση, εκλογική επιτυχία και παγίωση των λαϊκιστικών ριζοσπαστικών δεξιών κομμάτων, παρατηρείται αναζωπύρωση του φαινομένου. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Sabrina Ramet , «ο Άλλος βρίσκεται στην καρδιά της ακροδεξιάς πολιτικής που αντιλαμβάνεται τον κόσμο με όρους σύγκρουσης, με όρους “εμείς” εναντίον “αυτών”. Με τον τρόπο αυτό ο Άλλος μετατρέπεται σε “Εχθρό”» [5].
Χωρίς εχθρούς η ακροδεξιά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Οι εχθροί είναι το raisond ’ être για την πολιτική της παρουσία. Ακριβώς για αυτόν το λόγο, το Έθνος στην αντίληψη της ακροδεξιάς συγκροτείται κυρίως εξ αντιδιαστολής προς τους εχθρούς του.
Ο Cas Mudde έχει ορίσει τέσσερα είδη εχθρών που επινοεί η ακροδεξιά:
1) Εντός του Κράτους, εκτός του Έθνους
2) Εντός του Κράτους, εντός του Έθνους
3) Ε κτός του Κράτους, εντός του Έθνους
4) Εκτός του Κράτους, εκτός του Έθνους [6]
Η ελληνική ιδιομορφία
Το αξιοσημείωτο με την ελληνική περίπτωση είναι ότι η περί εχθρών ρητορεία στην Ελλάδα δεν είναι προνομιακός χώρος της ακροδεξιάς. Αντίθετα έχει διεισδύσει και στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς, διαμορφώνοντας ένα ιδιότυπο «φαιοκόκκινο μέτωπο» και ένα νέο υβρίδιο ιδεολογικού συγκρητισμού. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να κατανοήσει κανείς την πολιτική γενεαλογία όσων κατακεραυνώνουν τους «εχθρούς». Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Εκεί, η περίοδος της λενινιστικής κυριαρχίας είχε αφήσει πίσω της ένα κενό, που δεν μπορούσε να καλύψει η προκομμουνιστική κληρονομιά. Παράλληλα όμως, εύκολα μπορούσε κανείς να εντοπίσει εναπομείναντα σημαντικά στοιχεία αυτής της διπλής κληρονομιάς. Τόσο ο κομμουνιστικός όσο και ο υπερεθνικιστικός λόγος ( discourse ) του Μεσοπολέμου έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η παρουσία αυτή γίνεται αντιληπτή τόσο με όρους πολιτικής προσφοράς όσο και με όρους κοινωνικής ζήτησης. Λειτουργεί και ως context και ως text. Το παρελθόν εργαλειοποιείται πολιτικά.
Η υπερεθνικιστική και η κομμουνιστική κληρονομιά (ιδίως μετά την εθνικιστική μετάλλαξη των κομμουνιστικών καθεστώτων στην ύστερη φάση τους) δεν συνιστούν δύο εντελώς διαφορετικές διανοητικές κατασκευές. Αντίθετα διαπλέκονται στενά μεταξύ τους, έχοντας ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή τη μονιστική αντίληψη για το Έθνος και την απέχθεια προς τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Με τα λόγια του Niko Ago , για την Αλβανία, «η γενιά μου μεγάλωσε με την υποχρέωση να μισεί κάθε τι δυτικό. Μετά και ανατολικό. Ακόμα και κινέζικο, κάποια στιγμή. Όλος ο κόσμος ήταν εχθρός».
Αυτό το υβρίδιο έχει οδηγήσει σε αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στο φαινόμενο της «φαιοκόκκινης ψήφου» [7], όπου ψηφοφόροι που ασπάζονται τον σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της ακροδεξιάς ψηφίζουν αριστερά κόμματα (συνήθως τα μη μεταρρυθμισμένα κομμουνιστικά κόμματα), ενώ συχνά παρατηρείται και το αντίστροφο φαινόμενο.
Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που στην Ελλάδα, ο ακροδεξιός και λαϊκιστής Πάνος Καμμένος βρίσκει την υψηλότερη δημοφιλία του (49%!) ανάμεσα στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή την πολιτική πελατεία καλείται να εξυπηρετήσει ο Αλέξης Τσίπρας, αρθρώνοντας ένα νατιβιστικό και εθνικιστικό πολιτικό λόγο [8]. Η κοινωνική ζήτηση οδηγεί και σε ανάλογη πολιτική προσφορά.
Ο εγκλωβισμός, στην Ελλάδα της κρίσης, στη ρητορεία περί εχθρών, μας υποχρεώνει να θυμηθούμε και πάλι τα αυτονόητα. Στις διεθνείς σχέσεις και διαπραγματεύσεις δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι. Υπάρχουν συσχετισμοί δυνάμεων. Το διατύπωσε με εξαιρετική ακρίβεια ο Ελευθέριος Βενιζέλος: «Να το πάρωμεν απόφασιν, ότι δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ Θεός της Ελλάδος. Ένας είναι ο Θεός δι’ όλα τα έθνη. Η φρόνησις, η διορατικότης, η προορατικότης, η επαφή με την πραγματικότητα. Ιδού τι θα μας βοηθήση θετικά να επανορθώσωμεν ό,τι είναι επανορθώσιμον".
Στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάρχουν γνήσιοι Έλληνες και λιγότερο Έλληνες. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να κραδαίνει «ελληνόμετρα». Αυτές οι αντιλήψεις δοκιμάζουν τα ίδια τα όρια της αντοχής της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Όταν προσπαθούμε να αναζητήσουμε ενόχους, προδότες και εχθρούς, είναι σίγουρο ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τίποτα από την πολυπλοκότητα της ελληνικής κρίσης και πολύ περισσότεροι είμαστε ανίκανοι να την αντιμετωπίσουμε.
Φαντασιωνόμαστε ότι το ηρωικό «Ανάδελφον Έθνος» δεν έχει καμιά υποχρέωση να κατανοήσει τα αίτια της κρίσης και πολύ περισσότερο να τα καταπολεμήσει. Μόνη του και υπέρτατη υποχρέωση, ως προαιώνια ιστορική αποστολή, είναι να πολεμήσει με τους εχθρούς του, αφού «σπαθιά κρατούσαν οι οχτροί…»
[1]Δες σχετικά Benedict Anderson, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Verso, 2006.
[2]Δες Zygmunt Bauman, “ Modernity and Ambivalence”, Theory, Culture & Society, Ιούνιος 1990 τ . 7 no. 2 σελ . 143-169. Τις θέσεις του αυτές ο Bauman ανέπτυξε αναλυτικότερα στο βιβλίο του Modernity and Ambivalence, Cornell University Press, 1991.
[3]Δες Carl Schmitt, The Concept of the Political, University Of Chicago Press, διευρυμένη έκδοση , 2007.
[4]Δες σχετικά Jürgen Habermas, The Inclusion of the Other: Studies in Political Theory, MIT Press, 1998, του ιδίου Europe: The Faltering Project, Polity, 2009 και Frank Michelman, «Morality, Identity and “Constititutional Patriotism”», Ratio Juris, 14: 2001, 253-171.
[5]Δες Sabrina Ramet ( επιμ .), The Radical Right in Central and Eastern Europe since 1989, The Pennsylvania State University Press, Pennsylvania 1999 , σελ . 4.
[6] Δες Cas Mudde , Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011, σελ. 115.
[7]Δες John Ishiyama “Historical legacies and the size of the red-brown vote in post-communist politics”, στο Michael Minkenberg (ed.) Historical Legacies and the Radical Right in Post-Cold War Central and Eastern Europe, ibidem-Verlag, 2010, σελ . 63-90.
[8] Δες Γιώργος Σιακαντάρης, «Οι “φίλοι του λαού”» και ο νατιβισμός του Τσίπρα», AthensVoice, 28/2/2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου