Του Gérard Bensussan, http://booksjournal.gr
Πώς και ο Μπαντιού έγινε αντισημίτης, γιατί η παράδοση του Σαρτρ ή του Μπλανσό δεν εμπνέει τη σύγχρονη γαλλική αριστερά. Ένα σημαντικό άρθρο για τη σημερινή επέλαση του αντισημιτισμού και τη σύγκλιση άκρας δεξιάς και άκρας αριστεράς, με αφορμή τη Γάζα.
Το άρθρο που ακολουθεί, γραμμένο από τον καθηγητή φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου Ζεράρ Μπενσουσάν (Gérard Bensussan), και το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Λιμπερασιόν» (Libération, 22/7/2014), παίρνει αφορμή από τις πρόσφατες αντισημιτικές διαδηλώσεις στο Παρίσι για να επισημάνει μία υπαρκτή πλέον πραγματικότητα, αυτήν της επανόδου του αρχαιότερου μίσους στον κόσμο, του μίσους κατά των Εβραίων, στον δημόσιο χώρο. Κατά τον συγγραφέα, η σύγκλιση της άκρας δεξιάς (τύπου Ντιεντοννέ και Σοράλ) με ένα πολύ μεγάλο τμήμα της άκρας αριστεράς φαίνεται ήδη να επιτυγχάνεται πάνω στον αντισημιτισμό, και οι δύο δυνάμεις, υπό το πρόσχημα του πολέμου στην Γάζα, συμπλέουν, επ’ αυτού του θέματος, ιδεολογικά και πολιτικά, και μάλιστα η άκρα αριστερά, επιστρέφοντας σε κάποιες αντισημιτικές πηγές της, μοιάζει να υλοποιεί το εδραίο αντισημιτικό σχέδιο της άκρας δεξιάς! Αξίζει να διαβασθεί με προσοχή και να προβληματίσει αυτό το σημαντικό άρθρο, αφού ο συγγραφέας του, προβαίνοντας σε μια νοηματικά πυκνή χαρτογράφηση του νέου ιδεολογικο-πολιτικού πεδίου και των απειλητικών δυνάμεων που το συνέχουν, μας καλεί, ταυτοχρόνως, να ξανασκεφθούμε την φύση του αντισημιτικού φαινομένου, την διάρκειά του και τις μετενσαρκώσεις του. Ανδρέας ΠανταζόπουλοςΜετά τις βίαιες επιθέσεις της τελευταίας εβδομάδας, όπου συναγωγές έγιναν αντικείμενο επονείδιστων επιθέσεων, θα ήθελα να επανέλθω σε ό,τι μου φαίνεται ότι προέρχεται από μία γενικευμένη και βίαιη απόρριψη και να ανιχνεύσω, πολύ συνοπτικά, τη γενεαλογία ενός μοναδικού φαινομένου, ανησυχητικού, λυπηρού — στο οποίο προστίθενται διάφορα στοιχεία (οι δηλώσεις ενός εκλεγμένου εκπροσώπου των Οικολόγων ή ακόμα οι πρόσφατες σχετικές δηλώσεις του [ιταλού κομμουνιστή φιλόσοφου] Τζιάννι Βάττιμο) και το καθιστούν ακόμα πιο ανάγλυφο. Είναι σαφές πλέον ότι οι ακροδεξιές τύπου Ντιεντοννέ ή Σοράλ πέτυχαν να ενσωματώσουν, στους λόγους και στις πρακτικές τους, ολόκληρα ιδεολογικά κομμάτια που προέρχονται από την άκρα αριστερά.
Ένα πρώτο σημείο: λίγο ενδιαφέρει να αγανακτούμε κατά της αντισημιτικής προέλασης και να το κάνουμε με τη συνήθη απερίσκεπτη, δηλαδή ορθοφρονούσα, ρητορική του μαχητικού «αντιφασισμού», αν δεν είμαστε ικανοί να αναστοχασθούμε πάλι και εκ νέου το σοκαριστικό αποτέλεσμα που παρήχθη, εδώ και κάποια χρόνια, από τις επεξεργασίες του Μπαντιού τις σχετικές με τις «κλίσεις της λέξης ‘εβραίος’». Αυτό το κείμενο αποτελεί καμπή — της οποίας μπορούμε να υπολογίσουμε το ρήγμα που άνοιξε. Όταν γράφεται, ενάντια σε κάθε λογική, ότι το «όνομα εβραίος» είναι «ναζιστική πολιτική δημιουργία» χωρίς προϋπάρχουσα αναφορά, ότι συνιστά χιτλερική επινόηση στην υπηρεσία της εξόντωσης, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι «εβραίος» είναι πλέον το κυρίαρχο σημαίνον των νέων αρίων, ότι οι Ισραηλινοί είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από εβραίοι (οριακά θα ήταν μόνον οι Σπινόζα, Μαρξ, Φρόυντ και κάποιοι άλλοι Ehrenjuden!), όταν διατυμπανίζεται ότι το Ισραήλ είναι αντισημιτική χώρα, όταν υποστηρίζονται με τέτοια σιγουριά τόσες ανοησίες, δίνουμε στη διαβολική λογική της μεταστροφής ή της διαστροφής, το στάτους σκέψης: όχι μόνον οι «εβραίοι» δεν είναι εβραίοι, αλλά είναι οι πραγματικοί ναζί. Και, «συνεπώς», εκείνοι που τους αντιμάχονται, εδώ, εκεί, είναι αυθεντικοί αντιναζί, θαρραλέοι και εκτεθειμένοι στο εκδικητικό και δολοφονικό μίσος των εβραίων-ναζί ή των ναζί-εβραίων.
Αυτό το εκτόπλασμα σκέψης έγινε, μέσα σε μερικά χρόνια, ένας τόπος της ιδεολογίας και της δράσης της άκρας αριστεράς, που κλίνεται σε όλες τις πτώσεις και όλους τους τόνους. Δεν οφείλεται νομίζω μόνο στην ισχύ της πίστης του Μπαντιού (οι υποθέσεις του, επ’ αυτού ειδικά του σημείου, είναι πραγματικά πενιχρές), αλλά στη συγκυρία, σε ένα κλίμα, σε μία κατάσταση των πολιτικών δυνάμεων, σε μια απαίσια μετάλλαξη. Η πολιτική ανάλυση, «η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης», όπως λέγαμε παλιότερα, πρέπει να κατανοείται και να εξασκείται ως στοχασμός των συγκυριών τού πράττειν. Αλλιώς, η πολιτική δεν είναι πλέον πολιτική, αλλά μία αρχή αφηρημένης απροσδιοριστίας που κατανέμει μία και την αυτήν υπόσταση (το κεφάλαιο, για παράδειγμα), υπό διάφορες αλλά υποστασιακά ταυτόσημες τυχαιότητες, την δημοκρατία και τον φασισμό, τις δυνάμεις καταστολής και τα SS, την Γάζα και το γκέτο της Βαρσοβίας. Υπ’ αυτό το προηγούμενο και αυτήν την μνήμη, τι συνέβη, πριν μερικούς μήνες, πολιτικά, πολιτισμικά, ιδεολογικά γύρω από την «υπόθεση» Ντιεντοννέ; Τί αποκρύπτει και τί δείχνει αυτή η διακριτή «στιγμή»;
Σηματοδότησε, για τους αφελείς, στους οποίους ανήκω, μία έκπληξη, μία απρόσμενη αφορμή στην επιστροφή ενός απωθημένου περιεχομένου, ως εάν αίφνης η υπόθεση Ντιεντοννέ να ενέγραψε μία τομή, μία μεταστροφή (μία κενέλ;), μία «απελευθέρωση» του ρατσιστικού λόγου — η έκφραση του οποίου βλέπουμε σήμερα ότι δείχνει ένα ξέσπασμα αυτού που αρχικά ήταν υπό καταστολή, τη βίαιη ρευστοποίηση των αναβαθμών της ξεπερασμένης λογοκρισίας, σαν να σαρώθηκαν από ένα πελώριο κύμα.
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, το παριζιάνικο πλακόστρωτο αντήχησε τον Γενάρη, έπειτα πάλι αυτές εδώ τις ημέρες, από κραυγές μίσους και θανάτου, «θάνατος στους εβραίους», «εβραίοι έξω από την Γαλλία». Κατά έναν κάποιο τρόπο, τίποτα το καινούργιο, απλώς, αντίστροφα, μία επιστροφή στην κανονικότητα, τη δημόσια και διεκδικούμενη πολιτικά παλινόρθωση μιας πολύ παλιάς αντιπάθειας μετά από ένα σύντομο διάλειμμα πενήντα ετών — εξού και το ρεύμα μιας «ελευθερωμένης» ομιλίας. Αλλά ο «αυθόρμητος» προοδευτισμός που κυβερνά με παβλοφικό τρόπο την πρόσληψή μας για τα πολιτικά γεγονότα είχε πεισθεί ότι ο χρόνος αυτού του παλιού ευρωπαϊκού αντισημιτισμού είχε επίσης παρέλθει, όπως η λάμπα λαδιού ή το ανεμόπτερο του παππού. Δεν αρκεί όμως να έχουμε αποδείξει τη φιλοσοφική ματαιότητα αυτού του προοδευτισμού για να ξεμπερδεύουμε με τις ψευδαισθήσεις και τις τυφλώσεις που προκαλεί και κουβαλάει.
Χρειάζεται ίσως να ξαναθυμηθούμε τη λέξη του Λένιν σχετικά με τον αντισημιτισμό. Αυτός ο τελευταίος, έλεγε, είναι «αιώνια νέος». Που πάει να πει ότι η ίδια η διαιώνισή του δεν μπορεί να υπάρξει παρά υπό την προϋπόθεση της ανανέωσής του και ότι οι μετενσαρκώσεις του σηματοδοτούν λιγότερο αυθεντικές διαφορές και περισσότερο έγχρονες τροποποιήσεις μιας ίδιας «αιώνιας» συνέχειας.
Η «στιγμή» Ντιεντοννέ, η «καινοτομία» της, η σκέψη που επιτρέπει, οι απανωτές επιπτώσεις της υποχρεώνουν να δούμε κατάματα την οδυνηρή αναγκαιότητα να σκεφθούμε τις ακροδεξιές στη μύχια συνάφειά τους με τις ακροαριστερές.
Θυμάμαι μια γενιά, αυτή των μεγάλων προπατόρων, τον Σαρτρ («ούτε ένας Γάλλος δεν θα είναι ασφαλής όσο ένας εβραίος, στην Γαλλία και σε όλο τον κόσμο, θα φοβάται για τη ζωή του») ή τον Μπλανσό («η αναγέννηση του κράτους του Ισραήλ, καθώς και η πιο ζωντανή συνειδητοποίηση του κινήτρου που μπορεί μια καταπιεστική συνθήκη να μας δώσει ώστε να προχωρήσουμε») — γενιά για την οποία η υποστήριξη στο κίνημα εθνικής χειραφέτησης του παλαιστινιακού λαού συμπορευόταν με μία απροϋπόθετη αφοσίωση στην ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ. Αυτό στους νεώτερους θα φανεί άτοπο ή ανέφικτο. Σε αυτό το μεσοδιάστημα, και η παρέμβαση του Μπαντιού παίζει από την άποψη αυτή κρίσιμο ρόλο, υπό το προκάλυμμα ενός ενίοτε μανικού αντισιωνισμού, η άκρα αριστερά, ή μάλλον μία ορισμένη άκρα αριστερά, όχι όλη, αλλά σχεδόν όλη, συνήργησε στο να ξαναδώσει στον πιο πλατύ αντισημιτισμό μία νομιμοποίηση την οποία η άκρα δεξιά ονειρευόταν και που ο αριστερισμός την έκανε ή την ξανάκανε πράξη. Γιατί είναι επίσης αλήθεια ότι αυτός ο αριστερισμός ξαναπιάνει το νήμα με τα πιο αχαλίνωτα αντισημιτικά ρεύματα, από τον Προυντόν στον Ντύρινγκ, περνώντας από πολλούς άλλους, που ανέκαθεν ήταν εγκατεστημένα στα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κινήματα. Εδώ διαφαίνεται, κατά τη γνώμη μου, μια αύξουσα απειλή, κρίνοντάς την μέσω της φύσης ορισμένων λόγων που προέρχονται από φορείς του «ισλαμο-αριστερισμού», για να χρησιμοποιήσω μια μάλλον πολύ απροσδιόριστη έκφραση. Ο κίνδυνος είναι να παραχθεί αυτή η ένωση μιας «αντισιωνιστικής» αριστεράς και μιας αντισημιτικής δεξιάς (αυτό που εν μέρει πέτυχαν πολλές πρόσφατες διαδηλώσεις στους δρόμους, όντας το πρόδρομο και μάλιστα το πρώτο υπαρκτό σύμπτωμα). Αν αυτή η συμπύκνωση καταφέρει, ως πολιτική δύναμη, να συνενώσει την απόκληρη νεολαία, ή ένα μέρος της, τότε οι συνέπειες θα είναι τρομακτικές.
μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου