Της Ειρήνης Χρυσολωρά, NEA
Η 15η Μαΐου 2012 ήταν μια δύσκολη ημέρα
για την τότε ελληνική κυβέρνηση που είχε ως πρωθυπουργό τον Λουκά
Παπαδήμο. Ηταν η ημέρα που έληγε ένα ομόλογο 435 εκατ. ευρώ, το οποίο
δεν είχε ενταχθεί στη διαδικασία του κουρέματος και έπρεπε να
αποφασιστεί αν θα πληρωνόταν στο ακέραιο ή όχι. Τελικά, όπως αποδείχθηκε
στην πράξη, η απόφαση να πληρωθεί έκρινε καθοριστικά το ότι δεν θα
γινόμασταν Αργεντινή. Είχε προηγηθεί έντονο παρασκήνιο. Αμέσως μετά
την εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η
προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης, ο Παπαδήμος αισθανόταν ότι δεν είχε
τις καλύτερες προϋποθέσεις για να πάρει μια τέτοια απόφαση. Χειρίστηκε
όμως το θέμα με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα: επιστρατεύοντας τις
γνώσεις και την εμπειρία του για να κάνει μια εμπεριστατωμένη ανάλυση
(την παρέδωσε σε υπόμνημα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), αλλά και
ερχόμενος σε συνεννόηση με έναν προς έναν τους πολιτικούς αρχηγούς πριν
προχωρήσει σε απόφαση. Και, ω του θαύματος, παρά την πολιτική
ένταση των ημερών, η απόφαση ελήφθη αναίμακτα: οι πολιτικοί αρχηγοί, από
τον Αντώνη Σαμαρά και τον Βαγγέλη Βενιζέλο έως τον Αλέξη Τσίπρα, είτε
δεν έφεραν αντίρρηση στην πληρωμή του ομολόγου είτε επέλεξαν τουλάχιστον
στην πράξη να μη «βγουν απέναντι» δημοσίως, έχοντας προφανώς επίγνωση
των προβλημάτων αλλά και των κινδύνων που ελλόχευαν. Σοφή απόφαση, όπως
αποδεικνύεται εκ των υστέρων.
Η οικουμενική πολιτική κάλυψη έλυσε
τα χέρια του τότε υπουργού Οικονομικών Φίλιππου Σαχινίδη, που υπέγραψε
την εντολή να πληρωθεί το ομόλογο και αναχώρησε αμέσως για το Eurogroup
και το Ecofin της 15ης Μαΐου. Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Σαχινίδης είχε
προσκομίσει στον πρωθυπουργό εισήγηση των υπηρεσιών του υπουργείου
Οικονομικών που τάσσονταν υπέρ της πληρωμής του ομολόγου. Ομως δεν
μπορούσε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη μιας τέτοιας απόφασης. Μάλιστα
είχε υποβάλει την παραίτησή του στον Παπαδήμο, ο οποίος δεν την έκανε
δεκτή. Τότε ζήτησε τη σύγκληση των αρχηγών των κομμάτων προκειμένου να
καλύψουν πολιτικά τις ενέργειές του.
Δύσκολες στιγμές
Δύσκολες στιγμές
στο Προεδρικό
Ομολογουμένως η συγκυρία δεν ήταν εύκολη ούτε για τους αρχηγούς των
κομμάτων. Η αμηχανία τους έγινε φανερή σε συνάντησή τους υπό τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας, στις 13 Μαΐου, τα πρακτικά της οποίας είδαν το φως της
δημοσιότητας.
Στη συνάντηση εκείνη (απουσία του Παπαδήμου), η
οποία είχε αντικείμενο τον σχηματισμό κυβέρνησης, το θέμα έθεσε ο
Βενιζέλος, λέγοντας ότι πρέπει να βοηθηθεί η κυβέρνηση να λάβει απόφαση
για το συγκεκριμένο ομόλογο. Παίρνοντας τον λόγο ο Αντώνης Σαμαράς είπε
ότι θέλει πρώτα να ακούσει τη θέση του πρωθυπουργού, που είναι ειδήμων
στο θέμα. Σε ανάλογη τοποθέτηση ο Αλέξης Τσίπρας είχε τότε και αυτός
υποστηρίξει ότι θα τοποθετηθεί αφού πρώτα έχει μια συγκεκριμένη εισήγηση
από πλευράς Παπαδήμου. Μόνο ο Βενιζέλος είχε πει τότε ότι η προσωπική
του προδιάθεση ήταν να μην πληρωθεί το ομόλογο, αλλά θα την υποτάξει στη
συλλογική άποψη με βάση την εισήγηση του πρωθυπουργού, αν αυτή είναι
διαφορετική.
Τελικά ο τότε πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, αφού
συναντήθηκε ή επικοινώνησε τηλεφωνικά με όλους τους αρχηγούς, δεν
συνάντησε αντιστάσεις στην πληρωμή του ομολόγου. Ετσι τηλεφώνησε στον
Σαχινίδη να προχωρήσει στην υπογραφή του σχετικού εγγράφου. Θα μπορούσε
να αναρωτηθεί κανείς γιατί έγιναν όλα αυτά την τελευταία στιγμή. Στη
σύσκεψη υπό τον Κάρολο Παπούλια ο Τσίπρας είπε ότι δεν είναι λογικό να
μην υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση του προβλήματος
αυτού και μια εισήγηση της κυβέρνησης, δεδομένου ότι ήταν γνωστό από
πολύ καιρό και δεν προέκυψε μετά τις εκλογές.
Υπάρχει όμως και
εδώ ένα παρασκήνιο. Η κυβέρνηση διαπραγματευόταν έως την τελευταία
στιγμή με τους κατόχους των ομολόγων που δεν εντάχθηκαν στο PSI την
αποδοχή εκ μέρους τους ενός αντίστοιχου κουρέματος, έστω και εκτός
προθεσμίας. Αυτοί αντιπροσώπευαν ομόλογα 6,5 δισ. ευρώ ή το 3% του
συνόλου των ομολόγων που κατείχαν ιδιώτες. Τελικά δεν επετεύχθη
συμφωνία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει όσο γίνεται
περισσότερο το ποσοστό της συμμετοχής στο PSI ήταν και ο λόγος που ο
Βενιζέλος διεκήρυττε το προηγούμενο διάστημα ότι όσοι δεν ενταχθούν στο
κούρεμα δεν πρόκειται να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους εκ των υστέρων.
Είναι αυτονόητο ότι αν κάποιοι γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι θα
πληρωθούν στο ακέραιο δεν θα σπεύσουν να υποστούν το κούρεμα.
Τελικά η πίεση απέδωσε, αφού το 97% εντάχθηκε στο κούρεμα. Για το
υπόλοιπο 3% η κυβέρνηση αποφάσισε να μην πάρει το μεγάλο ρίσκο να θέσει
τη χώρα σε καθεστώς χρεοκοπίας.
Δεν είναι εύκολο να αποφασίσεις
να εξοφλήσεις σε έναν κερδοσκόπο ένα ομόλογο στο 100% της ονομαστικής
του τιμής όταν σε άλλους επενδυτές, από τράπεζες μέχρι ασφαλιστικά
ταμεία και μικροομολογιούχους, έχεις επιβάλει ένα γερό κούρεμα. Ομως η
κυβέρνηση Παπαδήμου, με υπουργό Οικονομικών τον Φίλιππο Σαχινίδη,
αποφάσισε τον Μάιο του 2012 ότι ηθικό και σωστό είναι αυτό που συμφέρει
το σύνολο της χώρας. Και το σύνολο των συμφερόντων της χώρας
εξυπηρετούσε, όπως έκρινε, η πληρωμή του ομολόγου των 435 εκατ. ευρώ.
Η συγκυρία δεν ευνοούσε τα ρίσκα
Η συγκυρία δεν ευνοούσε τα ρίσκα
Ποιο ήταν το σκεπτικό
του Λουκά Παπαδήμου
Ποια ήταν τα κριτήρια με τα οποία αποφάσισε ο Παπαδήμος, όπως τα
ανέλυσε τότε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στους αρχηγούς των
κομμάτων:
1Αν δεν πληρωνόταν το ομόλογο η χώρα θα ετίθετο σε καθεστώς χρεοκοπίας και η μελλοντική χρηματοδότησή της από τις αγορές θα ήταν ανέφικτη. Οι διεκδικήσεις, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Αργεντινής, θα διαρκούσαν μεγάλο διάστημα και τα αποτελέσματα θα ήταν άγνωστα. Μάλιστα, εκτός από τη χώρα προβλήματα χρηματοδότησης θα αντιμετώπιζαν και οι τράπεζες.
2Οι πιστωτές θα διεκδικούσαν περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, όπως συνέβη και με την Αργεντινή. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται από πηγές που συμμετείχαν στη διαπραγμάτευση τότε, οι διεκδικήσεις δεν θα αφορούσαν μόνο ακίνητα, αλλά και τις εκταμιεύσεις από το EFSF, που μας χρηματοδοτεί τις δόσεις του δανείου. Θα μπορούσαν δηλαδή να υπάρξουν επιπλοκές στην ομαλή χρηματοδότηση της χώρας από την ευρωζώνη.
3Αλλοι ομολογιούχοι και ιδίως αυτοί που διακρατούσαν τα 6,4 δισ. ευρώ τα οποία δεν εντάχθηκαν στο PSI θα μπορούσαν να ζητήσουν να καταστεί το χρέος άμεσα ληξιπρόθεσμο. Το πρόβλημα της στάσης πληρωμών θα έπαιρνε διαστάσεις, καθώς η Ελλάδα είχε να δώσει 435 εκατ. ευρώ, αλλά όχι 6 δισ. ευρώ εκείνη τη στιγμή
4Η διεθνής πρακτική ήταν να εξοφλούνται ομόλογα holdouts σε περίπτωση που το ποσοστό τους ήταν μικρό. Αυτό έκαναν μεταξύ άλλων Ρωσία, Ουκρανία, Ισημερινός και Ουρουγουάη με ποσοστά hold outs ως 7%.
5Η συγκυρία δεν ευνοούσε τα ρίσκα. Η Ελλάδα ήταν σε περίοδο μεγάλης πολιτικής αβεβαιότητας, αλλά και πιέσεων στο τραπεζικό σύστημα. Το μόνο που δεν χρειαζόταν ήταν να προστεθεί σε αυτά και ένα περιστατικό χρεοκοπίας.
1Αν δεν πληρωνόταν το ομόλογο η χώρα θα ετίθετο σε καθεστώς χρεοκοπίας και η μελλοντική χρηματοδότησή της από τις αγορές θα ήταν ανέφικτη. Οι διεκδικήσεις, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Αργεντινής, θα διαρκούσαν μεγάλο διάστημα και τα αποτελέσματα θα ήταν άγνωστα. Μάλιστα, εκτός από τη χώρα προβλήματα χρηματοδότησης θα αντιμετώπιζαν και οι τράπεζες.
2Οι πιστωτές θα διεκδικούσαν περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, όπως συνέβη και με την Αργεντινή. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται από πηγές που συμμετείχαν στη διαπραγμάτευση τότε, οι διεκδικήσεις δεν θα αφορούσαν μόνο ακίνητα, αλλά και τις εκταμιεύσεις από το EFSF, που μας χρηματοδοτεί τις δόσεις του δανείου. Θα μπορούσαν δηλαδή να υπάρξουν επιπλοκές στην ομαλή χρηματοδότηση της χώρας από την ευρωζώνη.
3Αλλοι ομολογιούχοι και ιδίως αυτοί που διακρατούσαν τα 6,4 δισ. ευρώ τα οποία δεν εντάχθηκαν στο PSI θα μπορούσαν να ζητήσουν να καταστεί το χρέος άμεσα ληξιπρόθεσμο. Το πρόβλημα της στάσης πληρωμών θα έπαιρνε διαστάσεις, καθώς η Ελλάδα είχε να δώσει 435 εκατ. ευρώ, αλλά όχι 6 δισ. ευρώ εκείνη τη στιγμή
4Η διεθνής πρακτική ήταν να εξοφλούνται ομόλογα holdouts σε περίπτωση που το ποσοστό τους ήταν μικρό. Αυτό έκαναν μεταξύ άλλων Ρωσία, Ουκρανία, Ισημερινός και Ουρουγουάη με ποσοστά hold outs ως 7%.
5Η συγκυρία δεν ευνοούσε τα ρίσκα. Η Ελλάδα ήταν σε περίοδο μεγάλης πολιτικής αβεβαιότητας, αλλά και πιέσεων στο τραπεζικό σύστημα. Το μόνο που δεν χρειαζόταν ήταν να προστεθεί σε αυτά και ένα περιστατικό χρεοκοπίας.
Εναντι όλων των παραπάνω κινδύνων, το πιθανό όφελος από μια απόφαση να
μην πληρωθούν οι ομολογιούχοι θα ήταν, όπως εκτιμάται, ένα ποσό το πολύ 3
δισ. ευρώ. Και αυτό γιατί τα δικαστήρια θα κατέληγαν σε έναν
συμβιβασμό, πιθανότατα στο 50% της αξίας των ομολόγων. Αλλά θα είχαν
περάσει τόσα χρόνια και θα είχε υποστεί τόσες συνέπειες η οικονομία που
δεν θα υπήρχε ουσιαστικά κανένα όφελος.
Τελικά, δεν είναι τυχαίο ότι κανένας πολιτικός αρχηγός δεν επέλεξε τότε να βάλει βέτο στην απόφαση.
Ομοιότητες
Ομοιότητες
και διαφορές
Ελλάδα και Αργεντινή δεν είναι απολύτως συγκρίσιμες περιπτώσεις. Εχουν,
βεβαίως, κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δύο είχαν χρέη που αδυνατούσαν να
εξυπηρετήσουν και προχώρησαν σε πρωτοφανούς μεγέθους αναδιαρθρώσεις.
Ομως ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν το πρόβλημα ήταν ριζικά
διαφορετικός. Το αποτέλεσμα ήταν η μεν Αργεντινή να βρεθεί στις 30
Ιουλίου φέτος, 13 χρόνια μετά την πτώχευσή της, εγκλωβισμένη από μια
απόφαση δικαστηρίου που δεν την αφήνει να ξεφύγει από το καθεστώς
χρεοκοπίας, η δε Ελλάδα να έχει απαλλαγεί από το φάσμα αυτό, έχοντας ήδη
αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές.
Η απόφαση Παπαδήμου – με τη
συναίνεση των πολιτικών αρχηγών – στις 15 Μαΐου 2012 να πληρωθεί το
ομόλογο των 435 εκατ. ευρώ που δεν είχε υπαχθεί στο PSI ήταν το
τελευταίο καθοριστικό βήμα της διαφορετικής τακτικής που ακολούθησε η
ελληνική πλευρά σε σχέση με την Αργεντινή. Από την αρχή, όμως, οι
επιλογές ήταν διαφορετικές.
Πώς κινήθηκαν
Πώς κινήθηκαν
οι δύο χώρες
Η Ελλάδα, μέλος της ευρωζώνης, θέλησε να κινηθεί με συντεταγμένο τρόπο
και έδωσε έμφαση στον εθελοντικό χαρακτήρα της αναδιάρθρωσης του χρέους
της. Ετσι, στην πραγματικότητα δεν κήρυξε ποτέ χρεοκοπία, με τη νομική
έννοια του όρου. Διαπραγματεύθηκε επί πολλούς μήνες με τους πιστωτές
της, με την εγγύηση της ευρωζώνης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και
του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF). Οι δανειστές είχαν
έτσι τη βάσιμη ελπίδα ότι η χώρα θα σταθεί στα πόδια της, θα επιστρέψει
στις αγορές και θα τους εξοφλήσει τα έστω και κουρεμένα ομόλογά τους.
Αυτό είναι καλύτερο από το τίποτα.
Ετσι και έγινε. Ο πρόεδρος του
IIF Τσαρλς Νταλλάρα πηγαινοερχόταν στην Αθήνα επί μήνες,
διαπραγματευόμενος με τον Παπαδήμο τους όρους της αναδιάρθρωσης.
Καθοριστική ήταν εξάλλου η δυνατότητα της Ελλάδας να ενεργοποιήσει τις
ρήτρες CACs (συλλογικής δράσης), οι οποίες της επέτρεψαν να εξασφαλίσει
συντριπτικές πλειοψηφίες σε επίπεδο γενικών συνελεύσεων ομολογιούχων.
Ετσι, στο τέλος πέτυχε ένα πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής: το 97% των
ιδιωτών που κατείχαν ομόλογα συνολικού ύψους 205,5 δισ. ευρώ δέχθηκαν να
υπαχθούν στο PSI (κούρεμα της ονομαστικής αξία τους κατά 53,5%). Με
άλλα λόγια κουρεύτηκαν ομόλογα αξίας 199 δισ. ευρώ και έμειναν εκτός
μόνο 6,5 δισ. ευρώ. Αυτοί ήταν οι holdouts, κατ’ άλλους vulture funds,
κατ’ άλλους «κοράκια».
Σήμερα από αυτά τα holdouts εχουν
απομείνει περίπου 2 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση Σαμαρά αποφάσισε να συνεχίσει
την τακτική Παπαδήμου και πλήρωσε όσα τέτοια ομόλογα έληγαν στη
διάρκεια των δύο τελευταίων ετών. Κάποια από τα «κοράκια», μάλιστα,
ξεφορτώθηκαν τα ομόλογα αυτά, καθώς το κερδοσκοπικό τους προφίλ
εξασθένισε με την είσοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Η Αργεντινή δεν επεδίωξε την εθελοντική προσέγγιση των δανειστών, αντίθετα προσπάθησε να επιβάλει μονομερώς όρους στους πιστωτές της και χωρίς την εγγύηση διεθνών παρατηρητών ή εγγυητών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Πτώχευσε το 2001 και προχώρησε εκ των υστέρων, 4 χρόνια μετά, στην πρώτη αναδιάρθρωση του χρέους της, εξασφαλίζοντας συμμετοχή μόνο 76%. Το 2010 έκανε νέα αναδιάρθρωση, με νέους όρους, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η συμμετοχή περιορίστηκε στο 90%. Στο μεταξύ συσσώρευσε εκατοντάδες αγωγές και αιτήσεις διαιτησίας, οι οποίες δημιούργησαν ένα καθεστώς αβεβαιότητας και ένα αρνητικό κλίμα για τη χώρα, που δεν της επέτρεψε ποτέ, επί 13 χρόνια, να επιστρέψει στις αγορές. Τα περιστατικά με απόπειρες κατάσχεσης περιουσιακών της στοιχείων στο εξωτερικό, όπως πλοία αλλά και το προεδρικό της αεροπλάνο, ήταν χαρακτηριστικά του κλίματος που επικρατούσε εναντι της χώρας.
Η Αργεντινή δεν επεδίωξε την εθελοντική προσέγγιση των δανειστών, αντίθετα προσπάθησε να επιβάλει μονομερώς όρους στους πιστωτές της και χωρίς την εγγύηση διεθνών παρατηρητών ή εγγυητών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Πτώχευσε το 2001 και προχώρησε εκ των υστέρων, 4 χρόνια μετά, στην πρώτη αναδιάρθρωση του χρέους της, εξασφαλίζοντας συμμετοχή μόνο 76%. Το 2010 έκανε νέα αναδιάρθρωση, με νέους όρους, αλλά και σε αυτή την περίπτωση η συμμετοχή περιορίστηκε στο 90%. Στο μεταξύ συσσώρευσε εκατοντάδες αγωγές και αιτήσεις διαιτησίας, οι οποίες δημιούργησαν ένα καθεστώς αβεβαιότητας και ένα αρνητικό κλίμα για τη χώρα, που δεν της επέτρεψε ποτέ, επί 13 χρόνια, να επιστρέψει στις αγορές. Τα περιστατικά με απόπειρες κατάσχεσης περιουσιακών της στοιχείων στο εξωτερικό, όπως πλοία αλλά και το προεδρικό της αεροπλάνο, ήταν χαρακτηριστικά του κλίματος που επικρατούσε εναντι της χώρας.
Εξάλλου, όπως
επισημαίνουν εκπρόσωποι της αγοράς, οι καθυστερήσεις σε συνδυασμό με τις
μη ικανοποιητικές προσφορές που έκανε στην αναδιάρθρωση του χρέους
απογοήτευσαν τους επενδυτές, πολλοί από τους οποίους πούλησαν στη
δευτερογενή αγορά σε φθηνές τιμές, με αποτέλεσμα τα ομόλογα να
καταλήξουν στα χέρια των vulture funds, όπως του περίφημου κυρίου
Σίνγκερ (σημειωτέον, είχε εμφανιστεί και στα ελληνικά ομόλογα). Η
πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, που δικαίωσε τα εν
λόγω «κοράκια» στη διεκδίκησή τους να εισπράξουν την ονομαστική αξία των
ομολόγων ήταν η τελευταία συνέπεια αυτής της τακτικής.
Βεβαίως,
στην προκειμένη περίπτωση, η Αργεντινή δεν είχε άλλη επιλογή από το να
κηρύξει «επιλεκτική χρεοκοπία» για τα συγκεκριμένα ομόλογα, όπως
συμφωνούν πλέον οι λογικά σκεπτόμενοι της αγοράς. Το 2015, οπότε και
εκπίπτει η ρήτρα η οποία της απαγορεύει τώρα – λόγω του selective
default – να πληρώσει άλλους ομολογιούχους με τους οποίους έχει
συμφωνήσει, θα μπορέσει να κινηθεί διαφορετικά. Εχει χάσει όμως 13
χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου