Του Αλέξη Ζήρα, Αναγνώσεις, Αυγή
-Αθώο
ξεκίνημα πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες[1]
Η ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη, σε
αρκετά σημεία της συμπορευόμενη με την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και με την όψιμη, μετά το
1970, ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μας συνιστά μια από τις πιο εμβληματικές
λυρικές φωνές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ωστόσο, παρ’ ότι συμμερίζεται
έμμεσα τη βασική θέση του Αναγνωστάκη, διαπιστώνοντας ότι με τις συνθήκες αυτές
που επικράτησαν στον μεταπόλεμο δεν έχει νόημα η ποίηση, αφού κι αυτός λέει ότι
όντως στον σύγχρονο κόσμο «η τέχνη [είναι] ένας πανικός μπρος στην
πραγματικότητα», διαφοροποιείται εμφανώς στο θέμα της σιωπής και της ολοσχερούς άρνησης ή της απόσυρσης. Και νομίζω ότι
διαφοροποιείται για έναν βασικό λόγο που θα τον βρούμε στο δοκίμιό του «Εν
μετεωρισμώ...»[2],
όπου αρνείται ουσιαστικά την ιερότητα του σπαταλημένου ιδεώδους, δηλαδή τη
θέωση της ήττας και του μη περαιτέρω μετά την κατερείπωση των πολιτικών
οραμάτων, μιας ήττας που, ιδίως για ορισμένους ποιητές και πεζογράφους της
αριστεράς, υπήρξε ένα είδος άσβεστης ενοχής μπροστά στις κλειστές πύλες ενός
φαντασιακού Παραδείσου, αλλά κι ένα είδος μυστικιστικού, θεολογικού κέντρου.
Ανάλογου (γιατί όχι;) με το «χαμένο κέντρο» της ποιητικής του Σεφέρη, όπως το
προσδιόρισε ανεπανάληπτα ο Ζήσιμος
Λορεντζάτος!
Για τον Λειβαδίτη αυτό είναι σαφέστερο, προπάντων για την ποίηση που άρχισε να γράφει στα πρώτα χρόνια της χούντας - όμως δεν ισχύει λιγότερο, αν και όχι παρόμοια στην περίπτωση του Αναγνωστάκη. Η σιωπή για εκείνον, όπως το τόνισε αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, προκύπτει από τη στιγμή που είναι αδύνατη κάθε αρμονική και λειτουργική αναφορά της ποίησης σ’ αυτή την άλλοτε αισθησιακή και τώρα μόνο νοητή, ιδεολογική υπέρβαση. Επομένως, η κρίση έχει πολλές όψεις: η μία είναι αυτή που μόλις αναφέραμε και που οδηγεί στη σιωπή. Για τον Λεοντάρη, αντίθετα, η ποίηση δεν μπορεί να γεννηθεί (και μάλιστα όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε) παρά μόνο ως αποτύπωμα της διάστασης του ανθρώπου προς κάθε υπερβατικό νόημα του βίου.[3] Ετούτη η κρίση (ή ετούτος ο μετεωρισμός) που στέφεται από τη διάσταση ανάμεσα στο υψηλό ιδεώδες και στο «χαμηλό όνειρο» εκφράζεται καίρια στην εξής διαπίστωση: «Δεν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε από ποίηση/ μα απ’ τα κοινά και ταπεινά μας πάθη»[4] είναι παραδόξως αυτή που φυσάει τη στάχτη από την πυρκαγιά που άναψαν και ανάβουν οι βουλιμικές κοσμοθεωρίες, για να συντηρηθεί η ποίηση ως αυτούσιο ανθρώπινο γεγονός.
Για τον Λειβαδίτη αυτό είναι σαφέστερο, προπάντων για την ποίηση που άρχισε να γράφει στα πρώτα χρόνια της χούντας - όμως δεν ισχύει λιγότερο, αν και όχι παρόμοια στην περίπτωση του Αναγνωστάκη. Η σιωπή για εκείνον, όπως το τόνισε αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, προκύπτει από τη στιγμή που είναι αδύνατη κάθε αρμονική και λειτουργική αναφορά της ποίησης σ’ αυτή την άλλοτε αισθησιακή και τώρα μόνο νοητή, ιδεολογική υπέρβαση. Επομένως, η κρίση έχει πολλές όψεις: η μία είναι αυτή που μόλις αναφέραμε και που οδηγεί στη σιωπή. Για τον Λεοντάρη, αντίθετα, η ποίηση δεν μπορεί να γεννηθεί (και μάλιστα όχι μόνο τώρα, αλλά πάντοτε) παρά μόνο ως αποτύπωμα της διάστασης του ανθρώπου προς κάθε υπερβατικό νόημα του βίου.[3] Ετούτη η κρίση (ή ετούτος ο μετεωρισμός) που στέφεται από τη διάσταση ανάμεσα στο υψηλό ιδεώδες και στο «χαμηλό όνειρο» εκφράζεται καίρια στην εξής διαπίστωση: «Δεν είναι γραφτό μας να πεθάνουμε από ποίηση/ μα απ’ τα κοινά και ταπεινά μας πάθη»[4] είναι παραδόξως αυτή που φυσάει τη στάχτη από την πυρκαγιά που άναψαν και ανάβουν οι βουλιμικές κοσμοθεωρίες, για να συντηρηθεί η ποίηση ως αυτούσιο ανθρώπινο γεγονός.
***
Η ιδιαίτερη σημασία του έργου
του Λεοντάρη, ποιητικού και κριτικού, συνδέεται με το βασικό του μέλημα που
είναι ακριβώς ετούτο: η αφήγηση της ηθικής κρίσης στην οποία είναι ριγμένος ο μεταπολεμικός
κόσμος, αλλά και ο μεταπολεμικός άνθρωπος και οι ματαιόδοξες ιδεολογίες του. Αρχικά
θρεμμένη από το βίωμα της ματαίωσης του κοινωνικού οράματος, η ποίησή του σχεδόν
συμπλέκεται αδελφικά με εκείνη του Αναγνωστάκη, του Κλείτου Κύρου, του Θανάση
Κωσταβάρα, εγκιβωτίζοντας συνάμα τη διπλή ενοχή των «άκαπνων» επιγόνων: «Έσπασα
πια τις σάλπιγγες/ έκαψα τις σημαίες./ Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,/ αχ,
τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου/ -κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο»[5], και, στο ίδιο περίπου μοτίβο,
«Τόσοι αγώνες-δίχως μάχη/ τόσες μαγείες-δίχως θάμα/ Κρυφά θα φύγει δίχως να ’χει/
αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας»[6], όπου εμφανώς η συλλογική
αίσθηση και ο ιστορικός ορίζοντας καλύπτουν ακόμα τη διαπεραστική οξύτητα της
επικείμενης ωριμότερης φωνής του. Πράγμα όμως που δεν συμβαίνει στα καθαυτό
ερωτικά ποιήματα που έχει συμπεριλάβει στις πιο
νεανικές του συλλογές, Ορθοστασία
(1957) και Ανασύνδεση (1962). Η
ερωτική ποίηση του Λεοντάρη εκπλήσσει με την εσωτερική της ένταση, με τον
ερωτισμό και το πάθος της, την ψυχική συντριβή εκείνου που πανικοβάλλεται από
την προοπτική της στέρησης του έρωτα, την κατάσταση του εξόριστου από τη
γυναικεία παρουσία, κατάσταση η οποία κι εδώ, όπως με την περίπτωση της
διάστασης προς το υπερβατικό, αφήνει μέσα στο κενό της να προκύψει η ποίηση. Με
συνεχείς αναβαθμούς, το έργο του κορυφώθηκε κατ’ αρχάς με την Ψυχοστασία (1972) μια συλλογή μεταιχμιακής
σημασίας, αφού με τα ποιήματά της ο Λεοντάρης έδωσε άλλη τροπή στον λόγο του,
δημιουργώντας ένα μυθικό πεδίο μισοπραγματικό-μισοφανταστικό, με σημεία περνώντας
από την γενική αίσθηση στην προσωπική διαπίστωση και από εκεί στην υπαρξιακή
αυτογνωσία.[7]
Παρά το ότι η πορεία αυτογνωσίας του ανταποκρίνεται σε μια ποιητική γλώσσα
ολοένα και πιο λιτή, ούτε ο ελεγειακός της τόνος μειώθηκε αλλά ούτε το
συναισθηματικό της βάθος και η λυρική έκφραση. Άλλωστε, ο ίδιος ο ποιητής, σε
δοκίμιά του που ερευνούν το θέμα της γνησιότητας (αλλά όχι της απλότητας) του
σύγχρονου ποιητικού λόγου, επανέρχεται συχνά στο νόημα της συγκίνησης, την
ύπαρξη της οποίας θεωρεί προϋπόθεση για την αποκαλυπτική γνώση του άλλου. Αυτό
το συνειδητά ακανόνιστο και απροσχημάτιστο της γλώσσας, που άλλοτε πεζολογεί
και άλλοτε κινείται ρυθμικά, με αντιστίξεις, διαδοχικές ομοειδείς εικόνες,
επαναλήψεις, μοιάζει με πολυμορφική αφήγηση που ενώ έχασε τον αρχικό, σταθερό της
πυρήνα, συνεχίζει με μια δαιμονιώδη ταχύτητα να φέρνει στο φως και να
ξαναρίχνει στο σκότος στιγμές που έζησε ή στιγμές που φαντάστηκε ο ποιητής, από
τη ροή των οποίων προσπαθεί να βγάλει ένα νόημα που δικαιώνει. Όπως ακριβώς ο μοντέρ στο Πλήθος του Αντρέα Φραγκιά προσπαθεί μάταια
από τα χιλιάδες μέτρα φιλμ, με αμέτρητα ασύνδετα μεταξύ τους επεισόδια, να
συνθέσει μια ταινία με συνοχή και κάποιο έστω νόημα. Ανάλογα και ο Λεοντάρης
στο Εκ περάτων, που είναι στην ουσία
μια επική νέκυια της ιστορίας της αριστεράς, με τη μορφή όμως της καθόδου στον
Άδη που προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τη Θεία Κωμωδία, αναπαριστάνει τη φοβερή σκηνή ενός τεράστιου πλήθους
που όπως στη ζωή έτσι και στο θάνατο τραβούν προς το χαμό, αφημένοι με
εμπιστοσύνη στο ρεύμα ενός ποταμού. Ενώ μερικοί, ξεκομμένοι από τη μάζα[8], προσπαθούν να τους
συνεφέρουν, λέγοντάς τους ότι είναι μάταιη
αυτή η πειθαρχία, ότι έτσι θυσιάζονται τυφλά: «Πού πάτε, έτσι ζωσμένοι στο ίδιο
σας το δίχτυ και τις αλυσίδες σας ... ποτέ σας δε θα βγείτε από την κοίτη...
πιο κάτω θα σας θάψουν όπως τόσα ποτάμια που τα κάνουν υπονόμους».
***
Από το Μόνον δια της λύπης και έπειτα ο Λεοντάρης έδωσε διέξοδο σε μια
ποιητική του εναγώνιου πάθους, της μάταιης ερωτικής χαράς και του προγραμμένου
πόνου, σε μια στιγμή που ο κανόνας έκφρασης της ποίησης του μεταπολέμου, από το
1970 και έπειτα, έδειχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση: προς την άνυδρη και την
αποδραματοποιημένη γλώσσα. Έτσι, ήθος για τον ποιητή είναι η τόλμη τού να κάνει
αισθητά το πιο απόκρυφο ρίγος, την πιο πηγαία ενόραση και ένταση. Το ποίημα,
συνήθως αποτελούμενο από μικρές ή μεγάλες ενότητες, εν είδει σκηνικού δράματος,
ξεδιπλώνεται και αναπτύσσεται ως ευαγγελικός απόλογος, ως παρατεταμένη κραυγή, ως
πολυφωνική σύνθεση που μέσα της συμφύρονται, εν είδει αμαλγάματος, όνειρα, αναμνήσεις,
αποσπάσματα από εκκλησιαστικά και ιερουργικά κείμενα, κομμάτια της κλασικής μας
δραματουργίας, αρχαΐζοντες τύπους, βιβλικά χωρία·
έτσι ώστε ο ποιητής να γίνεται ένα είδος ζώντος παλίμψηστου της ελληνικής γλωσσικής
διαχρονίας. Αλλά, αυτά δεν σημαίνουν ότι το έργο του αποκόπτεται από την εποχή
του. Αντίθετα, επανέρχεται με έμφαση στο
θέμα της εξαχρείωσης, της ηθικής έκπτωσης της ζωής, με την έννοια όμως ότι τα
φαινόμενα δεν συνδέονται δουλικά με την εποχή, καθώς ανταποκρίνονται σε έναν
βαθύτερο χαλασμό του ανθρώπου. Γι’ αυτό και μετά το 1970, οι ποιητικές
συνθέσεις του, Εκ περάτων (1986), Εν γη αλμυρά (1996),`Εως (2003)
-όλες τους με δανεισμούς του βιβλικού ύφους που σκοπό έχουν να αποδοθεί πιο
καίρια το νόημα και η ψυχική ατμόσφαιρα- υπενθυμίζουν με κάθε τρόπο το αδιέξοδο
και το τελεσίδικα ορισμένο και οριακό της ζωής. Ο κόσμος είναι άδειος από
νοήματα, οι ηθικές διακρίσεις είναι πλασματικές, και ο μόνος “χώρος” όπου
υπάρχει δυνατότητα καταφυγής είναι η μνήμη ενός πρόσκαιρου παραδείσου το όραμα
του οποίου λειτουργεί περισσότερο ως αντιστάθμισμα στην αφόρητη αίσθηση της
ματαίωσης. Η φαντασίωση, λ.χ., των στιγμών όπου η ιστορία διαμορφωνόταν από τη
συλλογική και ταυτόχρονα την ατομική επιθυμία αντιπαρατίθεται σε ένα σύγχρονο
απελπισμένο αίσθημα της κρίσης του σύγχρονου κόσμου, μιας ακόμα κρίσης,
ανάλογης με εκείνη της δεκαετίας 1915-1925, που είχε εμπνεύσει πολλούς από τους
ποιητές του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, από τον Τ. Σ. Έλιοτ ως τον K. Γ.
Καρυωτάκη.
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός
λογοτεχνίας
[1] Β. Λ., Ψυχοστασία (1972), « Η
σκάλα».
[2] Δοκίμια για την ποίηση (1985) και τώρα Κείμενα για την ποίηση (2001), σ. 25-43
[3] Μανόλης Λαμπρίδης, «Σημειώσεις στα περιθώρια. Θέματα ποιητικής», Μανδραγόρας, τχ. 25, Μαρτ.-Ιουλ. 2001,
σ. 87-95. Με αφορμή το μελέτημα του Στ. Ροζάνη, «Η νοσταλγία της ποιητικής
μορφής», Σημειώσεις, τχ. 30, Νοεμ.
1987 (=Προσωπικοί λογαριασμοί, 1990)
[4] Μόνον δια της λύπης, ΙΙ (1976)
[5] Η ομίχλη του μεσημεριού, VI (1959)
[6] « Ιωσήφ, βουλευτής Αριμαθαίας», ΙV
[7] Να σημειώσω εδώ ότι η διαμόρφωση και η ποιητική πορεία του Βύρωνα Λεοντάρη
είναι αδύνατο, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθούν αν δεν ληφθεί υπ΄ όψη ότι τόσο
η ποίησή του όσο και ο κριτικός του λόγος, τουλάχιστον σ’ ένα ορισμένο βαθμό,
διαπλάστηκαν από τη συνάφειά του με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας του περ. Μαρτυρίες και έπειτα, διαδοχικά, του
περ. Σημειώσεις, μιας παρέας που από
τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και για
πολλά χρόνια είχε ισχυρούς φιλικούς δεσμούς. Αν και παροδικά υπήρξαμε αρκετοί όσοι
βρεθήκαμε στην περίμετρό της, νομίζω ότι ο βασικός της κορμός παρέμεινε ο ίδιος
από την αρχή ως το τέλος, με συμμαθητές του Γυμνάσιου Χαλανδρίου και με
σεβαστότερο ανάμεσά τους τον Μανόλη Λαμπρίδη, αδελφό του Βύρωνα. Οι υπόλοιποι
ήταν: ο Ανδρέας Κίτσος-Μυλωνάς και αργότερα η Μαρία Μυλωνά , ο Μάριος Μαρκίδης,
ο Στέφανος Ροζάνης, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Μάρκος Μέσκος, ο Τάσος
Πορφύρης, ο Αντώνης Λαυραντώνης, η Ζέφη Δαράκη, ο Μάνος Ελευθερίου, παλαιότερα
η Ρένα Κοσσέρη και πιο πρόσφατα ο επίσης Χαλανδραίος Παναγιώτης Κονδύλης. Οι
συζητήσεις επί πολύ συγκεκριμένων θεμάτων, οι αναγνώσεις κειμένων και οι
εξαντλητικοί σχολιασμοί σ’ αυτά, επί πολλά χρόνια, όχι μόνο επηρέασαν
εκατέρωθεν τη σκέψη μελών της παρέας, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δημιούργησαν
έναν κώδικα έκφρασης που πέρασε και στο γράψιμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου