Του Κώστα Καλλίτση, Καθημερινή, 30.03.14
Είναι δυνατόν να τεθούν οι κινητήρες της ελληνικής οικονομίας σε πλήρη λειτουργία και να παραχθεί οικονομική μεγέθυνση, αν δεν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ρευστότητας; Το ΔΝΤ λέει «ναι». Επικαλείται το υπόδειγμα της πολιτικής που είχε επιβάλει στην Ινδονησία, στη Μαλαισία και στην Ταϊλάνδη μετά την ασιατική κρίση, στην Ουρουγουάη και στην Αργεντινή μετά τη χρεοκοπία της τελευταίας και, με παραλλαγές, σε Λεττονία, Ισλανδία, Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια. Ως συνήθως, ράβει ένα κουστούμι για όλους και μετά υποχρεώνει τον καθένα να το φορέσει –είτε χωράει σε αυτό είτε δεν χωράει είτε του περισσεύει. Ετσι, το ΔΝΤ εισηγείται το γνωστό μοντέλο της «μεγέθυνσης χωρίς πιστωτική επέκταση», μέσω της εκκαθάρισης της αγοράς από τις «μη βιώσιμες» επιχειρήσεις, έτσι ώστε η περιορισμένη ρευστότητα σταδιακά να οδεύει σε όσες επιβιώσουν. Τρεις παρατηρήσεις: Η πρώτη, ότι δεν χρειάζεται κάποια ευφυής σύλληψη και σύνθετη επεξεργασία για να αφεθεί μια οικονομία στους νόμους του άγριου καπιταλισμού, όπως προτείνει το ΔΝΤ. Αρκεί προς τούτο η πολιτική αδράνεια, η απουσία πολιτικής. Η δεύτερη, σχετικά με το αυτονόητο, που και το ΔΝΤ παραδέχεται: Οτι η ανάκαμψη χωρίς ρευστότητα είναι «σημαντικά ασθενέστερη» από μια ανάκαμψη με ρευστότητα. Και η τρίτη, ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη μια πολύ δυναμική ανάκαμψη αν θέλουμε να αρχίσει κάποια στιγμή η απορρόφηση της ανεργίας, να μετατραπεί το πρωτογενές πλεόνασμα σε βιώσιμο (πέραν του προεκλογικού...) και να μην κληρονομήσουμε από την ύφεση μια μακρόσυρτη, πολυετή, ασθενική ανάκαμψη-μεταξύ-φθοράς-και-αφθαρσίας.
Υπάρχουν, όμως, δυνατότητες να διεκδικήσουμε ρευστότητα;
Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν είναι μια απομονωμένη ασιατική χώρα. Οι τράπεζές της μετέχουν στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αντλούν ρευστότητα (με επιτόκιο 2% από την Τράπεζα κι ένα μικρό μέρος με 3% από τον ELA) δίδοντας ως ενέχυρο ομόλογα δικά τους, εγγυημένα από το κράτος και ομόλογα του ίδιου του κράτους. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δώσει ομόλογα ονομαστικής αξίας 131 δισ. ευρώ και έναντι αυτών παίρνουν μόνο 68 δισ. ρευστότητα, γιατί η ΕΚΤ επιβάλλει «κούρεμα» 52%. Μάλιστα, η ρευστότητα από την ΕΚΤ θα πρέπει να έχει αποπληρωθεί μέχρι τον Μάρτιο 2015, μετά, θα παρέχεται μόνο περιορισμένη και ακριβότερη ρευστότητα, από τον ELA.
Σε προηγούμενη φάση, όταν υπήρχε ο κίνδυνος grexit, αυτό το τεράστιο «κούρεμα» είχε μια νομιμοποιητική βάση. Σήμερα, έχει γίνει αλλαγή φάσης: Ο κίνδυνος grexit έχει εκλείψει, το ευρωπαϊκό κατεστημένο λέει καλά λόγια για τη χώρα και για τη σταθερότητα των ελληνικών τραπεζών, η ΕΚΤ (και δη ο υπερσυντηρητικός γερμανικός βραχίονάς της...) αναγνωρίζει την ανάγκη παροχής ρευστότητας για να στηριχτεί η ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Το κλίμα, λοιπόν, προφέρεται για μια ρεαλιστική ελληνική διεκδίκηση: Να ζητήσουμε δραστική μείωση στο υπερβολικό «κούρεμα» που επιβάλλει η ΕΚΤ.
Αν, παράδειγμα, το «κούρεμα» μειωθεί από το 52% στο 40% (αν δηλαδή, αντί να πάρουν 48 σεντς σε κάθε ευρώ ενεχύρου, πάρουν 60 σεντς σε κάθε ευρώ...) τότε οι ελληνικές τράπεζες θα λάβουν από την ΕΚΤ 78 δισ. ευρώ, ήτοι 10 δισ. ευρώ παραπάνω. Αυτό θα είναι μια σημαντική ένεση ρευστότητας. Πόσο σημαντική; Σε παλαιότερη μελέτη αρμοδίων υπηρεσιών μεγάλης τράπεζας, είχε υπολογιστεί ότι για να στηριχτεί αποτελεσματικά η ανάκαμψη της οικονομίας θα απαιτείτο νέα, καθαρή παροχή ρευστότητας 5 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα τρία χρόνια. Σύνολο, 15 δισ. στην τριετία.
Η διεκδίκηση ρευστότητας στην πραγματικότητα ποτέ δεν τέθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Ελλάδας με Ευρώπη – παρότι σημαντικότερη από πολλές άλλες... Η μείωση του «κουρέματος» της ΕΚΤ δεν είναι το μόνο που θα έπρεπε να τεθεί. Ενα άλλο, που το κλίμα προσφέρεται για την εισαγωγή του στην ευρωπαϊκή ατζέντα είναι να πάψει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να φέρεται ως εάν υπήρχε μόνο και μόνο για να κανακεύει το ΑΑΑ των ομολόγων της και να πεισθεί ότι αυτό το ΑΑΑ δεν κινδυνεύει αν προσγειωθούν στον επίγειο κόσμο οι όροι χρηματοδότησης (ναι, με άμεση δική της εποπτεία και έλεγχο) μεγάλων αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Τέλος, κεντρική σημασία για την αύξηση της ρευστότητας έχει η προσέλκυση ιδιωτικών διεθνών κεφαλαίων. Αυτό, στις τρέχουσες συνθήκες πληθώρας κεφαλαίων στις διεθνείς αγορές, μπορεί να επιδιωχθεί μεταξύ άλλων με: (α) Τη δημιουργία δύο-τριών venture capitals στα οποία θα συμμετέχουν ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια, για στήριξη των επενδύσεων από μεσαίας δυναμικότητας επιχειρήσεις. (β) Τη δημιουργία μιας νέας, ισχυρής επενδυτικής τράπεζας (δεν αρκεί το «Ταμείο Ανάπτυξης», με τους πενιχρούς πόρους...) που θα είναι σχεδιασμένη για να προσελκύσει και ιδιωτικά κεφάλαια, με επαγγελματικό (ή/και αλλοδαπό) μάνατζμεντ, για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων.
Είναι δυνατόν να τεθούν οι κινητήρες της ελληνικής οικονομίας σε πλήρη λειτουργία και να παραχθεί οικονομική μεγέθυνση, αν δεν αντιμετωπισθεί το πρόβλημα της ρευστότητας; Το ΔΝΤ λέει «ναι». Επικαλείται το υπόδειγμα της πολιτικής που είχε επιβάλει στην Ινδονησία, στη Μαλαισία και στην Ταϊλάνδη μετά την ασιατική κρίση, στην Ουρουγουάη και στην Αργεντινή μετά τη χρεοκοπία της τελευταίας και, με παραλλαγές, σε Λεττονία, Ισλανδία, Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια. Ως συνήθως, ράβει ένα κουστούμι για όλους και μετά υποχρεώνει τον καθένα να το φορέσει –είτε χωράει σε αυτό είτε δεν χωράει είτε του περισσεύει. Ετσι, το ΔΝΤ εισηγείται το γνωστό μοντέλο της «μεγέθυνσης χωρίς πιστωτική επέκταση», μέσω της εκκαθάρισης της αγοράς από τις «μη βιώσιμες» επιχειρήσεις, έτσι ώστε η περιορισμένη ρευστότητα σταδιακά να οδεύει σε όσες επιβιώσουν. Τρεις παρατηρήσεις: Η πρώτη, ότι δεν χρειάζεται κάποια ευφυής σύλληψη και σύνθετη επεξεργασία για να αφεθεί μια οικονομία στους νόμους του άγριου καπιταλισμού, όπως προτείνει το ΔΝΤ. Αρκεί προς τούτο η πολιτική αδράνεια, η απουσία πολιτικής. Η δεύτερη, σχετικά με το αυτονόητο, που και το ΔΝΤ παραδέχεται: Οτι η ανάκαμψη χωρίς ρευστότητα είναι «σημαντικά ασθενέστερη» από μια ανάκαμψη με ρευστότητα. Και η τρίτη, ότι η Ελλάδα έχει ανάγκη μια πολύ δυναμική ανάκαμψη αν θέλουμε να αρχίσει κάποια στιγμή η απορρόφηση της ανεργίας, να μετατραπεί το πρωτογενές πλεόνασμα σε βιώσιμο (πέραν του προεκλογικού...) και να μην κληρονομήσουμε από την ύφεση μια μακρόσυρτη, πολυετή, ασθενική ανάκαμψη-μεταξύ-φθοράς-και-αφθαρσίας.
Υπάρχουν, όμως, δυνατότητες να διεκδικήσουμε ρευστότητα;
Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν είναι μια απομονωμένη ασιατική χώρα. Οι τράπεζές της μετέχουν στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αντλούν ρευστότητα (με επιτόκιο 2% από την Τράπεζα κι ένα μικρό μέρος με 3% από τον ELA) δίδοντας ως ενέχυρο ομόλογα δικά τους, εγγυημένα από το κράτος και ομόλογα του ίδιου του κράτους. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δώσει ομόλογα ονομαστικής αξίας 131 δισ. ευρώ και έναντι αυτών παίρνουν μόνο 68 δισ. ρευστότητα, γιατί η ΕΚΤ επιβάλλει «κούρεμα» 52%. Μάλιστα, η ρευστότητα από την ΕΚΤ θα πρέπει να έχει αποπληρωθεί μέχρι τον Μάρτιο 2015, μετά, θα παρέχεται μόνο περιορισμένη και ακριβότερη ρευστότητα, από τον ELA.
Σε προηγούμενη φάση, όταν υπήρχε ο κίνδυνος grexit, αυτό το τεράστιο «κούρεμα» είχε μια νομιμοποιητική βάση. Σήμερα, έχει γίνει αλλαγή φάσης: Ο κίνδυνος grexit έχει εκλείψει, το ευρωπαϊκό κατεστημένο λέει καλά λόγια για τη χώρα και για τη σταθερότητα των ελληνικών τραπεζών, η ΕΚΤ (και δη ο υπερσυντηρητικός γερμανικός βραχίονάς της...) αναγνωρίζει την ανάγκη παροχής ρευστότητας για να στηριχτεί η ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Το κλίμα, λοιπόν, προφέρεται για μια ρεαλιστική ελληνική διεκδίκηση: Να ζητήσουμε δραστική μείωση στο υπερβολικό «κούρεμα» που επιβάλλει η ΕΚΤ.
Αν, παράδειγμα, το «κούρεμα» μειωθεί από το 52% στο 40% (αν δηλαδή, αντί να πάρουν 48 σεντς σε κάθε ευρώ ενεχύρου, πάρουν 60 σεντς σε κάθε ευρώ...) τότε οι ελληνικές τράπεζες θα λάβουν από την ΕΚΤ 78 δισ. ευρώ, ήτοι 10 δισ. ευρώ παραπάνω. Αυτό θα είναι μια σημαντική ένεση ρευστότητας. Πόσο σημαντική; Σε παλαιότερη μελέτη αρμοδίων υπηρεσιών μεγάλης τράπεζας, είχε υπολογιστεί ότι για να στηριχτεί αποτελεσματικά η ανάκαμψη της οικονομίας θα απαιτείτο νέα, καθαρή παροχή ρευστότητας 5 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα τρία χρόνια. Σύνολο, 15 δισ. στην τριετία.
Η διεκδίκηση ρευστότητας στην πραγματικότητα ποτέ δεν τέθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων Ελλάδας με Ευρώπη – παρότι σημαντικότερη από πολλές άλλες... Η μείωση του «κουρέματος» της ΕΚΤ δεν είναι το μόνο που θα έπρεπε να τεθεί. Ενα άλλο, που το κλίμα προσφέρεται για την εισαγωγή του στην ευρωπαϊκή ατζέντα είναι να πάψει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να φέρεται ως εάν υπήρχε μόνο και μόνο για να κανακεύει το ΑΑΑ των ομολόγων της και να πεισθεί ότι αυτό το ΑΑΑ δεν κινδυνεύει αν προσγειωθούν στον επίγειο κόσμο οι όροι χρηματοδότησης (ναι, με άμεση δική της εποπτεία και έλεγχο) μεγάλων αναπτυξιακών προγραμμάτων.
Τέλος, κεντρική σημασία για την αύξηση της ρευστότητας έχει η προσέλκυση ιδιωτικών διεθνών κεφαλαίων. Αυτό, στις τρέχουσες συνθήκες πληθώρας κεφαλαίων στις διεθνείς αγορές, μπορεί να επιδιωχθεί μεταξύ άλλων με: (α) Τη δημιουργία δύο-τριών venture capitals στα οποία θα συμμετέχουν ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια, για στήριξη των επενδύσεων από μεσαίας δυναμικότητας επιχειρήσεις. (β) Τη δημιουργία μιας νέας, ισχυρής επενδυτικής τράπεζας (δεν αρκεί το «Ταμείο Ανάπτυξης», με τους πενιχρούς πόρους...) που θα είναι σχεδιασμένη για να προσελκύσει και ιδιωτικά κεφάλαια, με επαγγελματικό (ή/και αλλοδαπό) μάνατζμεντ, για τη χρηματοδότηση μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου