Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Η ακόλουθη συνέντευξη του Γάλλου κοινωνιολόγου και ψυχαναλυτή Νταβίντ Μουλμάν δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο «nonfiction».
• Ποια ήταν η στάση του Μαρξ απέναντι στην ιδέα της προόδου;
Μπορούμε να μιλήσουμε για μιαν εξέλιξη της θέσης του Μαρξ, η οποία
δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί μονοσήμαντα. Υπάρχει αρχικά η θέση ενός
Μαρξ κληρονόμου του Διαφωτισμού, ο οποίος, για παράδειγμα, στα άρθρα του
για την Ινδία του 1853, που δημοσιεύτηκαν στη «New York Daily Tribune»,
εξηγεί ότι η διάλυση των παραδοσιακών κοινωνιών μπορεί βέβαια να
προκαλεί τη νοσταλγία, αλλά ο μηχανισμός της ιστορικής ανάπτυξης απαιτεί
την καταστροφή των κοινωνικών δομών του «ανατολικού δεσποτισμού». Παρά
την αποστροφή που νιώθει ο Μαρξ για τα συμφέροντα που στηρίζουν την
αγγλική αποικιοκρατία, αυτή η τελευταία γίνεται αντιληπτή ως ένα
αναγκαίο στάδιο. Ο Μαρξ εδραιώνει μια σχέση ανάμεσα στην καταστροφή και
την αναγέννηση, που υποδηλώνει μια γραμμική αντίληψη της προόδου. Στο
δεύτερο άρθρο του με τίτλο «The Future Results of British Rule in
India», ο Μαρξ αναφέρεται στην ανάπτυξη του σιδηροδρόμου και
υπογραμμίζει περισσότερο τις καταστροφικές συνέπειες μιλώντας για τις
«ολέθριες επιπτώσεις της βιομηχανίας», αλλά παραμένει πιστός στην ιδέα
της ιστορικής αναγκαιότητας.
Ο στοχασμός του Μαρξ θα τροποποιηθεί όταν θα γράφει τα έργα που
αφιερώνει στη Ρωσία, των οποίων μαρτυρίες μπορούμε να διαβάσουμε στην
περίφημη απάντηση που έδωσε στον Μιχαήλοφσκι το 1877, καθώς και στην
επιστολή του στη Βέρα Ζάσουλιτς το 1881. Ο Μαρξ πραγματεύεται το ζήτημα
της ιδιαίτερης μορφής της παραδοσιακής «ρωσικής κοινότητας» και εκφράζει
την ανησυχία του για τους κινδύνους να πάψει να είναι γόνιμη η γη
εξαιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης. Αναρωτιέται επίσης για τη
δυνατότητα να αποφύγει η Ρωσία το στάδιο των δεινών του βιομηχανικού
καπιταλισμού. Αυτή η σημαντική εξέλιξη, στον αντίποδα του εξελικτικού
και ντετερμινιστικού τρόπου σκέψης που χαρακτηρίζει τα άρθρα για την
Ινδία του 1853, σηματοδοτεί πολλές σπουδαίες τομές. Από τη μια μεριά,
έρχεται σε ρήξη με μια μονοσήμαντη αντίληψη της Ιστορίας και της
ανάπτυξής της και αμφισβητεί την ιδέα των αναγκαίων ιστορικών σταδίων.
Από την άλλη μεριά, ο Μαρξ επεκτείνει τα δεινά του καπιταλισμού, τα
οποία πλήττουν πλέον όχι μόνον τις κοινωνικές δομές αλλά και την ίδια τη
φύση. Πάνω σε αυτήν την εξέλιξη μπορεί να θεμελιωθεί μια ανοιχτή
αντίληψη των ιστορικών διαδικασιών, η οποία δεν θα αντιπαραθέτει τη
δομική «αντικειμενική» αντίφαση μεταξύ κοινωνικών τάξεων και την έλευση
του επαναστατικού γεγονότος με την «υποκειμενική» κινητοποίηση της
επαναστατικής τάξης. Υπάρχουν βέβαια ιστορικές δυνατότητες, αλλά δεν
υπάρχει ιστορικά αναπόφευκτο. Οι επαναστάτες δεν πρέπει να βασίζονται
στην ιδέα μιας συνεχούς διαδικασίας με κατάληξη τη «Μεγάλη νύχτα». Το
δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», που έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ,
διατυπώνει καλά, νομίζω, τους κινδύνους που συνδέονται με κάθε
επαναστατική πολιτική στερούμενη τόλμης.
• Μπορούμε να συνεχίσουμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε πολιτικά
προοδευτικοί, από τη στιγμή που ασκούμε κριτική στην ιδέα της προόδου;
Μπορούμε να μιλάμε για χειραφέτηση, αν δεν δίνουμε έναν χειροπιαστό
ιστορικό ορίζοντα κοινωνικού μετασχηματισμού;
Ναι, υπό τον όρο ότι θα συνεχίσουμε τον στοχασμό πάνω σε αυτήν την
ένταση ανάμεσα στην αναγκαιότητα της ιστορικής ανάπτυξης και την
ελευθερία των υποκειμένων της Ιστορίας. Μπορούμε, για παράδειγμα, να
επικαλεστούμε την έννοια του «αβέβαιου υλισμού», που εισηγήθηκε ο
Αλτουσέρ προς το τέλος της ζωής του. Με αυτόν τον όρο, επανεισήγαγε στη
διαλεκτική σκέψη της Ιστορίας στοιχεία αβεβαιότητας και τυχαίου.
Απελευθερώνοντας τον ιστορικό υλισμό από μια μορφή ντετερμινισμού που
τον περιόριζε, αυτή η έννοια μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα
ιστορικά σκαμπανεβάσματα. Ερχόμαστε έτσι σε ρήξη με έναν ιστορικό υλισμό
που περιορίζει υπερβολικά τον ρόλο των συνειδητών παραγόντων και
φαίνεται να τους ρίχνει σε μιαν Ιστορία η οποία κατευθύνεται από μιαν
ανεξάρτητη διαδικασία. Είναι «οι άνθρωποι αυτοί που κάνουν την Ιστορία
τους», σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ, και δεν μπορούμε να
προκαθορίσουμε τη μορφή που θα πάρει η υλοποίηση του σοσιαλισμού ή τη
στιγμή της έλευσής του.
Χρειάζεται να αποδεχτούμε αυτήν την ενδεχομενικότητα. Εξάλλου, πρέπει
να υπογραμμίσουμε ότι για μια μαρξιστική θεωρία που θα αποσυνδεόταν από
την ιδέα μιας γραμμικής προόδου και μιας προκαθορισμένης διαδικασίας, η
έννοια της ουτοπίας μπορεί να παίζει μεγάλο ρόλο, επειδή παρουσιάζει τα
χαρακτηριστικά για τα οποία μιλούσαμε πριν, δηλαδή εκείνα ενός ορίζοντα
γεγονότων που μπορούμε να συλλάβουμε με έναν πολιτικό λόγο ο οποίος
προβάλλεται στο μέλλον. Αλλωστε, στο πεδίο των διανοητικών αναφορών στο
εσωτερικό της κριτικής Αριστεράς, διαπιστώνουμε μιαν ανανεωμένη φήμη του
Ερνστ Μπλοχ και του γνωστού βιβλίου του «Η αρχή της ελπίδας», που
αναπτύσσει μια μαρξιστική φιλοσοφία της ουτοπίας. Ενας άλλος συγγραφέας
που μας δίνει υλικό για σκέψη σε αυτήν την προοπτική είναι ο Βάλτερ
Μπένγιαμιν, εξαιτίας της μη γραμμικής αντίληψής του για τον χρόνο και
ενός μεσσιανισμού που είναι φορέας ιστορικών επαγγελιών.
Οπως είναι γνωστό, μία από τις πιο διάσημες μεταφορές του Μπένγιαμιν
είναι εκείνη του «Αγγελου της Ιστορίας», που είναι εμπνευσμένη από έναν
πίνακα του Πάουλ Κλέε. Ο Μπένγιαμιν ερμηνεύει τον άγγελο της Ιστορίας ως
υποκινούμενο από ένα φύσημα που τον κάνει να προχωράει προς τα μπρος,
αλλά βλέπει πίσω του το θέαμα της Ιστορίας ως ένα σωρό ερειπίων. Υπάρχει
εδώ μια αντίληψη της Ιστορίας που δεν είναι διόλου «προοδευτική» και
της οποίας ο μεσσιανικός ορίζοντας είναι, όχι μια συνέχιση της
διαδικασίας με σκοπό την ολοκλήρωσή της, αλλά μια μορφή «αιφνίδιας
ανάδυσης», ριζικής εξόδου, δημιουργίας σχεδόν εκ του μηδενός ενός
διαφορετικού κοινωνικού μοντέλου.
Πάντως, αν αυτή η ανάγνωση του Μπένγιαμιν στο πεδίο της μαρξιστικής
σκέψης παρουσιάζει μιαν ενδιαφέρουσα συνεισφορά, νομίζω ότι αυτή ανήκει
πάνω απ’ όλα σε μια σκέψη του εβραϊκού μεσσιανισμού. Κάθε μετάθεση ή
πολιτική οικειοποίηση του Μπένγιαμιν έχει τα όριά της, επειδή δεν
καθιστά δυνατή μια συγκεκριμένη πολιτική πρακτική και δεν διαθέτει
λειτουργική αξία. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πρέπει να βγούμε από
την τελικά πολύ ιδεαλιστική αντίληψη ενός μαρξισμού, ο οποίος βασιζόταν
στην ιδέα ότι η επαναστατική διαδικασία θα ήταν η πραγματοποίηση στον
εμπειρικό κόσμο μιας πλατωνικής Ιδέας της αλήθειας. Οι αντιλήψεις του
μαρξισμού οφείλουν οι ίδιες να εξελίσσονται σε σύνδεση με τη μεταβολή
των ιστορικών συνθηκών άσκησης της κριτικής σκέψης και αυτές οι συνθήκες
δεν είναι σε καμιά περίπτωση παγιωμένες. Χωρίς αυτή τη διαρκή φροντίδα
για κριτικό αναστοχασμό, χάνουμε την επαφή με την πολυπλοκότητα και τις
μεταβολές της ιστορικής δυναμικής.
• Αφού λέτε ότι μπορούμε να σκεφτούμε τον μαρξισμό σύμφωνα με
μια κριτική αντίληψη της προόδου, ποια θα είναι η σχέση μαρξισμού και
οικολογίας;
Για το οικολογικό ζήτημα (όπως και για το ζήτημα της δημοκρατίας) δεν
μπορούμε να αποφύγουμε έναν βαθύτερο στοχασμό γι’ αυτό που η τρομερή
αποτυχία των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού θέτει ως πρόβλημα στην
κλασική μαρξιστική θεωρία. Δεν μπορούμε πλέον να σκεφτόμαστε αφελώς ότι η
υπέρβαση του καπιταλισμού θα επέτρεπε από μόνη της τη ρύθμιση του
οικολογικού ζητήματος, αφού τα μετακαπιταλιστικά καθεστώτα της Ανατολής
εκμεταλλεύτηκαν τη φύση όπως και τα καπιταλιστικά καθεστώτα. […]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου