Κώστας Ντιος |
Νομίζω ότι σε κανένα δεν αρέσουν εκείνοι οι πολιτικοί αναλυτές οι οποίοι μετά τη δημιουργία ενός γεγονότος, βγαίνουν και υποστηρίζουν ότι το προέβλεψαν. Θυμίζουν τον συμπαθή Ζουγανέλη, ο οποίος ως μεγάλος δάσκαλος του στοιχήματος θεωρεί και τη νίκη και την ισοπαλία και την ήττα ως αναμενόμενα αποτελέσματα, τα οποία ο «μεγάλος δάσκαλος», πάντα, είχε προβλέψει. Γι’ αυτό και δεν θα υποστηρίξω ότι το ναυάγιο της σχέσης των 58 με το ΠΑΣΟΚ ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη. Είναι όμως ένα τετελεσμένο γεγονός. Δεν είναι όμως τετελεσμένο γεγονός η ανάγκη συγκρότησης της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας, με όρους όμως κοινωνίας και όχι μηχανισμών και προσωπικών κινήσεων, μακριά δηλαδή απ’ όσα απασχολούν την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Είχα και έχω δυο μείζονες ενστάσεις σε σχέση με το όλο εγχείρημα. Η πρώτη αφορά το ότι αυτό έπασχε από την αρχή του από μια μεγάλη απουσία. Είναι η απουσία παντρέματος του διαχρονικού αιτήματος για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και διαμόρφωσης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου με το αίτημα για μια κοινωνία με λιγότερες ανισότητες. Όχι δεν υποστηρίζω ότι οι 58 αδιαφορούσαν για τα προβλήματα της κοινωνίας. Θα ήμουν άδικος, αν το υποστήριζα. Το πρόβλημα είναι πώς στο προγραμματικό κείμενο τους απουσίαζε όχι γενικά ο προβληματισμός για την κοινωνία, αλλά ο προβληματισμός για το περίφημο Κοινωνικό Ζήτημα ή αλλιώς για το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων και του κεντρικού ρόλου του κράτους παροχής υπηρεσιών ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη και όχι απλά ως δίκτυ ασφαλείας.
Φυσικά εδώ εννοώ τις προγραμματικές θέσεις του συνόλου και όχι τις εξαιρετικές γι’ αυτό το ζήτημα επεξεργασίες κάποιων εξ αυτών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές του Μάνου Ματσαγγάνη.
Η συνεχής διαπραγμάτευση αυτού του ζητήματος έρχεται από πολύ μακριά, από τη φιλελεύθερη σκέψη του 17ου και 18ου αιώνα και εδραιώνεται τον 19ο με τη σοσιαλιστική σκέψη. Αυτό το ζήτημα αποτελεί έκτοτε το κεντρικό πρόταγμα κάθε κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Βεβαίως υπάρχουν εκσυγχρονισμοί βίαιοι, συντηρητικοί, ελιτίστικοι, αυταρχικοί και αντιδημοκρατικοί, αλλά αυτοί δεν μπορούν να είναι και κοινωνικοί εκσυγχρονισμοί. Είναι εκσυγχρονισμοί δομών, θεσμών, αγορών, αλλά όχι κοινωνιών με την έννοια της πρόταξης του δημόσιου κοινωνικού συμφέροντος.
Όλα αυτά δεν έχουν μόνο θεωρητική σημασία. Έχουν βαθύτατη πολιτική σημασία, γιατί όταν κανείς δεν μιλά για τις ανισότητες, τότε δεν μιλά και για το ρόλο που παίζουν στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα αυτοί που παράγουν ανισότητες. Γιατί η διαφθορά στο ελληνικό κράτος προήλθε από ένα διεφθαρμένο κρατικιστικό μοντέλο, αλλά και από μια αγορά, ένα επιχειρηματικό κεφάλαιο των καρτέλ και μια αστική τάξη που καμία σχέση δεν έχει με οποιονδήποτε κοινωνικό εκσυγχρονισμό.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η κριτική για το ποιος φταίει που φθάσαμε ως εδώ ακούμπησε μόνο τα φαινόμενα του λαϊκισμού, του κρατισμού και των πελατειακών σχέσεων. Αυτή η κριτική παρέβλεψε τη διαπλοκή ανάμεσα στον κρατισμό και την αγορά. Γι’ αυτό και κοντέψαμε να πιστέψουμε ότι η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις μόνο στο κράτος, αλλά όχι και στην αγορά.
Τυχαίο; Δεν νομίζω. Το να θέτεις στο επίκεντρο της προσοχής σου τις μεταρρυθμίσεις όχι μόνο στο κράτος, αλλά και στο χώρο της αγοράς, σημαίνει ότι είσαι σε θέση να αμφισβητήσεις και όλους όσοι με τις πρακτικές τους, τα λαθρεμπόρια, τα καρτέλ, τις χαριστικές προμήθειες και συμβάσεις, τα θαλασσοδάνεια και άλλα παρόμοια λυμαίνονται αυτό τον χώρο. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο και πολλές φορές πληρώνεται ακριβά, κυρίως αν γίνει ονομαστικά.
Η δεύτερη ένστασή μου από μια πρώτη έποψη αφορά την στάση πολλών εκ των 58 έναντι των υπαρχόντων κεντροαριστερών κομματικών σχηματισμών ως φορέων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στο βάθος όμως η περιφρόνηση προς τους κομματικούς σχηματισμούς και τους εκπροσώπους τους εμπεριέχει και μια «επιφυλακτικότητα» έναντι της λαϊκής βούλησης.
Απέναντι στην λαϊκίστικη αμετροέπεια του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί η αμετροέπεια όσων θέλουν να εκπροσωπούν τους πολίτες περιφρονώντας την αντιπροσώπευση και τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς. Και πιστέψτε είμαι ο τελευταίος που θα ήταν ενθουσιασμένος από τον ρόλο και τη λειτουργία των υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών της Κεντροαριστεράς. Αλλά δεν μπορώ να ανεχτώ ότι η νέα σύνθεση θα προκύψει από την αλαζονική απόρριψη του παλιού. Το καινούργιο αποτελεί πάντοτε ριζική μετεξέλιξη του παλιού. Αυτό πρεσβεύει ο μεταρρυθμισμός και η διαλεκτική. Αντιθέτως η επαναστατική αλλαγή, την οποία απορρίπτουν οι δημοκράτες εκσυγχρονιστές, πρεσβεύει ότι το καινούργιο είναι η ολοκληρωτική άρνηση του παλιού.
Οι 58 είναι φορείς πολύ σοβαρών και πολύτιμων ιδεών, αλλά όχι νομιμοποιημένος από τη λαϊκή κυριαρχία φορέας. Οι ιδέες, όσο ακόμη είναι ιδέες και δεν έχουν τη λαϊκή νομιμοποίηση, οφείλουν και υποχρεούνται να ασκούν κριτική, να προτείνουν στρατηγικές και ιδεολογίες, αλλά δεν μπορούν να θέτουν όρους στα κόμματα που έχουν την λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτές μπορούν να αγωνίζονται για να ξεφύγουμε από τη μιζέρια του σημερινού πολιτικού συστήματος, να μάχονται για να μη υπερψηφιστούν οι εκπρόσωποι του φθαρμένου πολιτικού συστήματος, αλλά δεν μπορούν, όταν μάλιστα μιλούν και στο όνομα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, να αποκλείουν οποιονδήποτε θέλει να διεκδικεί την ψήφο των πολιτών.
Αυτό όσον αφορά τις υποχρεώσεις του κόσμου των ιδεών. Έχει όμως και ο κόσμος της αντιπροσώπευσης τις δικές του υποχρεώσεις. Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτοί που εκπροσωπούσαν μέχρι σήμερα με τον ένα ή τον άλλον ελλιπή τρόπο την Κεντροαριστερά να νομίζουν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουν πρακτικές, ιδέες, ονόματα, σύμβολα, κόμματα και να περιχαρακωθούν γύρω από κάποια «πτώματα». Η απόρριψη της αλαζονείας των «ιδεών» δεν δίνει και «συγχωροχάρτι» στον κόσμο των φθαρμένων μηχανισμών και των εκπροσώπων τους, οι οποίοι περιχαρακώνονται πίσω από «περασμένα μεγαλεία» που διηγώντάς τα αλληλοσυγχαίρονται, αρνούμενοι να αλλάξουν φθαρμένα σύμβολα, ιδέες και κόμματα.
Και εδώ όμως υπάρχει μια υποσημείωση. Το ποιοι είναι πτώματα, φθαρμένοι οργανισμοί και ποιοι δεν είναι, δεν θα το αποφασίσουν οι πολιτικοί αναλυτές, οι τηλεπερσόνες και οι αρθρογράφοι, αλλά οι εκλογές και μόνο αυτές. Οι πολιτικοί αναλυτές οφείλουν να υποδείξουν το φθαρμένο, όχι όμως και να ζητήσουν την κατάργησή του χωρίς να του δώσουν το δικαίωμα, εφόσον το θέλει, να δοκιμαστεί στις εκλογές. Αυτή άλλωστε είναι και η διαφορά της πολιτικής δεξαμενής σκέψης από την άσκηση άμεσης πολιτικής. Εδώ οι 58 κυριολεκτικά τα θαλάσσωσαν, για να μη πω ότι τα «ποτάμιασαν».
Οι όμορφες κεντροαριστερές ιδέες, όταν δεν επενδύονται στον κόσμο των κοινωνικών ανησυχιών και αγωνιών, καίγονται άσκημα. Αλλά αυτές καίγονται και όταν το παλιό αρνείται πεισματικά να αφήσει τη θέση του στο καινούργιο. Τέλος η Κεντροαριστερά οφείλει να εισέλθει στο ποτάμι που θα την οδηγήσει στις εκβολές της πάλης για τη μείωση των ανισοτήτων, μόνο που δεν μπορεί να πλεύσει αυτό το ποτάμι καβαλώντας ένα τηλεοπτικό καλάμι. Σε μια τέτοια περίπτωση θα την πάρει «το ποτάμι».
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της Μεταρρύθμισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου