Το παρακάτω μανιφέστο του Ομίλου Γκλίνεκερ θα δημοσιευθεί στο τεύχος Απριλίου της Athens Review of Books. Το μανιφέστο αυτό υπογράφηκε αρχικά από τους Άρμιν φον Μπογκντάντυ (Max-Planck-Institut for Comparative Law and International Law), Κρίστιαν Κάλλις (FU Berlin), Χέντρικ Εντερλάιν (Hertie School of Governance), Μαρσέλ Φράτσερ (DIW), Κλέμενς Φούεστ (ZEW), Φραντς Σ. Μάγερ (Uni Bielefeld), Ντανιέλα Σβάρτσερ (SWP), Μαξιμίλιαν Στάινμπάις (Verfassungsblog), Κονστάντσε Στέλτσενμύλλερ (German Marshall Fund), Γιάκομπ φον Βαϊτσέκερ (Thüringer Wirtschaftsministerium), Γκούντραμ Βολφ (Bruegel)
Κρίση, ποια κρίση;
Αν κρίνουμε από το δημόσιο αίσθημα που
επικρατεί στη Γερμανία, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ανησυχούμε για
το μέλλον της Ευρώπης. Η περίοδος του φόβου ότι το ευρώ θα καταρρεύσει
είναι πλέον μια μακρινή ανάμνηση. Οι χρηματοοικονομικές αγορές έχουν
ηρεμήσει. Τα «σχεδιαστικά προβλήματα» της νομισματικής ένωσης φαίνεται
να έχουν αντιμετωπιστεί με πρόχειρες επισκευές, και ο Πρόεδρος του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι δήλωσε ευθαρσώς ενώπιον της
Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη ότι «η ύπαρξη του ευρώ δεν
διατρέχει πλέον κανέναν κίνδυνο». Θεωρούμε πως αυτή η εκτίμηση είναι
τελείως λανθασμένη. Δεν υπάρχει λόγος εφησυχασμού. Αντιθέτως, ο
εφησυχασμός με τον οποίο μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης
αντιμετωπίζει την κρίση του ευρώ εκτός από ανυπόστατη είναι και
επικίνδυνη. Δεν έχει επιλυθεί κανένα από τα δομικά προβλήματα που
προκάλεσαν την κρίση του ευρώ: ούτε η τραπεζική κρίση, ούτε η κρίση του
δημόσιου χρέους, ούτε η κρίση ανταγωνιστικότητας. Τα προβλήματα του
εθνικού χρέους συνεχίζουν να κλιμακώνονται. Οι τράπεζες είναι
υπερφορτωμένες με απλήρωτα δάνεια, γεγονός που παραλύει τον ιδιωτικό
τομέα. Στις χώρες που πλήττονται από την κρίση, μια ολόκληρη γενιά
στερείται της δυνατότητας βιοπορισμού και είναι αποκλεισμένη από τις
ευκαιρίες. Σε αυτές τις χώρες, τα άκρα του πολιτικού φάσματος
ριζοσπαστικοποιούνται ολοένα και περισσότερο. Και η θέληση ανεύρεσης
κοινών λύσεων για την ευρωζώνη φαίνεται να φθίνει ραγδαία. Εμείς –έντεκα γερμανοί οικονομολόγοι,
νομικοί και πολιτικοί επιστήμονες– δεν μπορούμε να δεχθούμε τη νοοτροπία
της κωλυσιεργίας και να στοιχηματίζουμε –με όλο και μεγαλύτερο ρίσκο–
ότι η κρίση θα περάσει. Τα προβλήματα της Ευρώπης είναι δομικά και
απαιτούν δομικές λύσεις. Παρ’ όλο που η συγκεκριμένη άποψη δεν είναι
ιδιαίτερα δημοφιλής αυτή την περίοδο, είμαστε πεπεισμένοι ότι η
νομισματική ένωση χρειάζεται βαθύτερη ενοποίηση. Ειδικότερα, χρειάζεται
μια επαρκώς ισχυρή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.
Διατυπώνουμε αυτήν τη θέση ως Γερμανοί,
αλλά και ως Ευρωπαίοι πολίτες που συνδέονται με άλλους πολίτες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο μιας κοινότητας. Στη θέση μας δεν υπάρχει
καμία αντίφαση: είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας να ξεπεράσει τους
φόβους αναφορικά με μια ένωση αναδιανομών και να πάψει να παρερμηνεύει
κάθε εποικοδομητική πρόταση ως μια προσπάθεια αφαίρεσης χρημάτων από τις
Γερμανικές τσέπες.
Η αρχή της «μη διάσωσης», σύμφωνα με την
οποία κανένα κράτος δεν υποχρεούται να σώσει κάποιο άλλο από τη
χρεοκοπία, ήταν σωστή. Ωστόσο, όταν η εφαρμογή αυτής της αρχής προκαλεί
ανυπολόγιστη ζημιά, ούτε οι πιστωτές ούτε οι οφειλέτες θα πιστέψουν την
διακηρυγμένη αρχή ότι τα ίδια τα κράτη είναι αποκλειστικά υπεύθυνα για
την τύχη τους. Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης μπορεί να είναι ασφαλής και
σταθερή μόνο αν είναι ικανή να εμποδίσει τέτοιες παράπλευρες απώλειες.
Για να γίνει αυτό, απαιτείται βαθύτερη ενοποίηση σε τέσσερις τομείς.
Οι υπεύθυνοι οφειλέτες χρειάζονται υπεύθυνους πιστωτές
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι
κοινοί κανόνες για το χρέος θα έλυναν το πρόβλημα της ανεύθυνης
συσσώρευσης χρεών. Η περίπτωση της Ελλάδας διέψευσε αυτή την υπόθεση.
Συνεπώς, ήταν σκόπιμη η αυστηροποίηση των κανόνων του δημοσίου χρέους με
το δημοσιονομικό σύμφωνο. Παρ’ όλα αυτά το πλέγμα των κανόνων που έτσι
προέκυψε πρέπει μέσα από μια ευέλικτη και δημοκρατική διαδικασία να
αποκτήσει ένα στέρεο θεμέλιο δικαίου.
Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι το
δημοσιονομικό σύμφωνο δεν θα μπορούσε να αποτρέψει από μόνο του την
κρίση σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι
που γιγαντώθηκαν σε αυτές τις χώρες οφείλονταν κυρίως στο υπερβολικό
χρέος του ιδιωτικού τομέα.
Ανεξάρτητα από το αν το χρέος είναι
δημόσιο ή ιδιωτικό, η νομισματική ένωση αντιμετωπίζει πρόβλημα μόνο στην
περίπτωση που οι ιδιωτικοί πιστωτές δεν επωμίζονται τις ζημίες τους,
αλλά αντίθετα τις κοινωνικοποιούν. Όμως αυτό ακριβώς συνέβη: οι οφειλές
των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, και κυρίως των τραπεζών,
κοινωνικοποιήθηκαν. Οι τράπεζες μπόρεσαν να πράξουν αναλόγως διότι
γνώριζαν καλά πως ο καίριος συστημικός ρόλος τους δεν αφήνει στον
ευρωπαίο φορολογούμενο άλλη επιλογή από το να τις διασώσει.
Για να τελειώσει μία και καλή αυτό το
παιχνίδι, η ευρωζώνη χρειάζεται μια καλά θεμελιωμένη τραπεζική ένωση. Η
ενιαία αρχή εποπτείας των τραπεζών θα πρέπει να διασφαλίζει την ισχυρή
κεφαλαιακή βάση του τραπεζικού τομέα. Ο ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης
των τραπεζών πρέπει να καταστήσει υπόλογους τους πιστωτές: όταν οι
τράπεζες υφίστανται σημαντικές ζημίες, το κενό πρέπει πρωτίστως να
καλύπτεται από τους μετόχους, μετά από τους κατόχους ομολόγων μειωμένης
εξασφάλισης, κατόπιν από τους εξασφαλισμένους πιστωτές και, τέλος, από
τα τραπεζικά κεφάλαια που χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις τράπεζες.
Πρέπει να καταφεύγουμε στον ευρωπαίο φορολογούμενο μόνο στην περίπτωση
που έχουν εξαντληθεί οι παραπάνω επιλογές.
Καταρχήν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
αναγνώρισε όλα τα παραπάνω το καλοκαίρι του 2012. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η
εφαρμογή τους θα αποτύχει μέχρι την άνοιξη του 2014. Τον Μάιο 2014, ο
Ενιαίος Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός θα αρχίσει να πραγματοποιεί
δοκιμές αντοχής και θα δείξει «κόκκινη κάρτα» στις προβληματικές
τράπεζες. Όμως, πώς θα τεθεί σε πρακτική εφαρμογή αυτό το σχέδιο αν
κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο ανακεφαλαιοποίησης ή εκκαθάρισης των
τραπεζών σε περίπτωση ανάγκης; Χωρίς μηχανισμό εξυγίανσης, οι εποπτικοί
φορείς θα συνεχίσουν να εθελοτυφλούν απέναντι στα προβλήματα της
τραπεζικής ρευστότητας και η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει μία δεκαετία
οικονομικής στασιμότητας στα πρότυπα της Ιαπωνίας. Ο χρόνος πιέζει. Οι
ευρωεκλογές του 2014 δεν πρέπει να αποτελούν άλλοθι για την καθυστέρηση
εύρεσης λύσεων στα δομικά προβλήματα της ευρωζώνης.
Η υπευθυνότητα συμβαδίζει με την αλληλεγγύη
Υπεύθυνα κράτη-μέλη σημαίνει υπεύθυνοι
φορολογούμενοι. Συνεπώς, οι τελευταίοι θα επωμιστούν αναπόφευκτα μεγάλο
μέρος των επιπτώσεων της κρίσης και θα επιβαρυνθούν επώδυνες
μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, αυτή η ευθύνη θα πρέπει να έχει όρια στην
περίπτωση που απειλείται η δυνατότητα βιοπορισμού. Αν στην Ελλάδα, την
Πορτογαλία και την Ισπανία, μία ολόκληρη γενιά δεν έχει τη δυνατότητα να
ζήσει μια παραγωγική ζωή, αυτό δεν είναι μόνο ένα ελληνικό, πορτογαλικό
ή ισπανικό πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα που επηρεάζει όλους τους πολίτες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της
νομισματικής ένωσης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με έναν ελεγχόμενο
μηχανισμό μεταβιβάσεων. Για τον λόγο αυτό ο έκτακτος μηχανισμός ESM
πρέπει να μετεξελιχθεί σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα μπορεί
να παρεμβαίνει αυτόνομα και αξιόπιστα σε περίπτωση που προκύπτουν
έντονες κρίσεις ρευστότητας. Και έτσι θα μπορεί να αποφευχθεί η
περίπτωση μια χώρα να αποκλείεται απότομα από τις διεθνείς
κεφαλαιαγορές. Στις χώρες που απειλούνται με άμεση χρεοκοπία του
Δημοσίου και καταφεύγουν στον ευρωπαϊκό μηχανισμό διάσωσης αυτό δεν
πρέπει να έχει ως συνέπεια την λήψη μέτρων λιτότητας που θα θυσιάζουν
τις στοιχειώδεις δυνατότητες των πολιτών τους για επιβίωση. Για την
προστασία των στοιχειωδών αυτών αναγκών μπορεί να απαιτείται να
επιμηκύνονται χρονικά τα προγράμματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Καταστάσεις στις οποίες μια χώρα της
ευρωζώνης αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα ρευστότητας και, ως εκ τούτου,
αναγκάζεται να καταφύγει σε δρακόντεια μέτρα λιτότητας εις βάρος των
πολιτών της, πρέπει να αποτελούν εξαίρεση. Για να αποφευχθούν τέτοιες
ακρότητες, η ευρωζώνη χρειάζεται έναν μηχανισμό ασφαλείας που θα
απαλύνει τις δημοσιονομικές συνέπειες μιας δραματικής οικονομικής
ύφεσης.
Επομένως, η Ευρωζώνη θα μπορούσε να
θεσπίσει ένα κοινό σύστημα ασφάλισης ανέργων, επικουρικά των εθνικών
συστημάτων, στο οποίο θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλες οι χώρες που
ευθυγραμμίζουν την αγορά εργασίας τους με τις ανάγκες της νομισματικής
ένωσης. Αυτό θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός μηχανισμού αντιμετώπισης
μεγάλων κρίσεων μέσω ενός αυτόματου ευρωπαϊκού σταθεροποιητικού
μηχανισμού. Αυτό θα προσέθετε μια χειροπιαστή διάσταση στην ευρωπαϊκή
ενότητα που θα την αναγνώριζαν οι πολίτες της. Ως αποτέλεσμα, η
μακροοικονομική συνοχή της ευρωζώνης θα ενισχυόταν και η ενοποίηση της
ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας θα επιταχυνόταν.
Εν τέλει, υπάρχει άμεση ανάγκη για
περισσότερη εργατική κινητικότητα στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης.
Με μαθήματα γλώσσας και άλλα στοχευμένα προγράμματα εξειδίκευσης θα
πρέπει εκείνοι που λόγω της κρίσης έχασαν το θεμέλιο και την προοπτική
της ζωής τους να διευκολυνθούν για να βρουν εργασία ξανά σε άλλες χώρες
της Ευρωζώνης. Η Γερμανία δεν θα έπρεπε να παραπονιέται για την έλλειψη
εξειδικευμένων εργατών όταν πλήθος τέτοιων εργατών παραμένουν άνεργοι
στην Ισπανία.
Επιπλέον, στο υφιστάμενο πλαίσιο των
χαμηλών επιτοκίων, χώρες όπως η Γερμανία θα έπρεπε να παροτρύνονται να
επενδύσουν στις υποδομές τους και, συνεπώς, να δημιουργήσουν ζήτηση σε
όλη την ευρωζώνη.
Η δημοκρατία και το κράτος δικαίου μέσα στην κρίση
Σε μια Ένωση, τα κράτη-μέλη πρέπει να
διακατέχονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη ως προς το γεγονός ότι οι
κυβερνήσεις τους είναι νόμιμα εκλεγμένες, οι νόμοι τους νόμιμα
συντεταγμένοι, και ως προς το ότι οι πολίτες τους είναι ελεύθεροι και
ίσοι ενώπιον του νόμου. Τα υποψήφια προς ένταξη μέλη θα πρέπει να
αποδεχθούν τον εξονυχιστικό έλεγχο των αρχών που εφαρμόζουν στο θέμα των
δημοκρατικών, συνταγματικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ένταξη
συνεπάγεται για ένα κράτος την την την υποχρέωση της συνεχούς τήρησης
αυτών των αρχών. Ωστόσο, η Ε.Ε. δεν διαθέτει αποτελεσματικά και
αξιόπιστα μέσα επιβολής μιας τέτοιας δέσμευσης μετά από την ένταξη μιας
χώρας, όπως το καταδεικνύει η περίπτωση της Ουγγαρίας.
Αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα
προβληματικό αν ένα κράτος-μέλος διανύει μια περίοδο σοβαρής οικονομικής
κρίσης. Η εμπειρία δείχνει πως αντίστοιχες κρίσεις ριζοσπαστικοποιούν
τις κοινωνίες και απειλούν τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Είναι απαράδεκτο ότι η Ε.Ε. μπορεί να
επιβάλλει πιο αποτελεσματικά τη νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων, παρά
να αποτρέπει την παραβίαση δημοκρατικών και συνταγματικών κανόνων. Η
Ε.Ε. πρέπει να διαθέτει έναν μηχανισμό κυρώσεων που να διασφαλίζει την
αλληλοϋποστήριξη των κρατών-μελών και την υπεράσπιση των πολιτών τους
από την υπονόμευση της συνταγματικής τάξης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια κοινότητα
δικαίου. Η ισχύς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας βασίζεται στην εύρυθμη
λειτουργία της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής αρχής
στα κράτη-μέλη. Όταν η νομοθεσία, η δημόσια διοίκηση και η απονομή
δικαιοσύνης είναι τόσο δυσλειτουργικές που κανένας πολίτης δεν μπορεί
πλέον να κάνει χρήση της προστασίας από τους νόμους, τότε απειλούνται τα
ίδια θεμέλια της Ένωσης. Ως εκ τούτου, η προώθηση του Κράτους Δικαίου
θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα από την αγροτική πολιτική,
για παράδειγμα.
Συνοχή και δημόσια αγαθά: όχι μια ελάχιστη αλλά μια μέγιστη και βέλτιστη ένωση
Οι πολιτικές ενώσεις έχουν τη δυνατότητα
να παρέχουν δημόσια αγαθά σε κάθε χώρα τα οποία δεν μπορεί να τα
εξασφαλίσει από μόνη της. Ο αρχικός κινητήριος μοχλός της ευρωπαϊκής
ενοποίησης ήταν η διασφάλιση της ειρήνης. Η αποτελεσματική προστασία των
εξωτερικών συνόρων, η ανθρωπιστική μεταχείριση των προσφύγων και των
αιτούντων ασύλου εντός των γεωγραφικών ορίων που καλύπτονται από τη
συμφωνία του Σένγκεν, οι εσωτερικές αγορές και η προστασία του
περιβάλλοντος, όλα αυτά αποτελούν δημόσια αγαθά που η Ε.Ε. δεσμεύεται να
παρέχει. Η εξασφάλιση ενός σταθερού κοινού νομίσματος είναι μια
καταστατική συνθήκη για την Ευρωζώνη.
Τα όρια της ιδίας ευθύνης των
κρατών-μελών σε μια περίοδο κρίσης εξαντλούνται όταν τίθεται σε κίνδυνο η
παροχή αυτών των δημόσιων αγαθών. Για παράδειγμα, αν ένα κράτος-μέλος
δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια των αεροδρομίων, αυτό θα έχει
αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των ευρωπαϊκών αερομεταφορών. Αν ένα
κράτος-μέλος επιφυλάσσει απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης σε άτομα που
ζητούν άσυλο, το ευρωπαϊκό σύστημα παροχής ασύλου παραλύει. Αν οι χώρες
που πλήττονται από την κρίση αρχίσουν να κλείνουν τις αγορές τους για να
προστατεύσουν τους εγχώριους παραγωγούς, αυτό απειλεί την εσωτερική
αγορά και την κοινή εμπορική πολιτική. Αν η οικονομική κρίση σε ένα
κράτος-μέλος φτάσει στο σημείο όπου οι αγορές κερδοσκοπούν επί της
εξόδου του από τη νομισματική ένωση, αυτό μπορεί να αποβεί καταστροφικό
για το κοινό νόμισμα.
Η εξασφάλιση αυτών των δημόσιων αγαθών
πρέπει σε κάθε περίπτωση να λειτουργεί ανεξάρτητα από την πιθανή
χρεοκοπία ενός κράτους-μέλους. Αυτό δεν σημαίνει πως η παροχή τους
πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου κεντρική. Αρκεί η Ε.Ε. να μπορεί να
παρέμβει και να βοηθήσει σε περίπτωση κρίσης. Δεν χρειάζεται η Ε.Ε. να
ανεγείρει αξιοπρεπή καταλύματα για τους αιτούντες άσυλο· τουλάχιστον,
όμως, πρέπει να είναι σε θέση να υποστηρίξει οικονομικά τα κράτη που δεν
μπορούν να πράξουν κάτι ανάλογο από μόνα τους.
Αυτά τα τέσσερα σημεία: η ιδία ευθύνη
των πιστωτών, η προστασία των στοιχειωδών δυνατοτήτων για αξιοπρεπή ζωή,
η προστασία της δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, και η εξασφάλιση
των δημόσιων αγαθών – αυτά είναι τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την
επιβίωση του ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, για να ξεδιπλωθεί το πλήρες δυναμικό
της Ε.Ε. πρέπει να γίνουν ακόμα περισσότερα.
Έχει καθυστερήσει ήδη υπέρμετρα η
ανάπτυξη, παράλληλα με το κοινό νόμισμα, μιας κοινής πολιτικής ασφαλείας
και εξωτερικής πολιτικής. Σε ένα κόσμο με περισσότερους πόλους ισχύος,
στον οποίο η Κίνα, η Ρωσία και άλλοι επεκτείνουν τις σφαίρες επιρροής
τους, και η παγκόσμια ισχύς της συμμάχου μας Αμερικής μειώνεται, η
Ευρώπη θα έπρεπε να υπερασπίζεται πιο αποτελεσματικά τα κοινά της
συμφέροντα. Η Ευρώπη θα πρέπει να επιδιώξει την υιοθέτηση μιας κοινής
στρατηγικής για το παγκόσμιο εμπόριο και τη χρηματοοικονομική νομοθεσία,
καθώς και για την εκμετάλλευση παγκόσμιων κοινών αγαθών, όπως οι
ανοιχτές θάλασσες και το Διάστημα. Επιπλέον, είναι προφανές ότι οι χώρες
της ευρωζώνης με κοινό νόμισμα θα πρέπει να έχουν κοινή αντιπροσώπευση
στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στην Παγκόσμια Τράπεζα. Η ύπαρξη μιας
αποτελεσματικής κοινής εξωτερικής πολιτικής και κεντρικών δομών λήψης
αποφάσεων για την πολιτική ασφαλείας θα καθιστούσαν εφικτή την κοινή
αντιπροσώπευση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Σε θέματα ασφαλείας
πρέπει επίσης να εστιάσουμε στους μεσοπρόθεσμους στόχους. Ο Ευρωπαϊκός
Οργανισμός Αμύνης θα πρέπει ήδη από σήμερα να επεξεργάζεται την
ενοποίηση του στρατιωτικού υλικού και λογισμικού, για να σπάσει έτσι η
αποκλειστική κυριαρχία των εθνικών στρατιωτικών βιομηχανιών.
Μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να επιδιωχθεί η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού
ναυτικού και αεροπορίας. Θα υπάρξει έτσι τεράστια εξοικονόμηση πόρων στα
δύο αυτά όπλα. Αυτό προφανώς προϋποθέτει κοινούς επιχειρησιακούς
κανόνες για την ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων.
Οι προκλήσεις του 21ου αιώνα είναι πιο
σύνθετες από τις κλασικές προκλήσεις της εξωτερικής και της αμυντικής
πολιτικής. Η υπόθεση των υποκλοπών της NSA, για παράδειγμα, αποδεικνύει
ότι οι πολίτες της Ε.Ε. δεν μπορούν να βασίζονται στα κράτη για την
προστασία των προσωπικών τους δεδομένων. Στην προκειμένη περίπτωση,
είναι αναγκαία μια ευρωπαϊκή αγορά για την ασφάλεια των δεδομένων. Μια
αγορά όπου θα ισχύουν αυστηρά πρότυπα για το απόρρητο του διαδικτύου και
την κρυπτογράφηση, η εφαρμογή των οποίων θα επιβάλλεται μέσω της
σύναψης συμφωνιών με τρίτες χώρες, αντί να ακυρώνεται με συμφωνίες
συνεργασίας στον τομέα της αντικατασκοπείας. Το ιδανικό θα ήταν αυτά τα
δημόσια αγαθά να αναπτυχθούν για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου). Στον βαθμό που αυτό
αποδεικνύεται αδύνατο, η ευρωζώνη πρέπει να διατηρήσει ανοιχτή τη
στρατηγική επιλογή μιας Ευρώπης διαφορετικών ταχυτήτων σε αυτούς τους
τομείς.
Μια Ευρωσυνθήκη για την Ένωση του Ευρώ
Για να υλοποιηθεί αυτή η πολιτική
ατζέντα, η ευρωζώνη πρέπει να θεμελιωθεί σε μια νέα συμφωνία. Το
ζητούμενο είναι να καταρτιστεί μια Ευρωσυνθήκη που θα αντικαταστήσει τις
προηγούμενες αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις. Μια τέτοια συνθήκη θα
αποτελέσει ισόβια παρακαταθήκη συλλογικών εμπειριών και εκτιμήσεων από
την περίοδο της κρίσης. Η Ευρωσυνθήκη θα επανεστιάσει τον δημόσιο
διάλογο στις πολιτικές ανάγκες και επιθυμίες της Ευρώπης, και θα τον
αναπροσδιορίσει σύμφωνα με αυτά τα νέα κριτήρια, και όχι με βάση το τι
είναι νομικά εφικτό. Το ζήτημα τροποποίησης του Βασικού Νόμου (του
Συντάγματος) της Γερμανίας, που ενδέχεται να απαιτηθεί στο πλαίσιο της
περαιτέρω ενοποίησης της Ε.Ε., θα συζητηθεί εν τέλει ειδικά σε σχέση με
την Ευρωσυνθήκη.
Η ιδέα μιας Ευρώπης διαφορετικών
ταχυτήτων δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, η ευρω-κρίση απέδειξε ότι η
ενισχυμένη ενοποίηση για την οποία γίνεται λόγος θα πρέπει να
περιλαμβάνει ολόκληρη την ευρωζώνη. Προκειμένου να αποφευχθεί η διαίρεση
της Ευρώπης, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα όλων των
κρατών-μελών, ιδιαίτερα δε των πιο μικρών.
Μέχρι τώρα, η ευθύνη για τη διαχείριση
της κρίσης βάραινε τους αρχηγούς των κρατών και τις κυβερνήσεις. Όμως,
αυτός ο διακυβερνητισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο έργο που πρέπει
να επιτελεστεί στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης. Αυτός είναι ένας
από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
έχει επωμιστεί, θέλοντας και μη, έναν τόσο κεντρικό ρόλο στη διαφύλαξη
του κοινού νομίσματος.
Τελικά, χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή
εκτελεστική αρχή που θα μπορεί να διαπραγματεύεται πακέτα μεταρρυθμίσεων
με τις χώρες σε κρίση, που θα αποφασίζει για το κλείσιμο τραπεζών και
θα εξασφαλίζει την παροχή των δημόσιων αγαθών. Η Ένωση του Ευρώ
χρειάζεται μια οικονομική κυβέρνηση με ουσιαστική δυνατότητα δράσης.
Η εν λόγω οικονομική κυβέρνηση θα πρέπει
να έχει διαφορετικής τάξης δικαιώματα παρέμβασης στους εθνικούς
προϋπολογισμούς. Εφόσον ένα κράτος-μέλος είναι συνεπές στις υποχρεώσεις
του, ο ρόλος της θα περιορίζεται σε μη δεσμευτικές συστάσεις. Όμως, αν
ένα κράτος-μέλος παραβεί τα κριτήρια σταθερότητας, η οικονομική
κυβέρνηση θα πρέπει να μπορεί να επιβάλλει διατάξεις δεσμευτικού
χαρακτήρα ως προς τα ποσά που πρέπει να εξοικονομήσει το κράτος. Το
κράτος θα διατηρεί το δικαίωμα της επιλογής των τομέων στους οποίους θα
γίνονται οι περικοπές.
Η οικονομική κυβέρνηση χρειάζεται επίσης
έναν προϋπολογισμό για την προώθηση των δημόσιων αγαθών, καθώς και ένα
ταμείο ανάπτυξης για την υποστήριξη διαδικασιών μεταρρύθμισης σε χώρες
της ευρωζώνης. Θεωρητικά, αυτός ο προϋπολογισμός θα μπορούσε να
χρηματοδοτηθεί μέσω της φορολόγησης. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν βάσιμοι
λόγοι για τους οποίους δεν θα ήταν σκόπιμο η οικονομική κυβέρνηση να
αποκτήσει εκτεταμένη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή φορολογική βάση. Θα ήταν
λογικό η χρηματοδότηση του ευρω-προϋπολογισμού να γίνεται μέσω ενός
τέλους συμμετοχής που θα αντιπροσωπεύει περίπου το 0,5% του ακαθάριστου
εγχώριου προϊόντος.
Η Ευρω-κυβέρνηση θα πρέπει να επιλέγεται
και να ελέγχεται από ένα Ευρω-κοινοβούλιο. Είναι εύλογο ότι αυτό το
σώμα θα πρέπει να αποτελείται από βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
οι οποίοι θα εκπροσωπούν τις χώρες της ευρωζώνης, αφού σκοπός του νέου
σώματος θα είναι η εξασφάλιση δημόσιων αγαθών στην ευρωζώνη. Εντούτοις,
στην ομάδα μας υπάρχουν και φωνές που υποστηρίζουν ότι το
Ευρω-κοινοβούλιο θα πρέπει να απαρτίζεται από μέλη των εθνικών
κοινοβουλίων, προκειμένου ο έλεγχος των κυβερνητικών δαπανών να
παραμείνει στα χέρια τους.
Ανεξάρτητα από το ποια επιλογή θα
προτιμηθεί, οι χώρες που πρόκειται να προσχωρήσουν στο ευρώ στο άμεσο
μέλλον (οι λεγόμενες χώρες προς ένταξη) θα πρέπει να συμπεριληφθούν
εξαρχής στις διαπραγματεύσεις για την Ευρω-συνθήκη. Το ίδιο ισχύει και
για τους θεσμούς της Ευρω-Ένωσης: μέσω της αντιπροσώπευσης με δικαίωμα
λόγου (αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου).
Κανείς δεν πρέπει να υποπέσει στο
ολίσθημα να πιστέψει ότι η κρίση θα περάσει και ότι οι μηχανισμοί
σταθεροποίησης που τέθηκαν βιαστικά σε εφαρμογή αρκούν για να εγγυηθούν
την μακροπρόθεσμη επιτυχία του ευρώ. Ο Ζαν Μονέ, ένας εκ των ιδρυτών της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε κάποτε: «L’Europe se fera dans les crises» (σε
ελεύθερη μετάφραση: η Ευρώπη θα πραγματωθεί μέσα από τη διαχείριση των
κρίσεων). Η σημερινή κρίση είναι πιθανότατα η πιο σοβαρή που
αντιμετώπισε ποτέ η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πώς θα αξιοποιήσουμε αυτήν την
ιστορική ευκαιρία εξαρτάται πλέον από εμάς.
Glienicker Gruppe (Όμιλος Γκλίνεκερ):
Άρμιν φον Μπογκντάντυ / Armin von Bogdandy (Max-Planck-Institut for Comparative Law and International Law), Κρίστιαν Κάλλις / Christian Calliess (FU Berlin), Χέντρικ Εντερλάιν / Henrik Enderlein (Hertie School of Governance), Μαρσέλ Φράτσερ / Marcel Fratzscher (DIW), Κλέμενς Φούεστ / Clemens Fuest (ZEW), Φραντς Σ. Μάγερ / Franz Mayer (Uni Bielefeld), Ντανιέλα Σβάρτσερ / Daniela Schwarzer (SWP), Μαξιμίλιαν Στάινμπάις / Max Steinbeis(Verfassungsblog), Κονστάντσε Στέλτσενμύλλερ / Constanze Stelzenmüller (German Marshall Fund), Γιάκομπ φον Βαϊτσέκερ / Jakob von Weizsäcker (Thüringer Wirtschaftsministerium), Γκούντραμ Βολφ / Guntram Wolff (Bruegel)
– Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου
Δημοσιεύθηκε από την εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit, στις 17 Οκτωβρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου