Από τον Θανάση Γιαλκέτση, Εφημερίδα των Συντακτών
Η οικονομική κρίση, μεταξύ άλλων, κλόνισε πολύ σοβαρά την αξιοπιστία
της οικονομικής επιστήμης. Είναι επομένως ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο ένα έργο
που φιλοδοξεί να συμβάλει στην «επανίδρυση της οικονομικής θεωρίας».
Πρόκειται για το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Αντρέ Ορλεάν «Η
ηγεμονία της αξίας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στη γλώσσα μας
(εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Χριστιάννα Σαμαρά). Η ακόλουθη συνέντευξη του
Αντρέ Ορλεάν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Le Nouvel Observateur».
• Η οικονομική επιστήμη βασιλεύει σήμερα ως κυρίαρχη
επιστήμη. Εσείς ωστόσο στο τελευταίο βιβλίο σας, «Η ηγεμονία της αξίας»,
ασκείτε κριτική σε ένα από τα θεμέλιά της: τη θεωρία της αξίας. Τι
ακριβώς υποστηρίζετε;
Ο πρωταρχικός σκοπός της οικονομίας είναι να απαντήσει στο ακόλουθο
πρόβλημα: όταν ανταλλάσσω σιτάρι με ύφασμα, πώς μπορώ να μετρήσω το ένα
σε σχέση με το άλλο, αφού δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους; Μπορώ
επειδή τα αγαθά έχουν μιαν αξία, πράγμα που τους επιτρέπει να έχουν και
μια τιμή. Από τι αποτελείται όμως αυτή η αξία; Ολοι οι μεγάλοι
θεωρητικοί άρχισαν από δω. Στους «κλασικούς» οικονομολόγους (Σμιθ,
Ρικάρντο, Μαρξ) η αξία μετριέται με βάση την ποσότητα της εργασίας που
είναι αναγκαία για να παραχθεί το αγαθό. Η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε στις
αρχές του 19ου αιώνα από τους «νεοκλασικούς» (Βαλράς, Μένγκερ,
Τζέβονς), οι οποίοι συνέδεσαν την αξία με τη χρησιμότητα: ένα αγαθό έχει
αξία επειδή είναι χρήσιμο. Αυτή είναι η θεωρία που κυριαρχεί σήμερα
στην οικονομία και πέρα από αυτήν. Η κριτική μου περιλαμβάνει αυτές τις
αντιλήψεις: οριζόμενη από την εργασία ή από τη χρησιμότητα, η αξία
εμφανίζεται ως μια «ουσία», ως μια αντικειμενική και σταθερή ιδιότητα
που χαρακτηρίζει το αγαθό.
Ας επιχειρήσουμε μια σύγκριση με τις άλλες
επιστήμες του ανθρώπου, οι οποίες αναλύουν και αυτές αξίες – αξίες
ηθικές, κοινωνικές, πολιτικές, αισθητικές… Για την κοινωνιολογία ή για
την πολιτική επιστήμη, μια θρησκεία ή μια ιδεολογία δεν έχει ποτέ μιαν
αξία καθαυτή, μετρήσιμη, αντικειμενική, αλλά μόνον ως συλλογική
αναπαράσταση που παράγεται από την κοινωνική ομάδα και υπόκειται σε
διαρκή εξέλιξη. Στην οικονομική επιστήμη όμως τα αγαθά κατέχουν μιαν
εγγενή αξία, της οποίας έκφραση είναι η τιμή. Η τιμή ενσωματώνει βέβαια
τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες των οικονομικών υποκειμένων, αλλά
αυτές γίνονται αντιληπτές ως σταθερά, αμετάβλητα, σχεδόν φυσικά
δεδομένα, χωρίς κανείς να αναρωτιέται πώς διαμορφώθηκαν και πώς
εξελίσσονται. Η οικονομική επιστήμη μπορεί να μας εξηγήσει τις
διακυμάνσεις της τιμής ενός οχήματος σε συνάρτηση με την πορεία των
πρώτων υλών, αλλά όχι την άνοδο του ηλεκτρονικού υπολογιστή στην πρώτη
γραμμή των καταναλωτικών αντικειμένων. Το σύμπαν της είναι ένας κόσμος
απαλλαγμένος από όλα τα αισθήματα –επιθυμίες, αγώνες για το κύρος,
επιδεικτική κατανάλωση, μιμητισμός– που συνδέουν τους ανθρώπους με τα
αντικείμενα, προκειμένου να εξεταστεί μόνον η χρησιμότητα των
αντικειμένων.
• Αυτές οι διαστάσεις υπάγονται σε άλλες επιστήμες;
Αν η οικονομία δεν ασχολείται με την εξέλιξη των αντικειμένων, με τι
ασχολείται; Και αν αυτή δεν κατανοεί ότι η χρησιμότητα δεν είναι το μόνο
στοιχείο της αξίας ενός αγαθού, τι κατανοεί; Προκειμένου να
κατανοήσουμε τη «χρησιμοθηρική» αξία των αντικειμένων, χάσαμε από τον
ορίζοντά μας τη συνάφεια ανάμεσα σε οικονομική αξία και σε θρησκευτική,
πολιτική αξία κ.ο.κ. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουμε ότι το να υιοθετούμε μια
θρησκευτική ή ηθική αξία είναι ένας τρόπος για να αφήνουμε το ίχνος μας
στον κόσμο, για να στρατευόμαστε στο συλλογικό πεδίο. Το ίδιο ισχύει και
για ένα αγαθό: προσδίδοντάς του μιαν οικονομική αξία αναπτύσσουμε δράση
μέσα στον κόσμο. Δείτε το παράδειγμα της γαιοκτησίας. Για μας είναι
φυσικό το ότι ένα τμήμα γης είναι ένα ανταλλάξιμο αγαθό, αλλά στον 16ο
αιώνα η γη θεωρούνταν συλλογικό και μη διαπραγματεύσιμο αγαθό, πράγμα
που εξηγεί τη σφοδρότητα της αντίστασης ενάντια στο νόμο για την
«περίφραξη» των κοινοτικών βοσκοτόπων στην Αγγλία του 16ου και του 17ου
αιώνα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με την εμπορευματοποίηση του
έμβιου όντος. Ενα χέρι ή το αίμα δεν μας φαίνονται σαν εμπορεύματα, αλλά
τι θα γίνει αύριο; Αξιώνοντας τα αγαθά να είναι φυσικά
διαπραγματεύσιμα, η οικονομική επιστήμη αποκρύπτει παραμέτρους οι οποίες
ωστόσο είναι καθοριστικές για την αξία αυτών των αγαθών.
• Η νεοκλασική θεωρία διατύπωσε τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Τον αμφισβητείτε;
Το νεοκλασικό μοντέλο φαντάζεται ένα οικονομικό υποκείμενο που
εξετάζει τα αγαθά μόνον από τη σκοπιά της χρησιμότητάς τους. Αυτό
συμβαίνει πράγματι όταν, για παράδειγμα, αγοράζει κανείς λαχανικά στην
αγορά. Τότε ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης λειτουργεί: υπάρχουν
πωλητές και αγοραστές, καθένας τους γνωρίζει τι θέλει, διαθέτει την
κατάλληλη πληροφόρηση, υποκινείται μόνον από το προσωπικό του συμφέρον
και δρα με τρόπο ορθολογικό. Αυτός ο τύπος αγοράς αυτορρυθμίζεται, η
ζήτηση ανεβάζει τις τιμές και τελικά εμφανίζεται μια τιμή που
ενσωματώνει τις επιθυμίες όλων. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες καταστάσεις
στις οποίες αντίθετα ο δρων δεν γνωρίζει τι θέλει ή η επιθυμία του
εξαρτάται από τις επιθυμίες άλλων, από φήμες, από μοντέλα, από νευρωτικά
πάθη κ.λπ. – αυτό συμβαίνει τυπικά με τα αντικείμενα που είναι της
μόδας. Τι θα συμβεί τότε; Αντίθετα προς αυτό που προβλέπει ο νόμος της
προσφοράς και της ζήτησης, η άνοδος της τιμής ενός αγαθού θα αυξήσει τη
ζήτηση. Περισσότερο από το μοντέλο του Βαλράς, αυτό που μας βοηθάει να
κατανοήσουμε τι συμβαίνει εδώ είναι ο νόμος της μιμητικής επιθυμίας του
Ρενέ Ζιράρ: επιθυμώ αυτό που επιθυμεί ο άλλος. Αλλωστε, όλη η δουλειά
του μάρκετινγκ είναι να υποδαυλίζει τη μιμητική επιθυμία.
• Πρέπει να απορρίψουμε όλη την οικονομική επιστήμη;
Οχι, δεν το νομίζω. Θα έλεγα ότι πρέπει να αλλάξουμε το πλαίσιο της
οικονομικής σκέψης και να τοποθετήσουμε στο επίκεντρό του, όχι πλέον την
επιθυμία του χρήσιμου αντικειμένου, αλλά την επιθυμία του χρήματος.
Γιατί ανταλλάσσει κανείς ένα τραπέζι, που είναι χρήσιμο, με χρυσό που
δεν χρησιμεύει σε τίποτα; Επειδή του επιτρέπει να αγοράζει όλα τα άλλα
αντικείμενα, αλλά κυρίως επειδή όλος ο κόσμος επιθυμεί τον χρυσό. Να
ποιο είναι το θεμελιώδες σημείο: όλος ο κόσμος επιθυμεί το χρήμα.
Επομένως, η χρησιμότητα δεν είναι παρά μόνο μια επιμέρους διάσταση της
οικονομικής αξίας και το λάθος της νεοκλασικής οικονομίας ήταν ότι την
αναγόρευσε σε γενικό κανόνα. Λάθος που επιδεινώθηκε από τον κανονιστικό
πειρασμό που χαρακτηρίζει την οικονομική επιστήμη. Γιατί αν η οικονομία
θεωρείται μια πειραματική επιστήμη, που μπορεί να συγκριθεί με τη φυσική
και που έχει αντικείμενο τον κόσμο έτσι όπως αυτός είναι, αυτή κινήθηκε
διαφορετικά στην πράξη: εδώ και δεκαετίες συμπεριφέρεται σαν μια
θρησκεία, η οποία περιγράφει κυρίως τον κόσμο όπως θα τον ήθελε να είναι
και σφυρηλατεί τα εργαλεία για να γίνει πράξη αυτό το ιδεώδες.
Επιπλέον, η οικονομική επιστήμη τάσσεται τόσο ευνοϊκά υπέρ του κεφαλαίου
ώστε μια υποψία συνενοχής βαραίνει ήδη τους οικονομολόγους. Αυτοί
διαμαρτύρονται, αλλά εκείνοι που υποστηρίζουν ότι κάθε άτομο υποκινείται
από το προσωπικό του συμφέρον, γιατί θα ξέφευγαν οι ίδιοι από τον δικό
τους νόμο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου