Του Daniel Gros, ΤΟ ΒΗΜΑ - ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Η κρίση του ευρώ φαίνεται ότι έχει εν πολλοίς παρέλθει. Τα ασφάλιστρα κινδύνου συνεχίζουν να μειώνονται και δυο χώρες _ η Ιρλανδία και η Πορτογαλία _ έχουν ήδη βγει από το πρόγραμμα προσαρμογής. Μπορούν πλέον να αυτοχρηματοδοτούνται στην αγορά και οι οικονομίες τους άρχισαν πάλι να αναπτύσσονται. Η Ελλάδα, αντίθετα, συνεχίζει να έχει πρόβλημα να εκπληρώσει τους στόχους του προγράμματός της και βρίσκεται σε ατέρμονες διαβουλεύσεις για ένα ακόμη οικονομικό πακέτο. Το πρόβλημα μπορεί να συνοψιστεί με μια λέξη: εξαγωγές (ή μάλλον μη αύξηση των εξαγωγών). Στις ειδήσεις στην Ελλάδα κυριαρχεί ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013 πρώτη φορά σε δεκαετίες. Πρόκειται όντως για καμπή. Αλλά μια άλλη, πολύ πιο σημαντική είδηση, έτυχε πολύ μικρότερης προσοχής: η Ελλάδα είχε λιγότερες εξαγωγές το 2013 από το 2012. Η φτωχή αυτή επίδοση δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί δεδομένου ότι όλες οι άλλες χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης κατέγραψαν σθεναρή αύξηση εξαγωγών. Για παράδειγμα, οι πορτογαλικές εξαγωγές αυξάνονται κατά 5-6% τον χρόνο τα τελευταία χρόνια παρά τις αντίξοες συνθήκες (η Ισπανία είναι η μεγαλύτερη αγορά τους) και την δυσκολία των εξαγωγέων να βρουν χρηματοδότηση. Συνεπώς, ούτε η χαμηλή ζήτηση από το εξωτερικό ούτε η έλλειψη χρηματοδότησης αποτελούν αιτίες για την κακή επίδοση της Ελλάδας στις εξαγωγές. Δεν την εξηγεί ούτε η χαμηλή ανταγωνιστικότητα καθώς οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια υποχώρησαν περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της ευρωζώνης με εξαίρεση την Ιρλανδία. Επομένως η μοναδική εξήγηση για την κακή επίδοση των ελληνικών
εξαγωγών πρέπει να είναι ότι η ελληνική οικονομία παραμένει τόσο
διαστρεβλωμένη που δεν ανταποκρίθηκε στις αλλαγές.
Η έλλειψη ικανότητας προσαρμογής είναι κρίσιμη. Στην Ιρλανδία, στην
Ισπανία, ακόμη και στην Πορτογαλία, οι εξαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά
όταν η εγχώρια οικονομία κατέρρευσε και οι μισθοί αναπροσαρμόστηκαν.
Αλλά οι χώρες αυτές ήταν ήδη πιο ευέλικτες και, σε ορισμένες
περιπτώσεις, εισήγαγαν σκληρές μεταρρυθμίσεις.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι πολλές
διαρθρωτικές αλλαγές που επέβαλε η Τρόικα οδήγησαν σε πραγματική
βελτίωση. Τουναντίον, πολλοί δείκτες για την αποτελεσματικότητα με την
οποία λειτουργούν η κυβέρνηση και η αγορά έχουν, στην πραγματικότητα,
επιδεινωθεί.
Το εύκολο επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν έχει και πολλά να εξάγει
είναι σαθρό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ελληνικές εξαγωγές είναι
χαμηλές αλλά ότι δεν μπόρεσαν να αυξηθούν το οποίο θα έπρεπε να είχε
συμβεί, ιδίως αφού ξεκινούσαν από χαμηλή βάση. Πριν από μερικά χρόνια,
οι ελληνικές εξαγωγές ισούνταν με τις πορτογαλικές. Σήμερα η Πορτογαλία
προηγείται κατά σχεδόν 20 δισ. ευρώ.
Η έλλειψη αύξησης των εξαγωγών έκανε την ύφεση στην Ελλάδα πολύ πιο
μακροχρόνια και βαθιά απ' όσο θα ήταν στην αντίθετη περίπτωση. Αν οι
ελληνικές εξαγωγές είχαν αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό με τις πορτογαλικές
(ή τις ισπανικές), η ύφεση θα είχε ήδη παρέλθει σήμερα.
Επιπλέον, η μη αύξηση των εξαγωγών έκανε πολύ δυσκολότερη την
δημοσιονομική προσαρμογή. Οι υψηλότερες εξαγωγές όχι μόνο θα είχαν φέρει
υψηλότερα έσοδα αλλά και θα είχαν πολλαπλασιαστική επίδραση στην
εγχώρια οικονομία, αυξάνοντας παράλληλα τα έσοδα από τον φόρο
κατανάλωσης.
Η Ελλάδα σήμερα έχει ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών _
σημαντικό επίτευγμα ύστερα από τα διψήφια ελλείμματα (ως ποσοστό του
ΑΕΠ) πριν από μερικά χρόνια. Αλλά αντίθετα προς άλλες οικονομίες στην
περιφέρεια της ευρωζώνης, η βελτίωση αυτή επιτεύχθηκε αποκλειστικά μέσω
της συμπίεσης των εισαγωγών.
Αυτό υπονοεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα για βιώσιμη ανάπτυξη αν δεν αρχίσουν να αυξάνονται οι εξαγωγές. Όχι εξαγωγές, όχι ανάπτυξη.
Αυτό που πήγε στραβά στην Ελλάδα δεν ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή. Αντίθετα η ύφεση ήταν μάλλον υπερβολικά επιτυχημένη (και επώδυνη). Αλλά ήταν ο λάθος στόχος.
Δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει πολλά ο υπόλοιπος κόσμος για να
αυξηθούν οι ελληνικές εξαγωγές. Η κυβέρνηση μπορεί να εξαναγκαστεί να
περάσει διατάγματα και η Βουλή να πιεστεί να υιοθετήσει όλες τις
μεταρρυθμίσεις που είναι γνωστές στην ανθρωπότητα. Αλλά τελικά αυτό που
μετράει είναι πώς εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις στην πράξη και πώς
ανταποκρίνεται η οικονομία.
Ένα πρόγραμμα προσαρμογής επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει στην ίδια τη χώρα, όχι στις Βρυξέλλες ή στην Ουάσινγκτον.
*Ο κ. Daniel Gros είναι διευθυντής του Center for European Policy Studies στις Βρυξέλλες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου