Του Γιώργου Παγουλάτου, Καθημερινή
Είναι λαϊκισμός να μιλάμε για τους νεόπτωχους της κρίσης; Για τα
μεσαία στρώματα που βυθίζονται στην απόγνωση; Για τις 950.000 θέσεις
εργασίας που χάθηκαν από το 2008; Για το 80% των μακροχρόνια ανέργων
χωρίς κανένα επίδομα;» Ο συνομιλητής, έντιμος διανοούμενος της
Αριστεράς, μιλούσε με πάθος και θυμό. «Είναι λαϊκισμός ότι διακόσιες
χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν κλείσει την τελευταία τετραετία; Οτι ένας
στους πέντε ενηλίκους ζει σε νοικοκυριό χωρίς κανένα εργαζόμενο μέλος;
Οτι 18% των Ελλήνων δεν διαθέτει αρκετά χρήματα ούτε για να αγοράσει
τρόφιμα;». Η πραγματικότητα των αριθμών δεν είναι λαϊκισμός. Η όξυνση των
ανισοτήτων, της φτώχειας και της μακροχρόνιας ανεργίας, το διάτρητο
δίχτυ κοινωνικής προστασίας: αυτό είναι το νέο κοινωνικό πρόβλημα της
χώρας. Η επίκλησή του είναι δημόσια προτεραιότητα, δεν είναι λαϊκισμός. Η
χρήση του όμως για να συγκαλυφθεί το οικονομικό πρόβλημα της χώρας,
αυτό είναι λαϊκισμός. Το σύνθημα ότι το Μνημόνιο προκάλεσε την κρίση,
διότι μας αφαίρεσε την ευημερία που είχαμε και στην οποία μπορούμε τάχα
να επιστρέψουμε, αυτό κι αν είναι απροκάλυπτος λαϊκισμός. Μπήκαμε στην κρίση το 2009-10 με θηριώδη υπερχρέωση προς τον υπόλοιπο
κόσμο. Η Ελλάδα είχε καθαρό εξωτερικό χρέος σχεδόν όσο το ΑΕΠ της, το
μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Τι ήταν αυτό το χρέος; Δεν ήταν μόνο ρεμούλες,
σπατάλη, φοροδιαφυγή και διαφθορά. Ηταν εισόδημα που έμπαινε στην
οικονομία με το μεγαλύτερο ποσοστό τελικής κατανάλωσης στην Ευρώπη.
Φουσκώνοντας αμοιβές και θέσεις εργασίας κυρίως στον ευρύτερο δημόσιο
τομέα και στο αρχιπέλαγος των μη εμπορεύσιμων κλάδων και επιχειρήσεων
που άμεσα ή έμμεσα εξαρτιόνταν από αυτόν (τράπεζες, προμηθευτές,
κατασκευαστικές, ακίνητα, ΜΜΕ, τηλεπικοινωνίες, ελεύθερα επαγγέλματα,
προστατευμένες επιχειρήσεις, εταιρείες διαφήμισης και επικοινωνίας
κ.λπ.).
Τα υψηλά εισοδήματα και κόστη στους κλάδους αυτούς στραγγάλιζαν
τον εμπορεύσιμο και εξαγωγικό τομέα. Η χώρα δανειζόταν από τη μελλοντική
της ανάπτυξη, για να χρηματοδοτεί μια κατανάλωση μεγαλύτερη από την
παραγωγική της δυνατότητα.
Ομως, το 2010 οι αγορές έριξαν μια προσεκτική ματιά στο διπλό έλλειμμα και στο διπλό χρέος (δημόσιο και εξωτερικό). Και έφριξαν. Από τη στιγμή που ο εξωτερικός δανεισμός στέρεψε, αυτό σήμαινε ότι μεγάλο μέρος του εισοδήματος έπρεπε αναπόφευκτα να ξεφουσκώσει, και η οικονομία να ισορροπήσει σε ένα επίπεδο χαμηλότερο από τα 230 δισ. του φουσκωμένου ΑΕΠ του 2009. Με τη συρρίκνωση των τεχνητών εισοδημάτων του υπερδανεισμού, δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μαγαζιά και επαγγελματίες που ζούσαν από την εγχώρια κατανάλωση άρχισαν να καταρρέουν. Η οικονομία μας είχε δύο δυνατότητες: ή τη δραστική μείωση της συνολικής κατανάλωσης ή τη δραστική αύξηση των εξαγωγών, ώστε να εισάγει πραγματικό (και όχι δανεικό) εισόδημα απ’ έξω. Το πρώτο ήταν ταχύτερο, και ούτως ή άλλως άμεσα αναγκαίο. Το δεύτερο είναι το πιο δύσκολο, απαιτεί πλήθος διαρθρωτικών προσαρμογών, που θέλουν χρόνο για να αποδώσουν.
Ετσι η σωρευμένη ύφεση και ανεργία αποτυπώνει τον υπερδανεισμό της προηγούμενης περιόδου αλλά και την παραγωγική στρέβλωση της ελληνικής οικονομίας: λίγες οι επιχειρήσεις έτοιμες να «τρέξουν» με εξαγωγές, τραβώντας την οικονομία στην ανάκαμψη. Αυτό είναι το πραγματικό παραγωγικό πρόβλημα της χώρας: η περιορισμένη βάση των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, η ακόμα φτωχότερη προστιθέμενη αξία τους, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, 91η στις 148 και τελευταία στην Ευρώπη κατά το World Economic Forum. Εάν αυτά δεν αντιμετωπιστούν, δεν θα υπάρξει ούτε διατηρήσιμη ανάπτυξη ούτε δουλειές, όσο κι αν κάποιοι ονειρεύονται καταπολέμηση της ανεργίας με εργοδότη το Δημόσιο.
Θα ήθελα να ακούσω μια μέρα τον κ. Τσίπρα να δυσαρεστεί την εκλογική του πελατεία με ενοχλητικές αλήθειες: ότι η παραμονή στο ευρώ σημαίνει σοβαρό καπιταλισμό, παραγωγικότητα, θυσίες και πειθαρχία, αλλά έξω από το ευρώ είναι μεγαλύτερη φτώχεια και καταστροφή. Οτι στην Ε.Ε. δεν υπάρχουν μονομερείς ενέργειες αλλά διαπραγμάτευση και συμβιβασμοί. Οτι η μετάβαση στο πρωτογενές πλεόνασμα ήταν αναγκαία για να έχει η χώρα οποιαδήποτε ελπίδα σταθεροποίησης και προσδοκία ανάκαμψης. Οτι η ανάπτυξη προϋποθέτει ανταγωνιστικές, διεθνοποιημένες μονάδες, ελκυστικό περιβάλλον (φορολόγηση, κράτος, εργασιακά, υποδομές) και επαρκή κερδοφορία ώστε να μείνουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Οτι έχουμε τα πιο εχθρικά προς την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία και την αγορά πανεπιστήμια, κυρίως λόγω της μακρόχρονης κατοχής τους από τις οικείες προς τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικές δυνάμεις.
Θα ήθελα να ακούσω τους κ. Σαμαρά και Βενιζέλο να λένε: τα δύο κόμματά μας έχουν τεράστιες ευθύνες για την κρίση, και τότε και τώρα. Προστάτευσαν και συνεχίζουν να προστατεύουν τις κομματικές τους πελατείες. Ας μην ξαναμιλήσει κανείς για success story με ανεργία 28%. Πετύχαμε τη μεγαλύτερη μείωση ελλείμματος που έγινε ποτέ, και αυτό είναι επίτευγμα. Αλλά έγινε με υπερφορολόγηση των πολιτών, με «δεν πληρώνω» του Δημοσίου, με διαρκείς περικοπές στο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, με τον μεγάλο πλούτο της φοροδιαφυγής να κρύβεται ακόμη. Και με τμήμα της κοινωνίας σε συνθήκες εξαθλίωσης. Η αναγκαία και αναπόφευκτη λιτότητα δεν κατανεμήθηκε με τον δικαιότερο τρόπο. Και η δίκαιη και αναπτυξιακή διανομή μέρους του πλεονάσματος θέλει μόνιμα μέτρα – όχι προεκλογικά επιδόματα και αναπλήρωση συντάξεων αγάμων θυγατέρων.
Αυτά θα ήθελα να ακούσω, αλλά έχω την αίσθηση πως δεν θα τα ακούσω.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής
και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης
καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου