Του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, Εφημερίδα των Συντακτών
Το ερώτημα τι σημαίνει πολιτική σηκώνει πολλή κουβέντα. Ολοι όμως θα
συμφωνούσαμε ότι, μεταξύ άλλων, περιέχει και τις εξής δύο διαστάσεις: η
μία, σαφώς η κύρια, είναι η ιδεολογική κόντρα ανάμεσα σε κόμματα που
διαβάζουν διαφορετικά το παρόν και οραματίζονται διαφορετικά το μέλλον.
Βάζοντας κατά μέρος το ποιoς έχει δίκιο, αυτή είναι η πολιτική φύση της
αντιπαράθεσης Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ: διαφωνούν ως προς το πρακτέον
με το Mνημόνιο και ταυτόχρονα προωθούν ή απορρίπτουν μέτρα και
πρωτοβουλίες που οδηγούν προς τη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. Η έτερη
διάσταση της πολιτικής, απόρροια της πρώτης αλλά δευτερεύουσα, είναι
λιγότερο εμφανής και προσφέρεται για ρητορικά τεχνάσματα και υπόγειες
χειραγωγήσεις: η κάθε παράταξη κατασκευάζει ένα πρότυπο συμπεριφοράς, το
οποίο η ίδια υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, και υπαινίσσεται ότι όσοι την
ψηφίσουν θα μπορέσουν να αναγνωρίσουν σ’ αυτό το εξωραϊσμένο είδος
ανθρώπου τον εαυτό τους. Ετσι, η κυβέρνηση προβάλλει το υπόδειγμα του
υπεύθυνου ατόμου που πορεύεται στον μονόδρομο της δύσκολης λύσης, χωρίς
λαϊκισμούς και εύκολες υποσχέσεις. Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρατεύει την
έννοια του αντιστεκόμενου στην αδικία και προσβλέπει στην έκρηξη που θα
ανατρέψει τη ζοφερή πραγματικότητα.
Ενώ πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, οι κινήσεις στη σκακιέρα της πολιτικής
δείχνουν σαφή μετατόπιση από την πρώτη στη δεύτερη διάσταση της
πολιτικής. Κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εμμένουν στην κλασική
αντιδικία τους, αλλά στον ενδιάμεσο χώρο εμφανίστηκαν νέα σχήματα που
προσπαθούν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού. Η αρχή έγινε με την
πρωτοβουλία των «58», η οποία στην πρώτη, και πιστεύω πιο ειλικρινή,
έκφρασή της παρέκαμψε το ερώτημα «Εσείς τι προτείνετε;» και μίλησε για
την ανάγκη να υπάρξει ένας νέος πόλος, υπογραμμίζοντας κυρίως τις αρετές
εκείνων που αποφάσισαν να τον κατασκευάσουν: ευρωπαϊσμός, σοβαρότητα,
ρεαλισμός και μια αίσθηση υγιούς ανανέωσης με τη συμμετοχή καθηγητών και
διανοουμένων, πλαισιωμένων από λίγα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, π.χ. Αυγερινός,
Γιαννίτσης, που δεν έχουν λόγο να ντρέπονται για το παρελθόν τους.
Το μήνυμα ήταν σαφές: εμπιστευτείτε μας, όχι επειδή επιλέγουμε την
εξής συγκεκριμένη λύση, αλλά γιατί είμαστε ευρωπαϊστές, σοβαροί,
ρεαλιστές και διαφορετικοί. Μολονότι συμμερίζομαι την κριτική που τους
ασκήθηκε γιατί απέφυγαν να δώσουν ένα ευδιάκριτο πολιτικό στίγμα και
έριξαν το βάρος στην κολακευτική αυτοπροσωπογραφία τους, πρέπει ίσως να
λάβουμε υπόψη μας τα εσωτερικά προβλήματα που θα δημιουργούσε στο
ιδεολογικό μωσαϊκό της κίνησης μια πιο σαφής πρόταση. (Και κάτι άλλο,
επειδή και η κριτική έχει τα όριά της: ενημερώνω όσους μίλησαν για
καθηγητές άσχετους και άκαπνους, ότι ο Γιάννης Βούλγαρης, ο γραμματέας
του «Ρήγα Φεραίου» στη δικτατορία, δεν περίμενε την ώριμη ηλικία για να
ασχοληθεί με την πολιτική.)
Με το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη η τάση να μην προτείνουμε κάτι
χειροπιαστό –και δεν εννοώ αν στην κυβέρνηση πρέπει ή όχι να υπάρχουν
υφυπουργοί– αλλά να φιλοτεχνούμε εξωραϊσμένες ή δαιμονοποιημένες
ταυτότητες, από επικοινωνιακή τακτική έγινε το κεντρικό επιχείρημα. Η
ιδρυτική διακήρυξη και οι πρώτες εμφανίσεις του Στ. Θεοδωράκη εξέπεμψαν
το σαφέστατο μήνυμα «Δεν είμαι πολιτικός». Και εφόσον για τα σημερινά
δεινά υποτίθεται ότι ευθύνονται οι πολιτικοί –στο διάστημα ανάμεσα στην
«τεράστια» και την «αποκλειστική» ευθύνη των πολιτικών κρύβεται
ολόκληρος ο ψηφοθηρικός λαϊκισμός– όποιος με την εκφορά του λόγου του,
την εμφάνιση (σακίδιο) και το ύφος του δείχνει μη πολιτικός, έχει
κερδίσει τις εντυπώσεις.
Κατά τα άλλα, το Ποτάμι ακολούθησε την πεπατημένη του Μπέπε Γκρίλο.
Αντί να προτείνει τις δικές του λύσεις στα δύσκολα και στη συνέχεια να
πείσει ότι είναι δίκαιες και εφικτές, παρέκαμψε το παρακινδυνευμένο αυτό
εγχείρημα με τον έμμεσο ισχυρισμό ότι θα είναι δίκαιες και εφικτές,
εφόσον εκπροσωπεί το υγιές κομμάτι της κοινωνίας: τους ευσυνείδητους,
εργατικούς, αξιοπρεπείς, όσους τήρησαν τους κανόνες του παιχνιδιού και
δεν συναλλάχτηκαν με την εξουσία, δηλαδή όλα τα αθώα θύματα. Οπως τα
μέλη του βαθέος ΠΑΣΟΚ έγιναν εν μία νυκτί ενάρετοι αντιστασιακοί,
προσχωρώντας στον ΣΥΡΙΖΑ, έτσι μπορούμε όλοι εύκολα να γίνουμε
εργατικοί, αξιοπρεπείς, τίμιοι και κυρίως αναμάρτητοι ψηφίζοντας Ποτάμι.
Η ανάγκη για ανανέωση στην πολιτική σήμερα είναι προφανής, γιατί η
απόσταση που χωρίζει τα κόμματα από τον λαό έχει μεγαλώσει επικίνδυνα. Η
θεραπεία όμως απαιτεί θαρραλέες συγκεκριμένες προτάσεις για τα επί
τάπητος, απαιτεί επίσης πραγματικό ριζοσπαστισμό –πώς αλλιώς θα
ανατρέψουμε τα διακομματικά στερεότυπα της σκέψης μας;– και όχι
επικοινωνιακά τεχνάσματα σαν αυτό που επιχειρεί το Ποτάμι, το οποίο
νομίζω ότι συνοψίζει υπέροχα τη μεταμοντέρνα έννοια της πολιτικής,
δηλαδή να επαναλαμβάνουμε τα παλιά λάθη αλλά με τον πιο σύγχρονο τρόπο.
1 σχόλιο:
Διακόσια χρόνια η ίδια ανώριμη θεώρηση της πολιτικής.
Στην πρώτη παράγραφο είναι συμπυκνωμένες σε δυο φράσεις οι αιτίες για τις οποίες η πολιτική στη χώρα μας βρίσκεται σε διαρκές στάδιο καθυστέρησης, υπανάπτυξης. Κάτι που προκαλεί βέβαια και την αποστροφή των πολιτών στην πολιτική, με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες.
Σε όλο τον προοδευμένο κόσμο πολιτική σημαίνει συνεργασίες. Σημαίνει προσπάθεια για εύρεση κοινών τόπων για την προώθηση κοινά αποδεκτών σχεδίων. Σημαίνει ανταλλαγές και quid pro quo. Σημαίνει κάπου υποχωρώ και κάπου υποχωρείς εσύ ώστε να βρεθεί μια συμβιβαστική φόρμουλα και να πάμε λίγο ακόμα μπροστά.
Αυτά όμως στη χαζή εσπερία. Εμείς εδώ επιμένουμε ότι πολιτική είναι ιδεολογικές κόντρες, ρητορικά τεχνάσματα και υπόγειες χειραγωγήσεις. Πόσο μπροστά....
Δημοσίευση σχολίου