Το πρωτότυπο ιστορικά και εξαιρετικά ενδιαφέρον σχέδιο ενοποίησης της ευρωπαϊκής ηπείρου μοιάζει εδώ και καιρό να βρίσκεται σε στασιμότητα, αν όχι σε παρακμή και αποσύνθεση. Σε ολόκληρη την Ευρώπη το πολιτικό τοπίο βαθμιαία επανεθνικοποιείται. Κάθε χώρα οχυρώνεται όλο και περισσότερο πίσω από την εθνική της κυριαρχία, που στο όχι και πολύ απώτερο παρελθόν ήταν έτοιμη να θυσιάσει, τουλάχιστον εν μέρει, στο όνομα του κοινού οράματος.
Πολιτικές δυνάμεις αλλά και σημαντικό μέρος των πολιτών στις χώρες-μέλη, αδιαφορούν πλέον για το κοινό συμφέρον και θέτουν όλο και πιο συχνά το ερώτημα, σε τι χρησιμεύει η Ένωση και αν αξίζει τον κόπο. Στη χώρα μας, δυστυχώς, εκπέμπεται και από δυνάμεις της αριστεράς.
Πολιτικές δυνάμεις αλλά και σημαντικό μέρος των πολιτών στις χώρες-μέλη, αδιαφορούν πλέον για το κοινό συμφέρον και θέτουν όλο και πιο συχνά το ερώτημα, σε τι χρησιμεύει η Ένωση και αν αξίζει τον κόπο. Στη χώρα μας, δυστυχώς, εκπέμπεται και από δυνάμεις της αριστεράς.
Το κύμα του ευρωσκεπτικισμού ενισχύεται από τον λαϊκισμό της δεξιάς και την άνοδο της άκρας δεξιάς που στοχοποιεί τους μετανάστες και αξιοποιεί το αίσθημα ανασφάλειας των ευρωπαίων πολιτών. Ο εθνικισμός κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του. Δεν είναι μόνο το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στη Σουηδία που έφερε την άκρα δεξιά ενισχυμένη στο σουηδικό κοινοβούλιο. Να υπενθυμίσουμε ότι, μέσα στο 2010, το ακροδεξιό ξενοφοβικό κόμμα στην Ουγγαρία κατέλαβε 47 έδρες, ενώ κατείχε μόλις μία το 2006. Στην παραδοσιακά ανεκτική Ολλανδία το ακροδεξιό «Κόμμα της Ελευθερίας» έλαβε το 15% των ψήφων και μόλις επτά έδρες λιγότερες από το πρώτο κόμμα της χώρας. Στην καρδιά της Ευρώπης, στο Βέλγιο, στο οποίο ανήκει η ευρωπαϊκή προεδρία, οι εθνικιστικές εντάσεις ανάμεσα στους ολλανδόφωνους Φλαμανδούς και τους γαλλόφωνους Βαλλόνους δεν επέτρεψαν, τον περασμένο Ιούλιο, τον σχηματισμό βιώσιμης κυβέρνησης.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, σε δύο συνόδους εντός του Σεπτεμβρίου, των Υπουργών Οικονομικών (ECOFIN) και στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής, οι Ευρωπαίοι ηγέτες και μαζί τους η ελληνική κυβέρνηση, ως απάντηση στον εθνικισμό και στις τάσεις επανεθνικοποίησης, αποφάσισαν να εντείνουν τον οικονομικό αυταρχισμό. Βάφτισαν κοινή οικονομική διακυβέρνηση τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους (ευρωπαϊκό εξάμηνο) και την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στα κράτη-μέλη που παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας. Και για να μην υπάρξουν παρερμηνείες, αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να συμμαζέψει τα δημόσια οικονομικά της και να αντιμετωπίσει τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της. Κάτι πήγαν να ψιθυρίσουν και περί ρυθμίσεων και ελέγχου των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και των τραπεζών, όμως αυτά έμειναν στα αζήτητα. Αποφάσισαν δηλαδή να εντείνουν την ήδη αδιέξοδη υφεσιακή οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής που πλήττει τους ασθενέστερους και αποδομεί το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και ταυτόχρονα να αναθέσουν τον έλεγχο των εκλεγμένων και δημοκρατικά νομιμοποιημένων κυβερνήσεων σε ένα μη εκλεγμένο όργανο.
Πρόκειται ακριβώς για τις πολιτικές που ενισχύουν την ξενοφοβία, τον εθνικισμό και τις τάσεις επανεθνικοποίησης. Ακόμα και στη Γερμανία, που επί χρόνια, μαζί με τη Γαλλία, υπήρξε η ατμομηχανή της Ευρώπης, το ενδιαφέρον για το ευρωπαϊκό υπερεθνικό εγχείρημα έχει ατονήσει υπέρ του ενδιαφέροντος για τη διατήρηση της εθνικής οικονομικής ανταγωνιστικότητας.
Όμως το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν εμπνέει και δεν μπορεί να προχωρήσει όταν εκφυλίζεται σε μια υπόθεση εθνικών λογιστικών υπολογισμών κόστους - όφελους. Έχουν περάσει εξήντα περίπου χρόνια από την εποχή που ο Ζαν Μονέ, ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Κόντραντ Αντενάουερ εμπνεύστηκαν την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ηπείρου ως σχέδιο υπέρβασης των εθνικισμών και εγκαθίδρυσης της ειρήνης και της ευημερίας, μετά από δύο αιματηρές πολεμικές περιπέτειες. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν αρκεί πλέον.
Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι μόνο ή κυρίως οικονομικό. Είναι συνολικά και πρωτίστως πολιτικό. Γι` αυτό μια νέα εφικτή οραματική ώθηση στο ευρωπαϊκό εγχείρημα μπορεί να προέλθει μόνο από τις δυνάμεις που ενστερνίζονται τον αριστερό μεταρρυθμιστικό ευρωπαϊσμό και θεωρούν ότι οι κοινές πολιτικές και η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των οργάνων της Ένωσης, είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ αναγκαίες. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική οικονομική διακυβέρνηση χωρίς την αντίστοιχη πολιτική.
Μόνο έτσι μπορεί να ελεγχθούν και να ρυθμιστούν οι χρηματαγορές, να ανακτήσει η πολιτική την πρωτοκαθεδρία απέναντι στον ισχυροποιημένο και παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό τομέα και να διαμορφωθούν εναλλακτικές υπέρ των πολιτών πολιτικές, με προτεραιότητα στην οικολογική οικονομική ανάπτυξη, την αναδιανομή και την αντιμετώπιση της ανεργίας. Εν ολίγοις, μόνο έτσι μπορεί να επανακτήσει την αίγλη του το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο και την πίστη τους στο ευρωπαϊκό όραμα οι πολίτες. Το δίλημμα επανεθνικοποίηση, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται, ή δημοκρατική ενοποίηση είναι πλέον στην ευρωπαϊκή ημερήσια διάταξη.
* Ο Γεράσιμος Γεωργάτος είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Δημοκρατικής Αριστεράς και υπεύθυνος για την ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου